Auferstanden aus Ruinen
und der Zukunft zugewandt,
laß uns dir zum Guten dienen,
Deutschland, einig Vaterland.
Από ερείπια αναστημένη
μα στο μέλλον να κοιτά,
για Καλό να σε υπηρετούμε
Γερμανία, πατρίδα μια.
Αυτοί είναι οι πρώτοι στίχοι του εθνικού ύμνου της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας (ΛΔΓ, DDR), γνωστής και ως Ανατολικής Γερμανίας, που έγραψε ο ποιητής και πολιτικός του Ενιαίου Σοσιαλιστικού Κόμματος (SED) Johannes R. Becher το φθινόπωρο του 1949 και μελοποίησε ο (πραγματικά) μεγάλος συνθέτης Hanns Eisler.
Η Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας ιδρύθηκε την 7η Οκτωβρίου 1949 ως αντιπερισπασμός και αντίδραση στην ίδρυση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας (Δυτική Γερμανία, ΟΔΓ, BRD) την 24η Μαΐου του ίδιου έτους, καθώς η ΕΣΣΔ αποσκοπούσε να εγκαταστήσει ανάμεσα στη δική της και τη δυτική σφαίρα επιρροής μια «ουδέτερη» ζώνη που θα εκτεινόταν από την ήδη σε ουδετερότητα εξαναγκασμένη Φινλανδία μέχρι τις παρυφές των Βαλκανίων, καθώς θα συμπεριελάμβανε, εκτός από τη Γερμανία, και την Αυστρία. Οι δυτικές δυνάμεις αποδέχτηκαν την ουδετερότητα της Φινλανδίας και της Αυστρίας, αρνήθηκαν όμως να δημιουργηθεί ένα ουδέτερο κεντρικό γερμανικό κράτος υπό την επιρροή της ΕΣΣΔ κατά το τότε μοντέλο της Φινλανδίας. Στην προσπάθειά τους να εξαναγκάσουν την ΕΣΣΔ σε υπαναχώρηση από τις μαξιμαλιστικές της θέσεις, οι δυτικοί σύμμαχοι προχώρησαν στην ίδρυση της ΟΔΓ, όμως το εγχείρημα δεν πέτυχε, καθώς το υπό σοβιετική επιρροή μέρος της Γερμανίας αποδείχτηκε ότι είχε το οικονομικό σφρίγος για να επιζήσει. Τα χρόνια που ακολούθησαν την ίδρυση των δυο μεταπολεμικών γερμανικών κρατών, η ΛΔΓ έπαιζε περισσότερο τον ρόλο ενός διαπραγματευτικού χαρτιού. Αυτό άλλαξε με την ένταξη της ΟΔΓ στο ΝΑΤΟ το 1955 και τη διατύπωση εκ μέρους της του λεγόμενου Δόγματος Χάλσταϊν, σύμφωνα με το οποίο οι χώρες που θα συνήπταν διπλωματικές σχέσεις με τη ΛΔΓ θα θεωρούνταν εχθρικές προς την ΟΔΓ. Από το 1955 και μετά, η ΛΔΓ εντάχθηκε οριστικά στο ανατολικό μπλοκ και δρομολογήθηκε η ανασύνταξή της ως σοσιαλιστικού αντιμοντέλου, κάτι που είχε και συνέπειες για την κρατική δομή της.
Ώς το 1952, η ΛΔΓ είχε περίπου την ίδια δομή με την ΟΔΓ, ήταν δηλαδή μια ομοσπονδία πέντε κρατών, από τα οποία τα δυο –η Σαξονία και η Θουριγγία– προϋπήρχαν ήδη ως μέλη της ομοσπονδίας του Γερμανικού Κράτους (Ράιχ) που ιδρύθηκε μετά τον Α΄Παγκόσμιο Πόλεμο, ένα, το Μεκλεμβούργο-Προπομερανία συστάθηκε από το προϋπάρχον κράτος του Μεκλεμβούργου και ένα τμήμα μιας επαρχίας της Πρωσίας, ενώ τα υπόλοιπα δύο –Σαξονία-Άνχαλτ και Βρανδεμβούργο– συστάθηκαν από επαρχίες της Πρωσίας, του μόνου ομόσπονδου κράτους του Ράιχ που διαλύθηκε ως κρατική οντότητα και από το οποίο προήλθαν, εκτός από τα δύο προαναφερθέντα ανατολικογερμανικά, και τέσσερα δυτικογερμανικά ομόσπονδα κράτη (Σλέσβικ-Χόλσταϊν, Κάτω Σαξονία, Βόρεια Ρηνανία-Βεστφαλία και Ρηνανία-Παλατινάτο).
