Δεν είχα ξαναδιαβάσει Μπροχ. Πολύς κόσμος δεν έχει διαβάσει Μπροχ, ακόμη κι αν Οι υπνοβάτες και Ο θάνατος του Βιργιλίου ανήκουν στον λογοτεχνικό κανόνα, και όχι μόνο της ευρωπαϊκής δεκαετίας του 1930. Δεν είναι Τόμας Μαν ο Μπροχ, να αναφέρονται ακόμη και χρόνια μετά στο Μαγικό Βουνό του, ούτε Μπρεχτ να ανεβαίνει ασταμάτητα σε θεατρικές σκηνές ο Αρτούρο Ούι. Δεν βραβεύτηκε με Νόμπελ όπως ο στενός του φίλος, Ελίας Κανέττι. Οι αναφορές και οι διαφωνίες για το έργο του περιορίζονται σε λογοτεχνικούς κύκλους, μεταξύ μυημένων, ειδικών της γλώσσας. Γιατί να ξεκινήσει κανείς λοιπόν από Τα μάγια, ένα έργο με το οποίο ο ίδιος ο Μπροχ παιδευόταν πάνω στην τελική του μορφή μέχρι το θάνατό του, και όχι από ένα από τα δύο άλλα μείζονα έργα του;
Στην περίπτωσή μου έπαιξε ρόλο ότι ο κεντρικός ήρωας του Μπροχ, εδώ, είναι γιατρός, και με ενδιαφέρει πάντα να βλέπω πώς τοποθετείται ένας τέτοιος λειτουργός/επαγγελματίας (όπως το βλέπει κανείς) σε συγκεκριμένα κοινωνικά και ιστορικά πλαίσια. Για άλλους, Τα μάγια μπορεί να λειτουργήσουν και ως η πλέον προσβάσιμη είσοδος στον κόσμο του Μπροχ.
Αλλά είναι ένα από τα λίγα βιβλία τα οποία ξεκινάς να διαβάζεις και σε ισοπεδώνει η πληθωρικότητα της γλώσσας, της περιγραφής, της σύλληψης. Μετρημένα στα δάχτυλα του χεριού τα βιβλία αυτά[1]. Στην πρώτη παράγραφο ήδη:
Όλα όσα αγγίζουν τις αισθήσεις του, κάθε ήχος, κάθε χρώμα, κάθε κραυγή πουλιού και κάθε ηλιαχτίδα, όλα είναι ηχώ της μεγάλης, σιωπηλής μάζας του γαλήνιου βουνού, οι πτυχώσεις του φλέγονται μέσα στο φως, τα χρώματα τις φωτίζουν, οι ήχοι τις πλημμυρίζουν- και ο άνθρωπος, μες στην ψυχή του πάντα ξανά και μόνο κάλεσμα πουλιού, χρώμα και ηλιαχτίδα και νύχτα, ο άνθρωπος δεν είναι τάχα αναγκασμένος να γίνεται κι αυτός ηχώ αιώνια εκείνης της πανίσχυρης σιωπής; Όργανο που συνηχεί και αντηχεί κάτω από τα χέρια της σιωπής;
Ξαναδιαβάζω τώρα αυτή την πρώτη παράγραφο, έχοντας ολοκληρώσει Τα μάγια – είναι μια πόρτα που άνοιξε λέγοντάς σου τι θα επακολουθήσει. Είναι μια είσοδος σε ορεινό τοπίο, όπου οι δυνάμεις της φύσης έρχονται να εξαναγκάσουν τον άνθρωπο, τον μόνιμο κάτοικο ή τον έποικο ή τον περαστικό ή τα φαντάσματα και τα πνεύματα του παρελθόντος να αναζητήσουν τη θέση τους, εντός αυτού του τοπίου, εντός αυτής της ηχούς μιας κρυμμένης πραγματικότητας (αυτού που ο Hardin αργότερα ανέφερε ως πλατωνικό ιδεαλισμό του Μπροχ). Είναι οι ανάσες της γης και η δύναμη των λέξεων:
Γουλιά γουλιά έπιναν τα ήδη πράσινα λιβάδια και τα κοιλώματα των αγρών τον ουρανό κι αυτό κάνει μια ανάλαφρη και παιχνιδιάρικη πνοή να διατρέχει τη γη, μια ατμόσφαιρα πρωινή και αεικίνητη που, διαφορετικά, μονάχα όταν ξημερώνει στη θάλασσα μπορεί κανείς να βιώσει, όταν ελαφροκυματίζουν τα νερά.
