Σύνδεση συνδρομητών

Ἡ ἀντίσταση τῆς καλοσύνης

Δευτέρα, 21 Αυγούστου 2023 15:25
1950, Θεσσαλονίκη. Τὸ κτίριο τοῦ Πανεπιστημίου, στὸ χῶρο τοῦ παλαιοῦ ἐβραϊκοῦ νεκροταφείου. Ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Mark Mazower, Salonica. City of ghosts, Harper, 2004.
Ἀρχεῖο The Books’ Journal
1950, Θεσσαλονίκη. Τὸ κτίριο τοῦ Πανεπιστημίου, στὸ χῶρο τοῦ παλαιοῦ ἐβραϊκοῦ νεκροταφείου. Ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Mark Mazower, Salonica. City of ghosts, Harper, 2004.

Αντώνης Μόλχο,  Η κοινοτοπία του καλού. Ένα εβραιόπουλο στην Ελλάδα της Κατοχής, πρόλογος: Katherine E. Fleming, Πατάκη, Αθήνα 2022, 328 σελ.

Μιὰ ἱστορία διάσωσης ποὺ διαδραματίζεται ἀπὸ τὸν Μάρτιο τοῦ 1943, ὅταν ὁ τετράχρονος Ἀντώνης Μόλχο καὶ οἱ γονεῖς του ἐγκαταλείπουν τὴ γενέτειρα Θεσσαλονίκη, ὣς τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1945, ὁπότε ἐπιστρέφουν σὲ μιὰ πόλη ποὺ δὲν εἶναι πιὰ ἐκείνη ποὺ ἄφησαν, ἡ δική τους. Μιὰ ἁλυσίδα ἀπὸ τυχαῖα συμβάντα καὶ ἀπρόβλεπτες διαφυγὲς, ὅπου ἡ εὔνοια τῆς τύχης συνδυάζεται εὐμενῶς μὲ τὶς πράξεις κάποιων ἀνθρώπων, οἰκείων καὶ ξένων, ποὺ ἐπέλεξαν νὰ παραμείνουν (ἢ νὰ γίνουν) δίκαιοι καὶ ἐνάρετοι, στὸ λίγο ἢ τὸ πολὺ ποὺ ἀναλογοῦσε στὸν καθένα. Τόσο μόνο ζητάει κάποτε ἡ ἱστορία ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, καὶ τόσο μόνο ἀρκεῖ. (τεύχος 143) 

Λίγα λόγια, προκαταρκτικά, σχετικὰ μὲ τὸν τίτλο τοῦ πονήματος τοῦ Ἀντώνη Μόλχο, Ἡ κοινοτοπία τοῦ καλοῦ, καὶ τὴν προφανὴ ἀναφορά του στὴν περιβόητη, ὅσο καὶ ἀμφιλεγόμενη, ἰδέα ποὺ ἐπινόησε ἡ Χάνα Ἄρεντ μὲ ἀφορμὴ τὴ δίκη τοῦ Ἄντολφ Ἄιχμαν στὸ Ἰσραὴλ τὸ 1961. Ἡ «κοινοτοπία τοῦ κακοῦ» εἶναι, ἀναμφίβολα, μιὰ ἀπὸ τὶς ἔννοιες ποὺ διαδραμάτισαν καὶ μᾶλλον διαδραματίζουν ἀκόμα  σημαντικὸ ρόλο, θετικὸ εἴτε ἀρνητικό, στὴν προσπάθειά μας νὰ ἀναδεχτοῦμε στὴ σκέψη καὶ στὴ συνείδησή μας τὸ τρομακτικὸ γεγονὸς τοῦ Ὁλοκαυτώματος. Γιὰ τὸ πῶ διαφορετικά, ἀποτελεῖ συστατικὸ στοιχεῖο τοῦ ἠθικοῦ στοχασμοῦ μας γιὰ τὴν ἀνθρώπινη κατάσταση, ἐπιτείνοντας τὴ μείζονα ὑπόθεση γιὰ τὴν ἠθικὴ (ἂν μὴ καὶ τὴ βιολογικὴ) ἐπιβίωσή μας, ὅπως τὴ διατύπωσε ἀκριβέστατα καὶ μᾶλλον ὁριστικὰ ὁ Πρίμο Λέβι: ἐὰν αὐτὸ εἶναι ὁ ἄνθρωπος. Εἶναι αὐτὸ ὁ ἄνθρωπος, ὅπως τὸν προεξοφλεῖ ἡ κοινοτοπία τοῦ κακοῦ; Καὶ ἂν τὸ Ὁλοκαύτωμα, ἡ Shoah, ἀποτελεῖ τὸ ἀπόλυτο κακὸ στὴν ἀνθρώπινη ἱστορία, τί θὰ ἦταν, τί θέση θὰ καταλάμβανε στὴ σκέψη μας, ἡ κοινοτοπία τοῦ ἀπόλυτου κακοῦ;

Ἐντούτοις, ὁ συγγραφέας τοῦ συναρπαστικοῦ αὐτοῦ βιβλίου δὲν ἐνδιαφέρεται διόλου νὰ ἐμπλακεῖ στὴ σχετικὴ συζήτηση, τουλάχιστον ὄχι ἐδῶ, σ᾽ αὐτὸ τὸ βιβλίο. Ὁ διακεκριμένος ἱστορικὸς Ἀντώνης Μόλχο ὑπῆρξε ἄλλωστε, γιὰ πολλὰ χρόνια, μέλος μιᾶς ὁμάδας μελέτης τεσσάρων ἱστορικῶν, ἡ ὁποία ἔθεσε ὡς στόχο της «νὰ ἀποκαλύψει ἕνα βαθιὰ θαμμένο παρελθὸν καὶ τὶς πολλαπλὲς προσπάθειες οἰκειοποίησης ἢ κατάχρησής του». Πρόθεση τῆς ὁμάδας αὐτῆς, ὅπως πάλι διευκρινίζει ὁ  ἴδιος, «ἦταν ὄχι μόνο νὰ προσδιορίσει τὶς ἰδιαιτερότητες τῆς ἑβραϊκῆς ἱστορίας τῆς Θεσσαλονίκης ἀλλὰ νὰ ἐπεκτείνει ἐπίσης τὴ συζήτηση σὲ εὐρύτερη συγκριτικὴ καὶ ἀναλυτικὴ θεματολογία».[1] Ἐκεῖ, στὴν ὁμάδα μελέτης καὶ ἔρευνας, τέθηκαν καὶ συζητήθηκαν τὰ δύσκολα ἐρωτήματα σχετικὰ μὲ τὴν ἑβραϊκὴ Θεσσαλονίκη καὶ τὴ θέση της στὴν ἱστορικὴ αὐτογνωσία μας. Ἄλλος ἐντελῶς εἶναι ὁ σκοπὸς ἐδῶ, ἂν ὑποθέσουμε ὅτι ἡ ἐπιθυμία (ἡ ἀνάγκη κάποτε) νὰ ἀφηγηθοῦμε περιστατικὰ τῆς ζωῆς μας, νὰ ποῦμε τὴ δική μας ἱστορία, χρειάζεται νὰ ἔχει κάποιον ἐπιπλέον νομιμοποιητικὸ σκοπό, πόσο μᾶλλον ὅταν ἡ δική μας ἱστορία νοηματοδεῖται σ᾽ ἕνα βάθος ἀπὸ ἀναρίθμητες ἄλλες μικρὲς ἱστορίες ποὺ ἂν μπορούσαμε νὰ τὶς συναριθμήσουμε θὰ ἀποτελοῦσαν τὴ μεγάλη Ἱστορία.

