Από την πρώτη στιγμή που έπιασα στα χέρια μου το βιβλίο της Ελένης Παπάζογλου κατάλαβα τι ήταν αυτό που επρόκειτο να με ενθουσιάσει. Όπως γίνεται φανερό ήδη από τον τίτλο και την εισαγωγή, καταπιάνεται με τις παραστάσεις αρχαίας ελληνικής τραγωδίας στη νεοελληνική σκηνή όχι με άξονα αναφοράς την καθιερωμένη φιλολογική οπτική, αλλά την ιστορική διαδρομή των παραστάσεων. Δεν ξεκινά δηλαδή με αφετηρία το ερώτημα αν οι σημερινές παραστάσεις αποδίδουν ή προδίδουν το πραγματικό νόημα της τραγωδίας, αλλά με αφετηρία την πρόσληψη της τραγωδίας από το νεοελληνικό κοινό.
Κείμενο, σκηνή, κοινό
Μολονότι συχνά το παραβλέπουμε, το θέατρο, όπως μας υπενθυμίζει η Παπάζογλου, έχει τρεις βασικές παραμέτρους: το κείμενο, τη σκηνική του παρουσίαση και την υποδοχή που επιφυλάσσει το κοινό στη σκηνική παρουσίαση. Στις περισσότερες περιπτώσεις, και μάλιστα στην αρχαία τραγωδία, ξεκινούμε φυσιολογικά από το κείμενο, αναζητώντας, κατά κανόνα, την αρχική του μορφή − μια διόλου αθώα αναζήτηση, εφόσον υπάρχουν ασάφειες, λάθη των χειρογράφων και κενά που πρέπει κάποτε να συμπληρωθούν. Συνεχίζουμε με τη μετάφραση που μπορεί να είναι πιστή ή θεατρική. Η μετάφραση, ιδίως για σκηνική παρουσίαση, μπορεί να είναι επικαιροποιημένη, να έχει μικρές ή μεγάλες παραλείψεις ή προσθήκες, αλλά και αναδιατάξεις στην οργάνωση του κειμένου. Μπορεί επίσης να πάρει τη μορφή ελεύθερης παράφρασης. Τα αρχαία κείμενα εμπνέουν άλλωστε και σύγχρονες, εντελώς νέες εκδοχές, συχνά με τους ίδιους τίτλους. Έτσι, όταν φτάνουμε στη σκηνική παρουσίαση, μπορεί να βρισκόμαστε ήδη πολύ μακριά από το αρχικό, πρωτότυπο κείμενο.
Στη σκηνική παρουσίαση κεντρικό ρόλο αναλαμβάνει ο σκηνοθέτης που καθοδηγεί τους ηθοποιούς, τους μουσικούς, τους σκηνογράφους, τους ενδυματολόγους, τους φωτιστές και άλλους σημαντικούς συντελεστές. Η παρουσίαση μπορεί να στοχεύει στην απόδοση του αρχικού νοήματος, στην αναζήτηση νέου, επίκαιρου νοήματος, στην αισθητική απόλαυση, στην πρόκληση, στον προβληματισμό. Σε μεγάλο βαθμό στοχεύει στην ικανοποίηση του κοινού, στο χειροκρότημα και στις εισπράξεις.
Η Παπάζογλου βάζει στο επίκεντρο της αναζήτησής της την πρόσληψη της παράστασης από τους κριτικούς και το κοινό. Αυτή είναι μια θαυμάσια επιλογή, η οποία, όπως φανερώνει η μελέτη της, δεν είναι απλώς ενδιαφέρουσα⸱ είναι και ουσιαστική. Διότι, στην ιστορική διαδρομή των παραστάσεων, τόσο οι κριτικοί όσο και το κοινό ενημερώνονται, εκπαιδεύονται, εξοικειώνονται, προσδοκούν, απαιτούν, απορρίπτουν και, τελικώς, σε μεγάλο βαθμό, επιβάλλουν. Κριτικοί και κοινό διαμορφώνονται και, στη συνέχεια, διαμορφώνουν. Αυτό που κάποτε ήταν άγνωστο γίνεται κάποτε σύνηθες, αυτό που ήταν τολμηρό γίνεται κάποτε του συρμού. Οι παραστάσεις αρχαίας τραγωδίας που βλέπουμε στα ελληνικά θέατρα εκκινούν ασφαλώς από τα επεξεργασμένα και μεταφρασμένα κείμενα, διαμεσολαβούνται από σκηνοθετικές επιδιώξεις και το ταλέντο των λοιπόν συντελεστών, αλλά επιβάλλονται ή απορρίπτονται από το κοινό, με χειροκροτήματα, αδιαφορία ή γιουχαΐσματα που ενίοτε διακόπτουν ακόμα και την ολοκλήρωσή τους. Σε τελευταία ανάλυση, το κοινό είναι αυτό που δίνει νόημα στις τραγωδίες, ένα νόημα μετακινούμενο και μεταβαλλόμενο, ακόμα και με το ίδιο κείμενο ή την ίδια σκηνική παράσταση. Το νόημα, για να το διατυπώσουμε κάπως αφοριστικά, είναι περισσότερο υπόθεση του παραλήπτη, παρά του πομπού.
