Σύνδεση συνδρομητών

Τι κρύβεται πίσω από τη συζήτηση για τις πρόωρες ουκρανικές εκλογές

Πέμπτη, 03 Απριλίου 2025 12:36
O Βολοντίμιρ Ζελένσκι επισκέπτεται το Ντονέτσκ, 2021.
Προεδρία της Ουκρανίας
O Βολοντίμιρ Ζελένσκι επισκέπτεται το Ντονέτσκ, 2021.

Πέρα από τα στρατιωτικά μέσα διεξαγωγής του πολέμου της, η Μόσχα χρησιμοποιεί ένα ψευδοδημοκρατικό επιχείρημα για να συγκεντρώσει διεθνή υποστήριξη προκειμένου να επιτύχει την εσωτερική αποσταθεροποίηση της Ουκρανίας.

Σημαντικές νέες εξελίξεις στις Ηνωμένες Πολιτείες τους τελευταίους δύο μήνες δείχνουν ότι η δεύτερη ορκωμοσία του ως Προέδρου των ΗΠΑ τον Ιανουάριο του 2025 εγκαινιάζει μια νέα εποχή στην ιστορία του δυτικού πολιτισμού, αν όχι στην παγκόσμια πολιτική. Μια πτυχή της πρόσφατης μετάλλαξης των αμερικανικών εξωτερικών και εσωτερικών υποθέσεων είναι η δημόσια υιοθέτηση και αναπαραγωγή από τη νέα αμερικανική κυβέρνηση ορισμένων αφηγήσεων του Κρεμλίνου σχετικά με τις τρέχουσες διεθνείς σχέσεις. Αυτό ισχύει ιδίως για τις εκκεντρικές εξηγήσεις και τις υποτιθέμενες λύσεις της ρωσοουκρανικής σύγκρουσης.

 

Η ανάδυση μιας παράξενης αφήγησης

Ήδη πριν από την εκλογική νίκη του Τραμπ τον Οκτώβριο του 2024, η θέση ότι η αλλαγή ηγεσίας στην Ουκρανία ήταν προϋπόθεση για τον τερματισμό του ρωσοουκρανικού πολέμου είχε γίνει αντικείμενο δημόσιας συζήτησης εκτός Ουκρανίας. Πριν από τρία χρόνια, μέσα ενημέρωσης που επηρεάζονται ή βρίσκονται κοντά στο Κρεμλίνο άρχισαν να διακινούν την ιδέα ότι το νομοθετικό και το εκτελεστικό σώμα της Ουκρανίας θα έπρεπε να αναβαπτιστούν μέσω εκλογών τον Οκτώβριο του 2023 και τον Μάρτιο του 2024, αντίστοιχα, ή διαφορετικά να χάσουν την πολιτική τους νομιμότητα. Το 2023, σημαίνοντες δυτικοί σχολιαστές, από τον τότε ειδήμονα του Fox News Τάκερ Κάρλσον μέχρι τον πρόεδρο της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης Τίνι Κοξ, άρχισαν επίσης να υιοθετούν αυτή τη ρωσική θέση.

Χωρίς τον πόλεμο της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας, οι τακτικές-προγραμματισμένες βουλευτικές και προεδρικές εκλογές εν καιρώ ειρήνης θα έπρεπε πράγματι να διεξαχθούν το 2023/24 βάσει της ουκρανικής νομοθεσίας. Ωστόσο, ο ουκρανικός νόμος «Για το νομικό καθεστώς σε κατάσταση πολέμου », που υιοθετήθηκε το 2010 και ανανεώθηκε το 2015, απαγορεύει τις προεδρικές, βουλευτικές και τοπικές εκλογές κατά τη διάρκεια κατάστασης έκτακτης ανάγκης εδώ και ένα τέταρτο του αιώνα. Σύμφωνα με αυτόν τον νόμο και το σύνταγμα της Ουκρανίας, οι τακτικές εκλογές που είχαν προγραμματιστεί για το 2023-24 αναβλήθηκαν εωσότου τερματιστούν οι μάχες και αρθεί ο στρατιωτικός νόμος που θεσπίστηκε το 2022. Μια τέτοια αναστολή των κανονικών δημοκρατικών διαδικασιών σε κατάσταση στρατιωτικής έκτακτης ανάγκης ήταν και είναι κοινή πρακτική σε όλο τον κόσμο. Είναι πλέον κατοχυρωμένη στη νομοθεσία πολλών δημοκρατιών, μεταξύ των οποίων και ο γερμανικός βασικός νόμος.

