Είναι αλήθεια ότι ο γενετικός κώδικας του (ιστορικού) ΠΑΣΟΚ ήταν κινηματικός, εθνικοαπελευθερωτικός, εθνικολαϊκιστικός. «Εξελίχθηκε» σε πολυσσυλεκτικό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα (αν και ουσιαστικά ποτέ δεν πλήρωσε τις κοινωνιολογικές, οργανωτικές και ιδεολογικές προϋποθέσεις για κάτι τέτοιο), χωρίς ένα μέρος του να ξεχνά την καταγωγή του. Για να εγκατασταθεί στη συνέχεια, κοινωνικά αδυνατισμένο, κάπου στο Κέντρο, αν και αυτή η τελευταία κλίση δεν καλλιεργήθηκε ούτε εξυπηρετήθηκε ιδιαίτερα. Όποια ωστόσο ταυτότητα και αν δεχθούμε ως μέτρο σύγκρισης, παρά την από πολλούς επικαλούμενη ιδεολογική ασάφεια του κόμματος και τις κατά καιρούς προγραμματικές του παλινωδίες, το ΠΑΣΟΚ, εξαιρουμένης της ειδικής περιόδου των μνημονίων (2012-2015) με την αναγκαστική, κατ’ εξαίρεση, τριμερή κυβερνητική συμμαχία, ουδέποτε είδε τον εαυτό του, και παρά την κινηματικότητά του (ή μάλλον εξαιτίας της), σε συνάρτηση με τους «συμμάχους» του. Ποτέ στην ιστορία του ΠΑΣΟΚ δεν έγινε λόγος, από το ίδιο το ΠΑΣΟΚ και τα κατά καιρούς κορυφαία στελέχη του, για την ανάγκη «συμμαχιών» ως προς την κατάκτηση της εξουσίας. Στην πραγματικότητα, η λέξη «συμμαχία», η ρητορική διατύπωση «στρατηγική συμμαχιών» στο πεδίο των σχέσεων ανάμεσα στις «δημοκρατικές δυνάμεις» είναι όροι ξένοι, ακόμα και εχθρικοί, στην πασοκική κληρονομιά. Είτε τη σκληρή αντιδεξιά του περίοδο 1974-1989, είτε την εκσυγχρονιστική του 1996-2004, αλλά και αργότερα, από το 2004 έως το 2011 επί συμμετοχικής «νέας εποχής» του Γιώργου Παπανδρέου, το αυτοδύναμο ΠΑΣΟΚ ήταν μια αυτονόητη στρατηγική επιλογή από όλα τα στελέχη του, «αριστερά», «κεντρώα» ή «δεξιά» (το «όλον και ενιαίο ΠΑΣΟΚ»). Η πλειοψηφική του προοπτική για την κυβερνητική εξουσία ήταν πάντα η «ενότητα στην βάση», όχι η «συγκόληση» στην κορυφή. Με μισή καρδιά, μεταφορικά και κυριολεκτικά, πρότεινε ο Ανδρέας Παπανδρέου το καλοκαίρι του 1989 την «απλή αναλογική» στον Συνασπισμό, προκειμένου να μην επιστρέψει η επάρατος Δεξιά στην εξουσία (ιδιαίτερα για να μην κινηθούν οι ποινικές διαδικασίες για το σκάνδαλο Κοσκωτά).