* * *
Η Παπάζογλου οργανώνει το βιβλίο της γύρω από επιλεγμένα παραδείγματα που εκκινούν από τον 19ο, καλύπτουν ολόκληρο σχεδόν τον 20ό και ακουμπούν τον 21ο αιώνα. Συγκεντρώνει πληροφορίες για ελληνικές παραστάσεις από δημοσιεύματα στον Τύπο αλλά και από προσωπικές εμπειρίες. Σκιαγραφεί με καίριες αναφορές το διεθνές περιβάλλον και τις γενικές τάσεις, σχολιάζοντας τόσο θεωρητικά κείμενα, όσο και ξένες παραστάσεις. Και εντάσσει προσεκτικά τις ελληνικές παραγωγές στην ευρύτερη κάθε φορά πολιτισμική και κοινωνική συγκυρία. Την ενδιαφέρει ιδιαιτέρως ο πολιτικός ορίζοντας, ο πόλεμος και η εμπειρία της δικτατορίας, που άλλοτε πολιτικοποιούν και άλλοτε αποπολιτικοποιούν τις τραγωδίες.
Αυτό που μας ενδιαφέρει ιδιαιτέρως και καθιστά το βιβλίο πρωτότυπο είναι η νεοελληνική συγκυρία που προσέδωσε και προσδίδει στις παραστάσεις τραγωδίας διαστάσεις σχεδόν μοναδικές και, κάποτε, τραγικές. Ας θυμηθούμε, για παράδειγμα, τα Ορεστειακά, όταν στους δρόμους χυνόταν αίμα με στόχο να μη μεταφράζονται διόλου τα αρχαία κείμενα. Θα παρακολουθήσουμε έτσι καλύτερα την εξελικτική πορεία των μεταφράσεων, που δεν θα καθοριστεί απλώς από την επιδίωξη πιστότητας ή την αυθαιρεσία τους, αλλά και από τη γλωσσική τους διάλεκτο, καθώς μαινόταν η αντιπαράθεση καθαρεύουσας και δημοτικής. Η κειμενική ακεραιότητα των τραγωδιών, που αποτελεί διαρκές αντικείμενο τριβών και προστριβών, θα προσλάβει στην Ελλάδα διαφορετικές διαστάσεις από ό,τι στη Γερμανία ή σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, για να μην αναφερθούμε στην Ιαπωνία, εφόσον το τραγικό θα τείνει να ταυτιστεί με το εθνικό. Εντελώς φυσιολογικά, η αναβίωση της τραγωδίας θα προσλάβει μεγάλες διαστάσεις με τη Δελφική Ιδέα (που θα χρειαστεί κάποια στιγμή ειδική πραγμάτευση) και θα οδηγήσει στα Επιδαύρια. Θα καταστεί επιπλέον κεντρική υπόθεση του Εθνικού Θεάτρου (για το οποίο πρέπει επίσης να γίνει κάποτε προσεκτική μελέτη) για να εξαχθεί στη συνέχεια στο εξωτερικό ως εθνικό προϊόν. Με παράδειγμα πάλι την τραγωδία, η γενιά του ’30 θα επιδιώξει με τον Κάρολο Κουν την κατίσχυση μοντερνιστικών ιδεών.
