Σύνδεση συνδρομητών

Θρησκεία και πολιτική: από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο στον Λένιν

Πέμπτη, 29 Σεπτεμβρίου 2022 23:48
Ο μέγας κωνσταντίνος σε μωσαϊκό της Αγίας Σοφίας, περ. 1000 μ.Χ.
Αρχείο The Books' Journal
Ο μέγας κωνσταντίνος σε μωσαϊκό της Αγίας Σοφίας, περ. 1000 μ.Χ.

Paul Veyne, Όταν ο κόσμος μας έγινε χριστιανικός (312-394 μ.Χ.), μετάφραση από τα γαλλικά: Γιώργος Καράμπελας, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2012, 204 σελ.

Ο νεοελληνικός ιστορικός στοχασμός αγνοεί τις σημαντικές συζητήσεις που διεξάγονται σήμερα γύρω από την ύστερη αρχαιότητα και έχει αποκοπεί από προβληματισμούς που τον αφορούν. Αγνοεί, ας πούμε, γιατί ένας ιστορικός όπως ο Πωλ Βέυν, θεωρεί τον Μεγάλο Κωνσταντίνο επαναστάτη, το αντίστοιχο ενός Λένιν του χριστιανισμού – και τόσα άλλα. Κι όμως, οι πρώτοι χριστιανικοί αιώνες έφεραν αλλαγές που, στην πορεία, έδωσαν τις κατευθύνσεις διαμόρφωσης του δυτικού κόσμου. (Τεύχος 63, Φεβρουάριος 2016)

Οι πρώτοι χριστιανικοί αιώνες δεν είναι ιδιαιτέρως δημοφιλείς στην ελληνική παιδεία, τη σχολική και την ευρύτερη. Παρά τα κοσμοϊστορικά γεγονότα που συντελέστηκαν στη διάρκειά τους, τα καλά βιβλία που κυκλοφορούν για να τους φωτίσουν, πρωτότυπα ή μεταφρασμένα, δεν είναι πολλά. Έτσι, ακόμα και γνωστοί συγγραφείς όπως ο Πλούταρχος ή ο Λουκιανός διαβάζονται (όσο διαβάζονται) αποκομμένοι από το ιστορικό πλαίσιο που έζησαν. Σκοτεινότερα παραμένουν τα ιστορικά στοιχεία για τη ζωή του Αίλιου Αριστείδη, του Πλωτίνου ή του Πορφύριου.

Ακόμα και η διάδοση του πρώιμου χριστιανισμού, που άλλαξε τον ελληνικό και τον ευρωπαϊκό κόσμο συνολικότερα, διδάσκεται ως αντικείμενο των θρησκευτικών, όχι της ιστορίας. Από τα θρησκευτικά άλλωστε διαχέεται μια περιφρόνηση προς τον λατινόφωνο χριστιανισμό, που συμπαρασύρει και τη λατινική γραμματεία γενικότερα. Τα χρόνια που μεσολαβούν από τον Αύγουστο έως τον Μεγάλο Κωνσταντίνο εκλαμβάνονται αποκλειστικώς ως ρωμαϊκή και διόλου ως ελληνική ιστορία.

Το αρνητικό αυτό κλίμα δεν άλλαξε ούτε με τη μεγάλη άνθηση που γνωρίζουν διεθνώς οι σπουδές της λεγόμενης ύστερης αρχαιότητας. Αυτό είναι αξιοπερίεργο διότι οι σπουδές αυτές μετατόπισαν το ενδιαφέρον από τα πολιτικά στα πολιτισμικά γεγονότα, υπογραμμίζοντας την αξία και τη σημασία των ελληνικών γραμμάτων. Από την τεράστια παραγωγή, που διογκώνεται διαρκώς, η ελληνική παιδεία έχει για την ώρα ελάχιστα ωφεληθεί.