Η μνημονιακή και η μεταμνημονιακή περίοδος άλλαξε τα δεδομένα και ως προς τούτο: ένα μικρό και αδύναμο ΠΑΣΟΚ, εκλογικά κάτω του 10%, με έναν ηγεμονικό ΣΥΡΙΖΑ, οδήγησαν το πάλαι ποτέ ρωμαλέο κίνημα της Αλλαγής να ασκήσει για πρώτη φορά αμυντική πολιτική συμμαχιών προκειμένου να περιορίσει την κοινωνική του ήττα. Επρόκειτο για μία τακτικού τύπου επιλογή και μόνο. Στη συνέχεια, βοηθούντος και του φίλιου περιβάλλοντος (μικρές σοσιαλδημοκρατικές κινήσεις και κάποιοι μιντιακοί διανοούμενοι του χώρου, με μηδαμινή απήχηση στο εθνικό ακροατήριο), αυτή η θεμιτή και ίσως αναγκαία πολιτική άμυνας, εξελίχθηκε, για να μην πούμε επιβλήθηκε, ως τρόπος και περιεχόμενο στην (ανα-)κατασκευή μιας νέας Κεντροαριστεράς, μιας εκδοχής σοσιαλδημοκρατίας (πάντα «αριστερής», εννοείται). Με δύο μοναδικές αιχμές: τη ρητορική περί κοινωνικών ανισοτήτων και τα «δικαιώματα» (εσχάτως και την κλιματική κρίση). Και οι δύο αυτές θεματικές, επενδύθηκαν πολιτικά με ένα υποτίθεται ανακαινισμένο αντιδεξιό σύνδρομο μιας πλουραλιστικής αντιδεξιάς («αντινεοφιλελεύθερης») παράταξης, εντός της οποίας δεν είναι και λίγοι εκείνοι οι οποίοι θεωρούν, και πολλοί περισσότεροι εκείνοι που προπαγανδίζουν, ότι ο Μητσοτάκης «σύρεται από την Ακροδεξιά», κρίνοντας μάλιστα ότι η σημερινή ΝΔ είναι η ΕΡΕ της εποχής μας!
Η αλήθεια είναι ότι ένας τέτοιος κεντροαριστερός θόρυβος δεν είναι παρά η εξευγενισμένη μορφή μιας συριζαϊκής κουλτούρας, ο φορέας της οποίας, εξαιτίας ακριβώς αυτής της κουλτούρας, αντιμετωπίζει σήμερα το φάσμα της πολιτικής ανυποληψίας, σε πορεία διάλυσης. Και επειδή, ως γνωστόν, η φύση απεχθάνεται τα κενά, κάποιοι θεωρούν ότι πρέπει να αλλάξει τυπικά το μοντέλο: ο θυμωμένος «πασόκος» να πάρει τη θέση του αγνακτισμένου «συριζανελίτη», τώρα όχι αναγκαστικά μόνο στις πλατείες (οι οποίες, δοθείσης ευκαιρίας, δεν πρέπει να υποτιμώνται, όπως δείχνει και η εργαλειοποίηση της τραγωδίας των Τεμπών), αλλά και στα πάνελ, στα ντιμπέιτ, στα λεγόμενα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και, βέβαια, στο ίδιο το ΠΑΣΟΚ. Αν ο Κασσελάκης εκπροσώπησε και εκπροσωπεί μια ουρανοκατέβατη, πειρατική και καρναβαλική στιγμή της διαδικασίας παρακμής του εν λόγω χώρου (ευρύτερος χώρος ο οποίος, περιλαμβάνοντας εκτός του ΣΥΡΙΖΑ και τη Νέα Αριστερά, εξάλλου, «ούτε θέλει ούτε μπορεί» να θέσει θέμα εξουσίας), η προεδρική υποψηφιότητα Χάρη Δούκα μπορεί να γίνει μια άλλη, «εναλλακτική» πύλη εισόδου σε ανάλογη παρακμή, αυτή την φορά πλήττοντας το ώς τώρα σοβαρό ΠΑΣΟΚ.