Καθαρά ελληνικές διαστάσεις θα προσλάβει και η διεθνής συζήτηση γύρω από τις θρησκευτικές καταβολές της τραγωδίας. Η απόσταση που χωρίζει τον Διόνυσο από τον Ιησού θα βιωθεί έτσι με διαφορετικό τρόπο από ό,τι στην υπόλοιπη Ευρώπη. Και θα αρχίσει να μειώνεται, ίσως και να μηδενίζεται, καθώς η ελληνική αρχαιότητα και η ελληνική ορθοδοξία από αντίπαλες δυνάμεις θα περιβληθούν με κοινά ανατολικά χαρακτηριστικά που τις ενώνουν μεταξύ τους και τις διαχωρίζουν από τον δυτικό διαφωτισμό.
Η Παπάζογλου θα επιμείνει πολύ σωστά και στον ρόλο του χορού. Η συρρίκνωση της σκηνικής του παρουσίας, που θα φτάσει έως την πλήρη κατάργησή του, θα καταστεί διεθνώς καταλυτική για τον εκσυγχρονισμό της τραγωδίας, χωρίς αναγκαστική αλλοίωση του κειμένου. Σε πολλές σημερινές παραστάσεις περνά πλέον απαρατήρητο ότι τα χορικά κατανέμονται σε μεμονωμένους ηθοποιούς, χωρίς κανέναν υπαινιγμό συλλογικότητας. Στην Ελλάδα ωστόσο ο εκσυγχρονισμός μπόρεσε να υλοποιηθεί και με επιστροφή στη χορική συλλογικότητα μέσα από δημοτικούς χορούς.
Εθνική ιδιοπροσωπία
Αυτό που μου κίνησε το μεγαλύτερο ενδιαφέρον στο βιβλίο της Παπάζογλου είναι ο τρόπος που η τραγωδία εξελίχτηκε από εισηγμένο προϊόν, άγνωστο στους Νεοέλληνες, σε στοιχείο της λεγόμενης εθνικής ιδιοπροσωπίας. Όλα τα μεγάλα ζητήματα που απασχόλησαν τους θεωρητικούς και τους σκηνοθέτες στη Δύση, στην Ελλάδα πήραν ξεχωριστή μορφή. Η γλώσσα, ο ήχος, το φως, ο χορός, το ένδυμα, το σκηνικό παρακολούθησαν τις διεθνείς τάσεις, αλλά προσέλαβαν και καθαρά νεοελληνικές διαστάσεις. Η κατηγορηματική απόρριψη της μετάφρασης για λόγους εθνικούς παραχώρησε γρήγορα τη θέση της στην αναζήτηση της γνησιότερης νεοελληνικής διαλέκτου· η ακεραιότητα του κειμένου συσχετίστηκε με την ιερότητα των προγόνων αλλά τελικώς υπέκυψε στην παράφραση και τη διασκευή ώστε να αναδειχτεί αυτή η ιερότητα· ο χορός εξελίχθηκε σε ελληνική υπόθεση· η ελληνική φύση εισχώρησε στο σκηνικό· η Επίδαυρος και το Ηρώδειο έγιναν ο προνομιακός τόπος παράστασης της τραγωδίας, σαν να γράφτηκε για να πρωτοπαιχτεί εκεί. Αλλά και στα επαρχιακά φεστιβάλ, οι τραγωδίες τείνουν να γίνουν αναπόσπαστο στοιχείο, μαζί με τους δημοτικούς χορούς και τις τοπικές χορωδίες. Από πολλές διαδρομές, η τραγωδία βρήκε τον τρόπο να καταστεί μια γνώριμη Κυρά της ιθαγένειάς μας.
Και μέσα σε όλα αυτά συντελέστηκε μια ακόμα ανατροπή. Ενώ το Εθνικό Θέατρο έφτασε να πραγματοποιεί θριαμβευτικές περιοδείες στο εξωτερικό, από τη δεκαετία του 1980 άρχισαν να περιοδεύουν στην Ελλάδα όλο και συχνότερα ξένες παραγωγές. Σήμερα είναι δύσκολο να φανταστούμε Επιδαύρια δίχως ξένες συμμετοχές και δίχως ξένους σκηνοθέτες. Το εντυπωσιακό πάντως είναι ότι, στον ελληνικό χώρο, ακόμα και οι επιφανέστερες ξένες παραστάσεις κρίνονται με τα μέτρα που κατακτά κάθε φορά το ελληνικό κοινό. Δεν πρόκειται μάλιστα για το τυπικά θεατρόφιλο κοινό των Αθηνών, αλλά για ένα μαζικό λαϊκό κοινό, που υποβάλλεται στον κόπο και στα έξοδα μετάβασης στην Επίδαυρο, με σκοπό να παρακολουθήσει αυτό που κάθε φορά αναμένει. Η Επίδαυρος γεμίζει σήμερα από θεατές που δεν παρακολουθούν καμιά άλλη θεατρική παράσταση.
