Η συγγραφή μια βιογραφίας δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Στα διαθέσιμα αρχεία δεν υπήρχαν καταγραφές ληξιαρχικού χαρακτήρα και οι επιγραφές που ενδεχομένως διέσωζαν κάτι χρήσιμο ήταν δυσπρόσιτες. Η προφορική παράδοση, έτσι κι αλλιώς αναξιόπιστη, μπορούσε να συμπληρώσει επιλεκτικά ειδήσεις για ανθρώπους που είχαν ζήσει λίγες μόνο γενεές παλαιότερα. Στις περισσότερες περιπτώσεις, οι βιογράφοι όφειλαν να συγκεντρώσουν διάσπαρτες πληροφορίες από ιστορικά συγγράμματα και ρητορικά κείμενα. Όταν αυτό ήταν εφικτό, αξιοποιούσαν τα αυτοβιογραφικά σχόλια των ίδιων των βιογραφουμένων.
Η συγκέντρωση πληροφοριών ήταν ασφαλώς ευκολότερη όταν ο βιογραφούμενος ήταν σύγχρονος με τον βιογράφο και ιδίως όταν ο βιογράφος τον είχε γνωρίσει προσωπικώς. Αλλά και πάλι παρέμεναν πολλά και σημαντικά κενά. Ένας μαθητής διαπίστωνε αίφνης ότι δεν μπορούσε να ανακαλύψει τη χρονολογία γέννησης του δασκάλου του, που είχε πεθάνει πριν λίγα μόλις χρόνια, ούτε πληροφορίες για τα νεανικά του χρόνια.
Αναφερόμαστε φυσικά σε πορτρέτα ανδρών. Για γυναίκες, ούτε λόγος. Οι αρχαίες βιογραφίες ασχολούνταν με δημόσια πρόσωπα, όχι με ιδιώτες. Και ο δημόσιος βίος ανήκε κυρίως σε άνδρες. Επιπλέον, υπήρχε η συνήθεια να αποφεύγεται ο σχολιασμός ευυπόληπτων γυναικών. Όσα πάλι λέγονταν ή γράφονταν για ετέρες ή πόρνες, που ήταν, με τον τρόπο τους, δημόσια πρόσωπα, περιορίζονταν είτε σε ακραίες συμπεριφορές, είτε σε συκοφαντίες. Όταν ο Πλούταρχος αναζήτησε τα ονόματα των μητέρων ή των συζύγων διάσημων ανδρών της κλασικής εποχής διαπίστωσε ότι αυτό ήταν σχεδόν αδύνατον.
Πρώτοι ενδιαφέρθηκαν να καταγράψουν βιογραφίες γυναικών ορισμένοι χριστιανοί. Τα πρότυπά τους ήταν φημισμένες ασκήτριες και αγίες που είχαν απαρνηθεί το φύλο και την οικογένειά τους, κάποτε τα εγκόσμια συνολικότερα. Αλλά και πάλι για τον προγενέστερο βίο τους υπήρχαν διαθέσιμες πληροφορίες μόνο όταν αυτές προέρχονταν από την υψηλή αριστοκρατία ή όταν είχαν διατελέσει πόρνες. Έτσι κι αλλιώς, ακόμα και όταν ο βιογράφος τους ήταν στενός συγγενής ή γνώριμος, δίσταζε να εκθέσει λεπτομέρειες από την ιδιωτική τους ζωή.
Όποιος θέλει να φανταστεί πώς ζούσε, πώς σκεπτόταν και πώς αισθανόταν μια συνηθισμένη γυναίκα στην αρχαιότητα, θα πρέπει να προσφύγει σε μύθους και μυθιστορήματα. Δεν θα μάθει βεβαίως τίποτα για κάποιο ιστορικό πρόσωπο αλλά θα μπορέσει να υποθέσει, σε κάποιο βαθμό, τι σήμαινε να είσαι γυναίκα σε έναν κόσμο που στον δημόσιο χώρο κυριαρχούσαν οι άνδρες. Τι σήμαινε να είσαι βασίλισσα, αρχόντισσα, υπόδουλη ή πόρνη. Αλλά και πάλι δύσκολα θα μάθει τι σήμαινε να είσαι αγρότισσα, όπως ήταν ασφαλώς οι περισσότερες γυναίκες.