Παρακάμπτω, ἑπομένως, ὡς πραγματικὰ δευτερεῦον ζήτημα τὸ πόσο εὔστοχη ἢ πόσο ἀνεπίληπτη μπορεῖ νὰ εἶναι ἡ ἀναφορὰ στὴ Χάνα Ἄρεντ καθὼς καὶ ὅλα τὰ ἑρμηνευτικὰ καὶ ἱστορικὰ ζητήματα ποὺ γεννᾶ ἡ λέξη κοινοτοπία, καὶ στρέφω τὴν προσοχή μου, ὅπως νομίζω ὅτι ὀφείλουν καὶ εἶναι μᾶλλον ἀναπόφευκτο νὰ πράξουν ὅλοι οἱ ἀναγνῶστες τοῦ βιβλίου, στὸ δεύτερο συστατικὸ τῆς πρότασης, δηλαδὴ στὴν ἔννοια τοῦ καλοῦ καθεαυτή. Θέλω ὁπωσδήποτε κι ἀπὸ μιᾶς ἀρχῆς νὰ σημειώσω τὴν ἀνάγκη τοῦ συγγραφέα νὰ μιλήσει γιὰ τὴν ὕπαρξη τοῦ καλοῦ μέσα στὴν ἱστορία, μέσα στὴ δική του ἱστορία καὶ ἴσως κατ᾽ ἐπέκταση στὴν κοινή μας ἱστορία. Ἡ ἀνάγκη αὐτὴ προκύπτει πρόδηλη ὄχι μόνο στὸν τίτλο ἀλλὰ σὲ ὅλη τὴν ἔκταση τῆς ἀφήγησης, ἡ ὁποία διαστίζεται ἀπὸ περιστατικὰ ποὺ δηλώνουν ἀκριβῶς τὴν ἀντίσταση τοῦ καλοῦ ἀπέναντι στὴ συντριπτικὴ κατίσχυση τοῦ ἀπόλυτου κακοῦ (κοινότοπου ἢ μή, ἀδιάφορο), μιὰ ἀντίσταση ποὺ συνίσταται σὲ μικρές, κάποτε τυχαῖες, πράξεις καλοσύνης καὶ ἀλληλεγγύης σὰν μικρὲς κουκκίδες σ᾽ αὐτὸ τὸ ἀποτρόπαιο πανόραμα διώξεων, δηώσεων, καταστροφῆς, φυλετικοῦ μίσους, φονικῆς μανίας καὶ ἀπανθρωπισμοῦ.

 

Σωθεὶς δὲ ἐγὼ μόνος ἦλθον

Χρειάζεται ἐπίσης νὰ τονίσουμε ὅτι Ἡ κοινοτοπία τοῦ καλοῦ δὲν ἀνήκει στὸ εἶδος ποὺ ὀνομάζουμε μαρτυρία. Οὔτε τὸ ἐπιδιώκει ὁ ἴδιος ὁ συγγραφέας οὔτε θὰ ἦταν δίκαιο ἐκ μέρους ἡμῶν, ἀναγνωστῶν καὶ μελετητῶν, νὰ τὸ κατατάξουμε ἐκεῖ, ζητώντας του νὰ ἐκπληρώσει τὶς προσδοκίες ποὺ γεννᾶ τὸ εἶδος ἢ ψέγοντάς το ἂν κρίνουμε ὅτι δὲν τὶς ἐκπληρώνει. Τέτοιες μαρτυρίες διαθέτουμε τώρα πιὰ ἀρκετές, μὲ προεξάρχουσα καὶ ἀξεπέραστη ἐκείνη τοῦ Πρίμο Λέβι, μὰ καὶ ἄλλες πολλές, καίριες, ἀδιάψευστες καὶ σπαρακτικές: μαρτυρίες ἐπιζώντων ἀπὸ τὰ στρατόπεδα ἐξοντώσεως καὶ μαρτυρίες ἐπιζώντων ἀπὸ τὰ δύσκολα χρόνια τῆς ἐπιστροφῆς τους στὸν γενέθλιο τόπο˙ μαρτυρίες ἐκτοπισμένων καὶ μαρτυρίες περιπλανωμένων στὸ σκοτάδι τῆς ἐπιβίωσης ἢ τῆς ἐπιστροφῆς˙ μαρτυρίες ἐνόπλων, μαχητῶν, ἐξεγερμένων, καὶ μαρτυρίες ἀόπλων ποὺ βρῆκαν κρυσφήγετο καὶ σωτηρία˙ μαρτυρίες ποὺ ἄρχισαν, δειλὰ στὴν ἀρχή, πυκνότερα κατόπιν, νὰ δημοσιεύονται καὶ νὰ διαβάζονται, ὅσο τὸ Ὁλοκαύτωμα ἀπομακρυνόταν, σὰν σὲ ἀπόσταση ἀσφαλείας, στὸ παρελθόν, ὅσο οἱ λίγοι ἐπιζήσαντες ἔβρισκαν τὸ σθένος νὰ μιλήσουν καὶ οἱ πολλοὶ ἦταν ἐπιτέλους σὲ θέση ν᾽ ἀκούσουν. Τέτοιες μαρτυρίες διαθέτουμε πολλὲς γιὰ τὸν ἑβραϊκὸ κόσμο τῆς Θεσσαλονίκης, μαρτυρίες ἐπιζησάντων καὶ διασωθέντων, καθὼς καὶ ἱστορικὲς μελέτες, ὅπως τῆς Ρένας Μόλχο καὶ τῆς Katherine Fleming, σχετικὲς μὲ τὶς τύχες τῶν Ἑλλήνων Ἑβραίων, Σεφαραδιτῶν, Ρωμανιωτῶν καὶ τῶν λίγων Ἀσκεναζείμ, στὴ Θεσσαλονίκη, στὰ Γιάννινα καὶ σὲ πολλὰ ἄλλα μέρη τῆς ἑλληνικῆς ἐπικράτειας. Σημαντικότατες ἐπίσης, μεταξὺ αὐτῶν, οἱ ἱστορικὲς μελέτες ποὺ ἀναδεικνύουν, μέσα στὴν ἀχαρτογράφητη περιοχὴ τοῦ ἐπιζήσαντος, τὸ βίωμα ἐκείνων ποὺ σιώπησαν, γιατὶ δὲν βρῆκαν τὸν τρόπο ἢ δὲν θέλησαν νὰ μιλήσουν, ὅπως, ἐπὶ παραδείγματι, ἡ ἔξοχη Λούνα τῆς Ρίκας Μπενβενίστε.