Με τη μεταρρύθμιση του 1958, τα ανατολικογερμανικά ομόσπονδα κράτη διαλύθηκαν και αντικαταστάθηκαν από 14 «νομούς» ή περιφέρειες (Bezirke), οι οποίοι είχαν ήδη συσταθεί από το 1952. Έτσι, η ΛΓΔ μεταμορφώθηκε σε ένα κεντρικό κράτος με ενιαία διοίκηση και μόνο ένα νομοθετικό σώμα, τη Βουλή του Λαού (Volkskammer).
Ήδη από την ίδρυσή της, το πολιτικό σύστημα είχε οργανωθεί με βάση την απόλυτη πρωτοκαθεδρία του Κομμουνιστικού και από το 1950 του Ενιαίου Σοσιαλιστικού Κόμματος της Γερμανίας (SED), το οποίο προήλθε από την αναγκαστική συνένωση του Κομμουνιστικού Κόμματος (KPD) με ό,τι είχε απομείνει στην επικράτεια της Σοβιετικής Ζώνης Κατοχής από το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD).
Το SED ένωσε όλο το υπόλοιπο «αστικό» πολιτικό φάσμα σε έναν ενιαίο συνασπισμό, το Εθνικό Mέτωπο (Nationale Front), που περιλάμβανε εκτός από το πανίσχυρο SED το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα (CDU) το οποίο συγκέντρωνε στους κόλπους του τους πιστούς στις εκκλησίες αστούς και εργάτες, το Γερμανικό Φιλελεύθερο Δημοκρατικό Κόμμα (LDPD), το Δημοκρατικό Κόμμα των Αγροτών (DBD) και το λεγόμενο Εθνικό Δημοκρατικό Κόμμα (NDPD), στο οποίο ήταν συγκεντρωμένοι οι παλιοί συνοδοιπόροι του ναζιστικού καθεστώτος που είχαν καταφέρει να επιζήσουν από τις εκκαθαρίσεις των πρώτων μεταπολεμικών χρόνων και είχαν μια κάποια επιρροή στο περιβάλλον τους, ώστε να χρησιμοποιηθούν από τις πολιτικές ελίτ του κυρίαρχου κόμματος ως διαμεσολαβητές με τα ναζιστικά απομεινάρια στον γενικό πληθυσμό.
Στο Εθνικό Μέτωπο συμμετείχαν επιπλέον και μαζικές οργανώσεις, όπως η Ελεύθερη Ένωση των Γερμανικών Συνδικάτων (Freier Deutscher Gewerkschaftsbund – FDGB), η Ελεύθερη Γερμανική Νεολαία (Freie Deutsche Jugend – FDJ) που βασικά έπαιζε το ρόλο μιας παραστρατιωτικής προπαιδευτικής οργάνωσης και είχε μεγάλη απήχηση γιατί προσέφερε στην νεολαία της ΛΔΓ το ανάλογο της προσκοπικής ζωής, τη Δημοκρατική Ένωση Γυναικών της Γερμανίας (Demokratischer Frauenbund Deutschlands – DFD), δηλαδή τη συνέχεια της ανάλογης ναζιστικής οργάνωσης με σοσιαλιστικό πρόσημο, και την Πολιτιστική Ένωση (Kulturbund). Όλα αυτά τα κόμματα και οι οργανώσεις εκπροσωπούνταν στη Βουλή του Λαού με έναν τέτοιο καταμερισμό εδρών, ώστε να μη διακινδυνεύει ποτέ η πρωτοκαθεδρία του SED.
