Η ελληνική επανάσταση κηρύχθηκε στις 24 Φεβρουαρίου 1821 στο Ιάσιο από τον Αλέξανδρο Υψηλάντη. Σχεδόν ταυτόχρονα, σε διάστημα μερικών εβδομάδων, εκδηλώθηκε και στην Πελοπόννησο, στα τρία ναυτικά νησιά και σε πολλές επαρχίες της οθωμανικής Ρούμελης, με επικεφαλής πρόσωπα που διέθεταν πλούτο και επιρροή στις τοπικές κοινωνίες. Ήταν κοινοτικοί και εκκλησιαστικοί παράγοντες, οπλαρχηγοί, έμποροι, καραβοκύρηδες και καπετάνιοι, ανάλογα με τις ιδιαίτερες σε κάθε περιοχή ιεραρχίες. Η συντονισμένη κινητοποίηση τόσο διαφορετικών ως προς τα οικονομικά, κοινωνικά και πολιτισμικά τους χαρακτηριστικά προσώπων, και μάλιστα σε τόσο μεγάλη γεωγραφική έκταση, ήταν αποτέλεσμα της συστηματικής και πολυετούς δράσης μιας συνωμοτικής αδελφότητας, της Φιλικής Εταιρείας, μέλη της οποίας ήταν στην πλειονότητά τους οι προαναφερθέντες τοπικοί παράγοντες που ανέλαβαν τον πόλεμο στις περιοχές τους.
Μεγάλο μέρος της ιστοριογραφίας μας, ιδίως της παλιότερης, αντιμετωπίζει την Επανάσταση του 1821 ως την αυτονόητη κατάληξη μιας προδιαγεγραμμένης πορείας, ως κάτι που οπωσδήποτε θα συνέβαινε από τη στιγμή που δημιουργήθηκε η μυστική επαναστατική οργάνωση. Αυτή η προσέγγιση, που εξηγεί το αποτέλεσμα της δράσης της Φιλικής Εταιρείας από το ίδιο το γεγονός της ίδρυσής της, δεν μας βοηθά να κατανοήσουμε πώς η μικρή ομάδα των ιδρυτών και των πρώτων μελών της Εταιρείας κατάφερε μέσα σε λίγα χρόνια να μετασχηματιστεί σε μια επαναστατική οργάνωση ικανή να προετοιμάσει και να προκαλέσει τον πόλεμο της ελληνικής ανεξαρτησίας. Εξάλλου, η Φιλική Εταιρεία δεν ήταν η μόνη επαναστατική συνωμοτική οργάνωση στις ελληνικές εμπορικές παροικίες τις δύο πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα. Όμως, για τις υπόλοιπες μυστικές αδελφότητες δεν γνωρίζουμε σχεδόν τίποτα ή, ακριβέστερα, για ορισμένες γνωρίζουμε μόνο το όνομά τους[1].
Οι ιδρυτές και τα πρώτα μέλη της Φιλικής Εταιρείας δεν διέθεταν πλούτο, κύρος και επιρροή και η δράση τους περιοριζόταν σε λίγες πόλεις της Ρωσίας. Το ερώτημα λοιπόν είναι πώς η ευάριθμη αυτή ομάδα συνωμοτών μετεξελίχτηκε σε ένα γεωγραφικά εκτεταμένο συνωμοτικό δίκτυο, στο οποίο είχε ενταχθεί και συμμετείχε ενεργά μεγάλο μέρος των τοπικών ηγετικών ομάδων της Πελοποννήσου, της Ρούμελης και των νησιών, όλοι εκείνοι δηλαδή που κινητοποιήθηκαν στις αρχές του 1821; Για να κατανοήσουμε πώς συνέβη το Εικοσιένα, πρέπει να στρέψουμε το βλέμμα μας στην ιστορία της Φιλικής Εταιρείας, από τα πρώτα της βήματα μετά την ίδρυσή της έως τις τελικές προετοιμασίες της Επανάστασης.
Iστοριογραφικό πρόβλημα
Από το 1834, όταν ο Ιωάννης Φιλήμων δημοσίευσε το Δοκίμιον περί της Φιλικής Εταιρείας, έως σήμερα, έχουν γραφτεί πολλές μελέτες για την Εταιρεία, είτε πρόκειται για έργα αφιερωμένα αποκλειστικά στην οργάνωση είτε για εκείνα που μελετούν συνολικά την επανάσταση του 1821. Θα έλεγε κανείς λοιπόν ότι ο όγκος της σχετικής βιβλιογραφίας για τη Φιλική Εταιρεία θα μας επέτρεπε να έχουμε μια αρκετά σαφή εικόνα για την οργάνωση και τη δράση της. Ωστόσο, δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο. Γνωρίζουμε πολύ λίγα για τα πρώτα χρόνια της ιστορίας της, συμβατικά έως το 1817, αφού οι πηγές που διαθέτουμε είναι λιγοστές και οι συναφείς πληροφορίες είναι στις περισσότερες περιπτώσεις αδύνατον να ελεγχθούν ιστοριογραφικά.
Για την περίοδο μετά το 1817 γνωρίζουμε πολύ περισσότερα. Τούτο συμβαίνει, επειδή τα έγγραφα και οι μαρτυρίες πληθαίνουν, ιδίως όσο πλησιάζουμε χρονολογικά προς το 1821. Ακριβώς για το λόγο αυτό, οι πληροφορίες για τη λειτουργία της Φιλικής το εν λόγω διάστημα, δηλαδή για τη συνωμοτική δραστηριότητα των μελών της, είναι συχνότερα δεκτικές ιστοριογραφικού ελέγχου, επιτρέποντας έτσι στον ερευνητή να δοκιμάσει ασφαλέστερες υποθέσεις εργασίας. Βέβαια, και για αυτή την περίοδο υπάρχουν αρκετά κενά και πολλά αναπάντητα ερωτήματα, ακόμη και για κρίσιμα ζητήματα, όπως, για παράδειγμα, για το πότε ακριβώς και γιατί αποφάσισε ο Αλέξανδρος Υψηλάντης να τροποποιήσει το μέρος του πολεμικού σχεδίου που συζητήθηκε στο Ισμαήλιο και αφορούσε τις δικές του ενέργειες, με αποτέλεσμα να εισβάλει από τη Ρωσία στο Ιάσιο και να κηρύξει από εκεί την επανάσταση, αντί να μεταβεί στην Πελοπόννησο[2]. Σε κάθε περίπτωση πάντως, από το Δοκίμιον του Φιλήμονα έως τις πρόσφατες μελέτες για τη Φιλική Εταιρεία, η ιστορική έρευνα έχει φωτίσει πολλά κεντρικά ζητήματα αλλά και επιμέρους πτυχές της ιστορίας της μετά το 1817[3].
