Ξεκινώντας την παρουσίαση αυτού του βιβλίου πρέπει να επισημάνω ένα λάθος. Ο τίτλος του δεν εκπροσωπεί το περιεχόμενό του. Διότι δεν πρόκειται για ένα βιβλίο που απλώς παρακολουθεί τη δράση της αυστριακής αρμάδας κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης, αλλά για ένα εντυπωσιακό πανόραμα της αυστριακής παρουσίας και πολιτικής στο Λεβάντε κατά το πρώτο τρίτο του 19ου αιώνα. Δεν γνωρίζω γιατί οι συγγραφείς επέλεξαν αυτόν τον περιοριστικό τίτλο, ενώ το έργο τους δεν είναι απλώς μια καλή μονογραφία για ένα ειδικό θέμα (όπως μας υπόσχεται ο τίτλος) αλλά ένα από τα σημαντικότερα έργα που έχουν γραφτεί για την Ελληνική Επανάσταση. Πραγματικά δυσκολεύομαι να βρω μια άλλη σύνθεση τόσο σημαντική με παρόμοια πληρότητα, τόσο εντυπωσιακή στο μέγεθος της αρχειακής έρευνας και τόσο αποτελεσματική στην ανάλυση των ευρημάτων με την αξιοποίηση της διεθνούς βιβλιογραφίας. Κάτι παραπάνω: πρόκειται για ένα από τα σημαντικότερα πρόσφατα έργα Ευρωπαϊκής Ιστορίας που ευτυχώς μεταφράζεται στα γερμανικά (ελπίζω σύντομα και στα αγγλικά).
Δαμάζοντας τα αυστριακά αρχεία
Γιατί όμως (θα αναρωτιέστε) αυτό το βιβλίο είναι τόσο σημαντικό; Τι συνεισφέρει στην έρευνα για την Ελληνική Επανάσταση; Θα προσπαθήσω να το εξηγήσω όσο πιο απλά μπορώ. Τα τεκμήρια για την Ελληνική Επανάσταση αποτελούν κυριολεκτικά έναν ωκεανό. Δεν είναι μόνο τα ελληνικά τεκμήρια (που ακόμα και σήμερα δεν έχουν πλήρως αξιοποιηθεί) και το πλήθος των οθωμανικών (τα οποία τώρα αξιοποιούνται με ταχύτατους ρυθμούς), αλλά και τα βρετανικά, τα γαλλικά, τα ρωσικά, τα ιταλικά, τα αυστριακά, τα ολλανδικά, τα αμερικανικά, καθώς και τα Αρχεία των χωρών της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Σε όλα τα μεγάλα Εθνικά Αρχεία έχει γίνει έρευνα στο παρελθόν, μεγαλύτερη ή μικρότερη, και έχουν αξιοποιηθεί πολλά τεκμήρια, αλλά παραμένουν τεράστιες ανεξερεύνητες περιοχές. Ακόμα και τα βρετανικά Αρχεία περιέχουν πολύτιμο υλικό που δεν το έχουν δει ακόμα οι ερευνητές. Τα Αρχεία του Αμερικανικού Ναυτικού παραμένουν άγνωστα, τα ρωσικά Αρχεία έχουν δοθεί στους ερευνητές με το σταγονόμετρο, τα ιταλικά δεν είναι καλά οργανωμένα και δυσκολεύουν την πρόσβαση και την έρευνα. Τα αυστριακά όμως αποτελούν, πλέον, εξαίρεση. Διότι η Όλγα Κατσιαρδή-Hering και ο Δημήτρης Κοντογεώργης κατάφεραν να τα δαμάσουν. Δεν έχω δει –δεν νομίζω ότι υπάρχει– μια τόσο πλήρης και ολοκληρωμένη (εδώ είναι καταλληλότερος ο αγγλικός όρος comprehensive) κάλυψη ενός τόσο τεράστιου αρχείου.