* * *
Προβληματισμένος καθώς ήμουν με τους έρωτες διαφόρων γυναικών, τις οποίες μνημονεύω στο βιβλίο μου για τη Βρισηίδα, διασταυρώθηκα με το δοκίμιο ενός έλληνα σοφού, που δεν είναι ιδιαιτέρως προσφιλής στην σημερινή μας παιδεία. Ο λόγος για τον Δίωνα τον Προυσαέα, που έζησε τον πρώτο και τον δεύτερο μεταχριστιανικό αιώνα και έμεινε γνωστός με τον χαρακτηρισμό Χρυσόστομος. Σε έναν διάλογό του, τον οποίο διάβασα και μελέτησα με ενδιαφέρον, αναζητά τα συναισθήματα και τις σκέψεις γυναικών, με τρόπο απρόβλεπτα ειλικρινή. Το παράδειγμα που επέλεξε για να εικονογραφήσει τη μέθοδό του ήταν η επίσης μυθική Χρυσηίδα.
Ο επικός ποιητής δεν έχει τίποτα ιδιαίτερο να μας πληροφορήσει για αυτήν – δεν μας δίνει καν το όνομά της, εφ’ όσον την αποκαλεί κόρη του Χρύση, όπως άλλωστε και τη Βρισηίδα κόρη του Βρισέα. Ως αιχμάλωτη είχε προσφερθεί στον Αγαμέμνονα, που φαίνεται ότι της έδειξε μεγάλη αδυναμία. Κάποια στιγμή, ο πατέρας της, ιερέας του Απόλλωνα, επιχείρησε να την απολυτρώσει, προσφέροντας στο βασιλιά πλούσια δώρα. Αλλά ο Αγαμέμνων δεν αρνήθηκε απλώς το αίτημα και τα λύτρα, παραβαίνοντας τις συνήθειες και τους καλούς τρόπους, αλλά απέπεμψε με τρόπο σκαιό τον ικέτη. Σύντομα, ωστόσο, αντιλήφθηκε την οργή του θεού και αναγκάστηκε να επιστρέψει την κόρη στον πατέρα της, προσφέροντας ο ίδιος μεγάλη θυσία. Από εκείνη τη στιγμή δεν ακούμε πια τίποτα άλλο γι’ αυτήν.
Στη σύντομη αυτή ιστορία, η Χρυσηίδα παραμένει σιωπηλή. Ο επικός ποιητής δεν κάνει λόγο ούτε για κάποια χειρονομία της ούτε για κρυφούς συλλογισμούς. Δεν σημειώνει τίποτα για τον πρότερο βίο της, ούτε λεπτομέρειες από τη συμβίωσή της με τον βασιλιά. Την παριστάνει μάλιστα να επιστρέφει στον πατέρα της ανέκφραστη. Προφανώς, ο Δίων την επέλεξε διότι του θύμιζε τη μοίρα πολλών άλλων γυναικών. Γύρω από τη ζωή, τις σκέψεις και τα συναισθήματά τους σπανίως γινόταν δημόσιος λόγος. Σε μεταγενέστερους χρόνους φαίνεται ότι πλάστηκαν κάποιοι μύθοι γύρω από την κατοπινή πορεία της Χρυσηίδας, αλλά ο Δίων προτίμησε να τους αγνοήσει, αξιοποιώντας αποκλειστικώς όσα είναι γνωστά από τον Όμηρο. Εφ’ όσον δεν μας δίνονται πληροφορίες για τις σκέψεις και τα συναισθήματα της Χρυσηίδας, επιχειρεί να μάθει κάτι γι’ αυτήν από τη συμπεριφορά των ανθρώπων που την περιβάλλουν. Ιδού λοιπόν η μέθοδος και το πόρισμά του.
* * *
Οι συλλογισμοί του Δίωνα εκκινούν από μια πολύ απλή παρατήρηση, στην οποία ουδείς είχε αποδώσει, έως τότε, κάποια σημασία. Η Χρυσηίδα θα πρέπει να αιχμαλωτίστηκε στην αρχή της τρωικής εκστρατείας, όταν οι Αχαιοί εκκαθάρισαν την περιοχή της εγκατάστασής τους. Ο πατέρας της ωστόσο επιχείρησε να την απολυτρώσει δέκα περίπου χρόνια αργότερα. Αυτή η μεγάλη καθυστέρηση είναι αποκαλυπτική. Διότι προδίδει κάτι από τους υπολογισμούς και τις εκτιμήσεις της ίδιας της κόρης. Φαίνεται δηλαδή ότι για μεγάλο διάστημα η Χρυσηίδα αποδέχτηκε τη μοίρα της. Μέσα στην ατυχία της αιχμαλωσίας είχε την τύχη να προσφερθεί ως σύντροφος του ισχυρότερου αχαιού βασιλιά, που διακρινόταν επίσης για τα πλούτη και την ομορφιά του. Επιπλέον, ο Αγαμέμνων την αντιμετώπισε ως επίσημη ερωμένη, δηλώνοντας δημοσίως γοητευμένος από την όψη και το ανάστημά της, τη φρόνηση και τη δεξιοσύνη της. Με τα δεδομένα αυτά, ισχυρίζεται ο Δίων, δεν είναι περίεργο που η αιχμάλωτη δεν εξήντλησε για μεγάλο διάστημα τις διαθέσιμες δυνατότητες να ανακτήσει την ελευθερία της.