Ωστόσο, όπως επισημάνθηκε παραπάνω, τα πρώτα χρόνια της Φιλικής Εταιρείας είναι μια «σκοτεινή» περίοδος για την ιστοριογραφική έρευνα, αφού οι πηγές που διαθέτουμε περιορίζονται σε λιγοστές, μεταγενέστερες και συχνά αντικρουόμενες πληροφορίες, όπως για παράδειγμα εκείνες του Εμμανουήλ Ξάνθου και του Παναγιώτη Αναγνωστόπουλου σχετικά με τους ιδρυτές της οργάνωσης[4]. Οι πιο αξιόπιστες πληροφορίες για τα πρώτα χρόνια της Φιλικής Εταιρείας προέρχονται σχεδόν αποκλειστικά από τους καταλόγους μελών της οργάνωσης που δημοσίευσαν ο Ιωάννης Φιλήμων το 1859, ο Βαλέριος Μέξας το 1937 και ο Ιωάννης Μελετόπουλος το 1967[5]. Πρόκειται για καταλόγους που σε μεγάλο βαθμό δημιουργήθηκαν με βάση τα αφιερωτικά γράμματα νέων μελών, καθώς και άλλα έγγραφα που εντοπίστηκαν στα αρχεία της οικογένειας Υψηλάντη, του Εμμανουήλ Ξάνθου και του Παναγιώτη Σέκερη. Σε αυτούς τους καταλόγους δεν περιλαμβάνεται μόνο το ονοματεπώνυμο των μελών αλλά και άλλες πολύ χρήσιμες πληροφορίες για την ηλικία και το επάγγελμα ή την ιδιότητά τους, τον τόπο καταγωγής, την ημερομηνία, τον τόπο μύησης, τον μυητή κ.ά. Ασφαλώς, δεν καταγράφεται το σύνολο όσων μυήθηκαν στη Φιλική Εταιρεία. Ωστόσο, οι κατάλογοι αποτυπώνουν σε ικανοποιητικό βαθμό το ανθρώπινο δυναμικό της οργάνωσης, τα ποσοτικά και τα ποιοτικά του χαρακτηριστικά και, το σημαντικότερο, μας επιτρέπουν να παρακολουθήσουμε την εξέλιξη των μυήσεων στο χώρο και στο χρόνο. Δεν θα ήταν υπερβολικός ο ισχυρισμός ότι η μόνη βεβαιότητα που έχουμε για τη συνωμοτική δραστηριότητα των ιδρυτών και των μελών της Εταιρείας έως το 1817 είναι οι μυήσεις στις οποίες προέβαιναν. Αλλά και για τη μετά το 1817 εποχή, στη διάρκεια της οποίας ο αριθμός των νέων μυήσεων αυξάνεται εντυπωσιακά, οι πληροφορίες που απορρέουν από τους καταλόγους μας βοηθούν να σχηματίσουμε μια αρκετά καθαρή εικόνα για τα κοινωνικά χαρακτηριστικά των ανθρώπων που ανέλαβαν το ριψοκίνδυνο έργο να σχεδιάσουν, να προετοιμάσουν και να ξεκινήσουν τον πόλεμο της ελληνικής ανεξαρτησίας.
H ελληνική «σχολή του εκσυγχρονισμού»
Ο πρώτος που επεξεργάστηκε συνολικά και συστηματικά αυτό το πολύτιμο ιστοριογραφικό υλικό, τους καταλόγους των μελών της Φιλικής, είναι ο Γεώργιος Φράγκος στη διδακτορική διατριβή του με τίτλο The Philike Etaireia, 1814-1821: a social and historical analysis (Columbia University 1971). Από το έργο αυτό απορρέουν δύο ακόμη κείμενά του: το κεφάλαιο “The Philiki Etairia: A Premature National Coalition”, το οποίο περιλαμβάνεται στον τόμο The Struggle for Greek Independence. Essays to mark the 150th anniversary of the Greek War of Independence, που επιμελήθηκε ο Richard Clogg και εκδόθηκε το 1973, καθώς και το σχετικό κεφάλαιο στον τόμο ΙΑ΄ της Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους της Εκδοτικής Αθηνών, το 1975. Ο Φράγκος δεν έγραψε ξανά για τη Φιλική Εταιρεία. Η εργογραφία του σε ζητήματα νεότερης και σύγχρονης ελληνικής ιστορίας περιλαμβάνει τους παραπάνω τίτλους, καθώς επίσης και μερικές σύντομες βιβλιοπαρουσιάσεις και ένα βιβλίο για την περίοδο της δικτατορίας του 1967 που κυκλοφόρησε ένα χρόνο πριν υποστηρίξει τη διδακτορική διατριβή του[6]. Η εν λόγω διατριβή δεν εκδόθηκε, παρέμεινε αμετάφραστη στα ελληνικά έως σήμερα και σε έντυπη μορφή είναι διαθέσιμη στην Ελλάδα σε λίγες πανεπιστημιακές βιβλιοθήκες. Παρ’ όλα αυτά, η μελέτη του Φράγκου για τη Φιλική Εταιρεία άσκησε μεγάλη και ποικιλότροπη επιρροή στους σύγχρονούς του και ιδίως στους μεταγενέστερους ερευνητές στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Όλες ανεξαιρέτως οι ιστοριογραφικές μελέτες των τελευταίων δεκαετιών που πραγματεύονται τον ελληνικό επαναστατικό εταιρισμό των αρχών του 19ου αιώνα και την επανάσταση του 1821 περιλαμβάνουν στη βιβλιογραφία τους τη διατριβή του Φράγκου, αντλούν πληροφορίες από αυτήν, ακολουθούν σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό την ερμηνεία του ή και συνομιλούν κριτικά μαζί της.
Η διατριβή του Φράγκου, όπως και εκείνη του Νικηφόρου Διαμαντούρου, που υποστηρίχθηκε στο ίδιο πανεπιστήμιο ένα χρόνο αργότερα, το 1972, και μεταφράστηκε στα ελληνικά επίσης με καθυστέρηση, το 2002[7], στηρίζονται στο ερμηνευτικό σχήμα που εισήγαγε στις νεοελληνικές σπουδές ο Ιωάννης Πετρόπουλος το 1968[8], το οποίο επανεπεξεργάστηκαν και εφάρμοσαν στο ιδιαίτερο πεδίο της διδακτορικής τους έρευνας: ο Φράγκος στην ιστορία της Φιλικής Εταιρείας και ο Διαμαντούρος στο έργο του για τη συγκρότηση των πολιτικών θεσμών και του πολιτικού πεδίου της επαναστατικής περιόδου. Οι εργασίες του Πετρόπουλου, του Φράγκου και του Διαμαντούρου στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και στις αρχές της δεκαετίας του 1970 εμπνέονται από τις σύγχρονές τους και κυρίαρχες τότε στον αγγλοσαξωνικό ακαδημαϊκό χώρο θεωρίες εκσυγχρονισμού (modernization theories). Ως γνωστόν, οι ερευνητικές προσεγγίσεις που στηρίζονται στις θεωρίες εκσυγχρονισμού, στη δομολειτουργική εκδοχή τους, καλλιεργήθηκαν συστηματικά μεταπολεμικά στα αμερικανικά πανεπιστήμια. Σκοπός τους ήταν να εξηγήσουν γιατί τα κράτη της περιφέρειας παρέμεναν σε συνθήκες υπανάπτυξης παρά τη σύγχρονη, δυτικού τύπου, θεσμική τους συγκρότηση. Σε σχέση με ό,τι εδώ μας απασχολεί, αυτές οι προσεγγίσεις συνδέουν την ιστοριογραφία με τις εννοιολογικές επεξεργασίες της κοινωνικής και της πολιτικής θεωρίας, καθώς και με τα ερευνητικά ευρήματα της κοινωνικής ανθρωπολογίας, η οποία στράφηκε μεταπολεμικά στον μεσογειακό χώρο για να μελετήσει παραδοσιακές κοινωνικές δομές, πλέγματα σχέσεων και συστήματα αξιών (π.χ. οικογένεια-συγγένεια, πελατειακές σχέσεις, τιμή/ντροπή). Αντλώντας, λοιπόν, από αυτή τη θεωρητική παράδοση στις κοινωνικές και πολιτικές επιστήμες, ο Πετρόπουλος, ο Φράγκος και ο Διαμαντούρος πρότειναν μια νέα ερμηνεία του ελληνικού εθνικού κινήματος, της επανάστασης του 1821 και της συγκρότησης του ελληνικού κράτους που τέθηκε απέναντι στις δύο κυρίαρχες την εποχή εκείνη (και συγκρουόμενες μεταξύ τους) ιστοριογραφικές προσεγγίσεις, δηλαδή την εθνορομαντική και τη μαρξιστική[9].