Εδώ έρχεται ο γιατρός αφηγητής να ενσωματωθεί:
Εγκατέλειψα την προσπάθεια να γνωρίσω τα πράγματα, για να αναζητήσω μια γνώση που πρέπει να είναι δυνατότερη από την εμπειρική αντίληψη, αρκετά δυνατή, ώστε να γεμίσει όλο το χρονικό διάστημα που έχει δοθεί στον άνθρωπο […] μιας σύντομης γήινης ύπαρξης με [...] μια γνώση απαλλαγμένη από τη λησμονιά, γεμάτη από το χτες και το αύριο, γεμάτη από το νόημα όσων έχουν υπάρξει και όσων θα έρθουν.
Η βουή του μίσους
Είμαστε σε μια ορεινή κοινότητα της κεντρικής Ευρώπης του Μεσοπολέμου. Άνθρωποι που ζουν από την γη – τα ορυχεία της περιοχής έχουν εγκαταλειφθεί από καιρό. Ο αφηγητής είναι ο γιατρός της κοινότητας, έχει αφήσει πίσω του την πόλη και την έρευνα, θα μάθουμε αργότερα το γιατί. Σε αυτή την ήσυχη κοινότητα (όχι αρμονική – το πάνω χωριό με το κάτω αισθάνονται εν μέρει ξένα) εμφανίζεται ένας άγνωστος περιπλανώμενος, ένας μυστήριος τύπος ονόματι Μάριους Ράτι. Ο Μάριους είναι καλοδεχούμενος ως εργάτης στα χωράφια, είναι όμως καλοδεχούμενα και τα λόγια του στ’ αυτιά των κατοίκων. Είναι παράξενος τύπος ο Μάριους, ιταλικής καταγωγής, αλαφροΐσκιωτος, ασκητικός, ασεξουαλικός, διακριτικός αλλά διεισδυτικός. Πρώτα οι νέοι θα σπεύσουν να ακούσουν σε αυτά που λέει όσα θέλουν οι ίδιοι ν’ ακούσουν, έπειτα όλο σχεδόν το χωριό θα επηρεαστεί από Τα Μάγια του: ο Μάριους φέρνει στην επιφάνεια, σχεδόν ανεπαίσθητα (και αργότερα, όταν αποκτήσει πλέον δύναμη σαν ιεροκήρυκας) κάθε δυσαρέσκεια, κάθε απόγνωση, κάθε κούραση της καθημερινής ζωής, κάθε θλίψη για τη φτώχεια και την εξάρτηση από τη γη και τη φύση και τις ιδιοτροπίες τους, κάθε όνειρο πλουτισμού, κάθε ανάγκη να ανακαλυφθεί ένας εχθρός. Πάνω στα λεγόμενα του Μάριους έρχεται κάθε κάτοικος να επιπροβάλει τα δικά του άγχη και τις ήττες και τις μικρότητες. Έτσι ξεκινάνε οι θρησκείες. Ή έτσι ξεκινάει ο αυταρχισμός, παρόμοιος με αυτόν που σάρωσε την κεντρική Ευρώπη τον μεσοπόλεμο. Ο Ράτι κηρύσσει το δίκιο του αγρότη και της γης, το άδικο των αστών, την εκφύλιση και τον εκθηλυσμό τους και, βέβαια, την αντίθεσή του στην ιατρική. Ο Ράτι είναι ένας λουδίτης που καταγγέλλει τα αγροτικά μηχανήματα, τα ραδιόφωνα, την πόλη, τους εμπόρους – κύριος στόχος του, και θύμα τελικά ενός πογκρόμ είναι ο Βέτσι, ο έμπορος της κοινότητας, ο αντιπρόσωπος για κάθε είδους αντικείμενο τεχνολογικής προόδου.