Ένα τέτοιο έργο δεν μπορούν να το αναλάβουν δύο άτομα, χρειάζεται μια μεγάλη ερευνητική ομάδα. Επιπλέον απαιτεί φοβερή αφοσίωση. Όμως, η μεν Όλγα Κατσιαρδή-Hering, μέχρι την αφυπηρέτησή της, συμμετείχε πολύ ενεργά στη διδασκαλία στο τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Εθνικό και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, ενώ δεν σταμάτησε να παράγει έργο (στα ελληνικά αλλά κυρίως σε άλλες γλώσσες), να γυρίζει ολόκληρη την Ευρώπη και να εκδίδει μεγάλης σημασίας τεκμήρια όπως οι Βενετικοί Χάρτες της Πελοποννήσου (τους οποίους ανακάλυψε το 1986 στα Κρατικά Αρχεία της Αυστρίας). Ο δε Δημήτρης Κοντογεώργης, μαθητής της Κατσιαρδή, το 2018 εξελέγη λέκτορας και το 2023 επίκουρος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κύπρου. Μπορεί κανείς να φανταστεί την πίεση που αισθάνεται ένας νέος ιστορικός με όλο το βάρος της ανάγκης για δημοσιεύσεις και ατελείωτες ώρες διδασκαλίας διαφορετικών μαθημάτων. Με τόσους περιορισμούς, αποτελεί άθλο αυτό που πέτυχαν μόνοι τους: να παρουσιάσουν ένα πανόραμα της αυστριακής πολιτικής της Επανάστασης αριστοτεχνικά τεκμηριωμένο, καθώς οι δύο συγγραφείς δεν αρκέστηκαν στην εντυπωσιακή αρχειακή τους έρευνα αλλά αξιοποίησαν σχεδόν τα πάντα που έχουν γραφτεί στις κυριότερες ευρωπαϊκές γλώσσες.
Η ανάλυση βασίζεται σε μια εντυπωσιακή σειρά πρωτογενών πηγών. Οι συγγραφείς αντλούν εκτενώς από τα αυστριακά αρχεία, συμπεριλαμβανομένων των εκθέσεων των ναυτικών διοικητών προς τον Ιντερνούντσιο στην Κωνσταντινούπολη, το Ναυαρχείο στη Νάπολη και τη Βενετία, το Πολεμικό Συμβούλιο της αυτοκρατορικής αυλής, και φυσικά τον ίδιο τον Μέτερνιχ στη Βιέννη. Η μελέτη επωφελείται επίσης από την πρόσβαση σε έγγραφα που ανταλλάχθηκαν με τις ελληνικές αρχές. Αυτή η σχολαστική αρχειακή έρευνα επιτρέπει τη σε βάθος κατανόηση των διαδικασιών λήψης αποφάσεων της Αυστρίας και των κινήτρων των βασικών της εκπροσώπων.
Το έργο είναι τόσο πλούσιο και τόσο πυκνό που θα μπορούσε κανείς να το χαρακτηρίσει σπάταλο. Υπάρχει πλήθος υποσημειώσεων στις οποίες οι συγγραφείς παρουσιάζουν συνοπτικά εκθέσεις τόσο σημαντικές που η καθεμιά τους θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο ολόκληρης επιστημονικής δημοσίευσης. Κάθε υποκεφάλαιο θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο διδακτορικής διατριβής (π.χ. «Ο Anton Prokesch στο Αιγαίο (1824-1830)»). Με δυο λόγια, το βιβλίο αυτό θα αποτελεί, από εδώ και μπρος, όχι απλώς έργο αναφοράς αλλά αφετηρία για την περαιτέρω έρευνα.
Είναι δύσκολο να παρουσιάσεις ένα τέτοιο βιβλίο (700 σελίδων) χωρίς να γίνεις σχηματικός και να το αδικήσεις. Αλλά, αν και δεν θα μπορέσω να το αποφύγω, θα προσπαθήσω να σας δώσω μια ιδέα του τι περιέχει και τι συνεισφέρει σε όλα όσα γνωρίζαμε μέχρι τώρα.