Όποιος κατάφερε να παρακολουθήσει το λόγο του Χάρη Δούκα στο ντιμπέιτ των έξι υποψηφίων για την ηγεσία του ΠΑΣΟΚ στην ΕΡΤ, δεν μπορεί παρά να είδε σε αυτόν τον λόγο του κινηματικού και συμμετοχικού δημάρχου Αθήνας μια κουρελού από σπουδαίες ασημαντότητες, που δεν είχαν καν την όποια χάρη και την αφέλεια μπορεί ακόμα να διαθέτει μια ωμή ανιδιοτελής καταγγελία του «συστήματος». Μια παρουσία εκ του προχείρου, λέξεις τσαλακωμένες πεταμένες στην οθόνη, με «προτάσεις» που δεν μπορούσαν να «σταυρώσουν» μια ολόκληρη πρόταση, συρραφή κινηματικών, δικαιωματικών και αντιολιγαρχικών κλισέ, πασπαλισμένων με «κόκκινες γραμμές» στα «εθνικά θέματα». Απογοήτευσε ακόμα και κάποιους συνοδοιπόρους του, εντός και εκτός ΠΑΣΟΚ. Διότι, μεταξύ πολλών άλλων, πώς συμβιβάζεται, για παράδειγμα, αυτό το τελευταίο περί κόκκινων γραμμών με το όραμα μιας άκεντρης Ευρώπης «των πόλεων και των περιφερειών»; Λόγος εξαρχής βουτηγμένος μέσα στην κοινοτοπία της προπερασμένης δεκαετίας του 2000 (σχεδόν κανείς δεν εξυμνεί σήμερα την «Ευρώπη των πόλεων», όπως ο Χάρης Δούκας, εκτός ίσως από κάποιες εμμονικές «σοσιαλδημοκρατικές» φιγούρες τύπου Ανν Ινταλγκό, της δημάρχου του Παρισιού, που έχει από καιρό χάσει τον μπούσουλα και η οποία εκπροσωπεί μια από τις εμβληματικές περιπτώσεις «απόσχισης των ελίτ»). Η βελούδινη επιστροφή της απολιτικής αμορφίας, που προηγείται της διάλυσης, της παρακμής. «Με προοδευτική ατζέντα και στις γειτονιές» θα αλλάξει η Αθήνα, αλλά και η χώρα, όπως ο ίδιος ο υποψήφιος είπε στην Athens Voice. Μη ρωτήσει κανείς πώς και γιατί, αφού και στην πιο εξωραϊσμένη του παραλλαγή ο χαρούμενος μεταμοντέρνος μηδενισμός δεν έχει «γιατί».
Αυτή η κινηματική και συμμετοχική αμορφία θα κερδίσει τις εσωκομματικές εκλογές; Η κουλτούρα ακύρωσης του χειροποίητου κινηματισμού θα αλώσει το «χθόνιο» ΠΑΣΟΚ που γνωρίσαμε στη λαϊκιστική ή την εκσυγχρονιστική του εκδοχή;
Γιατί τούτη η καμπή δεν μοιάζει με καμία από τις προηγούμενες. Ακόμα και στις σκληρότερες διχαστικές και απατηλές στιγμές της, η ανδρεοπαπανδρεϊκή δημαγωγία, η οποία γινόταν ενθέρμως δεκτή από το ακροατήριό της, τελικά δεξιωνόταν από αυτό το τελευταίο με ένα κλείσιμο του ματιού: αυτός, δηλαδή ο Ανδρέας, «ξέρει» πώς να φέρει βόλτα τα πράγματα. Αυτός είχε και τον τελευταίο λόγο, λόγο «οργανωτικό», δηλαδή ιεραρχικό, κρατούσε το δικαίωμα της «απόφασης». Δεν αποφάσιζε η Τοπική «Νεάπολης-Εξαρχείων». Ο συμμετοχικός Δούκας, αντίθετα, ούτε λίγο ούτε πολύ, αφήνει να εννοηθεί ότι ο λόφος του Στρέφη είναι η χώρα σε μικρογραφία. Και ότι ο ίδιος απορρίπτει, από νεοκινηματική αφετηρία, τα ηγετοκεντρικά πρότυπα, εμπνεόμενος από τη συμμετοχή (πώς το λέει με απίστευτη… πρωτοτυπία: «από το εγώ στο εμείς») και τις «κομματικές συμμαχίες» που εκφράζουν τους «πολλούς». Οι οποίοι, επειδή ακριβώς είναι οι πολλοί είναι εξ ορισμού και καλοί, αν όχι οι καλοί ή και το καλό. Να το πάλι το «κοινωνικό ζήτημα», να τος και ο ενάρετος δρόμος για τη λύση του.