Ο Μεγάλος Κωνσταντίνος δεν είναι βεβαίως άγνωστος. Για την προσωπικότητά του κυκλοφορούν άλλωστε αρκετές ελληνικές μονογραφίες. Εφ’ όσον στη νεότερη Ελλάδα θεωρείται ιδρυτής της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, καταλαμβάνει περίοπτη θέση σε όλες σχεδόν τις σχετικές εισαγωγές. Η παρουσίαση αυτή, ωστόσο, τον αποκόπτει από το ρωμαϊκό του περιβάλλον και τον κόσμο στον οποίο αναδείχθηκε και έδρασε. Ως πρώτος αυτοκράτορας του Βυζαντίου έχει χάσει την επαφή του με τους ρωμαίους αυτοκράτορες τους οποίους διαδέχτηκε και τους ανταγωνιστές του με τους οποίους αναμετρήθηκε.

Υπάρχουν φυσικά αρκετές λαμπρές εξαιρέσεις. Αρκεί να θυμηθούμε, για παράδειγμα, το εξαιρετικό βιβλίο του βρετανού ιστορικού Άρνολντ Τζόουνς με τίτλο Ο Κωνσταντίνος και ο εκχριστιανισμός της Ευρώπης, που κυκλοφόρησε από τις πρωτοπόρες εκδόσεις Γαλαξίας το 1962 στην ωραία μετάφραση του Αλέξανδρου Κοτζιά. (Επανεκδόθηκε από τότε αρκετές φορές και σήμερα κυκλοφορεί στις εκδόσεις Κέδρος.) Γραμμένο ήδη από το 1948, το βιβλίο αυτό παραμένει μια άριστη εισαγωγή στον ρωμαίο αυτοκράτορα Κωνσταντίνο και την εδραίωση του χριστιανισμού.

Ο Μέγας Κωνσταντίνος και ο χριστιανισμός  

Σημαντική συμβολή στην ελληνόγλωσση γραμματεία γύρω από τους ρωμαϊκούς χρόνους αποτελούν οι μεταφράσεις βιβλίων του Πωλ Βεν (Paul Veyne), το όνομα του οποίου θα μπορούσε να αποδοθεί καλύτερα ως Βέυν. Κυκλοφορεί έτσι ένα ογκώδες σύγγραμμά του με τον προκλητικό τίτλο Η ελληνορωμαϊκή αυτοκρατορία (Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2013), ο οποίος έχει επιλεγεί για να υπογραμμιστεί ο δίγλωσσος χαρακτήρας της επικράτειας. Τα θέματα που καλύπτει είναι πολλά, αλλά η θρησκεία και η τέχνη κατέχουν κεντρική θέση.

Ιδιαιτέρως χρήσιμο για τους έλληνες αναγνώστες είναι πάντως ένα πολύ συντομότερο βιβλίο του με τίτλο Όταν ο κόσμος μας έγινε χριστιανικός (312-394 μ.Χ.), που κυκλοφορεί σε μετάφραση του Γιώργου Καράμπελα (Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2012). Οκτώ χρόνια μετά τη γαλλική του έκδοση διατηρεί όλη του την επικαιρότητα και την πρωτοτυπία. Παρά τον τίτλο του, το βιβλίο αυτό ασχολείται κυρίως με τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο και είναι οργανωμένο γύρω από δύο βασικούς άξονες – για την ακρίβεια, δύο βασικά ερωτήματα. Το πρώτο αφορά τα κίνητρα της μεταστροφής του στο χριστιανισμό. Το δεύτερο, τις επιπτώσεις της μεταστροφής αυτής στη διάδοση και επικράτηση του χριστιανισμού.

