Σύνδεση συνδρομητών

Γιατί οι εκλογές στην Ουκρανία δεν θα τερματίσουν τον πόλεμο

Σάββατο, 19 Απριλίου 2025 00:31
1979. Ο Βολοντίμιρ Ζελένσκι με τη σύζυγό του Ολένα ψηφίζουν για τις προεδρικές εκλογές της Ουκρανίας, στις οποίες ο ίδιος ήταν υποψήφιος. Η επανάληψη εκλογικής διαδικασίας σε καιρό πολέμου στην Ουκρανία μοιάζει ανέφικτη.
Προεδρία της Ουκρανίας
1979. Ο Βολοντίμιρ Ζελένσκι με τη σύζυγό του Ολένα ψηφίζουν για τις προεδρικές εκλογές της Ουκρανίας, στις οποίες ο ίδιος ήταν υποψήφιος. Η επανάληψη εκλογικής διαδικασίας σε καιρό πολέμου στην Ουκρανία μοιάζει ανέφικτη.

Η υιοθέτηση, περιέργως, από την Ουάσιγκτον ενός βασικού αιτήματος του Κρεμλίνου βασίζεται σε μη ρεαλιστικές προσδοκίες.

Ανάμεσα στα πολλά παράδοξα της νέας αμερικανικής προσέγγισης στον ρωσο-ουκρανικό πόλεμο είναι η υπόθεση ότι οι πρόωρες εκλογές στην Ουκρανία θα μπορούσαν να είναι χρήσιμες ή ακόμη και καθοριστικές για τον τερματισμό των μαχών. Συγκεκριμένα, ο ισχυρισμός ότι η ειρήνη μπορεί να επιτευχθεί με μια γρήγορη αντικατάσταση της ουκρανικής ηγεσίας –ιδίως του προέδρου Βολοντίμιρ Ζελένσκι– υποστηρίζεται πλέον όχι μόνο στη Μόσχα, αλλά και στην Ουάσιγκτον. Οι παράγοντες αυτοί παρουσιάζουν ένα τέτοιο σενάριο ως αληθοφανές, παρά το γεγονός ότι η πολιτική αλλαγή στην Ουκρανία είναι απίθανη στο εγγύς μέλλον, δεδομένης τόσο της πολιτικής της χώρας όσο και της πραγματικότητας επί του εδάφους.

Είναι μη ρεαλιστικό να αναμένει κανείς ότι θα διεξαχθούν ουσιαστικές προεδρικές και βουλευτικές εκλογές στην Ουκρανία κατά τη διάρκεια πολέμου ή ακόμη και λίγο μετά την όποια κατάπαυση του πυρός. Όχι μόνο η ουκρανική νομοθεσία, όπως και πολλών άλλων χωρών, απαγορεύει τις εκλογές σε περιόδους στρατιωτικού νόμου. Η πλήρους κλίμακας ρωσική εισβολή που βρίσκεται σε εξέλιξη από το 2022 καθιστά την πανεθνική ψηφοφορία αδύνατη από υλικοτεχνική άποψη και από άποψη ασφάλειας.

Επιπλέον, οι εκλογές θα απαιτήσουν μεγαλύτερη περίοδο προετοιμασίας μετά τη λήξη των μαχών. Ο πόλεμος είχε τόσο καταστροφικές επιπτώσεις στην ουκρανική κοινωνία και τις υποδομές που υπάρχει πλέον συναίνεση στη χώρα ότι πρέπει να ψηφιστεί και να εφαρμοστεί ένας νέος νόμος για τις μεταπολεμικές εκλογές, ώστε να ληφθούν υπόψη οι νέες συνθήκες. Η προετοιμασία των εκλογών μετά τον πόλεμο θα απαιτήσει τουλάχιστον μισό χρόνο και θα μπορούσε να διαρκέσει έως και ένα χρόνο. Τίποτα από αυτά δεν είναι ασυνήθιστο σε ένα μεταπολεμικό σενάριο.