Η κατάσταση ωστόσο άλλαξε όταν έγινε πια φανερό ότι ο πόλεμος πλησίαζε στο τέλος του – όπως όλοι είχαν ασφαλώς αρχίσει να αντιλαμβάνονται. Σε περίπτωση νίκης των Τρώων, η Χρυσηίδα, ως ευνοούμενη του μεγάλου στρατηγού, είχε να περιμένει τα χειρότερα από μια νέα αιχμαλωσία: εξευτελισμό ή θάνατο. Αλλά και στην περίπτωση νίκης των Αχαιών, οι προοπτικές δεν ήταν καλές. Πίσω στις Μυκήνες δεν θα την ανέμενε η ίδια περίοπτη θέση στο πλευρό του βασιλιά. Πόσο μάλλον που ήδη θα άκουγε πολλά για το χαρακτήρα της βασίλισσας. Μπορεί να μη φανταζόταν την τραγική μοίρα της άτυχης Κασσάνδρας, αλλά σίγουρα δεν είχε λόγο να ελπίζει σε ευνοϊκή μεταχείριση από την Κλυταιμνήστρα, τη νόμιμη σύζυγο. Διαμήνυσε λοιπόν στον πατέρα της ότι δεν επιθυμούσε πλέον το ρόλο της παλλακίδας. Και ο πατέρας ενήργησε αμέσως, όσο καλύτερα μπορούσε. Πρώτα με ιερατικές ικεσίες και πλούσια δώρα, ύστερα με επίκληση στον θεό που υπηρετούσε για χρόνια πιστά. Στο τέλος, η κόρη επέστρεψε τιμημένη στον πατέρα της, όπως επιθυμούσε.
Στο μεταξύ, για να πετύχει το σχέδιο, η Χρυσηίδα δεν έπρεπε να εκδηλωθεί. Όσο διαρκούσαν οι διαπραγματεύσεις, θα ήταν ασύνετο να εμφανιστεί αχάριστη προς τον γενναιόδωρο σύντροφό της. Έπρεπε να δοθεί η εντύπωση ότι η πρωτοβουλία ήταν του πατέρα της, όχι δική της. Διότι ο Αγαμέμνων ήταν βεβαίως γαλαντόμος, αλλά επίσης ευερέθιστος και οξύθυμος. Και πράγματι, μόνο με την υποψία ότι ο Χρύσης ενεργούσε μετά από αίτημα δικό της, άφησε την οργή του να τον παρασύρει και είπε δημοσίως λόγια ανάρμοστα τόσο για τον ιερέα, όσο και για τη σύζυγό του. Αρνήθηκε το αίτημα δηλώνοντας ότι προτιμούσε τη Χρυσηίδα από την Κλυταιμνήστρα και μάλιστα στο κρεβάτι. Μπορούμε έτσι να φανταστούμε πώς θα αντιδρούσε αν η ίδια η κόρη δήλωνε ευθαρσώς ότι δεν επιθυμούσε πλέον την εύνοιά του. Το ανέκφραστο πρόσωπο της Χρυσηίδας ήταν έτσι μέρος του σχεδίου και των υπολογισμών της.
Βήμα προς βήμα, ο Δίων ζωγραφίζει τη Χρυσηίδα ως ολοκληρωμένη προσωπικότητα. Δίνει διάφορες λεπτομέρειες από τη ζωή της και σκιαγραφεί τον τρόπο με τον οποίο σκεφτόταν και ενεργούσε. Ακολουθώντας τη μέθοδό του, θα μπορούσαμε μάλιστα να συγκροτήσουμε μια σχεδόν ολοκληρωμένη βιογραφία της αινιγματικής και σκοτεινής αυτής γυναίκας, όπως άλλωστε επιχείρησαν αρκετοί σε μεταγενέστερες εποχές, δίνοντάς της όνομα (Αστυνόμη) και τέκνο (τον Χρύση τον νεότερο). Μάλιστα, τη φαντασία των μεγάλων αφηγητών του Μεσαίωνα, του Βοκάκιου και του Τσώσερ, κέντρισε η σιωπηλή Χρυσηίδα, όχι η ομιλητική Βρισηίδα. Έγινε άλλωστε κεντρική ηρωίδα του Σαίξπηρ. Ο Δίων δείχνει τελικώς δικαιωμένος.