Ἡ μαρτυρία εἶναι πάντα ἡ μαρτυρία μιᾶς συνάντησης μὲ τὸ κακό καὶ τὸν ὄλεθρο, εἴτε αὐτὴ συνέβη σὲ στρατόπεδο συγκεντρώσεως εἴτε ἀλλοῦ, καὶ ὁ μάρτυρας εἶναι διὰ βίου σημαδεμένος μὲ τὸ «καθῆκον τῆς μνήμης», γιὰ νὰ θυμηθοῦμε πάλι τὸν Πρίμο Λέβι, τὴν ἐξακολουθητικὰ ἀνεξόφλητη ὑποχρέωση νὰ ἀφηγεῖται τὴν ἱστορία του, νὰ μαρτυρεῖ. Ὁ μάρτυρας δὲν μπορεῖ νὰ πάψει νὰ εἶναι μάρτυρας, γιατὶ ἡ συνάντησή του μὲ τὸ κακὸ τὸν ἔχει στιγματίσει ἀνεπανόρθωτα. Σωθεὶς δὲ ἐγὼ μόνος ἦλθον τοῦ ἀπαγγεῖλαί σοι. Μολαταῦτα, τὸ βιβλίο ποὺ κρατᾶμε στὰ χέρια μας ἀρνεῖται, καὶ πολὺ σωστὰ κατὰ τὴ γνώμη μου, νὰ γίνει μιὰ τέτοια μαρτυρία τοῦ κακοῦ. Ἀποφεύγει ἐπίσης νὰ ἀναχθεῖ ἀπὸ τὴ μικρὴ ἱστορία στὴ μεγάλη, ἀπὸ τὴ μικρὴ κλίμακα τῆς προσωπικῆς ἐξιστόρησης στὴ μεγάλη τοῦ Ὁλοκαυτώματος, ἀναγωγὴ κατὰ τὴν ὁποία ἀναμφίβολα θὰ γεννιόταν καὶ ὁ «πειρασμὸς τῆς ἀπόδοσης νοήματος». Ὁ μικρόκοσμος, στὴ δική του ἰδιαίτερη περίπτωση, δὲν εἶναι σύμμετρος πρὸς τὸν μακρόκοσμο˙ ἕνας φραγμός, ταυτόχρονα ἠθικὸς καὶ μεθοδολογικός, ὀρθώνεται ἀνάμεσά τους. Μὲ τὰ λόγια τοῦ ἴδιου τοῦ συγγραφέα: «Εἶναι τέτοια ἡ ἀσυμμετρία ἀνάμεσα στὴ μικρὴ κλίμακα τῶν ἐμπειριῶν ἑνὸς παιδιοῦ καὶ στὶς τεράστιες διαστάσεις τοῦ Ὁλοκαυτώματος, εἴτε αὐτὸ ἐξετάζεται σὲ ἐθνικὴ εἴτε σὲ πανευρωπαϊκὴ κλίμακα, ποὺ ὅ,τι βγάζει «νόημα» σὲ ἕνα πεδίο δὲν θὰ ἔβγαζε στὸ ἄλλο, ἀκόμη καὶ ἂν ὁ πειρασμὸς τῆς ἀπόδοσης νοήματος ἦταν ὑπαρκτός» [σ. 312]. Τὸ κακὸ διαχέεται καὶ ἐλλοχεύει παντοῦ˙ εἶναι μιὰ συνεχὴς ἀπειλή, ἕνας διαρκὴς ὑποκείμενος τρόμος γιὰ τὸν μικρὸ Τώνη καὶ τοὺς γονεῖς του, ἀλλὰ ὁ ἴδιος δὲν τὸν συναντᾶ πρόσωπο μὲ πρόσωπο, ὅπως διαπιστώνει ὁ συγγραφέας στὸν ἐπίλογο τῆς διήγησής του:

Ἕνας φίλος μοῦ ἐπισήμανε πὼς ἀπὸ τὸ κείμενό μου ἀπουσιάζουν ἐντελῶς οἱ Γερμανοί. ῎Εχει δίκιο, καὶ ἀναρωτιέμαι γιατί συμβαίνει αὐτό. Στὸ κάτω κάτω, ὅλα ὅσα ἀφηγοῦμαι προβάλλονται πάνω στὸ ἀνεξίτηλο φόντο τῆς γερμανικῆς Κατοχῆς καὶ τῆς σατανικῆς ἀποφασιστικότητας τῶν Γερμανῶν νὰ ἐξολοθρεύσουν ὅλους τοὺς Ἑβραίους τῆς Ἑλλάδας (καὶ ὅποιας ἄλλης χώρας μποροῦσαν, βέβαια). Εἶναι γεγονὸς ὅτι οἱ γονεῖς μου καὶ ἐγὼ καταφέραμε νὰ ξεφύγουμε ἀπὸ τὴ μανιώδη καταδίωξη τῶν Γερμανῶν. Ἀλλὰ δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ μοῦ ἔχει κάνει μεγαλύτερη ἐντύπωση ἡ γερμανικὴ παρουσία στὰ μέρη ὅπου κρύφτηκα κατὰ τὸν πόλεμο; Δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ ἔχω πιὸ ζωηρὲς ἀναμνήσεις ἀπὸ τὴ κτηνώδη συμπεριφορὰ τῶν Γερμανῶν ἢ τὴ διπλοπροσωπία καὶ τὴν ἀνεντιμότητα τῶν συνεργατῶν τους [σ. 313];