Για την εθνορομαντική ιστοριογραφία το Εικοσιένα προσλαμβάνεται ως επανάσταση όλου του έθνους. Αγρότες και γαιοκτήμονες, έμποροι και τεχνίτες, οπλαρχηγοί, κληρικοί και γενικά όλες οι κοινωνικές ομάδες συσπειρώθηκαν γύρω από τη Φιλική Εταιρεία, συνεργάστηκαν για να πραγματώσουν το κοινό ιδεώδες της εθνικής ελευθερίας και δημιούργησαν το ελληνικό κράτος, το όχημα για τη μετάβαση της ελληνικής κοινωνίας από την οθωμανική «βαρβαρότητα» στην Ευρώπη του «πολιτισμού» και της «προόδου», δηλαδή στον σύγχρονο κόσμο. Ο Φράγκος παρατηρεί εύστοχα ότι η εθνορομαντική ιστοριογραφία αντιμετώπισε τη Φιλική Εταιρεία ως μια διαταξική εθνική συμμαχία που σχεδίασε και υλοποίησε τον ελληνικό εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα. Στη μαρξιστική ιστοριογραφία, οι έννοιες του έθνους και της επανάστασης αποκτούν διαφορετικές σημασίες. Πρόκειται για ιστορικά και κοινωνικά/ταξικά προσδιορισμένες εννοιολογικές και αναλυτικές κατηγορίες που εξηγούν τον κοινωνικό και πολιτικό μετασχηματισμό κατά τη μετάβαση από τις φεουδαρχικές στις καπιταλιστικές μορφές οργάνωσης της παραγωγής. Εδώ, η επανάσταση του 1821 γίνεται κατανοητή ως το διακύβευμα αντιτιθέμενων ταξικών συμφερόντων, επιλογών και συγκρούσεων, που τελικά οδήγησαν στη διάψευση των προσδοκιών του επαναστατημένου λαού και στη μερική έστω αναίρεση του ίδιου του επαναστατικού γεγονότος, αφού η συγκρότηση του ελληνικού κράτους δεν ανέτρεψε τις προεπαναστατικές (προκαπιταλιστικές) σχέσεις εξουσίας παρά τα νεωτερικά (αστικοδημοκρατικά) θεσμικά χαρακτηριστικά του. Γι’ αυτό άλλωστε η μαρξιστική ιστοριογραφία, ιδίως μεταπολεμικά, χαρακτήρισε το Εικοσιένα «προδομένη» ή «ανολοκλήρωτη» ή «νόθα» επανάσταση. Ωστόσο, παρά τον διαφορετικό τρόπο με τον οποίο ορίζουν την έννοια του έθνους, τόσο η εθνορομαντική όσο και η μαρξιστική ιστοριογραφία παρουσιάζουν το Εικοσιένα ως νεωτερικό κοινωνικό και πολιτικό φαινόμενο, δηλαδή ως εθνική επανάσταση.
Η προσέγγιση που εισήγαγε ο Πετρόπουλος και ακολούθησαν ο Φράγκος και ο Διαμαντούρος χρησιμοποιεί διαφορετικά εννοιολογικά και αναλυτικά εργαλεία για να κατανοήσει το Εικοσιένα. Το κατανοεί με βάση το δίπολο παράδοση - νεωτερικότητα και τις εννοιολογικές επεξεργασίες των θεωριών εκσυγχρονισμού, που εξηγούν με όρους πολιτισμικούς τη μετάβαση από την παράδοση στη νεωτερικότητα και τις συγκρούσεις που συνοδεύουν τη διαδικασία του εκσυγχρονισμού. Ο Παντελής Λέκκας επισημαίνει τις βασικές θεωρητικές/μεθοδολογικές προϋποθέσεις της ερμηνευτικής τους πρότασης:
Η βασική σύλληψη στηριζόταν σε μια συγκεκριμένη εφαρμογή της καταστατικής για τις κοινωνικές επιστήμες αντιδιαστολής ανάμεσα στην παράδοση και την νεωτερικότητα. Τούτο επέτρεπε μια νέα θέαση του Εικοσιένα, αφού το παρουσίαζε ως μια διαρκή σύγκρουση δύο κόσμων: ανάμεσα αφενός στους φορείς της δυτικής νεωτερικότητας και του εκσυγχρονισμού, τους αστούς και διανοούμενους της διασποράς, και αφετέρου στους φορείς της παράδοσης, τους προύχοντες, την εκκλησία, τους κλέφτες κι αρματολούς, αλλά και τις αγροτικές μάζες. Στο ερμηνευτικό αυτό σχήμα απεικονιζόταν μια κοινωνία διχασμένη, αλλά όχι πλέον με ταξικά κριτήρια όπως στις μαρξιστικές εξηγήσεις. Εδώ το σχίσμα ήταν πρωτίστως πολιτισμικό[10].
Για τη «σχολή του εκσυγχρονισμού» το Εικοσιένα δεν ήταν νεωτερική επανάσταση, αφού δεν συνέβαλε στην αποδέσμευση της ελληνικής κοινωνίας από την παράδοση, δεν την οδήγησε στη νεωτερικότητα[11]. Γράφει χαρακτηριστικά ο Φράγκος:
Το σύγχρονο όραμα των ιδρυτών της Εταιρείας δεν κατάφερε να επιβιώσει της ελληνικής εξέγερσης του 1821. Η εξέγερση, στην πραγματικότητα, δεν ήταν αφιερωμένη σε έναν κοινωνικό μετασχηματισμό όπου όλοι οι Έλληνες θα ήταν ίσοι στα μάτια του έθνους, αλλά στον πλουτισμό και τη διατήρηση μίας παραδοσιακής ολιγαρχίας. Υπό αυτή την έννοια, η ελληνική επανάσταση δεν ήταν καθόλου επανάσταση[12].
Σύμφωνα με τον Φράγκο, ο αγώνας της ελληνικής ανεξαρτησίας δεν ήταν νεωτερική/εθνική επανάσταση, επειδή οι τοπικές ηγεσίες που ξεσήκωσαν τις επαρχίες τους, ηγήθηκαν του πολέμου και έλεγξαν τους νέους θεσμούς εξουσίας ήταν φορείς μιας παραδοσιακής «εθνοτικής» ταυτότητας και όχι ενός «γνήσιου και σύγχρονου εθνικισμού». Αντιθέτως, οι ιδρυτές και τα πρώτα μέλη της Φιλικής Εταιρείας ήταν φορείς μιας νεωτερικής πολιτικής κουλτούρας: οραματίστηκαν τη δημιουργία ενός σύγχρονου έθνους-κράτους και εργάστηκαν προς αυτή την κατεύθυνση, επειδή «διέπονταν από μία σύγχρονη αντίληψη της εθνικότητας που υπερέβαινε τις δεσμεύσεις της κοινωνικής τάξης, της τοπικότητας και της οικογένειας»[13]. Ωστόσο, το αποτέλεσμα της δράσης τους ήταν διαφορετικό από το νεωτερικό εθνικό τους όραμα. Αυτή η αντινομία είναι το βασικό συμπέρασμα της διατριβής του.