Γύρω από την επιλογή του Κωνσταντίνου να εγκαταλείψει την πατροπαράδοτη θρησκεία των Ρωμαίων έχει ανοίξει μια μεγάλη συζήτηση από τον 18ο αιώνα, που συνεχίζεται, σε κάποιο βαθμό, έως σήμερα. Στο γύρισμα του 19ου προς τον 20ό αιώνα πολλοί μελετητές, μάλιστα Γερμανοί, ήταν πεπεισμένοι ότι ο Κωνσταντίνος στράφηκε προς τον χριστιανισμό από πολιτικό ρεαλισμό. Ότι διέβλεψε το δυναμισμό και την ακαταμάχητη ορμή του και ότι τον αξιοποίησε για να ισχυροποιήσει τη βασιλεία και το βασίλειό του. Υποβάθμιζαν έτσι τις μαρτυρίες για την προσωπική του εμπλοκή στη νέα θρησκεία και αμφισβήτησαν την ειλικρίνεια των θρησκευτικών ισχυρισμών που του αποδίδονται. Στα φιλοχριστιανικά έγγραφά του που διασώζουν οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς του τέταρτου και του πέμπτου αιώνα έβλεπαν παραχαράξεις και αλλοιώσεις – ακόμα και πλαστογραφία. Επικαλούνταν, αντιθέτως, τον πατροπαράδοτο αρχιερατικό τίτλο που διατήρησε έως το θάνατό του, την απεικόνιση του ανίκητου ήλιου στα νομίσματά του για μεγάλο διάστημα, τη χρηματοδότηση παραδοσιακών ιερών και την καθυστερημένη του βάπτιση στην επιθανάτια κλίνη.

Η προσέγγιση αυτή αποτελεί παρελθόν. Μολονότι εξακολουθεί να κάνει την εμφάνισή της ευκαιριακώς, δεν υποστηρίζεται πλέον από κανέναν σοβαρό ιστορικό. Η γνησιότητα των περισσότερων επιστολών, των διαταγμάτων και των ομιλιών που αποδίδονται στον Κωνσταντίνο έχει υποστηριχθεί πειστικά από το 1930. Επιπλέον, αποκαθίσταται διαρκώς η αξιοπιστία του εκκλησιαστικού ιστορικού Ευσέβιου, που καταγράφει τις περισσότερες πληροφορίες για τον βίο και τις θρησκευτικές πεποιθήσεις του αυτοκράτορα.

Το βιβλίο του Βέυν για τον εκχριστιανισμό της Ευρώπης δεν επιχειρεί μια διεξοδική αφήγηση γεγονότων ούτε μια συστηματική τεκμηρίωση των δεδομένων. Βασίζεται άλλωστε σε πολλές και επαρκείς σχετικές μελέτες. Μπορεί να διαβαστεί, απεναντίας, περισσότερο ως απόσταγμα συμπερασμάτων και ως προσωπικός στοχασμός γύρω από τη θρησκευτική επιλογή του Κωνσταντίνου. Βασισμένο στη μεγάλη του πείρα και την πολύχρονη ενασχόλησή του με τον ρωμαϊκό κόσμο, επιχειρεί να εντάξει τον αυτοκράτορα στην εποχή του.

Ο Βέυν δεν πρωτοτυπεί στην βασική του τοποθέτηση γύρω από τα κίνητρα του Κωνσταντίνου. Συναινεί με τους μελετητές που δεν βλέπουν στις αποφάσεις του ούτε πολιτικό υπολογισμό ούτε υστεροβουλία. Στο ζήτημα αυτό τοποθετείται μάλιστα με ιδιαίτερη σαφήνεια και κατηγορηματικότητα. Η μεταστροφή του Κωνσταντίνου, υποστηρίζει, ήταν απολύτως ειλικρινής και ανιδιοτελής. Ο χριστιανισμός, παρά τον δυναμισμό του, εκπροσωπούσε ένα πολύ μικρό τμήμα του πληθυσμού και δεν είχε τίποτα σημαντικό να προσφέρει στις στρατιωτικές νίκες του αυτοκράτορα.