Τὸ δύσκολο αὐτὸ έρώτημα θὰ παραμείνει σὲ ἐκκρεμότητα, μολονότι μέρος τῆς ἀπάντησης τὸ παρέχει ἐμμέσως ὁ ίδιος ὁ συγγραφέας: «Ἦταν σὰ νὰ μὲ περιέβαλλε διαρκῶς ἕνα ἀόρατο τεῖχος προστασίας» [σ. 314]. Τὸ βιβλίο ποὺ κρατᾶμε στὰ χέρια μας δὲν εἶναι λοιπὸν ἡ μαρτυρία μιᾶς συνάντησης μὲ τὸ κακό, εἴτε στὰ στρατόπεδα συγκεντρώσεως εἴτε στὸν ἀπεγνωσμένο ἀγώνα τῆς ἐπιβίωσης ἢ τῆς ἐπιστροφῆς. Ἡ ἱστορία ποὺ ἀφηγεῖται ὁ Ἀντώνης Μόλχο εἶναι μιὰ ἱστορία διάσωσης, ποὺ τὴ βλέπουμε  μὲ τὰ μάτια ἑνὸς ἀνήλικου ἀγοριοῦ καὶ τὴν ἀκοῦμε ἀναμεμιγμένη μὲ τοὺς τόνους τῆς δικῆς του παιδικῆς φωνῆς˙ εἶναι ἡ ἱστορία αὐτοῦ τοῦ «ἀόρατου τείχους προστασίας», καὶ τὸ βίωμα ποὺ ἐπιχειρεῖ νὰ στοιχειοθετήσει, ἔντονο στὴ μνήμη ὅσο καὶ φευγαλέο στὶς λεπτομέρειές του, εἶναι τὸ βίωμα ἑνὸς ποὺ διασώθηκε χάρη στὴ στοργικὴ πρόνοια ἄλλων. Κοντολογίς, μιὰ ἱστορία διάσωσης ποὺ συγκεντρώνει ὅλα τὰ χαρακτηριστικὰ τοῦ θαύματος. Ἰδοὺ τὸ σχετικὸ σχόλιο τοῦ ἱστορικοῦ Μόλχο:

Ὁ Φραντσέσκο Γκουιτσαρντίνι, ἕνας Φλωρεντινὸς ἱστορικὸς τῶν ἀρχῶν τοῦ δεκάτου ἕκτου αἰώνα, [...] ἔγραψε ὅτι χρειάζεται ἔνα θαῦμα γιὰ νὰ φτάσει ἕνα μωρὸ στὴν ἡλικία τοῦ γήρατος, μιᾶς καὶ τόσο πολλὰ μπορεῖ νὰ πᾶνε στραβὰ στὴν πορεία. Ἀναρωτιέμαι τί θὰ ἔλεγε γιὰ τὶς περιπέτειες καὶ τὴν ἐπιβίωσή μου κατὰ τὰ φοβερὰ χρόνια τῆς γερμανικῆς Κατοχῆς στὴν Ἑλλάδα [σ. 315].

«Τίνος εἶναι αὐτὲς οἱ ἱστορίες; Ἢ μᾶλλον, τίνος τὶς μνῆμες κατέγραψα;», ἀναρωτιέται ὁ συγγραφέας. Ἀλήθεια. Σὲ ποιὸν ἀνήκουν οἱ ἀναμνήσεις ποὺ καταγράφονται ἐδῶ, ἀφοῦ οἱ περισσότερες προέρχονται ἀπὸ ὅσα ἄλλοι διηγήθηκαν στὸν ἀφηγητὴ σὲ διάφορες στιγμὲς τῆς ζωῆς του ἀλλὰ κυρίως ὅσο ἦταν ἀκόμη στὴν παιδική του ἡλικία; Τὴ μέθοδό του, ἂν μπορῶ νὰ χρησιμοποιήσω αὐτὴ τὴν ἄκαμπτη λέξη, τὴν ἐκθέτει ἐξαρχῆς ὁ ἴδιος ὁ συγγραφέας. Ὡς ἱστορικός, γνωρίζει πολὺ καλὰ τὸν διαπλαστικὸ ρόλο τῆς μνημονικῆς λειτουργίας, τῆς ἀτομικῆς ὅσο καὶ τῆς συλλογικῆς, στὴ σύσταση τοῦ ἱστορικοῦ γεγονότος καὶ τῆς ἐξ ὑστέρου ἑρμηνείας του: μιὰ σύνθετη κατεργασία τοῦ μνημονικοῦ ἴχνους τὴν ὁποία ἡ ψυχαναλυτικὴ θεωρία ὀνομάζει «μνήμη καθρέφτη» (memoire mirroir). Διαβάζω:

Ἀρκετὰ ἀπ᾽ ὅσα περιλαμβάνονται σ᾽ αὐτὸ τὸ βιβλίο δὲν εἶναι ἀναμνήσεις ὅσων ἐγὼ ἔζησα, ἀλλὰ γεγονότα ποὺ ἄκουσα ν᾽ ἀφηγοῦνται ἄλλοι. ῎Αλλων, πάλι, ἔχω ἐγὼ ὁ ἴδιος τὴν ἀνάμνηση, χωρὶς ὡστόσο νὰ εἶμαι σίγουρος ἂν αὐτὴ ἡ ἀνάμνηση ἀντιστοιχεῖ ἀπολύτως στὸ τί πραγματικὰ κατέγραψε τὸ μυαλό μου ὅταν συνέβησαν. Τὸ νὰ ἀνακαλέσεις γεγονότα τοῦ παρελθόντος τόσες δεκαετίες ἀργότερα εἶναι μιὰ σύνθετη, μερικὲς δὲ φορὲς καὶ ἐπώδυνη, διαδικασία. Ὁ χρόνος ξέρει νὰ παίζει παράξενα παιχνίδια μὲ τὴ μνήμη μας. [...] Προσπάθησα νὰ ὑφάνω τὶς μνῆμες μου σὲ ἕνα ἑνιαῖο ὑφαντὸ (ἤ, γιὰ νὰ τὸ πῶ πιὸ πεζά, σὲ ἕνα ἀφήγημα), ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴν πηγὴ ἀπὸ τὴν ὁποία προέρχονται. [...] Ὅπως ἕνας ταπητουργός, ἔτσι καὶ ἐγὼ χρησιμοποιῶ ἕνα πλῆθος ἀπὸ νήματα γιὰ νὰ ὑφάνω ἕνα ἁρμονικό, ἐλπίζω ὄμορφο, χαλί [σ. 35].