Η ανάλυση του Φράγκου
Ο Φράγκος, όπως ο ίδιος γράφει, προσανατολίστηκε μεθοδολογικά «στη διερεύνηση των κοινωνικών βάσεων του ελληνικού εθνικισμού στα χρόνια πριν από το 1821». Συγκεκριμένα, επικεντρώθηκε στα ιδιαίτερα κοινωνικά χαρακτηριστικά των μελών της συνωμοτικής οργάνωσης και επεξεργάστηκε, με όρους ποσοτικής και ποιοτικής ανάλυσης, ένα γνωστό αλλά σε μεγάλο βαθμό αναξιοποίητο ιστοριογραφικά υλικό: τους προαναφερθέντες καταλόγους μελών της Φιλικής Εταιρείας και τις πληροφορίες που διέσωζαν για τον τόπο και το χρόνο μύησης, τον μυητή, τον τόπο καταγωγής κ.ά. Ταξινόμησε και επεξεργάστηκε αυτές τις πληροφορίες με σύνθετο τρόπο, αξιοποιώντας τις δυνατότητες που προσέφεραν στην επιστημονική έρευνα οι πρώτοι ηλεκτρονικοί υπολογιστές, και δημιούργησε 55 πίνακες που τοποθετήθηκαν στο παράρτημα της διατριβής και αποτέλεσαν τη βάση της ανάλυσής του. Συμπληρωματικά, μελέτησε τους όρκους και άλλα τελετουργικά κείμενα της Φιλικής Εταιρείας, με στόχο τον εντοπισμό των ιδεολογικο-πολιτικών χαρακτηριστικών της οργάνωσης.
Στην επιχειρηματολογία που αναπτύσσει για να εξηγήσει τη βασική του θέση, δηλαδή την αντινομία ανάμεσα στο μοντέρνο εθνικό όραμα των ιδρυτών της και στα παραδοσιακά χαρακτηριστικά του πολέμου της ελληνικής ανεξαρτησίας, ιδιαίτερα σημαντική θέση κατέχει η παρατηρούμενη στους καταλόγους της οργάνωσης κατακόρυφη αύξηση των μυήσεων μετά το 1817. Θεωρεί ότι αυτή η εξέλιξη χρήζει ερμηνείας και δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ως μια απλώς ποσοτική μεταβολή – που δεν σημαίνει, δηλαδή, τίποτα άλλο πέρα από την ένταξη στο δυναμικό της Φιλικής νέων κοινωνικών ομάδων. Για τον Φράγκο, η αριθμητική αύξηση και η κοινωνική διαφοροποίηση των μελών μετά το 1817 σηματοδοτούν μια σημαντική ποιοτική αλλαγή ή, αλλιώς, μια τομή στην ιστορία της συνωμοτικής αδελφότητας που εξηγεί την παραπάνω αντινομία: τη συνύπαρξη στο εσωτερικό της επαναστατικής οργάνωσης κοινωνικών ομάδων με διαφορετικά πολιτισμικά χαρακτηριστικά και ασύμβατους μεταξύ τους ιδεολογικοπολιτικούς στόχους.
Την πρώτη ομάδα αποτελούσαν εκείνοι που δημιούργησαν την οργάνωση, καθώς και τα πρώτα μέλη, που έως το 1817 ήταν περίπου 40 και είχαν σε πολύ μεγάλο βαθμό παρόμοια οικονομικά, κοινωνικά και πολιτισμικά χαρακτηριστικά. Ήταν μετανάστες πρώτης γενιάς, επισημαίνει ο Φράγκος, είχαν δηλαδή πρόσφατα εγκαταλείψει τις αγροτικές περιοχές στις οποίες γεννήθηκαν για να βρεθούν σε ένα σύγχρονο αστικό περιβάλλον, εκείνο των ελληνικών εμπορικών κοινοτήτων της διασποράς. Η εμπειρία της μετανάστευσης ήταν για αυτούς τους ανθρώπους μια συνολική διαδικασία μετασχηματισμού, αφού τους αποδέσμευσε από τον τοπικισμό και τους έφερε σε επαφή με τις νεωτερικές εθνικές ιδέες της εποχής. Ήταν, κυρίως, μικροί ή αποτυχημένοι έμποροι και εμποροϋπάλληλοι που δεν είχαν προλάβει ή καταφέρει να πετύχουν επαγγελματικά έως το τέλος των ναπολεόντειων πολέμων. Δεν ήταν μόνιμα εγκατεστημένοι, αλλά μετακινούνταν συχνά αναζητώντας επαγγελματικές ευκαιρίες. Επίσης, δεν ήταν ιδιαίτερα μορφωμένοι. Σύμφωνα με τον Φράγκο, τα γνωρίσματά τους αυτά σημαίνουν ότι δεν είχαν καταφέρει να ενσωματωθούν πλήρως στις ελληνικές παροικίες της διασποράς. Γράφει χαρακτηριστικά ότι τα πρόσωπα που ίδρυσαν τη Φιλική Εταιρεία, καθώς και εκείνα που μυήθηκαν στην οργάνωση κατά τα πρώτα χρόνια λειτουργίας της
βρέθηκαν εγκλωβισμένα στο κενό ανάμεσα στον παραδοσιακό κόσμο των αγροτικών χωριών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και τις πιο σύγχρονες εμπορικές εταιρείες / κοινότητες της ελληνικής διασποράς που είχαν δημιουργηθεί από προγενέστερα κύματα μεταναστών […]. Έτσι, βρήκαν διέξοδο στην αποξένωσή τους στην ίδρυση ενός έθνους–κράτους που θα τους αναγνώριζε ως λυτρωτές του.
Σύμφωνα με τον Φράγκο, το «κενό» στο οποίο εγκλωβίστηκαν οι ιδρυτές και τα πρώτα μέλη της Φιλικής Εταιρείας, το γεγονός δηλαδή ότι δεν είχαν την αίσθηση του ανήκειν ούτε στον κόσμο της παράδοσης ούτε σε εκείνον της νεωτερικότητας, εξηγεί γιατί υιοθέτησαν, όχι μόνο τις σύγχρονές τους εθνικές ιδέες, αλλά και την παράνομη και ριψοκίνδυνη πολιτική πρακτική που εμφανίστηκε στην Ευρώπη των ναπολεόντειων πολέμων και της πρώτης μεταναπολεόντειας εποχής, τον επαναστατικό εταιρισμό, με σκοπό την πραγμάτωση του εθνικοαπελευθερωτικού τους οράματος[14]. Επίσης, εξηγεί την αδυναμία τους να προσεγγίσουν πλούσιους εμπόρους[15], σημαντικούς λογίους και πρόσωπα κύρους και υψηλής κοινωνικής θέσης. Όπως αναφέρει, οι οικονομικές τους δυνατότητες και οι κοινωνικές τους δεξιότητες το μόνο που τους επέτρεπαν ήταν απλώς «να στρατολογήσουν άνδρες σαν τους ίδιους: μικροέμπορους, πολλοί από τους οποίους είχαν βιώσει πρόσφατα τη χρεωκοπία και τώρα ήταν είτε άνεργοι είτε εργάζονταν ως εμποροϋπάλληλοι και τεχνίτες». Τέλος, το «κενό» μέσα στο οποίο ζούσαν οι ιδρυτές και τα πρώτα μέλη της Φιλικής εξηγεί την υποτονική συνωμοτική δράση της οργάνωσης που, σύμφωνα με τον Φράγκο, αποτυπώνεται στον πολύ μικρό αριθμό νέων μυήσεων έως το 1817.