Επομένως, οι τελευταίες εκκλήσεις για πολιτική ανανέωση στην Ουκρανία είναι στην καλύτερη περίπτωση πρόωρες και αφελείς – και στη χειρότερη υπονομευτικές και ανατρεπτικές. Η κατοχή από τη Ρωσία μεγάλων τμημάτων της ανατολικής και της νότιας Ουκρανίας, οι συνεχιζόμενες μάχες και οι συνεχιζόμενες ρωσικές αεροπορικές επιδρομές σε ολόκληρη τη χώρα έχουν καταστήσει αδύνατη τη διεξαγωγή ομαλών εκλογών. Μια δημόσια έκκληση από ομάδες της ουκρανικής κοινωνίας των πολιτών –που οργανώθηκε από την Opora, την κορυφαία ομάδα παρακολούθησης των εκλογών της χώρας– ανέφερε στις 20 Φεβρουαρίου: «Η ασταθής κατάσταση ασφαλείας, ο κίνδυνος βομβαρδισμών, τρομοκρατικών επιθέσεων και δολιοφθορών, καθώς και οι μεγάλης κλίμακας εξορύξεις σε πολλές περιοχές, θέτουν σημαντικά εμπόδια σε όλα τα στάδια της εκλογικής διαδικασίας».

Το επίσημο σκεπτικό της Μόσχας για την απαίτησή της για ουκρανικές εκλογές είναι η υποτιθέμενη ανησυχία για τη νομιμότητα της ουκρανικής ηγεσίας. Αυτός είναι ένας παράξενος ισχυρισμός, αν αναλογιστεί κανείς ότι οι εκλογές της Ουκρανίας αναγνωρίζονται ευρέως από τους διεθνείς παρατηρητές ως ελεύθερες, ενώ οι εκλογές της Ρωσίας δεν είναι. Ο στόχος της Ρωσίας δεν είναι να προστατεύσει τη λαϊκή κυριαρχία στην Ουκρανία, αλλά μάλλον να χρησιμοποιήσει την αυξημένη πιθανότητα η χώρα κατά τη διάρκεια μιας εθνικής προεκλογικής εκστρατείας και της διαδικασίας ψηφοφορίας να είναι ευάλωτη σε υπονομευτικές κινήσεις.

Το κίνητρο πίσω από τη ρωσική εκστρατεία για πρόωρες εθνικές εκλογές στην Ουκρανία δεν είναι η σταθερή ειρήνη μεταξύ των δύο χωρών, αλλά η εσωτερική αποσταθεροποίηση και η επακόλουθη μετατροπή της Ουκρανίας σε υποτελές κράτος .

Ορισμένοι σχολιαστές μπορεί να αγνοούν ή να απορρίπτουν ως ασήμαντα τα κρυφά κίνητρα πίσω από το υποτιθέμενο ενδιαφέρον της Μόσχας για την ουκρανική δημοκρατία. Ωστόσο, η σαφής ανατρεπτική και αποσταθεροποιητική διάσταση του αιτήματος της Μόσχας για εκλογές δεν πρέπει να υποτιμάται. Μια ένδειξη ότι η διατάραξη του κράτους –και όχι η ομαλή μεταβίβαση της εξουσίας– είναι ο στόχος πίσω από το διακηρυγμένο ενδιαφέρον της Ρωσίας για τη δημοκρατική νομιμότητα στην Ουκρανία είναι ότι, όπως γνωρίζει η Μόσχα, ακόμη και οι εκλογές που θα διεξαχθούν με επιτυχία θα μπορούσαν πιθανότατα να κάνουν ελάχιστα πράγματα για να αλλάξουν την εξωτερική πολιτική της Ουκρανίας. Μια υποθετική αλλαγή ηγεσίας στην Ουκρανία στο εγγύς μέλλον, συμπεριλαμβανομένης μιας νέας προεδρίας, δεν θα οδηγήσει σε ουσιαστική ρωσο-ουκρανική προσέγγιση, αντίθετα με τη γνώμη ορισμένων εξωτερικών παρατηρητών.