Επιπλέον, πραγματικές εκλογές στην Ουκρανία δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν αμέσως μετά το τέλος του πολέμου. Δεδομένων των σοβαρών επιπτώσεων του πολέμου στην ουκρανική κοινωνία γενικά και στις εκλογικές υποδομές ειδικότερα, μια νόμιμη δημοκρατική εκλογική διαδικασία θα χρειαζόταν κατάλληλη προετοιμασία. Σύμφωνα με τον «Οδικό χάρτη για τη διασφάλιση της διοργάνωσης μεταπολεμικών εκλογών στην Ουκρανία», ο οποίος δημοσιεύθηκε τον Ιανουάριο του 2025 από τη γνωστή ουκρανική ομάδα παρακολούθησης εκλογών Opora (Βάση), οι εκλογές δεν θα πραγματοποιηθούν για τουλάχιστον έξι μήνες μετά το τέλος του στρατιωτικού νόμου. Λαμβάνοντας υπόψη ορισμένες προκλήσεις στην επαρκή προετοιμασία των εκλογών, η διεξαγωγή τους ενδέχεται να μην είναι δυνατή πριν από περίπου ένα χρόνο μετά τον τερματισμό των μαχών. Ήδη από το 2023, οι ηγέτες των παρατάξεων της Verkhovna Rada είχαν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι χρειαζόταν ένας εντελώς νέος εκλογικός νόμος για να ληφθούν υπόψη οι πολλές και βαθιές αλλαγές που έχουν λάβει χώρα στην Ουκρανία από το 2022 που άρχισε η πλήρους κλίμακας εισβολή της Ρωσίας.

Σε αυτές περιλαμβάνονται ο εκτοπισμός εκατομμυρίων ουκρανών πολιτών εντός και εκτός Ουκρανίας και η καταστροφή δημόσιων κτιρίων, συμπεριλαμβανομένων σχολείων, που προηγουμένως χρησιμοποιούνταν ως εκλογικά κέντρα. Αυτές και άλλες προκλήσεις θα απαιτούσαν νέες μορφές ψηφοφορίας, επικαιροποίηση των ουκρανικών εκλογικών καταλόγων, μεγάλο αριθμό ευκαιριών για ψηφοφορία στο εξωτερικό και μια σειρά από άλλες υλικοτεχνικές, νομικές και οργανωτικές προσαρμογές. Παρ’ όλα αυτά, τα τελευταία δύο χρόνια, το Κρεμλίνο κατάφερε να μετατρέψει την υποτιθέμενη έλλειψη δημοκρατικής εκπροσώπησης της ουκρανικής ηγεσίας σε θέμα συζήτησης για τους υποτιθέμενους λόγους συνέχισης και τους υποτιθέμενους τρόπους τερματισμού του ρωσο-ουκρανικού πολέμου.

 

Οι εκλογές ως μέσο χειραγώγησης

Από το 2023, ρώσοι και φιλορώσοι πολιτικοί και δημοσιογράφοι καλούν την Ουκρανία να διεξαγάγει εθνικές εκλογές ακόμη και υπό συνθήκες ολοκληρωτικού πολέμου. Με τον τρόπο αυτό, η Μόσχα και οι συν αυτή επαναλαμβάνουν μια στρατηγική που είχαν ήδη χρησιμοποιήσει μετά την έναρξη του πολέμου πριν από έντεκα χρόνια. Κατά την πρώτη φάση του ρωσο-ουκρανικού πολέμου από το 2014 έως τις αρχές του 2022, το Κρεμλίνο και οι συνεργάτες του απαίτησαν από την Ουκρανία να διεξαγάγει περιφερειακές και τοπικές εκλογές στις τότε υπάρχουσες λεγόμενες «Λαϊκές Δημοκρατίες» του Ντονέτσκ και του Λουχάνσκ, τις οποίες η Ρωσία είχε, μέσω μιας μυστικής στρατιωτικής επιχείρησης, δημιουργήσει τεχνητά την άνοιξη του 2014 στην ανατολική Ουκρανία.