Η δεύτερη ομάδα μελών άρχισε να διαμορφώνεται στους κόλπους της Εταιρείας από το 1818 και περιλάμβανε πρόσωπα με εντελώς διαφορετικά οικονομικά, κοινωνικά και πολιτισμικά χαρακτηριστικά από εκείνα των ιδρυτών και των πρώτων μελών. Δεν ήταν μετανάστες, ζούσαν στις περιοχές όπου είχε σχεδιαστεί να εκδηλωθεί η επανάσταση και δεν είχαν αποκοπεί από τα δεσμά της παράδοσης. Ανήκαν στις τοπικές ηγετικές ομάδες, δηλαδή ήταν κοτζαμπάσηδες, οπλαρχηγοί, ιεράρχες κ.ά. Όπως τονίστηκε παραπάνω, για τον Φράγκο και ευρύτερα για τη «σχολή του εκσυγχρονισμού» τα πρόσωπα αυτά αντιπροσώπευαν έναν κόσμο κατά πολύ διαφορετικό από εκείνον των παροικιών της διασποράς, τον κόσμο της παράδοσης, που δεν συμμεριζόταν το νεωτερικό εθνικό όραμα της Φιλικής Εταιρείας. Η ένταξή τους στο δυναμικό της οργάνωσης οφειλόταν στην πεποίθησή τους ότι η πηγή της συνωμοσίας ήταν η Ρωσία, ότι ο Καποδίστριας και ο τσάρος αποτελούσαν την περίφημη Αόρατο Αρχή. Η πρόσληψή τους αυτή είχε να κάνει με την πατροπαράδοτη πίστη τους στη «ρωσική προσδοκία», πίστη την οποία η ίδια η Εταιρεία καλλιεργούσε εντέχνως για τον εαυτό της και την ταυτότητά της. Σύμφωνα με τον Φράγκο, η μύηση των τοπικών/παραδοσιακών ηγετικών ομάδων στη συνωμοτική οργάνωση δημιούργησε ένα πρώτο ρήγμα στο εσωτερικό της. Οι πυρήνες μελών σε αυτές τις περιοχές, καθώς και οι τοπικές Εφορίες που δημιουργήθηκαν μετά το 1819, ιδίως στην Πελοπόννησο, ελέγχονταν από τις κατά τόπους ηγετικές ομάδες και όχι από τους ιδρυτές-αρχηγούς της Εταιρείας[16]. Γράφει χαρακτηριστικά ότι οι άνθρωποι αυτοί δεν εξεγέρθηκαν την άνοιξη του 1821 «ως εκπρόσωποι της Φιλικής Εταιρείας», δηλαδή ως εθνικοί επαναστάτες. Με άλλα λόγια, δεν κινητοποιήθηκαν για να πραγματώσουν το δικό της εθνικό όραμα, αλλά για τους δικούς τους τοπικιστικούς και ιδιοτελείς σκοπούς.
Επίσης, ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι την ίδια περίοδο δημιουργήθηκε ένα δεύτερο ρήγμα στο εσωτερικό της οργάνωσης, στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες, όπου κι εκεί έγιναν πολλές μυήσεις μετά το 1817. Αναλύοντας το κοινωνικό προφίλ των μελών της Φιλικής Εταιρείας στη Βλαχία και τη Μολδαβία, εντοπίζει διαφορές σε σχέση με εκείνο της πρώτης ομάδας (και πολύ περισσότερες σε σχέση με το αντίστοιχο της δεύτερης). Αυτές οφείλονται σε μεγάλο βαθμό στη δυνατότητα του Νικολάου Γαλάτη, αρχικά, του Θεοδώρου Νέγρη και του Γεωργίου Λεβέντη, στη συνέχεια, να προσεγγίζουν πρόσωπα υψηλότερης οικονομικής επιφάνειας και κοινωνικής θέσης σε σύγκριση με εκείνα που ήταν σε θέση να προσεγγίσουν οι κοινωνικά ασήμαντοι ιδρυτές και τα πρώτα μέλη της Εταιρείας. Συγκεκριμένα, γράφει ότι τα νέα μέλη στις Ηγεμονίες ήταν κι αυτά «πρόσφατοι μετανάστες αλλά, σε αντίθεση με τους ιδρυτές της Εταιρείας, είχαν σημειώσει σχετική οικονομική επιτυχία στο εξωτερικό. […] Ήταν επιτυχημένοι, αλλά όχι τόσο εξασφαλισμένοι όσο οι παλαιότερες ελληνικές εμπορικές οικογένειες των Ηγεμονιών». Τονίζει δε ότι είχαν κι αυτοί αποδεσμευτεί από τα δεσμά της παράδοσης, δηλαδή ότι είχαν υποστεί τον «βαθύ κοινωνικό και ψυχολογικό μετασχηματισμό που χαρακτηρίζει το πέρασμα από έναν παραδοσιακό κόσμο στη νεωτερικότητα». Επίσης, αναγνωρίζει ότι συμμερίζονταν, σε γενικές γραμμές, το εθνικό όραμα της Φιλικής Εταιρείας, ωστόσο θεωρεί ότι του προσέδιδαν διαφορετικά ιδεολογικά και πολιτικά χαρακτηριστικά: ηγεμονικά και όχι φιλελεύθερα και εξισωτικά. Αναφερόμενος στον Νέγρη, τον οποίο χαρακτηρίζει «εκσυγχρονιστή», υποστηρίζει ότι «ο ίδιος, όπως και μία τάξη ανδρών σαν και αυτόν, δεν ήταν πρόθυμοι να δεχτούν όλες τις τάξεις των Ελλήνων στο έργο της ίδρυσης ενός σύγχρονου κράτους· οι κατώτερες τάξεις μπορούσαν και έπρεπε να γίνουν υπήκοοι του νέου κράτους, αλλά ποτέ κυβερνήτες του». Έτσι, σύμφωνα με τον Φράγκο, οι συνωμοτικοί πυρήνες της Φιλικής Εταιρείας στις Ηγεμονίες δεν εντάχθηκαν οργανικά στην αδελφότητα, παρά εξελίχθηκαν «σε μία ξεχωριστή οργάνωση υπό την τοπική διοίκηση της Εφορίας» και προσανατόλιζαν τη δράση τους σε διαφορετικούς πολιτικούς σκοπούς.