«Τὸ σημαντικὸ γιὰ τὸν συγγραφέα ποὺ θυμᾶται,» γράφει ὁ Μπένγιαμιν, προτοῦ μᾶς ὑπενθυμίσει ὅτι «ἡ λατινικὴ λέξη textum σημαίνει “ἱστός”», «δὲν εἶναι αὐτὸ ποὺ βίωσε, ἀλλὰ ἡ ὕφανση τῆς μνήμης του, τὸ πηνελόπειο ἔργο τῆς ἀνάμνησης [Eingedenken]. Ἢ μήπως θὰ ἔπρεπε νὰ τὸ ὀνομάσουμε τὸ πηνελόπειο ἔργο τῆς ἐπιλησμονῆς [das Penelopewerk des Vergessens];» Στὸ πηνελόπειο ἔργο τῆς ἀνάμνησης, λοιπόν, μὲ ὅλα τὰ ἀναπόφευκτα χάσματα τῆς ἀθέλητης καὶ τῆς ἠθελημένης λησμοσύνης, ὁ ἀφηγητὴς Μόλχο συνυφαίνει τὶς λίγες δικές του ἀναμνήσεις, ὅσες διασώθηκαν ἀπὸ τὴ δήωση τοῦ χρόνου, μὲ τὶς ἀναμνήσεις ἄλλων, ἢ μᾶλλον ἀναδέχεται τὴν ἀναπόφευκτη καὶ  ἀξεδιάλυτη διαπλοκή τους ὡς αὐτὸ ποὺ ὀφείλει νὰ θυμᾶται καὶ δὲν μπορεῖ νὰ ξεχάσει: τὴ θαυμαστὴ ἀλήθεια τῆς διάσωσής του. Αὐτὸ εἶναι ἐντέλει τὸ σχῆμα στὸ χαλί, ὅσο πυκνὴ κι ἂν εἶναι ἡ πλέξη του. Μὲ παρόμοιο τρόπο, ὑφαίνοντας καὶ ξηλώνοντας τὸ ἴδιο ὑφαντό, σχηματίζεται καὶ ἡ εἰκόνα τοῦ ἑαυτοῦ σὰν μιὰ συνέχεια μέσα στὸν χρόνο, μιὰ γραμμὴ ποὺ συνδέει χρονικὲς στιγμὲς σὰν κουκκίδες γιὰ νὰ σχεδιάσει ἕνα ἀνθρώπινο πρόσωπο, ἕναν ἠθικὰ δρῶντα κοινὸ παρονομαστὴ ὅλων αὐτῶν τῶν διάσπαρτων στιγμῶν, ἕναν ἀφηγητὴ ποὺ ἀποτελεῖ τὴ συνοχὴ τῆς ἀφήγησης. Τὸ χέρι ποὺ κρατάει τὸ μολύβι καὶ σύρει τὶς γραμμὲς τὸ ὀνομάζουμε ἐλεύθερη βούληση, μολονότι νιώθουμε συχνὰ δυνάμεις ἀνεξάρτητες ἀπὸ τὴ βούλησή μας («αὐτὸ ποὺ θά ᾽λεγες ἀλλιῶς, νέμεση μοίρα») νὰ προσπαθοῦν νὰ ἐκβιάσουν τὴν κίνησή του.

 

Μιὰ ἱστορία διάσωσης

Τὸ βιβλίο ἀφηγεῖται μιὰ ἱστορία διάσωσης ποὺ διαδραματίζεται ἀπὸ τὸν Μάρτιο τοῦ 1943, ὅταν ὁ τετράχρονος Ἀντώνης Μόλχο καὶ οἱ γονεῖς του ἐγκαταλείπουν τὴ γενέτειρα Θεσσαλονίκη, ὣς τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1945, ὁπότε ἐπιστρέφουν σὲ μιὰ πόλη ποὺ δὲν εἶναι πιὰ ἐκείνη ποὺ ἄφησαν, ἡ δική τους. Μιὰ ἁλυσίδα ἀπὸ τυχαῖα συμβάντα καὶ ἀπρόβλεπτες διαφυγὲς συνθέτουν τὴν Κοινοτοπία τοῦ καλοῦ, ὅπου ἡ εὔνοια τῆς τύχης συνδυάζεται εὐμενῶς μὲ τὶς πράξεις κάποιων ἀνθρώπων, οἰκείων καὶ ξένων, ποὺ ἐπέλεξαν νὰ παραμείνουν (ἢ νὰ γίνουν) δίκαιοι καὶ ἐνάρετοι, στὸ λίγο ἢ τὸ πολὺ ποὺ ἀναλογοῦσε στὸν καθένα. Τόσο μόνο ζητάει κάποτε ἡ ἱστορία ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, καὶ τόσο μόνο ἀρκεῖ.

Ἕνα χριστιανικὸ ὄνομα, Ἀντώνης, ἀντὶ τοῦ ἑβραϊκοῦ Ἐλάζαρ, εἰς ἔνδειξιν εὐγνωμοσύνης πρὸς τὸν καλὸ γιατρὸ Ἀντώνη Βαϊνανίδη, σὰν καλὸς οἰωνὸς γιὰ ὅ,τι θ᾽ ἀκολουθοῦσε˙ οἱ δύο νεαροὶ Γερμανοὶ στρατιῶτες ποὺ κατέλυσαν στὸν σπίτι τῶν Μόλχο, μὲ συμπεριφορὰ ποὺ «ἔμοιαζε (γιατὶ πιθανότατα καὶ ἦταν) πολὺ ἀνθρώπινη»˙ ἡ ἔγκαιρη πρόνοια τοῦ πατέρα νὰ φυγαδεύσει τὴν οἰκογένειά του ἀπὸ τὴ γερμανοκρατούμενη Θεσσαλονίκη, ἡ ἀπόδραση τῆς μητέρας μετὰ τὴ σύλληψή της στὸ τρένο ἀπὸ τὴ Λαμία στὴν Ἀθήνα, ἡ ἀδελφὴ καλόγρια Ἑλένη, ἡ κυρία Κάλκου, ἕνας τυχαῖος ἐπιβάτης ἄγγελος στὸ τράμ, τὸ ζευγάρι ποὺ φιλοξένησε, μιὰ ἐπικίνδυνη νύχτα τοῦ Δεκέμβρη τοῦ ᾽44, τὸν ἀφηγητὴ καὶ τὴ μητέρα του˙ ὅλοι εὐεργετικὲς σκιὲς μιᾶς ἀγαθῆς τύχης ποὺ ἔπλεξε τὸν ἀόρατο προστατευτικὸ κλοιὸ γύρω ἀπὸ τὸν μικρὸ Τώνη Μόλχο καὶ ἐξασφάλισε τὴν ὡς ἐκ θαύματος διάσωσή του. «Οἱ περιπέτειες», ὅπως γράφει ὁ ἴδιος, «ἑνὸς μικροῦ ἀγοριοῦ ποὺ τὸ ἔσερναν πέρα δῶθε, χωρὶς νὰ ἔχει συνείδηση τῶν ὅσων διακυβεύονταν, ἀλλὰ ποὺ τελικὰ ὅλα κατέληξαν νὰ ἐξασφαλίσουν τὴν ἐπιβίωσή του» (σ. 37).  Ἀγαθοεργὲς μορφές, ποὺ ἐπέλεξαν τὸ καλό, ἀσκώντας τὴν ἐλεύθερη βούλησή τους μέσα στὰ ἀσφυκτικὰ περιθώρια ποὺ ἄφηνε ἡ πραγματικότητα καὶ μὲ κίνδυνο τῆς ζωῆς τους. Καὶ ἀνάμεσά τους, διακριτικὰ δεσπόζουσες, οἱ μορφὲς τοῦ πατέρα καὶ τῆς μητέρας σχεδιάζονται μὲ συμπαθητικὴ μελάνη παντοῦ, σὲ ὅλη τὴν ἔκταση τῆς ἀφήγησης, γιὰ νὰ τὶς ἐμφανίσει, ἀνεξίτηλα λαμπερές, ἡ συγκίνηση τοῦ ἀναγνώστη. Ὕστερα ὁ νόστος, ἡ δυσκολία τῆς προσαρμογῆς στὴν ἀπορφανεμένη καὶ ἔντονα πλέον ἐθνικόφρονα πόλη, ἀλλὰ καὶ ἡ κορυφαία στιγμὴ τοῦ συλλογικοῦ ἑορτασμοῦ, ὁ γάμος τοῦ θείου Ρούφα μὲ τὴν Ἑνριέττα, τὴν πάμφτωχη ἀλλὰ πανέμορφη κοπέλα ποὺ ἐπέζησε τοῦ Ἄουσβιτς, μιὰ ἀπὸ τὶς πιὸ συγκινητικὲς σκηνὲς τοῦ βιβλίου:

Εἶχε περάσει δύο χρόνια σὲ ἕνα κολαστήριο σὲ μιὰ γωνιὰ τῆς βόρειας Εὐρώπης. [...] Καὶ νά τη, τώρα, νὰ γελᾶ σὲ μιὰ στιγμὴ ἀνείπωτης χαρᾶς, ξέροντας ὅτι ἦταν πίσω στὴν ἀσφάλεια τοῦ παλιοῦ σπιτιοῦ της, νὰ χορεύει μὲ τὸν ἄντρα της στοὺς ρυθμοὺς ἑνὸς βάλς, μὲ ὅλα τὰ μάτια καρφωμένα πάνω της, καὶ μὲ κάθε ρεφραὶν τοῦ τραγουδιοῦ νὰ τῆς προκαλεῖ ἀκόμη μεγαλύτερη σύγχυση. Σίγουρα δὲν ὀνειρευόταν; [σ. 294]

Ἕνα βιβλίο καλοσύνης καὶ εὐγνωμοσύνης πρὸς τὴ ζωὴ συνέγραψε ὁ Ἀντώνης Μόλχο, ὅπου στὸ τέλος ξεχωρίζει, σὰν ἀρχὴ σοφίας, ἡ ἁπλὴ διδαχὴ τῆς μητέρας: «Μὴ θεωρεῖς ὅτι οἱ ἐπιτυχίες σου ὀφείλονται μόνο στὶς ἱκανότητές σου. Ὅσο ρόλο κι ἂν παίζουν, ἄλλον τόσο παίζει καὶ ἡ τύχη» [σ. 319]. Τὸ βλέπω σὰν τὸ ἀπομνημόνευμα ἑνὸς σπουδαίου ἱστορικοῦ ὁ ὁποῖος, πατώντας τὸ κατώφλι τῆς ἔνατης δεκαετίας τῆς ζωῆς του, στρέφει πίσω γιὰ νὰ ἀντικρίσει καὶ νὰ ἀναλογιστεῖ τὸ θαῦμα ποὺ τὸν ἔφερε ὣς ἐδῶ.  Τὸ γεγονὸς ὅτι στὸ ἀνάστροφο αὐτὸ βλέμμα δὲν ξεχωρίζει εὔκολα (κάποτε καθόλου) ἡ ἀτομικὴ μνήμη ἀπὸ τὴ μνήμη τῶν ἄλλων ἀνήκει, κατ᾽ ἐμέ, στὶς προφανεῖς ἀρετὲς τοῦ βιβλίου καὶ τεκμαίρει τὴν διαισθητικὴ ἐμβάθυνσή του στὴν ἀνθρώπινη κατάσταση. Τὸ κράμα ἰδίας καὶ ἀλλότριας ἐνθύμησης εἶναι ἐδῶ κράμα καλοσύνης, εἶναι ὁ ἴδιος ὁ  ψυχικὸς δεσμὸς τῶν πρωταγωνιστῶν˙ δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ἔχει σχηματιστεῖ ἀλλιῶς παρὰ μὲ τὴ δραστικὴ παρουσία τοῦ καλοῦ, γι᾽ αὐτὸ καὶ ἀποδεικνύεται ἐξίσου ἀνθεκτικὸ μὲ τὸ ἀόρατο προστατευτικὸ τεῖχος γύρω ἀπὸ τὸν μικρὸ Τώνη.

 