Αυτό είχε αποτέλεσμα να μπορεί να αφουγκράζεται η πολιτική ελίτ της ΛΔΓ τα τεκταινόμενα σε όλα τα στρώματα του πληθυσμού, να αντιδρά έγκαιρα σε αναδυόμενα προβλήματα και, πάνω απ’ όλα, να μπορεί να επεμβαίνει και να κατευθύνει μέσω της «πολιτικής καθοδήγησης». Εκεί που δεν έφταναν αυτά τα μέσα δρούσε το σύστημα των «άτυπων πληροφοριοδοτών», δηλαδή των χαφιέδων της Στάζι, το οποίο βασικά ήταν η συνέχιση της παλιάς παράδοσης των γερμανικών μοναρχιών να διατηρούν ένα δίκτυο χαφιέδων στην επικράτειά τους, επιστρατεύοντας τον 19ο αιώνα κυρίως τους ιδιοκτήτες των καπηλειών. Στα μεταπολεμικά «σοσιαλιστικά» κράτη, το δίκτυο αυτό επεκτάθηκε σε όλα τα στρώματα του πληθυσμού και λειτουργούσε από τη μια μεριά ως σύστημα πειθάρχησης και παθητικού ελέγχου του πληθυσμού, από την άλλη ως ένας ακόμα παράγων αποδυνάμωσης όλων των άτυπων κοινωνικών δεσμών και της κοινωνικής συνοχής (οικογένεια, φίλοι), αφήνοντας ως μόνη ισχυρή σχέση τη σχέση του ατόμου-πολίτη με το κράτος – θα μπορούσε να πει κανείς ότι τα σοσιαλιστικά κράτη προσπάθησαν να υλοποιήσουν με άγαρμπο και διεστραμμένο τρόπο το ρουσσωικό ιδανικό του εντελώς πολιτικοποιημένου πολίτη.
Νέα εθνική ταυτότητα
Η «χειραφέτηση» της ΛΔΓ από το ρόλο της ως διαπραγματευτικού χαρτιού στον πολιτικό σχεδιασμό της μεταπολεμικής Ευρώπης και η καθιέρωσή της ως κυρίαρχου κράτους είχε συνέπεια και την προσπάθεια εγκαθίδρυσης μιας νέας εθνικής ταυτότητας και της αφοσίωσης των πολιτών στο νέο κράτος. Η προσπάθεια αυτή στηρίχθηκε σε τρεις πυλώνες:
Ο πρώτος πυλώνας ήταν η ενσωμάτωση των «αστικών» και εθνικιστικών στρωμάτων του πληθυσμού στο πολιτικό σύστημα. Με αυτή την κίνηση, η κομμουνιστική πολιτική ελίτ της ΛΔΓ πέρασε στον πληθυσμό το μήνυμα ότι ως πολίτες του «νέου γερμανικού κράτους» δεν βαρύνονται από τα εγκλήματα του ναζισμού και την ηθική ή υλική ευθύνη απέναντι στα θύματά του. Με το τέλος των πληρωμών αποζημίωσης προς την ΕΣΣΔ και την ενσωμάτωση της ΛΔΓ στο συνασπισμό των σοσιαλιστικών κρατών, κάθε χρέος που απορρέει από το ναζιστικό παρελθόν έχει αποπληρωθεί. Οι κάτοικοι της ΛΔΓ είναι πλέον ελεύθεροι να χτίσουν τον σοσιαλιστικό τους παράδεισο και να τον υπερασπιστούν απέναντι στον δυτικό ιμπεριαλισμό, και ειδικότερα απέναντι στις κατακτητικές διαθέσεις της Δυτικής Γερμανίας, η οποία όχι μόνο δεν έχει αποτινάξει το ναζιστικό της παρελθόν, αλλά και έχει ενσωματώσει τις ναζιστικές πολιτικές ελίτ στο πολιτικό της σύστημα. Οι πολίτες της ΛΔΓ γαλουχήθηκαν λοιπόν με την ιδέα της αθωότητας και της ανευθυνότητας απέναντι στα εγκλήματα του ναζισμού.
Ο δεύτερος πυλώνας που χρησιμοποίησε η πολιτική ελίτ της ΛΔΓ για να θεμελιώσει και να χαλυβδώσει την αφοσίωση των πολιτών στο νέο κράτος ήταν το αφήγημα ότι η ΛΔΓ είναι ο πραγματικός συνεχιστής της ιδέας του Πρωσικού Κράτους και της παράδοσης του γερμανικού έθνους. Έτσι οι στολές των ενόπλων δυνάμεων σχεδιάστηκαν με βάση τα πρότυπα της Βέρμαχτ, ενώ στο πεδίο του πολιτισμού αναβίωσε η Πρωσική Ακαδημία των Επιστημών ως Ακαδημία των Επιστημών της ΛΔΓ και, γενικά, έγινε μεγάλη προσπάθεια να αναδειχτούν οι Πρώσοι λόγιοι, ποιητές και φιλόσοφοι, και μαζί με αυτούς η πολιτιστική κληρονομιά των υπόλοιπων γερμανικών λαών που αποτελούσαν τον πληθυσμό. Παρ’ όλη τη διάλυση των ομόσπονδων κρατών με την εισαγωγή του κεντρικού συστήματος διακυβέρνησης των νομών ως δεύτερο επίπεδο διακυβέρνησης, η πολιτισμική ποικιλομορφία των παλαιών κρατών και βασιλείων διατηρήθηκε και συντηρήθηκε από τη ΛΔΓ, αλλά παρουσιαζόταν ως η κατεξοχήν γερμανική πολιτιστική κληρονομιά.