Η απαίτηση της Μόσχας για εκλογές στην ανατολική Ουκρανία διατυπώθηκε παρά το γεγονός ότι η κυβέρνηση της Ουκρανίας δεν είχε πλέον πρόσβαση στα εδάφη των δύο υποστηριζόμενων από τη Μόσχα οντοτήτων στη λεκάνη του Ντονέτς (Ντονμπάς), όπου το Κίεβο υποτίθεται ότι θα οργάνωνε δημοκρατικές προεκλογικές εκστρατείες και ψηφοφορία σύμφωνα με αυτές. Αντ’ αυτού, το Κρεμλίνο ασκούσε αποτελεσματικό έλεγχο στα δύο de facto καθεστώτα στις περιοχές Λουχάνσκ και Ντονέτσκ. Μέχρι την προσάρτησή τους το 2022, η Μόσχα δεν έδειξε ποτέ προθυμία να μειώσει την επιρροή της στις δύο αυτοανακηρυχθείσες «Λαϊκές Δημοκρατίες». Παρ’ όλα αυτά, το Κρεμλίνο επέμεινε ότι το Κίεβο έπρεπε να διεξαγάγει εκλογές στο έδαφός τους. Η Μόσχα κατάφερε μάλιστα να εντυπωσιάσει δυτικούς διπλωμάτες και πολιτικούς, όπως ο Γάλλος Πιερ Μορέλ και ο Γερμανός Φρανκ-Βάλτερ Σταϊνμάγερ, με την καφκική ιδέα της, γεγονός που τους οδήγησε να προτείνουν το αποκαλούμενο «Σχέδιο Μορέλ» και τη «Φόρμουλα Σταϊνμάγερ», αντίστοιχα.

Ωστόσο, μια ουσιαστική προεκλογική εκστρατεία, ψηφοφορία, καταμέτρηση των ψήφων και παρακολούθηση των εκλογών σύμφωνα με την ουκρανική νομοθεσία δεν ήταν ποτέ δυνατές στα κατεχόμενα τμήματα της λεκάνης του Ντόνετς. Οι ουκρανικές κρατικές αρχές, τα πολιτικά κόμματα (συμπεριλαμβανομένων των φιλορωσικών), τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και οι οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών ήταν απλώς απούσες και απόντα από εκεί ήδη από το 2014. Ως εκ τούτου, η ουκρανική κυβέρνηση δεν μπορούσε και δεν ήθελε να διεξαγάγει εκλογές στα κατεχόμενα εδάφη, πριν από την αποκατάστασή τους, σύμφωνα με τις συμφωνίες του Μινσκ του 2014/15. Παρ’ όλα αυτά, οι συμφωνίες του Μινσκ αποτέλεσαν αντικείμενο έντονης συζήτησης σε διεθνές πολιτικό και διπλωματικό επίπεδο, καθώς και σε ακαδημαϊκούς και άλλους κύκλους, ως μια δήθεν χαμένη ευκαιρία για την ειρήνη. Αυτές οι τελικά παράλογες συζητήσεις συνεχίζονται σε κάποιο βαθμό μέχρι σήμερα, αν και η εφαρμογή των συμφωνιών χωρίς την αποστρατιωτικοποίηση του Ντονμπάς από τη Ρωσία παρέμενε πάντα ένα μυστήριο.

Οι απαιτήσεις της Μόσχας για τη διεξαγωγή εκλογών στην Ουκρανία δεν καθοδηγούνταν από ρωσικές ανησυχίες για τη λαϊκή κυριαρχία και τη δημοκρατική νομιμότητα ούτε το 2014-2021 ούτε από το 2023 και μετά. Εξάλλου, το Κρεμλίνο καταστέλλει τα κόμματα της αντιπολίτευσης, τις ελεύθερες εκλογές, το κράτος δικαίου, τον πολιτικό πλουραλισμό, τον ακτιβισμό των πολιτών και την ελευθερία της έκφρασης στην ίδια τη Ρωσία – μερικές φορές με θανατηφόρα βία. Άλλα κίνητρα καθοδηγούν την εξωτερική συμπεριφορά της Μόσχας γενικά και την επιμονή της στις ουκρανικές εκλογές ειδικότερα.

Ανάλογα με τη συγκεκριμένη κατάσταση, η Ρωσία χρησιμοποιεί διάφορους συνδυασμούς πραγματικού και παράπλευρου πολέμου για να επιτύχει τον γενικότερο στόχο της: να υπονομεύσει και να υποτάξει το ανεξάρτητο ουκρανικό κράτος. Το Κρεμλίνο ελπίζει ότι μια πραγματικά ελεύθερη και ανοικτή προεκλογική εκστρατεία και διαδικασία ψηφοφορίας, σε αντίθεση με αυτές στη Ρωσία, θα προσφέρει ανοίγματα για μυστική παρέμβαση ρωσικών παραγόντων, υπηρεσιών και πρακτόρων. Τέτοιες επιχειρήσεις, κατά τη διάρκεια μιας πολιτικής μεταβατικής περιόδου στην Ουκρανία, θα έχουν στόχο την πόλωση της ουκρανικής κοινωνίας, την κλιμάκωση των εσωτερικών ουκρανικών συγκρούσεων και τη σύγχυση των ξένων παρατηρητών.