Η Αυστρία απέναντι στην Επανάσταση
Η βασική συμβολή του βιβλίου δεν είναι ότι φωτίζει απλώς μια διάσταση της Ελληνικής Επανάστασης που παρέμενε σε μεγάλο βαθμό ανεξερεύνητη ή παρεξηγημένη, αλλά και ότι το κάνει με τρόπο που να δίνει στον αναγνώστη μια πλήρη εικόνα της διεθνούς διάστασης του Αγώνα. Αν υπάρχει ένα βασικό επιχείρημα στο βιβλίο είναι ότι η Επανάσταση του 1821 δεν μπορεί να γίνει κατανοητή αν δεν τοποθετηθεί μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο της ευρωπαϊκής πολιτικής των αυτοκρατοριών της εποχής. Η Αυστρία του Μέτερνιχ, με την εμμονή της στη διατήρηση του status quo, αντιμετώπιζε κάθε εθνικό ή φιλελεύθερο κίνημα ως απειλή. Η πολιτική της Ιερής Συμμαχίας (βασικός διαμορφωτής της οποίας ήταν ο Μέτερνιχ) δεν επηρέαζε μόνο τις χώρες της Δυτικής και Κεντρικής Ευρώπης αλλά και την Οθωμανική Αυτοκρατορία και ιδιαίτερα την Ανατολική Μεσόγειο. Δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά, διότι δεν ήταν δυνατόν η Αυστρία να αδιαφορήσει για το Ανατολικό Ζήτημα, την τύχη, δηλαδή, των εδαφών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που ήδη από το 1820 ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος την είχε περιγράψει ως ασθενή και ευάλωτη απέναντι στη δυναμική της αναθεωρητικής Ρωσίας. Αλλά ενώ η Αυστρία αντιλαμβανόταν την αδυναμία των Οθωμανών να αποτελέσουν ανασχετική δύναμη απέναντι στους Ρώσους, θεωρούσε ότι η μοναδική εναλλακτική της ήταν η εξομάλυνση των σχέσεων μεταξύ των Ρώσων και των Οθωμανών. Όμως, καθώς η Ελληνική Επανάσταση έδειχνε μεγάλη αντοχή και το κλίμα στις ευρωπαϊκές αυλές άλλαζε υπό την πίεση και της κοινής γνώμης, η Αυστρία δεν μπόρεσε να προσαρμοστεί. Οι συγγραφείς περιγράφουν γλαφυρά, αλλά και αναλυτικά, τη διαδρομή από το Λάιμπαχ το 1821 στην Αδριανούπολη το 1829. Περιγράφουν, δηλαδή, την αναπόφευκτη αποτυχία των Αυστριακών να εμποδίσουν τις ιδέες της νεωτερικότητας, τον εθνικισμό και τον φιλελευθερισμό, να κλονίσουν τις αυτοκρατορίες.
Το πρώτο κεφάλαιο αποτελεί μια λεπτομερή χαρτογράφηση της αυστριακής διπλωματικής και προξενικής παρουσίας στο χώρο της Ανατολικής Μεσογείου. Το Συνέδριο της Βιέννης και οι μετέπειτα πολιτικές ισορροπίες καθόρισαν τη στάση της, καθώς η αυτοκρατορία των Αψβούργων προσπαθούσε να κρατήσει την Οθωμανική Αυτοκρατορία εντός του συστήματος ευρωπαϊκής ισορροπίας δυνάμεων. Όμως οι συγγραφείς δείχνουν ότι η Αυστρία δεν ήταν ένας παθητικός παίκτης, αλλά μια δύναμη με ισχυρές οικονομικές και πολιτικές διασυνδέσεις στην περιοχή, κάτι που εν μέρει εξηγεί την επιμονή της να προστατεύσει τα συμφέροντά της επενδύοντας στη διπλωματία αλλά και στο ναυτικό της. Αυτό είναι και το κεντρικό επιχείρημα του βιβλίου. Η Αυστρία δεν ήταν απλώς μια αντιδραστική, συντηρητική δύναμη αφοσιωμένη στη διατήρηση του status quo. Οι ενέργειές της διαμορφώθηκαν από τα οικονομικά και τα στρατηγικά συμφέροντά της στη Μεσόγειο. Η ανάπτυξη του αυστριακού θαλάσσιου εμπορίου στα τέλη του 18ου αιώνα και μετά την πτώση της Βενετίας αποτελεί το κρίσιμο πλαίσιο για να κατανοήσουμε τις επιλογές των Αυστριακών. Οι συγγραφείς μάς δείχνουν πώς η ελληνική εξέγερση και οι συναφείς ναυτικές συγκρούσεις απειλούσαν άμεσα τα αυστριακά συμφέροντα. Έτσι, η παρέμβαση της Αυστρίας, αν και φαινομενικά φιλο-οθωμανική, καθοδηγήθηκε τελικά από τη δική της ανάγκη να προστατεύσει τους εμπορικούς δρόμους και τη ναυτιλία της.