Ο τρίτος πυλώνας της εξουσίας του SED και της κομμουνιστικής πολιτικής ελίτ ήταν η πολιτική της προσπάθειας ικανοποίησης όλων των υλικών αιτημάτων του πληθυσμού σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερο επίπεδο. Αυτό το πεδίο αποδείχθηκε τελικά ο αδύναμος κρίκος που οδήγησε στην κατάρρευση του καθεστώτος και στη λεγόμενη «ένωση», που όμως στην πραγματικότητα ήταν η προσχώρηση των ανασυσταθέντων κρατών της DDR στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας.
Όμως η πολιτική ελίτ της ΛΔΓ και η πολιτική της πελατεία δεν εξαφανίστηκαν. Ένα μέρος αφομοιώθηκε από το δυτικογερμανικό σύστημα και έθεσε τις βάσεις για την επανίδρυση των ανατολικογερμανικών παραρτημάτων των μεγάλων δυτικογερμανικών κομμάτων, CDU, SPD και FDP. Ένα πιο μικρό μέρος προσχώρησε στο οικολογικό κίνημα και έγινε μέρος του κόμματος που σήμερα αποκαλούνται Οι Πράσινοι.
Ένα μεγάλο μέρος έμεινε πιστό στο πρώην κομματικό σύστημα και ανασυντάχθηκε στα διάδοχα σχήματα του SED, που τελικά σταθεροποιήθηκαν στο κόμμα της Αριστεράς (Die Linke), το οποίο για τουλάχιστον δυόμιση δεκαετίες ήταν το αντίπαλο δέος των «δυτικότροπων» κομμάτων. Μέσα στους κόλπους αυτού του κόμματος τα δυο βασικά ιδεολογήματα της ΛΔΓ, η ιδέα της μη ευθύνης απέναντι στα εγκλήματα του ναζισμού και η ιδέα της «πραγματικής συνέχειας» του γερμανικού πολιτισμού επέζησαν. Όταν όμως το κόμμα της Αριστεράς προσπάθησε να διευρυνθεί προς τα δυτικά και να παίξει ένα ρόλο στο επίπεδο της ομοσπονδιακής και της ευρωπαϊκής πολιτικής, αναγκάστηκε πρώτον να αποκηρύξει την ιδέα της μη ευθύνης και δεύτερον να σχετικοποιήσει την ιδέα του αποκλειστικού κληρονόμου της γερμανικής πολιτισμικής παράδοσης. Αυτή η κίνηση το αποξένωσε από μεγάλο μέρος του ανατολικογερμανικού πληθυσμού.
Η απομάκρυνση του πληθυσμού από το κόμμα της Αριστεράς ενισχύθηκε από το γεγονός ότι πλέον αυτό το κόμμα δεν μπορούσε να εγγυηθεί με οποιονδήποτε τρόπο τη διατήρηση των όσων οικονομικών και κοινωνικών κεκτημένων είχαν επιζήσει μετά την ένωση, αλλά ούτε και να υποσχεθεί καμία επιπλέον παροχή. Με τη μετατροπή του σε κόμμα εξουσίας, το κόμμα της Αριστεράς έγινε μέρος της διαχείρισης των πόρων της Γενικής Κυβέρνησης της ΟΔΓ, αποδεχόμενο και τους κανόνες αυτής της διαχείρισης, κανόνες τους οποίους δεν κατάφερε ποτέ να συνδιαμορφώσει.