Η απαίτηση της Μόσχας για εκλογές υπό αδύνατες συνθήκες είναι ένα από τα πολλά μέσα της υβριδικής εργαλειοθήκης του Κρεμλίνου, η οποία περιλαμβάνει επίσης τον κυβερνοπόλεμο, τις εκστρατείες παραπληροφόρησης, την οικονομική πίεση, το θέατρο διαπραγματεύσεων, τις τρομοκρατικές ενέργειες, τη διαφθορά πολιτικών κ.λπ. Σε κοινή έκκλησή τους, οι ουκρανικές ΜΚΟ προειδοποιούν ότι «η μεγαλύτερη πρόκληση για την εκλογική δημοκρατία της Ουκρανίας θα είναι η παρέμβαση της Ρωσίας, η οποία θα είναι έτοιμη να χρησιμοποιήσει κάθε μέσο γι’ αυτό – από κυβερνοεπιθέσεις μέχρι την άμεση δωροδοκία ψηφοφόρων, από τη διάδοση της παραπληροφόρησης και τη χρήση της για τη διάσπαση της κοινωνίας μέχρι την απαξίωση υποψηφίων που είναι “απαράδεκτοι” για τους ρώσους ηγέτες και τη χρηματοδότηση των εκστρατειών πιστών πολιτικών».

 

Συμπεράσματα

Οι ανυποψίαστοι ξένοι σχολιαστές, συμπεριλαμβανομένων των δυτικών πολιτικών και του προσωπικού τους, παραπλανιούνται σκόπιμα από την προπαγανδιστική μηχανή του Κρεμλίνου για τα αίτια και τις διεξόδους από τον ρωσο-ουκρανικό πόλεμο. Δεν είναι η ανησυχία για την ουκρανική δημοκρατία, αλλά η παρόρμηση του Κρεμλίνου να αποσταθεροποιήσει την Ουκρανία, παρόρμηση που κρύβεται πίσω από την απαίτηση ότι το Κίεβο πρέπει πρώτα να διεξαγάγει εθνικές εκλογές προτού καταστεί δυνατή μια σταθερή ειρήνη. Στο ιδανικό σενάριο της Μόσχας, μια βιαστικά προετοιμασμένη και ανεπαρκώς εξασφαλισμένη προεκλογική εκστρατεία και διαδικασία ψηφοφορίας υπό δύσκολες συνθήκες θα προσέφερε πολλά περιθώρια για αναστάτωση. Τέτοιες συνθήκες θα διευκολύνουν το Κρεμλίνο να υποστηρίξει αντιδυτικούς υποψηφίους, να οξύνει τις πολιτικές εντάσεις, να σπείρει τη δυσπιστία μεταξύ των ψηφοφόρων και των ξένων παρατηρητών, να διεισδύσει στην εκλογική υποδομή κ.ο.κ. – όπως έκανε στις πρόσφατες εκλογές στη Γεωργία, τη Μολδαβία και τη Ρουμανία. Οι δημοκρατικά σκεπτόμενοι παρατηρητές του πολέμου εξόντωσης της Ρωσίας δεν θα πρέπει να αφήσουν τον εαυτό τους να εντυπωσιαστεί από την ψευδοδημοκρατική ρητορική του Κρεμλίνου και των διεθνών απολογητών του.

μετάφραση: Βασίλης Α. Μπογιατζής

Andreas Umland

Αναλυτής στο Stockholm Center for Eastern European Studies (SCEEUS) του Σουηδικού Ινστιτούτου Διεθνών Υποθέσεων. Αναπληρωτής καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στο Εθνικό Πανεπιστήμιο του Κιέβου-Mohyla Academy. Υπήρξε ερευνητής, υπότροφος και διδάσκων πολλών Πανεπιστημίων και ερευνητικών ιδρυμάτων και είναι υπεύθυνος των σειρών βιβλίων "Soviet and Post-Soviet Politics and Society" και "Ukrainian Voices" του εκδοτικού οίκου Ibidem Press.

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.