Αυτή η τάση στις Ηγεμονίες ανατροφοδοτήθηκε από παρόμοιες εξελίξεις στις ελληνικές παροικίες της νότιας Ρωσίας, μετά την άνοιξη του 1820 και την ανάδειξη του Αλέξανδρου Υψηλάντη στην αρχηγία της οργάνωσης, οπότε εντάχθηκαν στη Φιλική Εταιρεία και τον κύκλο των συνεργατών του πρόσωπα με ακόμη υψηλότερη οικονομική επιφάνεια και κοινωνική θέση. Γράφει ο Φράγκος ότι από την εποχή εκείνη «η οργάνωση απώλεσε τον χαρακτήρα που την διέκρινε ως οργάνωσης αφανών ανδρών αφιερωμένων σε ένα σύγχρονο εθνικιστικό ιδεώδες». Επίσης, θεωρεί ότι από την εποχή εκείνη οι ιδρυτές δεν έχασαν τον έλεγχο μόνο των τοπικών Εφοριών αλλά συνολικά της οργάνωσης, αφού στην πλειονότητά τους δεν ενσωματώθηκαν στο περιβάλλον του νέου αρχηγού και περιθωριοποιήθηκαν.
Η αντινομία που επισημαίνει ο Φράγκος ανάμεσα αφενός στο εθνικό όραμα των ιδρυτών και των πρώτων μελών της Φιλικής Εταιρείας και αφετέρου στα τοπικιστικά και ηγεμονικά σχέδια των μεταγενέστερων μελών της εξηγεί, σύμφωνα με την ανάλυσή του, την αποτυχία της να δημιουργήσει ένα γνήσιο και συνειδητό εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα και να ηγηθεί μιας εθνικής επανάστασης. Υποστηρίζει ότι η επαύξηση των μελών της Φιλικής και η γεωγραφική επέκταση των δικτύων της μετά το 1817 είχε λανθασμένα θεωρηθεί από την παλιότερη ιστοριογραφία ως σημαντικό επίτευγμα της οργάνωσης. Γράφει χαρακτηριστικά:
Η επιτυχία της οργάνωσης ήταν, εκ των πραγμάτων, η βάση για την αποτυχία της. Είχε στρατολογήσει σχεδόν όλα τα είδη των Ελλήνων, αλλά απέτυχε να τους μυήσει πλήρως, ή για να είμαστε ακριβέστεροι, να τους προσηλυτίσει πλήρως στον σκοπό που υποστήριζε.
***
Διανύουμε την έκτη δεκαετία αφότου ο Φράγκος υποστήριξε τη διδακτορική του διατριβή. Πλέον, η σύγχρονη κοινωνική θεωρία προσλαμβάνει τις έννοιες της παράδοσης, της νεωτερικότητας, του έθνους και του εθνικισμού με διαφορετικό τρόπο από τις μεταπολεμικές θεωρίες εκσυγχρονισμού, με βάση τις οποίες ο Φράγκος διαμόρφωσε τα ερευνητικά του ερωτήματα, επεξεργάστηκε το αρχειακό του υλικό και κατέληξε στα συμπεράσματα της μελέτης του. Αυτό σημαίνει ότι η συνολική ερμηνεία του για τη Φιλική Εταιρεία, καθώς και τα επιμέρους στοιχεία της ποσοτικής και της ποιοτικής του ανάλυσης, πρέπει να διαβαστούν στο πλαίσιο της δικής τους ιστορικότητας: στο ευρύτερο θεωρητικό πλαίσιο της προσέγγισης που εισηγήθηκε ο Πετρόπουλος για τη νεότερη ελληνική ιστορία στα τέλη της δεκαετίας του 1960, δηλαδή σε μια εποχή που δεν είχε ακόμη αναπτυχθεί στον διεθνή επιστημονικό χώρο η κριτική αμφισβήτηση των θεωριών εκσυγχρονισμού και στην ιστοριογραφία μας κυριαρχούσαν οι εθνορομαντικές και οι μαρξιστικές προσεγγίσεις του Εικοσιένα.
Κλείνοντας αυτή τη σύντομη παρουσίαση που συνοδεύει την έκδοση της διατριβής του Φράγκου στα ελληνικά, είναι σημαντικό να επαναλάβουμε ότι η επιχειρηματολογία του συνεχίζει να απασχολεί τη σύγχρονη επιστημονική συζήτηση, για παράδειγμα, ότι οι ιδρυτές και τα πρώτα μέλη της Εταιρείας δεν ήταν γενικώς έμποροι («αποτελούσαν μία τάξη εντός μίας τάξης») και ότι εκείνο που τους προσδιόριζε ήταν πρωταρχικά και κύρια η κοινή εμπειρία της πρόσφατης μετανάστευσης και το πολιτισμικό «κενό» στο οποίο βρέθηκαν. Πρόκειται αναμφισβήτητα για έργο αναφοράς που συνέβαλε σε πολύ μεγάλο βαθμό στην ανανέωση του ιστοριογραφικού ενδιαφέροντος για τη Φιλική Εταιρεία και ιδίως για την κοινωνική και την πολιτισμική ιστορία της.
[1] Δεν αναφέρομαι εδώ σε Εταιρείες που δεν είχαν συνωμοτική δράση, όπως η Φιλόμουσος της Βιέννης, αλλά στο «Ελληνόγλωσσον Ξενοδοχείον», στην «Εταιρεία των Πέντε» ή της «Σιωπής των Ελλήνων» που δημιουργήθηκαν την ίδια περίπου εποχή με τη Φιλική Εταιρεία αλλά δεν μακροημέρευσαν και δεν άφησαν ιστορικά ίχνη. Μια μαρτυρία της ύπαρξής τους εντοπίζεται στον «Μέγα Όρκο» που έδιναν οι Φιλικοί κατά τη μύησή τους. Στο δεύτερο από τα δέκα σημεία του όρκου αναφέρονται τα εξής: «Ορκίζομαι, ότι εις το εξής δεν θέλω έμβει εις καμμίαν άλλην Εταιρίαν». Βλ. Ιωάννης Φιλήμων, Δοκίμιον Ιστορικόν περί της Φιλικής Εταιρείας, Ναύπλιο 1834, σ. 155.
[2] Για τη σύσκεψη του Ισμαηλίου, βλ. Βασίλης Παναγιωτόπουλος, «Η έναρξη του αγώνα της ανεξαρτησίας στην Πελοπόννησο. Μία ημερολογιακή προσέγγιση», Πρακτικά του ΣΤ΄ Διεθνούς Συνεδρίου Πελοποννησιακών Σπουδών, τ. Γ΄, Αθήνα 2001-2002, σ. 449-461· του ίδιου, «Οι ελληνομολδαβοί αδελφοί Αλέξ. και Γεώργ. Καντακουζηνός στην ελληνική επανάσταση», Β. Παναγιωτόπουλος (εισ.-σχ.-επιμ.), Δύο πρίγκιπες στην ελληνική επανάσταση. Επιστολές αυτόπτη μάρτυρα και ένα υπόμνημα του πρίγκιπα Γεώργιου Καντακουζηνού, Αθήνα, Ασίνη, 2015, ιδίως σ. 65-70, 149-171. Σε σχέση με αλλαγή των αποφάσεων του Ισμαηλίου από τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, πρβλ. Αλέξανδρος Δεσποτόπουλος, Η απόφασις περί της ελληνικής επαναστάσεως του 1821, Αθήνα 1965, σ. 102 κ.ε.· Απόστολος Βακαλόπουλος, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τ. Ε΄, Θεσσαλονίκη 1980, σ. 125 κ.ε. Για το πολεμικό σχέδιο που συζητήθηκε στο Ισμαήλιο, βλ. Νίκος Ροτζώκος, Διονύσης Τζάκης, «Το “Σχέδιον Γενικόν” της Φιλικής Εταιρείας: συνέχειες και ασυνέχειες στην οργάνωση εξεγέρσεων στα οθωμανικά Βαλκάνια», στο: Σοφία Ματθαίου, Αλεξάνδρα Σφοίνη, Μαρία Χριστίνα Χατζηιωάννου (επιμ.), Εθνικά Κινήματα και Φιλελληνισμός. Πρακτικά Διεθνούς Συνεδρίου, Αθήνα, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών / Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών, 2022, σ. 21-35, όπου και η προγενέστερη βιβλιογραφία.