Ο Ράτι κηρύττει, αλλά έχει το δεξί του χέρι, έναν άλλο περιπλανώμενο πρόσφατης άφιξης, τον Βέντσελ. Ο Βέντσελ δεν είναι θεωρητικός, στρατολογεί ομάδες κρούσης, κάτι σαν τις ναζιστικές παραστρατιωτικές ομάδες των SA. Δεν προσηλυτίζουν. Απειλούν, βιαιοπραγούν, καίνε. Ο Ράτι δεν λερώνει τα χέρια του, δεν συμμετέχει, έχει ήδη δημιουργήσει το πλαίσιο και το αφήγημα, έχει σπείρει το φανατισμό που έρχεται τώρα να εκπαιδεύσει ο Βέντσελ. «Δεν έχω καμιά δουλειά μ’ αυτά», δηλώνει, «αυτή είναι απλώς η φωνή του λαού, αλλά ο λαός είναι πάντα δίκαιος». Μια ιστορία που αντηχεί στους αιώνες είναι ο Ράτι, αντηχεί και στο σήμερα.
Υπάρχουν άνθρωποι στην κοινότητα που αντιστέκονται, συνασπισμένοι γύρω από τη Μάνα Gisson, τη γηραιά μητριάρχη που έχει τοποθετήσει από καιρό τον εαυτό της στον τόπο, έχει μάθει να αλληλεπιδρά με τη γη και τους καρπούς της, έχει αναγνωρίσει το διαχρονικό και άχρονο της ύπαρξης της κοινότητας, των ανθρώπων της, είναι η ίδια αντανάκλαση της μυθολογικής θεάς Δήμητρας (και Demeter ήταν ένας από τους εναλλακτικούς τίτλους που είχε σκεφτεί ο Μπροχ). Αλλά η γνώση (όπως σημειώνει και η Σοφία Αυγερινού στα Επιλεγόμενα, το όνομα Gisson είναι αναγραμματισμός του Gnosis) δεν μπορεί να αμυνθεί εύκολα στην οργή και τη βουή του μίσους. Η θρσηκεία και η βία του Ράτι και των πιστών του θα κυριαρχήσει. Κάθε θρησκεία όμως, κάθε μύθος, απαιτεί ένα τελετουργικό, μια σημαδιακή θυσία αναφοράς – «η ειδωλολατρία χρειάζεται το φόνο για να υπάρξει». Και ο Ράτι γνωρίζει ποια πρέπει να θυσιαστεί, τι συμβολίζει η νιότη και η καταγωγή και η κοινωνική θέση και η καρδιά της Ίρμγκαρντ. Σε μια μανιακή κλιμάκωση, μια παγανιστική τελετή θα γίνει παροξυσμικός εορτασμός μίσους και λατρείας του κηρύγματος του Μάριους, απαίτησης από τη Γη να συμμορφωθεί στις ανθρώπινες επιθυμίες και, τελικά, θα καταλήξει σε φόνο. Δεν υπάρχει εδώ όμως θεϊκή παρέμβαση, δεν είναι η Ίρμγκαρντ ούτε Ιφιγένεια μήτε Ισαάκ, υπάρχει η ήττα της γνώσης, η παραδοχή της. Η κοινότητα, έπειτα από την τελετή αυτή, μετά και το πογκρόμ κατά του παρείσακτου, του εχθρού, του εμπόρου, θα επανέλθει σε μια φαινομενική νηνεμία. Ο ίδιος ο Ράτι θα γίνει πολιτικός παράγων, έχει κερδίσει πλέον, «άμα όλοι πιστέψουν στην πλάνη, τότε η πλάνη θα γίνει λογική» και ¨έρχεται τώρα η νέα εποχή, έρχεται τώρα η δική μας γνώση». Μπορεί να προετοιμαστεί για τον επόμενο πόλεμο – αναφέρεται ότι στην αρχική σύλληψη του Μπροχ, Τα μάγια ήταν το πρώτο μέρος μια τριλογίας.