Το δεύτερο κεφάλαιο παρουσιάζει την αυστριακή πολιτική ανάσχεσης της Ελληνικής Επανάστασης. Η συστηματική ανάλυση των αυστριακών εγγράφων αποκαλύπτει μια διαρκή προσπάθεια να ελεγχθεί η διάδοση των επαναστάσεων στην Ευρώπη, να περιοριστούν οι κινήσεις των Φιλελλήνων και να υπονομευθεί η διπλωματική αναγνώριση του ελληνικού Αγώνα. Διαπιστώνουμε με ενδιαφέρον πως η αυστριακή πολιτική δεν ήταν μονοδιάστατη, πως αρκετοί αυστριακοί διπλωμάτες και στρατιωτικοί, σε αρκετές περιστάσεις, είτε είχαν τη δική τους ατζέντα είτε οι πράξεις τους διέπονταν από αρχές όχι απαραίτητα της Realpolitik. Η βασική μέριμνα των Αυστριακών ήταν να αποτρέψουν έναν ρωσο-οθωμανικό πόλεμο. Καθώς θεωρούσαν πως η Ελληνική Επανάσταση έδινε συνεχώς αφορμές στους Ρώσους, ενώ οι Οθωμανοί αδυνατούσαν να συμπεριφερθούν ορθολογικά, η πολιτική του αυστριακού κράτους είχε στόχο την άμεση κατάπνιξη της Επανάστασης πριν αυτή λάβει ευρωπαϊκή νομιμοποίηση.
Είναι προφανές πως η προσέγγιση του Μέτερνιχ στην Ελληνική Επανάσταση δεν καθορίστηκε από τον πολιτικό συντηρητισμό του, αλλά διαμορφώθηκε από το ευρύτερο πλαίσιο του Ανατολικού Ζητήματος και το φόβο της ρωσικής επέκτασης. Γι’ αυτό ορισμένες φορές οι αποφάσεις του μας εκπλήσσουν – και οι συγγραφείς φροντίζουν να αποτυπώσουν τη συνθετότητα αυτής της προσωπικότητας χωρίς να καταφεύγουν στη δαιμονοποίηση ή τον μανιχαϊσμό της δημαγωγικής Ιστορίας. Αναλύουν την πρόκληση που έθεσε για τους Αυστριακούς η αλλαγή της πολιτικής της Μεγάλης Βρετανίας μετά το 1823 και εξετάζουν διεξοδικά την αυστριακή οπτική έναντι των διαφόρων διπλωματικών πρωτοβουλιών, όπως το ρωσικό «σχέδιο των τριών ηγεμονιών» και το αγγλορωσικό πρωτόκολλο του 1826.
Το τρίτο κεφάλαιο φέρνει στο προσκήνιο την οικονομική διάσταση της αυστριακής παρουσίας στη Μεσόγειο. Οι συγγραφείς αναδεικνύουν την πολύπλευρη εμπλοκή της Αυστρίας στο εμπόριο και τη ναυτιλία, και το πώς η αυστριακή κυβέρνηση χρησιμοποίησε την αρμάδα της όχι μόνο ως όργανο καταστολής, αλλά και ως εργαλείο προστασίας των εμπορικών της συμφερόντων. Η εξέταση της αυστριακής ναυτικής δραστηριότητας στο Ιόνιο και το Αιγαίο αποκαλύπτει ότι, παρά τη ρητορική της ουδετερότητας, η Αυστρία είχε σαφείς στρατηγικές και οικονομικές επιδιώξεις.
Καθώς περιγράφονται οι δραστηριότητες του αυστριακού ναυτικού στόλου στο Ιόνιο και το Αιγαίο μεταξύ 1821 και 1828 διαπιστώνουμε πως αυτός είναι όχι απλώς ισχυρός, αλλά ο ισχυρότερος στην περιοχή, μετά τον Οθωμανικό. Αρχικά μια μικρή δύναμη, αυξήθηκε σε μια σημαντική παρουσία 26 πολεμικών πλοίων ώς το 1826, αναδεικνύοντας την έκταση της δέσμευσης της Αυστρίας. Οι συγγραφείς εξετάζουν τις καθημερινές επιχειρήσεις του αυστριακού στόλου, από τις τακτικές περιπολίες και τις νηοπομπές έως την προστασία των αυστριακών εμπορικών πλοίων και των συμμαχικών σκαφών. Η μελέτη διερευνά τις αλληλεπιδράσεις του αυστριακού ναυτικού με τις ελληνικές αρχές, αν και η Αυστρία δεν αναγνώριζε επισήμως τη δικαιοδοσία τους. Το βιβλίο καλύπτει επίσης τις αυστριακές διπλωματικές σχέσεις με προσωπικότητες όπως ο Μοχάμεντ Αλί και ο Ιμπραήμ Πασάς, καταδεικνύοντας την πολυπλοκότητα της θέσης της Αυστρίας στην περιοχή.