[3] Από τη σχετικά πρόσφατη ιστοριογραφική παραγωγή, βλ. Βασίλης Παναγιωτόπουλος, «Η Φιλική Εταιρεία. Οργανωτικές προϋποθέσεις της εθνικής επανάστασης», στο: Βασίλης Παναγιωτόπουλος (επιμ.), Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τ. 3, Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα/Τα Νέα, 2003, σ. 9-32· του ίδιου, Δύο πρίγκιπες στην ελληνική επανάσταση, ό.π.· του ίδιου, Κωνσταντίνος Καντιώτης, Κερκυραίος. Ελάσσων Φιλικός, Αγωνιστής της Ελληνικής Επανάστασης, Αθήνα, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών / Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών, 2019· Gregory Arsh, Η Φιλική Εταιρεία στη Ρωσία. Ο απελευθερωτικός αγώνας του ελληνικού λαού στις αρχές του 19ου αιώνα και οι ελληνορωσικές σχέσεις, Αθήνα, Παπασωτηρίου, 2011· Γιάννης Κόκκωνας, Ο πολίτης Πέτρος Σκυλίτζης Ομηρίδης, 1784-1872. Μελέτη της συμμετοχής ενός ελάσσονος σε γεγονότα μείζονος σημασίας, Αθήνα, ΕΜΝΕ-Μνήμων, 2003, ιδίως σ. 78-107· Νίκος Κοταρίδης, Περί της επαναστάσεως των λεγομένων ελλήνων. Η μαρτυρία του ιερομόναχου Γεράσιμου, 1836, Αθήνα, Oportuna, 2012, ιδίως, σ. 67-136· Nassia Yakovaki, “The Philiki Etaireia Revisited: In Search of Contexts, National and International», The Historical Review/ La Revue Historique, 11 (2014), 171-187· Άννα Μανδυλαρά, Γιώργος Νικολάου (επιμ.), Η Φιλική Εταιρεία. Επαναστατική δράση και μυστικές εταιρείες στη νεότερη Ευρώπη, Αθήνα, Ασίνη, 2017· Όλγα Κατσιαρδή-Hering (επιμ.), Οι πόλεις των Φιλικών: οι αστικές διαδρομές ενός επαναστατικού φαινομένου. Πρακτικά Ημερίδας, Αθήνα, Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων, 2018· Νίκος Ροτζώκος, Οργανώνοντας την Επανάσταση του 1821. Η Φιλική Εταιρεία, ο Χριστόφορος Περραιβός και τα αυτοκρατορικά συνωμοτικά δίκτυα στην Ανατολική Μεσόγειο, Αθήνα, Εκδόσεις ΕΑΠ, 2021· Constantinos Chatzopoulos, “Secret Societies: The Society of Friends and its Forerunners”, στο: Paschalis Kitromilides, Constantinos Tsoukalas (eds.), The Greek Revolution. A Critical Dictionary, Cambridge-Massachusetts, Harvard University Press, 2021, σ. 120-144.
[4] Για τη διαμάχη του Εμμ. Ξάνθου με τον Π. Αναγνωστόπουλο, βλ. Παναγιώτης Μιχαηλάρης, Οι Φιλικοί, στη σειρά «Οι Ιδρυτές της Νεώτερης Ελλάδας», διεύθυνση σειράς Β. Παναγιωτόπουλος, Αθήνα, Τα Νέα, 2009, σ. 27-31, 80-82· Ευστάθιος Πουλιάσης, Η πρόσληψη της Ελληνικής Επανάστασης στη δημόσια σφαίρα του ελληνικού κράτους (1832-1920), Αδημοσίευτη Διδακτορική Διατριβή, Ιόνιο Πανεπιστήμιο, 2021, σ. 169-178.
[5] Βλ. Ιωάννης Φιλήμων, Δοκίμιον Ιστορικόν περί της Ελληνικής Επαναστάσεως, τ. Α΄, Αθήνα 1959, σ. 387-416· Βαλέριος Μέξας, Οι Φιλικοί. Κατάλογος των μελών της Φιλικής Εταιρείας εκ του Αρχείου Σέκερη, Αθήνα 1937· Ιωάννης Μελετόπουλος, Η Φιλική Εταιρεία. Αρχείον Π. Σέκερη, Αθήνα 1967, σ. 98-165.
[6] Συγκεκριμένα, εντοπίσαμε τις παρακάτω βιβλιοπαρουσιάσεις: της αμερικανικής μετάφρασης του βιβλίου της Ιωάννας Τσάτσου, Φύλλα Κατοχής (Βιβλιοπωλείον της Εστίας 1966) με τίτλο The Sword's Fierce Edge: A journal of the occupation of Greece, 1941-1944 (Vanderbilt Univ. Press, 1969), η οποία δημοσιεύτηκε στο The Leader, 52/21 (1969), 21· του βιβλίου του John Iatrides, Revolt in Athens: The Greek Communist “Second Round”, 1944-1945 (Princeton Univ. Press, 1972), που δημοσιεύτηκε στο The American History Review /ΑΗR, 74/4 (1973), 1088-1089· του βιβλίου του Basil Markesinis, The Theory and Practice of Dissolution of Parliament: A Comparative Study with Special Reference to the United Kingdom and Greek Experience (Cambridge University Press, 1972), την οποία συνυπέγραψε με τον Νικηφόρο Διαμαντούρο και δημοσιεύτηκε στο AHR, 79/1 (1974) 137–138· του βιβλίου του Douglas Dakin, The Greek Struggle for Independence, 1821-1833 (Univ. of California Press, 1973), στο Slavic Review, 33/2 (1974) 395· του βιβλίου του Αθανασίου Αγγελόπουλου, Οι ξέναι προπαγάνδαι εις την επαρχίαν Πολυανής κατά την περίοδον 1870-1912 (ΙΜΧΑ, 1973), στο AHR 80/2 (1975) 435.
[7] Nikiforos Diamantouros, Political Modernization, Social Conflict and Cultural Cleavage in the Formation of the Modern Greek State: 1821-1828, PhD Dissertation, Columbia University 1972 [ελλ. μετάφραση: Οι απαρχές της συγκρότησης σύγχρονου κράτους στην Ελλάδα, 1821-1828, Αθήνα, ΜΙΕΤ, 2002].
[8] John A. Petropulos, Politics and Statecraft in the Kingdom of Greece, 1833-1843, Princeton Univ. Press 1968 [ελλ. μετάφραση: Πολιτική και συγκρότηση κράτους στο ελληνικό βασίλειο (1833-1843), Αθήνα, ΜΙΕΤ, 1984].