Ο Χέρμαν Μπροχ ήρθε αργά στα γράμματα. Αυστριακός, κληρονομικώ δικαίω επιχειρηματίας, γαμπρός ευυπόληπτης οικογένειας, χωρίζει, πουλάει και ασχολείται με τη λογοτεχνία. Κινείται στους κύκλους της διανόησης της Βιέννης, συνομιλεί με τους λογοτέχνες της ευρωπαϊκής πρωτοπορίας, μένει στενός φίλος του Κανέττι αλλά ομνύει ακόμη στη δύναμη της γραφής και όχι της ψυχολογίας, αν και δηλώνει φροϋδικός που έχει συνάψει δεσμό με την αντλεριανή Ea von Allesch. Οι υπνοβάτες του 1930-1932 χαιρετίζονται ως μια μεγαλεπήβολη τομή στη γραφή, ως επιτομή μοντερνισμού. Ο D. A. N. Jones, στο τελευταίο του άρθρο για το London Review of Books τον Οκτώβριο του 1987, είχε γράψει για Τα μάγια, μιλώντας αναλυτικά με τον στενό φίλο τού Μπροχ, τον, νομπελίστα πλέον, Κανέττι και σημειώνει ότι ο Μπροχ, όταν ξεκίνησε να γράφει, το 1935, έγραφε μια νατουραλιστική, «ορεινή» νουβέλα (bergsroman ήταν για καιρό ο τίτλος αναφοράς), με την έννοια ότι το τοπίο και η ατμόσφαιρα ήταν τα βασικά ζητούμενά του. Ο Κανέττι αναφέρει ότι εκείνη την εποχή ο Μπροχ δεν πίστευε καν στην επιστήμη της ψυχολογίας του πλήθους, μάλιστα προσπαθούσε να αποθαρρύνει τον Κανέττι να ασχοληθεί με τη δουλειά του, που αργότερα κατέληξε στο μνημειώδες Μάζα και εξουσία. Αλλά, προφανώς, ο Μπροχ δεν μπορούσε να αγνοήσει τα όσα συνέβαιναν γύρω του – δεν μπορούσε δηλαδή να αγνοήσει τον Χίτλερ.
Ένας δολοφονικός ψευδοπροφήτης
Ο Μάριους Ράτι είναι ένα πρόσωπο του φασισμού, ένας δολοφονικός ψευδοπροφήτης – όπως ο Χίτλερ. Ο Ράτι στη δόξα του μιλά παροξυσμικά, σαν ένας μεσσίας υπό την επήρεια ουσιών, σε ένα αλαλάζον πλήθος – όπως ο Χίτλερ. Ο Ράτι έχει παραστρατιωτικές ομάδες – όπως ο Χίτλερ. Ο Ράτι έχει ρητορική μίσους – όπως ο Χίτλερ. Ο Ράτι υπόσχεται αποκατάσταση στους αδικημένους (επαναλειτουργία των ορυχείων, χρυσάφι) – όπως ο Χίτλερ στους ηττημένους της συνθήκης των Βερσαλλιών. Ο Ράτι αγκαλιάζεται από τους εύπορους της περιοχής που οσμίζονται κέρδη – όπως ο Χίτλερ αγκαλιάστηκε από το βιομηχανικό κατεστημένο.