Ο Βέυν προχωρεί, πάντως, περισσότερο. Εξηγεί, πολύ πειστικά, ότι την εποχή εκείνη οι θρησκευτικές προτιμήσεις των αυτοκρατόρων ήταν προσωπική τους υπόθεση: ιδιοτροπίες και πάθη, είναι κάποιοι από τους όρους που χρησιμοποιεί. Όταν ο Κωνσταντίνος επέλεξε να δηλώσει δημοσίως την ευμένειά του προς τον χριστιανισμό, ήταν απολύτως δεδομένο ότι κάθε αυτοκράτορας μπορούσε να έχει τις συμπάθειές του – και βεβαίως τις αντιπάθειές του. Κανένας επίδοξος ηγεμόνας δεν εδραιώθηκε και κανένας δεν κλονίστηκε από τις θρησκευτικές του διακηρύξεις και συμπεριφορές. Άλλωστε, ούτε ο Ιουλιανός, που πολιτεύτηκε με τρόπο διαμετρικώς αντίθετο, κινδύνεψε να ανατραπεί για θρησκευτικούς λόγους.

Η τοποθέτηση αυτή ερμηνεύει, σε μεγάλο βαθμό, και την επιβίωση παγανιστικών συμβόλων στα χρόνια της μονοκρατορίας του Κωνσταντίνου. Άλλο πράγμα ήταν τα σύμβολα της εξουσίας και άλλο οι προσωπικές προτιμήσεις του αυτοκράτορα. Οι πάντες το αντιλαμβάνονταν αυτό εκείνη την εποχή. Άλλωστε, σύμφωνα με την άποψη που αποδέχεται ο Βέυν, ακόμα και η Κωνσταντινούπολη δεν ιδρύθηκε ως νέα, χριστιανική πρωτεύουσα με σκοπό να υποσκάψει την παγανιστική Ρώμη. Επιλέχθηκε ως τόπος κατοικίας του αυτοκράτορα. Ο χριστιανικός της χαρακτήρας αντανακλούσε τις προσωπικές προτιμήσεις του ιδρυτή της. Σύμφωνα με τον Βέυν, ο Κωνσταντίνος αποφάσισε να ευνοήσει τον χριστιανισμό επειδή πίστεψε σε αυτόν. Και το όφελος που προσδοκούσε ήταν ίδιο με αυτό που προσδοκούσε κάθε χριστιανός: η σωτηρία του και το καλό της ανθρωπότητας.

Έτσι εδραιώθηκε ο χριστιανισμός

Μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ο δεύτερος θεματικός άξονας του Βέυν. Οι επιπτώσεις της μεταστροφής του Κωνσταντίνου στη διάδοση και, κυρίως, την εδραίωση του χριστιανισμού δεν έχουν συζητηθεί σε παρόμοιο βαθμό με τα κίνητρα που τον ώθησαν να τον ασπαστεί. Σύμφωνα με μιαν ευρύτατα διαδεδομένη αντίληψη, που χωρίς να ομολογείται πάντα ρητώς, εκλαμβάνεται ως δεδομένη, η συμβολή του Κωνσταντίνου στην επικράτηση του χριστιανισμού ήταν πολύ σημαντική, αλλά η θρησκευτική μοίρα της αυτοκρατορίας ήταν προδιαγεγραμμένη. Ο Κωνσταντίνος διευκόλυνε και επιτάχυνε μια πορεία που δεν είχε πλέον στην εποχή του επιστροφή.