Ἡ Θεσσαλονίκη ποὺ χάθηκε

Δὲν θέλω ἐντούτοις νὰ παρεξηγηθῶ καὶ ἀκόμη λιγότερο νὰ παραποιήσω τὶς προθέσεις τοῦ συγγραφέα. Τὸ προφανές, σὲ ὅποιον διαβάσει τὸ βιβλίο, ἐπίτευγμα ὕφους καὶ ἤθους τοῦ Ἀντώνη Μόλχο, ἦταν νὰ ἀφηγηθεῖ τὴν ἱστορία τῆς διάσωσής του χωρὶς νὰ ἀνοίξει τὸν ἀσκὸ τῆς πίκρας καὶ τῆς χολῆς καὶ χωρὶς νὰ υἱοθετήσει τὸν λόγο τῆς καταγγελίας. Τοῦτο ὅμως δὲν σημαίνει διόλου πὼς δὲν εἶναι ἐνήμερος γιὰ ὅσα ἔπραξαν καὶ διέπραξαν ἐκεῖνοι ποὺ δὲν ἐπέλεξαν τὸ καλό, καὶ δὲν ἐννοῶ μόνο τοὺς μηχανικοὺς τοῦ ὀλέθρου, τοὺς αὐτουργοὺς καὶ συναυτουργοὺς τοῦ Ὁλοκαυτώματος, ἀλλὰ καὶ τοὺς καθ᾽ ἡμᾶς συνεργάτες καὶ πληροφοριοδότες τους, ὅσοι, οἰκειοθελῶς καὶ ἀσμένως κάποτε, ἐπέλεξαν νὰ συμμετάσχουν στὴν ἐξόντωση τῶν ἀλλόθρησκων συμπατριωτῶν τους καὶ νὰ πρωταγωνιστήσουν στὴν κατάχρηση, τὴ λεηλαδία καὶ στὸν διαμερισμὸ τῶν περιουσιῶν τους. Ὁ πόνος γιὰ τὴ χαμένη Ἰερουσαλὴμ τῶν Βαλκανίων, λησμονώντας κάποτε, δικαίως, νὰ ἱεραρχήσει τὶς δύο αὐτὲς κατηγορίες ἐγκληματιῶν, διηθεῖται σὲ ὅλο τὸ βιβλίο καὶ ἀναβλύζει στὰ πιὸ ἀδόκητα μέρη, χωρὶς ὡστόσο νὰ ταράξει τὴν ἐπιφάνεια τῆς ἀφήγησης καὶ νὰ θολώσει τὰ νερά. Ὁ βυθὸς τῆς συγκίνησης, γιὰ ὅποιον θέλει νὰ κοιτάξει, εἶναι ὁρατός. Ἴσως το πιὸ συγκινητικὸ ἴχνος τῆς βαθιᾶς θλίψης ποὺ ἄφησε πίσω του ὁ ἀφανισμὸς τῆς ἑβραϊκῆς Θεσσαλονίκης, τουλάχιστον αὐτὸ ποὺ κράτησε ἡ δική μου μνήμη, εἶναι ἡ πεισματικὴ ἀπροθυμία τῆς μητέρας Μόλχο, μετὰ τὴν ἐπιστροφή τους, νὰ παίξει στὸ πιάνο τὰ ἔργα ποὺ τόσο ἀγαποῦσε τοῦ Σοῦμπερτ καὶ τοῦ Σοπέν. Ἡ σιωπὴ τοῦ πιάνου εἶναι ἡ πιὸ εὔγλωττη μετωνυμία τῆς τρομακτικῆς ἀλλὰ καὶ ἀναρρωτήριας σιωπῆς ποὺ περιέβαλε ὅσους ἐπέζησαν καὶ ὅσους ἐπέστρεψαν. Ἀκοῦμε τὴν ἁπλὴ ἐξήγηση τοῦ συγγραφέα: «Τὸ παίξιμο τοῦ πιάνου ἀνῆκε σὲ μιὰ ἄλλη ἐποχή, ἡ ὁποία, ὅπως καὶ ἡ παλιὰ Θεσσαλονίκη ποὺ χάθηκε μετὰ τὴ φρικτὴ ἄνοιξη τοῦ 1943, εἶχε καὶ αὐτὴ ἐξαφανιστεῖ τυλιγμένη στὴν ἀχλὴ ἑνὸς χαμένου παρελθόντος» [σ. 262].

Ἂς μὴ γελιόμαστε. Ἡ ἱστορία τοῦ τέλους τῆς ἄλλοτε ἀνθηρῆς σεφαραδίτικης κοινότητας τῆς Θεσσαλονίκης δὲν περιποιεῖ τιμὴ οὔτε στὴν πόλη οὔτε στὴν ἐλληνικὴ πολιτεία. Καὶ ἡ ἀπόφαση τοῦ Ἀντώνη Μόλχο νὰ ἀφηγηθεῖ τὴν ἱστορία τῆς διάσωσής του ἀπὸ τὴν τραγικὴ μοίρα τῶν περισσότερων ὁμόθρησκων συμπατριωτῶν του μὲ τὸν δικό του ἤπιο, εὐπροσήγορο τρόπο δὲν ἰσοδυναμεῖ μὲ λήθη οὔτε ἀσφαλῶς μὲ ἀποποίηση ἢ παραγνώριση τῆς ἑβραϊκότητάς του, ὅ,τι κι ἂν σημαίνει αὐτό. Ἄλλωστε, τὸ ἴδιο πηνελόποιο ἔργο,  συνυφαίνοντας τὴν ἔξωθεν βία μὲ τὸν «αὐτοδίδακτο ἔσωθεν θυμό»,  συστήνει κάποτε, ἐπιτακτικὴ καὶ ἀναπόφευκτη, τὴν ὑποχρέωση αὐτοῦ ποὺ ὀνομάζουμε «ταυτότητα». Ὁ τρόπος ποὺ ὁ Ἀντώνης Μόλχο ἀναδέχεται αὐτὴ τὴν ὑποχρέωση διατηρεῖ ὅλα τὰ εὐγενῆ στοιχεῖα ποὺ χαρακτηρίζουν τὴν ἀφήγησή του: τὸν ἀλληλέγγυο προσανατολισμὸ τῆς συνείδησής του σὲ ὅ,τι ἑνώνει καὶ ὄχι σὲ ὅ,τι διχάζει τοὺς ἀνθρώπους, στὴν ἀρετὴ ποὺ προτιμᾶ τὴν εὐφρόσυνη καταλλαγὴ παρὰ τὴ βλοσυρὴ καταγγελία. Ἡ ἀντίδρασή του ὅταν ἀνακαλύπτει ὅτι ὁ προηγούμενος Πρόεδρος τοῦ Τμήματος Ἱστορίας τὸν εἶχε καταγράψει ὡς ἰσπανόφωνο εἶναι ἡ κωμικὴ ἀφορμὴ μιᾶς ἀκαριαίας ἀλλὰ οὐδόλως κωμικῆς συνειδητοποίησης: «Ὄχι δὲν ἤμουν Ἰσπανόφωνος, ἤμουν Ἑβραῖος. Καὶ ἐκείνη ἦταν ἡ στιγμὴ ποὺ συνειδητοποίησα ὅτι ἡ ἑβραϊκότητα κάποιου μποροῦσε νὰ ἐκδηλωθεῖ μὲ τὸν πιὸ ἀπρόοπτο καὶ ἀπρόβλεπτο τρόπο» [σ. 310].

Δὲν θὰ ἐπιμείνω. Τὸ γεγονὸς ὅτι τὸ ποσοστὸ τῶν ἐπιβιωσάντων Ἑλλήνων Ἑβραίων εἶναι τὸ μικρότερο σὲ ὅλη τὴν Εὐρώπη ἀποτελεῖ ὄνειδος γιὰ τὴ χώρα μας καὶ ἰδιαίτερα γιὰ τὴ Θεσσαλονίκη. Ἡ μεταπολεμικὴ Θεσσαλονίκη ἦταν καὶ εἶναι ἀκόμη μιὰ δημογραφικά, πολιτιστικά, κοινωνικὰ ἀλλὰ καὶ ἠθικὰ ἀλλοιωμένη πόλη. Πόσο δύσκολο θὰ ἦταν ἄραγε γιὰ τὸ Ἀριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, τὸ μεγαλύτερο καὶ σὲ κάποιους τομεῖς τῆς γνώσης τὸ πιὸ ἀνοιχτόμυαλο πανεπιστήμιο τῆς χώρας, νὰ ἱδρύσει ἕνα Τμῆμα Σεφαραδίτικων Σπουδῶν, ποὺ θ᾽ ἀγκάλιαζε, σὰν ἀποθετήριο ἱστορικῆς μνήμης καὶ αὐτογνωσίας, ὅλη τὴ Μεσόγειο;