Αριστερά και ακροδεξιά
Αυτή η δεύτερη εξέλιξη οδήγησε στην τελική μαζική αποξένωση του εκλογικού του σώματος και την στροφή του στα δυο νέα πολιτικά μορφώματα που αυτή την στιγμή φαίνεται να καθορίζουν το πολιτικό τοπίο στα ανατολικά ομόσπονδα κράτη – το AfD και το BSW. Για το δεύτερο μπορούμε να πούμε ότι είναι ό,τι απέμεινε μετά τη διάσπαση του κληρονόμου του SED, του κόμματος της Αριστεράς, στα απομεινάρια ενός λίγο πιο αριστερού σοσιαλδημοκρατικού κόμματος που φέρει ακόμα το όνομα Die Linke και ενός ιδιότυπου κόμματος μιας «λαϊκής Αριστεράς», χωρίς ξεκάθαρη ιδεολογική βάση, κάτι που αποτυπώνεται και στο όνομά του: Συνασπισμός Σάρα Βάγκενκνεχτ – ένα προσωποπαγές σχήμα που δεν έχει ιστορικό προηγούμενο στη γερμανική πολιτική σκηνή.
Το AfD είναι περισσότερο το αποτέλεσμα μιας ιστορικής συγκυρίας: είναι στη βάση του ένα συνονθύλευμα αποτυχημένων στελεχών των κλασικών κομμάτων, παλαιών αντιδραστικών στην ιδέα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, νοσταλγών του παλαιού νομίσματος και, δυστυχώς, των οπαδών ενός επιτήδειου δημαγωγού που κατάφερε να κερδίσει τους απογοητευμένους θιασώτες της εθνικιστικής ιδεολογίας της ΛΔΓ και να της δώσει μια νέα αίγλη.
Στην επιτυχία των δυο αυτών κομμάτων συνέτεινε οπωσδήποτε η αποτυχημένη ρομαντική «νεοηθικολογική» πολιτική της διαχείρισης των προσφυγικών ρευμάτων (όπως τη χαρακτήρισε ο σχολιαστής μιας μεγάλης δυτικογερμανικής εφημερίδας) και η γραφειοκρατική ξεροκεφαλιά των ομοσπονδιακών αρχών, που διαμοίρασαν τους ανθρώπους αυτούς με αφηρημένα στατιστικά κριτήρια, αλλά κατά την γνώμη μου δεν είναι ο κύριος παράγων της επιτυχίας τους.
Ο κύριος παράγων είναι η αδυναμία της φιλελεύθερης Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας να κάνει να σιωπήσει η εθνικιστική φωνή που μέσα από τον τάφο της ΛΔΓ υπόσχεται ψιθυριστά στους τέως πολίτες της και στα παιδιά τους ένα παρελθόν που δεν υπήρξε ποτέ και ένα μέλλον που είναι αδύνατον να υπάρξει. Ίσως η εξέλιξη να ήταν κάπως διαφορετική αν αντί για τους στίχους του Becher, η ΛΓΔ – και η ΟΔΓ – ακολουθούσαν τους στίχους του Μπρεχτ:
Anmut sparet nicht noch Mühe
Leidenschaft nicht noch Verstand
Daß ein gutes Deutschland blühe
Wie ein andres gutes Land.
Daß die Völker nicht erbleichen
Wie vor einer Räuberin
Sondern ihre Hände reichen
Uns wie andern Völkern hin.
Und nicht über und nicht unter
Andern Völkern wolln wir sein
Von der See bis zu den Alpen
Von der Oder bis zum Rhein
Und weil wir dies Land verbessern
Lieben und beschirmen wir's
Und das Liebste mag's uns scheinen
So wie andern Völkern ihrs.
Μην είστε φειδωλοί σε χάρη και προσπάθεια
σε πάθος, μυαλό και λογική
μια νέα Γερμανία για ν’ ανθίσει
όπως κάθε άλλη χώρα καλή .
Οι λαοί να μην ωχριούνε
σαν μπροστά σ’ ένα ληστή,
αλλά το χέρι να μας δίνουν
όπως όλοι οι λαοί.
Ούτε πάνω ούτε κάτω
απ΄τους άλλους τους λαούς
απ’ την θάλασσα στις Άλπεις,
Σβίνα, Ρήνο ποταμούς.
Ναι την χώρα αυτή αγαπάμε,
κάνουμε καλύτερη,
και η πιο ωραία να μας είναι
όπως άλλων λαών η γη.
Αλλά αυτό το τραγούδι έμεινε στην ιστορία ως ο Ύμνος των Παιδιών.