[9] Για μια κριτική παρουσίαση της ερμηνείας που εισηγήθηκε η «σχολή του εκσυγχρονισμού» συνολικά για τη νεοελληνική ιστορία, βλ. Γ. Βούλγαρης, Ελλάδα: μια χώρα παραδόξως νεωτερική, Αθήνα, Πόλις, 2019, ιδίως σ. 65-93 (το κεφάλαιο: «Όταν η κουλτούρα καθυστερεί την Πρόοδο. Το εκσυγχρονιστικό σχήμα»). Επίσης, Antonis Liakos, “Modern Greek Historiography (1974-2000). The Era of Tradition from Dictatorship to Democracy”, στο: Ulf Brunbauer (ed.), (Re)Writing History. Historiography in Southeast Europe after Socialism, Münster, 2004, ιδίως σ. 364-366.
Ειδικά για την Επανάσταση του 1821, βλ. Παντελής Λέκκας, «Ο Τρίτος Δρόμος για το Εικοσιένα», στο: Καλλιόπη Σπανού, Δημήτρης Α. Σωτηρόπουλος (επιμ.), Κουλτούρα, ιστορία δημοκρατία: τιμητικός τόμος για τον Νικηφόρο Διαμαντούρο, Αθήνα, Παπαδόπουλος, 2018, σ. 40-61· Διονύσης Τζάκης, «Από την Οδησσό στη Βοστίτσα: η πολιτική ενσωμάτωση των τοπικών ηγετικών ομάδων στη Φιλική Εταιρεία», στο: Όλγα Κατσιαρδή-Hering (επιμ.): Οι πόλεις των Φιλικών, ό.π., σ. 125-148· Νίκος Ροτζώκος, «Τα νεανικά έργα του Φιλήμονα ως αφετηρία αναστοχασμού επί των πολιτικών αντιπαραθέσεων κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης», στο: Γιάννης Κόκκωνας, Νίκος Ροτζώκος, Διονύσης Τζάκης (επιμ.), «Επιτομή των πρακτικών του ηγεμονίδου πρίγκηπος κυρίου Δημητρίου Υψηλάντου» και άλλα νεανικά πολιτικά κείμενα του Ιωάννη Φιλήμονα (υπό έκδοση).
[10] Παντελής Λέκκας, «Ο Τρίτος Δρόμος για το Εικοσιένα», ό.π., σ. 40-41.
[11] Ο Λέκκας τονίζει ότι «η οπτική που εγκαινιάζεται με τον Πετρόπουλο […] θέτει το δίλημμα μεταξύ επανάστασης και εξέγερσης, κλίνοντας, όπως είναι αναμενόμενο, υπέρ της δεύτερης. […] Σε τέτοια οπτική, όμως, επόμενο είναι το Εικοσιένα να μην θεωρείται μοντέρνα “επανάσταση”». Παντελής Λέκκας, «Ο Τρίτος Δρόμος για το Εικοσιένα», ό.π., σ. 46-47.
[12] Για εκδοτικούς λόγους, στα παραθέματα από τη διατριβή του Φράγκου που χρησιμοποιούνται στην παρούσα προδημοσίευση, σε μετάφραση του Στέφανου Παπαγεωργίου, δεν υπάρχουν παραπομπές σε συγκεκριμένες σελίδες.
[13] Επίσης, γράφει ότι ο γνήσιος/σύγχρονος εθνικισμός «συνδέεται με την εμφάνιση του έθνους-κράτους το οποίο αναδύθηκε μέσα από τη δυτικοευρωπαϊκή παραδοσιακή και φεουδαλική κοινωνία στη διάρκεια και μετά τη Γαλλική Επανάσταση του 1789. Αυτός ήταν στενά συνδεδεμένος με εκείνον τον μετασχηματισμό της κουλτούρας και της κοινωνίας την οποία οι κοινωνικοί επιστήμονες προσδιορίζουν ως τη διαδικασία “εκσυγχρονισμού”, δηλαδή τη μετάβαση από έναν παραδοσιακό κόσμο στη νεωτερικότητα».
[14] Επισημαίνει εύστοχα ότι η επιλογή του επαναστατικού εταιρισμού και της επαναστατικής δράσης, τους έφερνε «σε πλήρη αντιπαράθεση με εκείνους από τον ελληνικό κόσμο που υποστήριζαν […] την ανάγκη για περαιτέρω Διαφωτισμό προτού μπορέσουν οι Έλληνες να αυτοκυβερνηθούν (διανοούμενοι σαν τον Κοραή και συντηρητικοί σαν τον Καποδίστρια)». Για τα διαφορετικά πολιτικά σχέδια που αναπτύχθηκαν στο εσωτερικό του ελληνικού εθνικού κινήματος, βλ. Νίκος Ροτζώκος, Οργανώνοντας την Επανάσταση του 1821, ό.π., σ. 125 κ.έ., όπου σημειώνονται και τα εξής στις σ. 152-153: «Το σχέδιο του Καποδίστρια και το σχέδιο της Φιλικής, παρά τις διαφοροποιήσεις τους στον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνονται την επίτευξη του “ποθούμενου”, είναι σχέδια ελληνικά, ανήκουν δηλαδή σε διαφορετική ιστορική διάρκεια από τα αυτοκρατορικά σχέδια των Ρώσων και των ελληνικής καταγωγής ρωσικών πρακτόρων της Αικατερίνης Β΄ τον ύστερο 18ο αιώνα. Η ανάδυση, ωστόσο, της Φιλικής δείχνει ότι η κρίσιμη μετατόπιση των στάσεων απέναντι στον “ξένο παράγοντα”, εκείνη που σήμανε τον συνολικό επαναπροσδιορισμό του ρόλου του στο ελληνικό ζήτημα, οφείλεται σ’ αυτήν τη νέου τύπου πολιτική που γέννησε η ναπολεόντεια και μεταναπολεόντεια εποχή, δηλαδή τη συλλογικά οργανωμένη συνωμοτική επαναστατική δράση. Η συμμετοχή σε μια συνωμοτική οργάνωση όπως η Φιλική Εταιρεία προϋπέθετε και ανατροφοδοτούσε μια διαφορετική αντίληψη για την απελευθέρωση και τα μέσα επίτευξής της».
[15] Γράφει χαρακτηριστικά ότι οι «πλούσιοι έλληνες έμποροι στην Αυστρία, τη Ρωσία, τη Γαλλία και την Ιταλία ουδέποτε εντάχθηκαν στη Φιλική Εταιρεία. Αν και υποστήριξαν την πνευματική αναγέννηση χρηματοδοτώντας ελληνικά βιβλία, εφημερίδες και σχολεία, ωστόσο δεν έδειξαν πρόθυμοι, πριν από το 1821, να συμβάλουν ενεργά στην καταστροφή της τουρκικής αυτοκρατορίας. […] Οι ιδρυτές και τα πρώτα μέλη της Φιλικής Εταιρείας δεν αρκέστηκαν μόνο στην εξαγωγή ιδεών».
[16] Πρβλ. Διονύσης Τζάκης, «Από την Οδησσό στη Βοστίτσα: η πολιτική ενσωμάτωση των τοπικών ηγετικών ομάδων στη Φιλική Εταιρεία», ό.π.