Μίλησα γιὰ ἀνθρώπους ποὺ ἐπέλεξαν, οἰκεία βουλήσει, τὸ καλό. Καιρὸς νὰ ξαναπιάσω τὸ νῆμα τῆς ἀρχῆς, νὰ ἐπιστρέψω στὴν ἀνάγκη, ὅπως ἔλεγα, τοῦ συγγραφέα νὰ μιλήσει γιὰ τὸν καλὸ μέσα στὴν ἱστορία, καὶ νὰ συνδέσω τὴν ἀνάγκη αὐτή, ὄχι αὐθαίρετα, πιστεύω, μὲ τὴν ἀκόλουθη ἀπόφανση τοῦ ἀγαπημένου μου Γιόζεφ Ρότ:

Πατρίδα μας [Vaterland] εἶναι ἡ ἐποχή μας, καὶ τοὺς «πολιτικοὺς ἡγέτες» [Staatsmänner] μας θά ᾽πρεπε νὰ τοὺς ἀποκαλοῦμε καλύτερα «ἐποχικοὺς ἡγέτες» [Zeit-Männer]. Καὶ τὸ χρέος μας, ἡ ἀρχή μας, ἐκεῖ ὅπου βρίσκεται τὸ μέλλον μας, εἶναι νὰ πράττουμε σὰν πατριῶτες καὶ νὰ κατοικοῦμε στὴν ἐπικράτεια τοῦ καλοῦ κι ἐκεῖ νὰ περιμένουμε ν᾽ ἀκούσουμε τὸ κάλεσμά του. Αὐτὴ πρέπει νὰ εἶναι ἡ πατρίδα μας [Heimat], ἡ ἀληθινὴ πατρίδα μας. Νά ᾽χεις πατρίδα; Δὲν εἶναι αὐτὸ τὸ θέμα. Ἡ πατρίδα ἔρχεται μόνο ὅταν σκοντάφτουμε πάνω της˙ ποὺ θὰ πεῖ, ὅταν ἀκοῦμε τὸ κάλεσμα τοῦ καλοῦ.[2]

Συμπεραίνω ὅτι τὸ βιβλίο ποὺ παρουσιάζουμε ἀπόψε, ἀπ᾽ ὅποια μεριὰ κι ἂν τὸ δοῦμε, δὲν εἶναι τοῦ Ἀντώνη Μόλχο ἀλλὰ αὐτῶν ποὺ ἄκουσαν τὸ κάλεσμα τοῦ καλοῦ καὶ στοὺς ὁποίους ὁ Ἀντώνης Μόλχο ὀφείλει τὴ διάσωσή του. Εἶναι πάνω ἀπ᾽ ὅλα τὸ βιβλίο τοῦ Σαοὺλ Μόλχο, γιοῦ τοῦ Λαζὰρ Μόλχο καὶ τῆς Φλώρας Χασόν, καὶ τῆς Λιλῆς Ἀλκαλάι, κόρης τοῦ Νισὶμ Ἀλκαλάι καὶ τῆς Ἑνριέττας ᾽Αλκαλάι. Δικό τους, μὲ τὸν πιὸ οὐσιαστικὸ τρόπο, τὸν τρόπο, δηλαδή, μὲ τὸν ὁποῖο ἡ εὐγνωμοσύνη ἐγκαθίσταται κάποτε στὴ ζωή μας – δικό τους πρωτίστως εἶναι τὸ βιβλίο ποὺ ἔγραψε ὁ γιός τους, ὁ Ἀντώνης Μόλχο, καὶ σ᾽ αὐτούς, πρῶτα σ᾽ αὐτοὺς καὶ ὕστερα σὲ ὅλους τοὺς ἄλλους, ὀφείλεται τὸ καλὸ ποὺ διέσωσε καὶ μᾶς ἔδωσε τὸν Ἀντώνη Μόλχο.

Ἡ μνεία τοῦ καλοῦ ἀφήνει ἐντούτοις ἕνα ἐρώτημα ξεκρέμαστο: Μποροῦμε ἄραγε νὰ πᾶμε πίσω ἀπὸ τὸ Ὁλοκαύτωμα; Ἡ ἀπάντηση εἶναι ὄχι. Μποροῦμε ὅμως νὰ ἐλπίζουμε, ὅπως μᾶς τὸ ψιθυρίζει τὸ ἀπομνημόνευμα τοῦ Ἀντώνη Μόλχο, ὅτι τὸ Ὁλοκαύτωμα δὲν ἔχει ἐξαλείψει ἐντελῶς τὴ δυνατότητα νὰ ἀκούσουμε τὸ κάλεσμα τοῦ καλοῦ καὶ νὰ πολιτογραφηθοῦμε πολίτες του, νὰ βροῦμε ἐκεῖ τὴν προσωρινὴ πατρίδα μας, νὰ τὴν ὑπερασπιστοῦμε καὶ νὰ τὴν περιθάλψουμε, ὅσο μποροῦμε. Καὶ σ᾽αὐτὸ πιστεύω ὅτι ὁ Ἀντώνης Μόλχο θὰ βρεῖ ἀνάμεσά μας πολλοὺς εὐγνώμονες συμπατριῶτες. Τὸ πιστεύω, τὸ ἐλπίζω καὶ τὸ προσδοκῶ.

 

[1] Βλ. Anthony Molho, "Introduction", Jewish History, τόμ. 25, ἀρ. 2, Ἰούνιος 2014.

[2] Joseph Roth, Werke 3: Das journalistische Werk 1929-1939, Κολωνία: Kiepenheuer & Witsch 1991, σ. 879-880. (Ἀγγλικὴ μετάφραση: Joseph Roth, On the End of the World, .π., σ. 71.)

Διονύσης Καψάλης

Ποιητής, δοκιμιογράφος, μεταφραστής, επίτιμος διδάκτωρ της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, διευθυντής του Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης το διάστημα 1999-2021. Πιο πρόσφατη ποιητική συλλογή του, Σημειώσεις για τη μουσική του κόσμου (2020). Πιο πρόσφατο δοκίμιό του, Τι σήμαινε γι’ αυτούς ο Δάντης ή Το βουερό μελίσσι της Θείας Κωμωδίας (2021). Πιο πρόσφατη μετάφρασή του, Ευτυχισμένες μέρες του Μπέκετ (2021).

Τελευταία άρθρα από τον/την Διονύσης Καψάλης

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.