Κι όμως, αν υπάρχει κάτι που η μεταγενέστερη κριτική προσάπτει στα Μάγια είναι η ελλιπής αντιπαραβολή του ήρωά του με τον Χίτλερ, ότι εν μέρει ξεπλένει τον ναζισμό βλέποντάς τον έξω από το κοινωνικό και οικονομικό πλαίσιο και σβήνοντας τις μιλιταριστικές και φυλετικές του πτυχές, αποδίδοντάς τον στην ψυχολογία του πλήθους. Δεν είπε κάποιος όμως κάτι αντίστοιχο για τον Μπρεχτ και τον Αρτούρο Ούι και την εστίασή του σε οικονομικό πλαίσιο. Δεν έλαβε για παράδειγμα ο Roger Kimball στην αρνητική του κριτική στο New Criterion, το 1987, το περιβάλλον στο οποίο έγραφε ο Μπροχ, την ανάγκη να καταφύγει στην παραβολή. Θα μου πεις, ενίοτε το ποιοι σου κάνουν κριτική, ειδικά για το πώς αντιμετωπίζεις τον αυταρχισμό, έχει σημασία – τριάντα χρόνια μετά την κριτική του αυτή, ο (υποθέτω δεν παραμένει ακόμη σεβαστός) Kimball συνέκρινε μια ομιλία του Ντόναλντ Τραμπ στη Βαρσοβία με τον… Επιτάφιο του Περικλή. Αν μη τι άλλο, είχε μια δυσχέρεια στην αναγνώριση των μηχανισμών του αυταρχισμού ο Kimball… Γιατί εδώ, στον Μπροχ, είναι η διαχρονικότητα του τρόπου με τον οποίο ολισθαίνουν οι κοινωνίες σε δικτατορίες, πώς παραδίδονται σε αυταρχικούς ψευδοπροφήτες, εδώ είναι η ανάγκη του ατόμου να ανήκει σε ένα σύνολο, εδώ έρχεται ο Μπροχ να συνειδητοποιήσει και να αναλύσει πώς η ψυχολογία της μάζας δεν είναι παρά άθροισμα ατομικών ψυχολογιών, ατομικά κουμπιά θυμού που πατήθηκαν μέσα από ρητορικές ευρέος φάσματος.
Και το σημαντικότερο που κάνει ο Μπροχ (σε αντίθεση π.χ. με το πώς περιγράφει αντίστοιχα φαινόμενα ο Τόμας Μαν στο Μάριο και ο Μάγος) είναι ότι περιγράφει αυτή τη διαδικασία εκ των έσω, όχι από έναν εξωτερικό παρατηρητή: στο γράμμα του προς το Ίδρυμα Γκουγκενχάιμ για αίτηση υποτροφίας (που περιλαμβάνεται ως υποσημείωση στα επλεγόμενα της Σοφίας Αυγερινού) ο Μπροχ σημειώνει ότι
το βιβλίο επιχειρεί να ανιχνεύσει την γέννηση ενός μαζικού κινήματος –ενός κινήματος που συνοδεύεται από αλλόκοτα, αρχαϊκά και σαδιστικά φαινόμενα– το οποίο προκαλείται από έναν τρελό που μαγεύει ένα ολόκληρο χωριό. Η εξέλιξη και γιγάντωση αυτού του κινήματος απεικονίζεται στο ημερολόγιο του γιατρού του χωριού [...] που πιστεύει πως είναι αντικειμενικός παρατηρητής ψυχολογικών φαινομένων, ενώ αποτυγχάνει να συνειδητοποιήσει πως και ο ίδιος σταδιακά υποκύπτει στη μαγεία που έχει αναλάβει να καταγράψει.