* * *
Με τους συλλογισμούς αυτούς μπορούμε να επιστρέψουμε στις διαθέσιμες βιογραφίες των γυναικών – ενδεχομένως και ορισμένων ανδρών. Δεν έχω έτσι αμφιβολία, ότι πολλά από αυτά που μας παραδίδονται ως βιογραφικά στοιχεία, είναι απλές εικασίες. Συνάγονται από τις περιστάσεις, τις συμπεριφορές των τρίτων και τις εύλογες προσδοκίες. Ο Θουκυδίδης μας είχε ήδη ειδοποιήσει ότι, ακόμα και στο ιστορικό του σύγγραμμα, τα λόγια που αποδίδει στους διάφορους πολιτικούς δεν εκφωνήθηκαν ποτέ – και πάντως όχι με τη μορφή που καταγράφηκαν. Παρουσιάζοντας τη μέθοδό του, ο Δίων προσφέρει ακόμα μεγαλύτερες υπηρεσίες. Μάλιστα, στο τέλος του δοκιμίου του, όταν είχε πια πείσει τη συνομιλήτριά του ότι πίσω από τις ενέργειες του Χρύση βρισκόταν η Χρυσηίδα, θεώρησε χρήσιμο να δηλώσει το αυτονόητο. Δεν είχε ανακαλύψει τα ακριβή δεδομένα. Είχε απλώς προβεί σε εύλογες υποθέσεις. «Έτσι θα μπορούσαν να έχουν συμβεί τα πράγματα», είναι τα τελευταία του λόγια. Αυτό είναι νομίζω χρήσιμο να το θυμόμαστε όταν διαβάζουμε τις αρχαίες βιογραφίες – και μάλιστα των γυναικών.
Και κάτι τελευταίο. Ο Δίων έβγαλε συμπεράσματα για τη Χρυσηίδα, που παραμένει στο έπος βωβή και ανέκφραστη. Η περίπτωση της Βρισηίδας εμφανίζεται διαφορετική. Πρόκειται για μια από τις τέσσερις γυναίκες που διαθέτουν δική τους φωνή στο έπος, μαζί με την Εκάβη, την Ελένη και την Ανδρομάχη. Έτσι, όταν της δίνεται η δυνατότητα, αφηγείται την ιστορία της και εκδηλώνει τα συναισθήματά της. Θρηνεί για τον θάνατο του Πατρόκλου, και συμπαρίσταται με τον τρόπο αυτό στην οδύνη του δικού της εραστή, του Αχιλλέα – μολονότι, φροντίζει να υπενθυμίσει ότι αυτός ακριβώς ο Αχιλλέας είχε σκοτώσει τον άνδρα και τα αδέλφια της.
Αυτά συμβαίνουν. Οι περιστάσεις μάς επιτρέπουν να φανταστούμε ότι, μολονότι αιχμάλωτη και απορφανεμένη, προσκολλήθηκε στον εραστή της, προσδοκώντας έναν νόμιμο γάμο μαζί του. Περνά έτσι κάπως απαρατήρητη μια προειδοποίηση του ίδιου του επικού ποιητή. Η Βρισηίδα και οι άλλες αιχμάλωτες, μας λέει ο Όμηρος, σπάραζαν «με πρόφαση τον Πάτροκλο». Στην πραγματικότητα, ο προβλεπόμενος δημόσιος θρήνος έδινε σε καθεμία τη μοναδική δυνατότητα να θρηνήσει για τα δικά της πάθη, που δεν μπορούσε να ομολογήσει ανοικτά. Ο Όμηρος μας αφήνει έτσι με ένα αναπάντητο ερώτημα, εφ’ όσον δεν πληροφορούμαστε τελικώς ποια ήταν η πραγματική αιτία του θρήνου της Βρισηίδας: έκλαιγε γι’ αυτά που έλεγε ή γι’ αυτά που σκεφτόταν;
Έχω έτσι την εντύπωση ότι πρέπει να είμαστε ακόμα πιο προσεκτικοί από όσο μας προειδοποιεί ο Δίων. Τα λόγια που αποδίδονται στις γυναίκες είναι συνήθως απλές εικασίες. Αλλά ακόμα και όταν διασώζονται από ακριβείς πληροφοριοδότες, μπορούν να είναι απατηλά. Τα συναισθήματα των γυναικών της ελληνικής αρχαιότητας ενδέχεται να μας διαφεύγουν περισσότερο από όσο πιστεύουμε.
* Το κείμενο αυτό διαβάστηκε στην παρουσίαση που έκανα με τη Μαρία Στεφανοπούλου του βιβλίου μου Το παράπονο της Βρισηίδας: Έρωτας, επιθυμία και εγκράτεια στην ελληνική και τη ρωμαϊκή αρχαιότητα, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, Αθήνα 2015 τη Δευτέρα 27 Ιουνίου 2016 στο βιβλιοπωλείο Πλειάδες.