Ο Βέυν αποδέχεται τη μεγάλη συμβολή του Κωνσταντίνου, τον οποίο χαρακτηρίζει μάλιστα επαναστάτη, ως προς τις θρησκευτικές του πρωτοβουλίες. Αλλά αρνείται να δεχτεί ότι η επικράτηση του χριστιανισμού ήταν αναπότρεπτη. Στον θρησκευτικό τομέα, ισχυρίζεται, τίποτα δεν είναι προβλέψιμο. Αυτό βεβαιώνεται άλλωστε με την πορεία που ακολούθησαν οι πλέον εκχριστιανισμένες επαρχίες της αυτοκρατορίας στην Ασία και την Αφρική. Λίγους αιώνες μετά το θάνατο του Κωνσταντίνου είχαν ασπαστεί το Ισλάμ. Η θρησκευτική επιλογή του Κωνσταντίνου, επιμένει ο Βέυν, ήταν επαναστατική επειδή άνοιξε νέους δρόμους που ουδείς είχε φανταστεί. Αλλά η επικράτηση του χριστιανισμού στην αυτοκρατορία δεν οφείλεται στη Μουλβία γέφυρα και τη νίκη του πρώτου χριστιανού αυτοκράτορα. Οφείλεται πολύ περισσότερο στη νίκη που πέτυχε ο Θεοδόσιος στον Ψυχρό ποταμό (Frigidus). Τo 394, δύο γενεές μετά τον θάνατο του Κωνσταντίνου, κατατρόπωσε τον Ευγένιο που (μολονότι χριστιανός) ευνοούσε τους παγανιστές και τον παγανισμό. Αυτή ήταν, κατά τον Βέυν, η πολεμική σύγκρουση που επισφράγισε και εξασφάλισε την επικράτηση του χριστιανισμού.

Γράφοντας τις σκέψεις του γύρω από τον πρώιμο χριστιανισμό σε μεγάλη πια ηλικία, o Πωλ Βέυν (που γεννήθηκε το 1930) είχε διαρκώς στο μυαλό του την εμπειρία της Οκτωβριανής Επανάστασης και την προσωπική του εμπλοκή στο κομμουνιστικό κίνημα. Αισθάνθηκε έτσι χρήσιμο να προβαίνει σε διαρκείς συγκρίσεις και παρομοιώσεις. Δεν μπορώ να φανταστώ άλλο βιβλίο για τον Κωνσταντίνο με τόσο πολλές αναφορές στον Λένιν και τον Τρότσκι. Η βιωματική αυτή προσέγγιση προσδίδει στη μελέτη μια διάσταση επικαιρότητας που δεν είναι συνηθισμένη στις σπουδές της αρχαιότητας.

Το βιβλίο του Πωλ Βέυν είναι σήμερα πολλαπλώς ωφέλιμο στα ελληνικά γράμματα. Περιλαμβάνει ενδιαφέρουσες ιδέες και δυνατά επιχειρήματα. Επιπλέον δεν βασίζεται μόνο στη γνώση των γεγονότων αλλά, πολύ περισσότερο, στη βαθύτερη κατανόηση της εποχής που εξετάζει. Δηλαδή στην ιδιαιτερότητα του θρησκευτικού της χαρακτήρα. Αλλά το μεγαλύτερο όφελος βρίσκεται στην υπενθύμιση ότι ο νεοελληνικός ιστορικός στοχασμός αγνοεί τις σημαντικές συζητήσεις που διεξάγονται σήμερα γύρω από την ύστερη αρχαιότητα και έχει αποκοπεί από προβληματισμούς που τον αφορούν.

Δημήτρης Ι. Κυρτάτας

Ομότιμος καθηγητής αρχαίας ιστορίας, ύστερης αρχαιότητας και θρησκείας στην αρχαιότητα στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας. Βιβλία του: Ιερείς και προφήτες: Η παραγωγή και η διαχείριση του δόγματος στον πρώιμο χριστιανισμό (2000), Κατακτώντας την αρχαιότητα: Ιστοριογραφικές διαδρομές (2002), Απόκρυφες ιστορίες, μύθοι και θρύλοι από τον κόσμο των πρώτων χριστιανών (2003), Η ελληνική αρχαιότητα: Πόλεμος, πολιτική, πολιτισμός (με τον Σπύρο Ράγκο, 2010), 666: Ο αριθμός του βιβλίου (2010), Ο Διόνυσος στην Άνδρο ή οι μεταμορφώσεις ενός μύθου (2012), Μαθήματα από την αθηναϊκή δημοκρατία (2014), Το παράπονο της Βρισηίδας (2015), Nota Bene: Συνομιλώντας με τα βιβλία για την ιστορία (2019), Η οδός και τα βήματα των πρώτων χριστιανών (2020).

 

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.