Στην τελετή της θυσίας ο ίδιος ο γιατρός, ο αποστασιοποιημένος, ο διανοούμενος, ο αστός, ο συμβιβαστικός, ο τρέφων σεβασμό και φιλία προς το αντίπαλο δέος του Ράτι, θα παρασυρθεί, θα υμνήσει μαζί με το έξαλλο πλήθος με δοξαστικά λόγια το φόνο, θα χαθεί στην παραζάλη, την έξαψη μιας αιματοβαμμένης αλλαγής status quo. Αυτός είναι ο φόβος του Μπροχ, αυτό και το μεγαλείο του στα Μάγια: σου δείχνει παραστατικά πόσο κοινότοπο είναι το κακό (για να θυμηθεί κανείς τη μεγάλη θαυμάστρια του Μπροχ, τη Χάννα Άρεντ), πόσο εύκολο είναι να κυλήσει κανείς, υπό συνθήκες, εντός αδρά συγκεκριμένων κοινωνικών κατασκευών. Δεν είναι μεμονωμένο τοπικό ατύχημα ο ναζισμός, σου λέει ο Μπροχ, όπως και καμία απολυταρχία.
Η περιπέτεια του βιβλίου
Ο Χέρμαν Μπροχ δεν έμεινε ικανοποιημένος από την αρχική μορφή, ή δεν έβλεπε προοπτική να δημοσιευτεί στην Γερμανία. Αναθεώρησε το κείμενο, αλλά βρέθηκε να αναρωτιέται αν κάθε νοητική εργασία έγινε περιττή παρόντων του Χίτλερ και του Μουσολίνι και αν ο σύγχρονος κόσμος, με την παρακμή των αξιών του, έχει πλέον θέση για πνευματικά και καλλιτεχνικά επιτεύγματα. Το 1938, στην προσαρτημένη πλέον Αυστρία, συλλαμβάνεται. Έγκαιρες πιέσεις από λογοτεχνικούς κύκλους του εξωτερικού επιτρέπουν την απελευθέρωσή του, και τελικά τη μετεγκατάστασή του στις ΗΠΑ. Εκεί θα γράψει το Θάνατο του Βιργιλίου, θα επιχειρήσει αργότερα, λίγο πριν από τον δικό του θάνατο το 1951, στα 65 του χρόνια, να επανέλθει, με μια τελική μορφή, ή ακόμη και μια συντομευμένη – αρκεί να μπορέσει να δημοσιευτεί. Δεν θα προλάβει.
Ακολούθησαν διαφορετικές εκδόσεις, μια από αυτές, την πλέον προβεβλημένη ίσως, επιμελήθηκε ο γιος του. Δεν τον είχε σε μεγάλη εκτίμηση τον γιο ο Μπροχ, αλλά ήταν παιδί του: ακόμη και μικρές ιστορίες είχε συνδημοσιεύσει κάποτε μαζί με τον Αρμάντ στον μεσοπόλεμο, όταν ο (τότε Αρμάντ, μετέπειτα) Hermann Broch de Rothermann κινούνταν στην Αθήνα ως κοσμοπολίτης διαπλεκόμενος πάσης φύσεως με διαβατήριο το όνομα της μητέρας.