Τα περισσότερα δημοσκοπικά στοιχεία, καθώς και το ευρύτερο πολιτικό τοπίο από την έναρξη της πλήρους εισβολής της Ρωσίας το 2022, υποδηλώνουν μια ακόμη νίκη του Ζελένσκι στις προεδρικές εκλογές. Βέβαια, είναι απίθανο να επαναλάβει τον θρίαμβο του 2019, όταν κέρδισε σχεδόν το 75% των ψήφων στον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών. Τα ποσοστά του Ζελένσκι στις δημοσκοπήσεις γνωρίζουν διακυμάνσεις τα τελευταία τρία χρόνια και, ως εκ τούτου, είναι δύσκολο να προβλεφθεί το αποτέλεσμα οποιασδήποτε εκλογικής αναμέτρησης. Το 2024, η δημοτικότητα του στρατηγού Βαλέρι Ζαλούζνι, του πρώην αρχιστράτηγου των ουκρανικών ενόπλων δυνάμεων, ο οποίος είναι τώρα πρέσβης της Ουκρανίας στο Ηνωμένο Βασίλειο, ξεπέρασε αυτή του Zελένσκι σε αρκετές δημοσκοπήσεις.

Ο Zαλούζνι –τον οποίο ο Zελένσκι προήγαγε στη διοίκηση του στρατού το 2021– θα ήταν ένας ισχυρός πολιτικός ανταγωνιστής σε προεδρικές εκλογές. Μέχρι στιγμής, ωστόσο, ο Zαλούζνι δεν έχει εκδηλώσει προεδρικές φιλοδοξίες ούτε έχει εμπλακεί σε οποιαδήποτε απόπειρα δημιουργίας κόμματος ή άλλες προετοιμασίες για την είσοδο στην πολιτική και τη διεξαγωγή εκστρατείας. Μετά την απόσπασή του στο Λονδίνο το 2024, έχει μειώσει την παρουσία του στη δημόσια ζωή της Ουκρανίας, αν και η λαϊκή υποστήριξη γι’ αυτόν εξακολουθεί να είναι υψηλότερη από ό,τι για οποιονδήποτε άλλο υποθετικό αντίπαλο του Ζελένσκι.

Ο Ζελένσκι εξακολουθεί να προηγείται δημοσκοπικά από όλους τους ενεργούς ουκρανούς πολιτικούς σε διάφορα πολιτικά κόμματα. Ο πλησιέστερος αντίπαλός του με επίσημες πολιτικές φιλοδοξίες είναι ο πρώην πρόεδρος Πέτρο Ποροσένκο, ο οποίος υπέστη θεαματική ήττα από τον Ζελένσκι το 2019. Ο Ποροσένκο λαμβάνει σήμερα λιγότερη από τη μισή υποστήριξη του Ζελένσκι στις δημοσκοπήσεις. Όσο ο Zαλούζνι δεν εισέρχεται στην κομματική και εκλογική πολιτική, ο Zελένσκι παραμένει το απόλυτο φαβορί στις επόμενες προεδρικές εκλογές.

Ακόμη και αν προκύψει και κερδίσει ένας σοβαρός αντίπαλος, αυτό δεν θα αλλάξει το βασικό περίγραμμα του πολέμου. Η κύρια πολιτική αντιπολίτευση και κριτική στον Ζελένσκι και στο κόμμα του Υπηρέτης του Λαού προέρχεται από την εθνικιστική Κεντροδεξιά και την εθνικά προσανατολισμένη κοινωνία των πολιτών. Παραμένουν μόνο λίγοι αξιόλογοι παράγοντες στην Ουκρανία που θα μπορούσαν να πιέσουν για μια προσέγγιση με τη Ρωσία, και έχουν ένα ελλειμματικό ακροατήριο. Από το 2022, είτε έχουν χάσει μεγάλο μέρος της απήχησής τους στους ψηφοφόρους –όπως στην περίπτωση του Γιούρι Μπόικο και του Ντμίτρο Ραζούμκοφ– είτε έχουν φύγει ή απελαθεί από τη χώρα, όπως έκαναν ο ανοιχτά φιλοκρεμλινικός Βίκτορ Μεντβένττσουκ και ο πρώην μεγιστάνας των μέσων ενημέρωσης Γιεβέν Μουράγιεφ. Σήμερα, κανένας από αυτούς δεν μπορεί να θεωρηθεί σοβαρός υποψήφιος για την ουκρανική προεδρία.