Η πρόσληψη
Η Παπάζογλου πάντως δεν περιορίζεται στην αναζήτηση των ιστορικών παραστάσεων και της υποδοχής τους. Με τρόπο διακριτικό αλλά σαφή υποδηλώνει συχνά και την προσωπική της άποψη. Διότι γνωρίζει καλά τόσο τα κείμενα όσο και τις βασικές τους ιδέες. Οι αρχαίες τραγωδίες επιδέχονται βεβαίως πολλές και διαφορετικές ερμηνείες, αλλά υπάρχουν ερμηνείες εύλογες και ερμηνείες αυθαίρετες. Η Παπάζογλου μετατοπίζει την οπτική μας από το κείμενο στην παράσταση και από την παράσταση στην πρόσληψη, αρνείται ωστόσο να αποδεχτεί άκριτα κάθε τάση, ακόμα και τη δημοφιλέστερη, επειδή έγινε του συρμού. Μπορεί το βάρος να πέφτει στη σκηνική παρουσίαση και την υποδοχή μιας παράστασης από το κοινό, αλλά τελικώς όλα ξεκινούν από ένα κείμενο.
Αυτό είναι ίσως το σημαντικότερο και ουσιαστικότερο προσωπικό συμπέρασμα που έβγαλα από τη μελέτη της Παπάζογλου. Το κείμενο της αρχαίας τραγωδίας μεταμορφώνεται διαρκώς στα χέρια των σκηνοθετών και των ηθοποιών, εγκρίνεται και κατακρίνεται από τη γραφίδα των κριτικών, μετασχηματίζεται στα μάτια και τα αυτιά των θεατών, αλλά δεν χάνεται ποτέ τελείως. Τουλάχιστον δεν έχει χαθεί έως σήμερα. Η αρχαία τραγωδία δεν επιζεί μόνο χάρη στο κύρος της και τα μεγάλα ονόματα που τη συνοδεύουν, αλλά και χάρη στο περιεχόμενό της. Διατηρεί αξίες ακόμα και μέσα από μεταφράσεις, παραφράσεις, διασκευές και νέες εκδοχές. Ίσως μάλιστα η μεγάλη της αξία να αποδεικνύεται ακόμα και μέσα από την κακοποίησή της.
Από όσα βλέπω, από όσα ακούω και από όσα αντιλαμβάνομαι, μέσα από μια συνεχή τριβή δύο σχεδόν αιώνων, το νεοελληνικό κοινό έχει εξοικειωθεί σε τέτοιο βαθμό με την αρχαία τραγωδία ώστε μπορεί πλέον να την απολαύσει και να την εκτιμήσει ακόμα και χωρίς κειμενικές παρεμβάσεις ή παραμορφώσεις, ακόμα και χωρίς παραλήψεις ή προσθήκες. Ως μελετητής της ελληνικής αρχαιότητας έβγαλα το συμπέρασμα ότι ένα από τα σημαντικότερα προϊόντα της, η αρχαία τραγωδία, μεταλλάσσεται και μεταβάλλεται διαρκώς μέσα από πολέμους και δικτατορίες, μέσα από εθνικές αναζητήσεις και εθνικές συγκρούσεις, για να μας οδηγήσει τελικώς στον αρχικό της πυρήνα. Αυτό είναι ένα αίνιγμα που επιζητεί απάντηση αλλά και που επιβεβαιώνει το μεγαλείο της.
Γι’ αυτό και δυσκολεύομαι να πάρω θέση στις πρόσφατες και έντονες συζητήσεις. Το βιβλίο της Παπάζογλου με την ιστορική του διάσταση με απομακρύνει πολύ από το καθιερωμένο πια πεδίο αναφοράς και επίπεδο επικοινωνίας.
*Το κείμενο αυτό γράφτηκε για την παρουσίαση του βιβλίου στις 25 Σεπτεμβρίου 2023, στα γραφεία των εκδόσεων Νήσος.