Μία από τις καίριες επιλογές του γιου Μπροχ, όμως, και μια από τις πλέον πολυσυζητημένες στη μελέτη του συνόλου του Μπροχ, ήταν η επιλογή να προσθέσει στο αρχικό σχεδίασμα μια ιστορία (από ένα μεταγενέστερο σχεδίασμα) φαινομενικά άσχετη με τα τεκταινόμενα στην ορεινή κοινότητα που ολίσθησε στην απολυταρχία. Μια ιστορία που, όμως, εξηγεί εν μέρει το χαρακτήρα του αφηγητή, του γιατρού, και το λόγο που αποσύρθηκε εκεί, σε αναζήτηση ενός άλλου νοήματος: είναι η ιστορία της γιατρού Μπάρμπαρα, νέας λαμπρής στην κλινική πράξη και δοτικής στους ασθενείς επιστήμονα, μιας γυναίκας που επιθυμεί συντροφικότητα και οικογένεια, αλλά παράλληλα και μιας μαχητικής κομμουνίστριας. Μέσα σε λίγες σελίδες, ο Μπροχ συνθέτει ένα αξέχαστο πορτρέτο, περιγράφει πώς ιδεολογίες, ατομικές ανάγκες, λειτουργήματα, και δύσκολοι καιροί αλληλοσυγκρούονται και μπορεί να ισοπεδώσουν ακόμη και τους πλέον ανθεκτικούς, τους πλέον ξεχωριστούς. Η ιστορία της Μπάρμπαρα έρχεται πριν από τις μεγάλες κλιμακώσεις στην αφήγηση του Μπροχ κι έρχεται να υπογραμμίσει ότι, εντέλει, το άτομο διαμορφώνει τη μάζα που θα το πνίξει εντός της.
Το τέλος αφήνει μια να αχνοφανεί η ελπίδα. Την έχει υποσχεθεί από νωρίς στο κείμενό του, όταν σημείωνε: «λες κι ο ήλιος, που εδώ και αιώνες κάθε πρωί εισχωρεί εδώ μέσα [...] έχει αφήσει ένα απόθεμα φωτεινότητας, απ’ το οποίο μπορεί να τραφεί κανείς κάτι μέρες σκοτεινές, σαν τη σημερινή¨: ακόμη και στην ηττημένη κοινότητα που πλέον παρέδωσε την ψυχή της στη λατρεία του χρήματος και στις κραυγές, ακόμη κι εκεί όπου ο αυταρχισμός έγινε business as usual, άλλα πράγματα, υπερβατικά, θα συνεχίσουν να κινούνται και να υπάρχουν. Το πνεύμα της Μητέρας Γης, η αποδοχή του έκκεντρου ρόλου του ανθρώπου στην φύση, της ανάγκης συνύπαρξης, θα μεταφερθεί σε μια νεαρά εγκυμονούσα, την Άγκατε. Πατέρας του παιδιού είναι ένας από τους νέους που, μετά, παρασύρθηκαν στις παραστρατιωτικές ομάδες, πατέρας του πατέρα το εκτελεστικό όργανο της θυσίας, του αίματος. Όμως, ο Μπροχ επιλέγει να πιστεύει στο καλό:
Και μου φαίνεται πως είναι πιο πιθανό να έρθει η νέα εποχή με το παιδί της Άγκατε, παρά με τα λόγια του Μάριους, μου φαίνεται πως μέσα στο πνεύμα της Άγκατε προετοιμάζεται η νέα ευλάβεια, την οποία χρειάζεται και αποζητά ο κόσμος.
Σχετική βιβλιογραφία
James N. Hardin Jr., Der Versucher and Hermann Broch's Attitude toward Positivism. The German Quarterly, 1966, https://doi.org/10.2307/402598
D.A.N. Jones, «Mountain Novel, Hitler Novel», London Review of Books, 1987 https://www.lrb.co.uk/the-paper/v09/n17/d.a.n.-jones/mountain-novel-hitler-novel
Roger Kimball, «Mountain Mystifications», The New Criterion, 1987 https://newcriterion.com/article/mountain-mystifications/
[1] Δυο τέτοια παραδείγματα στα οποία καταφεύγω πάντα με δέος, ήταν το Αλεξανδρινό Κουαρτέτο του Ντάρελ και το Κουτσό του Κορτάσαρ. Για να σε ισοπεδώσει η πληθωρικότητα της γλώσσας, όμως, απαιτείται να στέκεται και η μετάφραση στο αντίστοιχο ύψος, όπως εδώ από τη Σοφία Αυγερινού, όπως στη μετάφραση του Ντάρελ το 1961 από τον Χουρμούζιο και τη μετάφραση του Κορτάσαρ το 1988 από τον Κουντούρη.