Ο Ζελένσκι, παρά το εβραϊκό οικογενειακό του υπόβαθρο, χαρακτηρίζεται συχνά «ναζιστής» από τη Μόσχα. Μεταξύ εκείνων στη Δύση που πιέζουν για μια διευθέτηση με τη Ρωσία, πολλοί τον βλέπουν ως «γεράκι». Οι περισσότεροι Ουκρανοί, ωστόσο, τον αντιλαμβάνονται ως έναν σχετικά μετριοπαθή, φιλήσυχο πολιτικό από την αρχή της πολιτικής του καριέρας. Από τότε που ανέβηκε στην εξουσία το 2019, ο Ζελένσκι και η ομάδα του έχουν συχνά επικριθεί στην Ουκρανία για υπερβολική αισιοδοξία, μαλθακότητα και αναποφασιστικότητα απέναντι στη Ρωσία. Η υψηλή δημοτικότητα του Ζαλούζνι στις δημοσκοπήσεις βασίζεται εν μέρει στην ελπίδα ότι ο στρατηγός θα είναι πιο αποφασιστικός και αποτελεσματικός απέναντι στη Ρωσία.

Οι οιυκρανοί πολιτικοί παρατηρητές αναμένουν ευρέως ότι οι βετεράνοι θα διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στη μεταπολεμική πολιτική της χώρας. Το νυν και πρώην στρατιωτικό προσωπικό με εμπειρία στην πρώτη γραμμή ή στη διοίκηση θεωρείται πλέον από πολλούς Ουκρανούς όχι μόνο ως κατάλληλο για την προστασία της χώρας τους από τη ρωσική απειλή, αλλά και ως λιγότερο διεφθαρμένο, πιο πατριωτικό και πιο κατάλληλο για ηγετικές θέσεις από τους παραδοσιακούς πολιτικούς.

Τίποτα από όλα αυτά δεν προμηνύει την εκλογή μιας ηγεσίας πρόθυμης να διευκολύνει τη Ρωσία, πόσο μάλλον να υποκύψει στη θέλησή της. Στις μελλοντικές εκλογές, άνδρες και γυναίκες με στρατιωτικό υπόβαθρο θα αυξήσουν πιθανώς την παρουσία τους στην κυβέρνηση, στο εθνικό Κοινοβούλιο, στις περιφερειακές διοικήσεις και στα τοπικά συμβούλια - μπορεί να είναι υποψήφιοι με τα ψηφοδέλτια των υφιστάμενων κομμάτων, ως ανεξάρτητοι υποψήφιοι ή ως μέλη νέων πολιτικών ομάδων με στρατιωτικό προφίλ. Είναι πολύ πιθανό να δούμε μια μαζική είσοδο πρώην στρατιωτών στην ουκρανική πολιτική, η οποία θα σκληρύνει παρά θα μαλακώσει τη στάση του Κιέβου απέναντι στη Μόσχα.

Οι πρόσφατες ανεπίσημες επαφές των ΗΠΑ με τον Ποροσένκο και την πρώην πρωθυπουργό Γιούλια Τιμοσένκο, οι οποίες σαφώς προορίζονταν ως επαφές με πιθανούς διαδόχους του Ζελένσκι, υποδηλώνουν μια τριπλή λανθασμένη εκτίμηση της Ουάσινγκτον.

Πρώτον, οι περισσότεροι παρατηρητές που είναι εξοικειωμένοι με την ουκρανική πολιτική θα απέρριπταν μια μελλοντική προεδρία της Τιμοσένκο ή του Ποροσένκο ως μη ρεαλιστική. Αν και εξακολουθούν να είναι παρόντες στη δημόσια ζωή και να κατέχουν έδρες στο Κοινοβούλιο, για τους Ουκρανούς αντιπροσωπεύουν μια περασμένη εποχή και συμβολίζουν το προβληματικό παρελθόν της πρώιμης μετασοβιετικής Ουκρανίας. Τα κόμματά τους –η Ευρωπαϊκή Αλληλεγγύη του Ποροσένκο και η Πατρίδα της Τιμοσένκο– θα συνεχίσουν πιθανότατα να έχουν έδρες στο επόμενο Κοινοβούλιο, αλλά οι δύο βετεράνοι πολιτικοί έχουν ελάχιστες πιθανότητες να κερδίσουν ξανά την εξουσία.