Το τέταρτο κεφάλαιο αναδεικνύει ένα όχι και τόσο πολυσυζητημένο ζήτημα: την αυστριακή στάση απέναντι στην ελληνική πειρατεία και το ρόλο της αρμάδας στην επιβολή τάξης στα επαναστατημένα νερά. Η αυστριακή Escadre όχι μόνο συμμετείχε σε πολεμικές επιχειρήσεις εναντίον των ελλήνων πειρατών, αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις συνεργάστηκε με τις οθωμανικές αρχές για την καταστολή της πειρατικής δραστηριότητας. Αυτό είναι ένα από τα σημεία στα οποία το βιβλίο επιτυγχάνει να ανατρέψει παγιωμένες αντιλήψεις, δείχνοντας ότι η Αυστρία δεν ήταν απλώς ένας ουδέτερος παρατηρητής αλλά ένας ενεργός δρών με σαφή στρατηγική και συχνή εμπλοκή σε συγκρούσεις.
Μετά την ελληνική ανεξαρτησία
Το πέμπτο κεφάλαιο επικεντρώνεται στις σχέσεις Αυστρίας και Ελλάδας μετά το Ναβαρίνο και τις διακυμάνσεις της αυστριακής πολιτικής, καθώς ο Αγώνας των Ελλήνων έμπαινε στην τελική του φάση. Μετά την ήττα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στη ναυμαχία του Ναβαρίνου, η Αυστρία βρέθηκε αντιμέτωπη με την πραγματικότητα μιας ανεξάρτητης Ελλάδας. Οι συγγραφείς εξετάζουν πώς η Βιέννη προσαρμόστηκε στις νέες συνθήκες, μελετώντας τόσο την εσωτερική πολιτική συζήτηση όσο και τις διπλωματικές παρεμβάσεις της αυστριακής κυβέρνησης.
Το βιβλίο αυτό δεν αποτελεί απλώς μια συμβολή στην ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης, αλλά και στην ευρύτερη ιστορία των διεθνών σχέσεων κατά την εποχή της Ιερής Συμμαχίας. Η ανάλυση των συγγραφέων δείχνει ότι η αυστριακή πολιτική δεν καθοδηγούνταν απλώς από το φόβο απέναντι στην προοπτική της ελληνικής ανεξαρτησίας αλλά από μια πιο γενικευμένη στρατηγική διατήρησης της σταθερότητας στην Ανατολική Μεσόγειο.
Το βιβλίο περιέχει ως «bonus» ένα άγνωστο πατριωτικό και φιλελεύθερο τραγούδι που ο πρόξενος της Αυστρίας στον Μοριά (εγκατεστημένος μετά την έκρηξη της Επανάστασης στη Ζάκυνθο) έστειλε στον Μέτερνιχ τον Μάρτιο του 1823. Το βιβλίο συνοδεύει, επίσης και ένα CD με το παράρτημα πινάκων, ουσιαστικά βάσεις δεδομένων για να χρησιμεύσουν στους ερευνητές. Δεν πρέπει να παραλείψουμε να συγχαρούμε το Ίδρυμα της Βουλής για τη Δημοκρατία και τον Κοινοβουλευτισμό γι’ αυτή την υποδειγματική έκδοση.
Είναι δύσκολο να ανακαλύψει κανείς αδυναμίες σε ένα τόσο πλούσιο και καλά τεκμηριωμένο έργο. Δεν θα βρει, βέβαια, στο βιβλίο ανάλυση των ναυτικών στρατηγικών και τακτικών που εφάρμοζε ο αυστριακός στόλος ή του κοινωνικού και οικονομικού αντίκτυπου της αυστριακής παρουσίας σε μέρη όπως η Σμύρνη ή οι Κυκλάδες. Αλλά μια τέτοια κριτική θα ήταν κακόπιστη, καθώς θα ζητούσε από τους συγγραφείς να καλύψουν τα πάντα – κάτι που κανείς ποτέ δεν κατορθώνει. Αντιθέτως, η μοναδική αδυναμία που μπορώ να εντοπίσω δεν αφορά εμένα αλλά τον μέσο αναγνώστη. Η μεγάλη έκταση, η πυκνότητα και ο όγκος των πληροφοριών καθιστούν την ανάγνωση ιδιαίτερα απαιτητική για όποιον δεν έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την Ελληνική Επανάσταση. Ωστόσο, αυτό είναι το τίμημα ενός πραγματικά σπουδαίου επιστημονικού έργου, που για την κοινότητα των ιστορικών θα παραμείνει σημείο αναφοράς για τα επόμενα χρόνια.