Δεύτερον, τόσο ο Ποροσένκο όσο και η Τιμοσένκο έχουν καταστήσει σαφές στους αμερικανούς ομολόγους τους ότι είναι αντίθετοι σε πρόωρες εκλογές. Αντιθέτως, συμμερίζονται την ευρέως διαδεδομένη ουκρανική απόρριψη της διεξαγωγής εκστρατειών και εκλογών κατά τη διάρκεια του πολέμου. Οι δύο πολιτικοί πιθανότατα θα ήταν εξίσου επιφυλακτικοί απέναντι στη διεξαγωγή εκλογών πολύ σύντομα μετά την άρση του στρατιωτικού νόμου, χωρίς μεγαλύτερη περίοδο προετοιμασίας για μια σωστή και ασφαλή εκλογική διαδικασία.

Τρίτον, οι πολιτικές συνέπειες μιας υποθετικής προεδρίας της Τιμοσένκο, του Ποροσένκο, ή οποιουδήποτε άλλου πιθανού προεδρικού υποψηφίου υπερεκτιμώνται στην Ουάσιγκτον. Η αλλαγή αυτή θα αλλάξει ελάχιστα τον προσανατολισμό της εξωτερικής πολιτικής της Ουκρανίας γενικά και τη στάση της απέναντι στη Ρωσία ειδικότερα. Αν μη τι άλλο, τα κόμματα της Τιμοσένκο και του Ποροσένκο είναι πιο εθνικιστικά από εκείνο του Ζελένσκι. Και οι δύο πολιτικοί έχουν διακριθεί στο παρελθόν κάνοντας πολεμοχαρείς δηλώσεις κατά της Ρωσίας και του ρώσου προέδρου Βλαντίμιρ Πούτιν.

Υπάρχει μια προφανής αναντιστοιχία μεταξύ των εκκλήσεων για εκλογές στην Ουκρανία και των αμελητέων ή μάλλον αρνητικών επιπτώσεών τους στην προθυμία του Κιέβου να κάνει παραχωρήσεις. Η αντίφαση αυτή συνδέεται με το γεγονός ότι η έκκληση για εκλογές στην Ουκρανία, που υποτίθεται ότι αποσκοπεί στο να συμβάλει στον τερματισμό του πολέμου Ρωσίας-Ουκρανίας, προέρχεται από το Κρεμλίνο και εξυπηρετεί καταστροφικούς σκοπούς. Ούτε η πολεμική αναστολή των ουκρανικών προεδρικών και βουλευτικών εκλογών –όπως απαιτούσε η προπολεμική νομοθεσία της χώρας– ούτε ο ίδιος ο Ζελένσκι ευθύνονται για την έλλειψη προόδου στις διαπραγματεύσεις μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών, της Ουκρανίας και της Ρωσίας.

Στη Μόσχα δημιουργήθηκε ο διπλός μύθος ότι η σημερινή ουκρανική κυβέρνηση είναι παράνομη και ότι οι γρήγορες εκλογές είναι απαραίτητες για τον τερματισμό των μαχών. Το να πρέπει να σχεδιάσει εκλογές σε μια χώρα που σπαράσσεται από τον πόλεμο θα επέτρεπε στο Κρεμλίνο να εξαπολύσει την πλήρη μηχανή του πολιτικού πολέμου, συμπεριλαμβανομένης της παραπληροφόρησης, των κυβερνοεπιθέσεων, του εκφοβισμού, του σαμποτάζ και της διαφθοράς. Η υιοθέτηση της έκκλησης της Ρωσίας για εκλογές θα ήταν τελικά ένα πολύ σοβαρό λάθος εκ μέρους των άλλων εμπλεκομένων διεθνών παραγόντων.

Andreas Umland

Αναλυτής στο Stockholm Center for Eastern European Studies (SCEEUS) του Σουηδικού Ινστιτούτου Διεθνών Υποθέσεων. Αναπληρωτής καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στο Εθνικό Πανεπιστήμιο του Κιέβου-Mohyla Academy. Υπήρξε ερευνητής, υπότροφος και διδάσκων πολλών Πανεπιστημίων και ερευνητικών ιδρυμάτων και είναι υπεύθυνος των σειρών βιβλίων "Soviet and Post-Soviet Politics and Society" και "Ukrainian Voices" του εκδοτικού οίκου Ibidem Press.

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.