Θα αντέξει το ΠΑΣΟΚ αυτήν την πρόκληση; Την κρούση του χάους; Την εσωτερική του άλωση από τον νεοκινηματισμό; Θα κρατήσει για τον εαυτό του το δικαίωμα της «απόφασης» ή θα το παραχωρήσει ευχαρίστως στους φορείς της συμμετοχικής του αυτοδιάλυσης; Θα ξαναφτιάξει τον εαυτό του πρωτόβουλα και κυριαρχικά, τώρα μάλιστα που δείχνει δημοσκοπικά να ανακάμπτει, και όχι ετεροπροσδιοριζόμενο; Παλιό, πολύ παλιό αυτό το δίλημμα για το ΠΑΣΟΚ, ήδη από την περίοδο της πρωτομεταπολιτευτικής «αυτοοργάνωσής» του, και τον λεγόμενο τότε «αυτοπροσδιορισμό της βάσης». Εκείνη η περίοδος δεν είναι ίδια με τη σημερινή, αλλά κατ’ αναλογίαν βλέποντας τα πράγματα, τότε, χονδρικά την περίοδο 1974-1976, ο καθένας, σχεδόν το κάθε επώνυμο στέλεχος, στο όνομα ακριβώς της αυτοοργάνωσης (ένα μοντέλο κινηματικής κατασκευής του κόμματος το οποίο επιλέχθηκε με στόχο την ενσωμάτωση του «κοινωνικού ριζοσπαστισμού» και ρήξης με τα πελατειακά δίκτυα του ιστορικού Κέντρου) και της εξ αντικειμένου ελευθεριότητας που κυριαρχούσε, ήθελε να κάνει τα δικά του, ώσπου όμως στις πρώτες βουλευτικές εκλογές του 1974, το 13% απογοήτευσε και το νεοπαγές ακροατήριο του ΠΑΣΟΚ και κυρίως τρόμαξε τον ιδρυτή του, που εξαρχής συνέδεε ευθέως, αναπόσπαστα και ρεαλιστικά, τη ριζοσπαστική πολιτική του προσφορά με την εξουσία, την πολιτική εξουσία. Έκτοτε, και ανεξαρτήτως αξιολογικών κρίσεων, η βαθμιαία αλλά σαφής επιβολή «ενιαίας αντίληψης», η διοικητική καταστολή μαζί με την ιδεολογική πειθώ στο εσωτερικό του Κινήματος (εθνικολαϊκού, δηλαδή απολύτως εθνικοκυριαρχικού), πέτυχαν να αποκρυσταλλώσουν και να καταστήσουν στοιχειωδώς «σοβαρή», δηλαδή συντεταγμένη και διακριτή, μια κομματική ταυτότητα εγγυημένη και διαχειρίσιμη από τον ηγέτη. Τέρμα τα εσωκομματικά παιγνίδια με τον «αυτοπροσδιορισμό της βάσης», ο ριζοσπαστισμός έπρεπε να ελεγχθεί, να «θεσμοποιηθεί». Τέρμα, δηλαδή, οι όποιες επιθυμίες και εσωκομματικές «τάσεις» για «πολιτικές συμμαχιών», για εκλογικο-πολιτικά «μέτωπα» κ.ο.κ., που προς στιγμήν είχαν απειλήσει σοβαρά την ενότητα τής υπό διαμόρφωση νέας δημοκρατικής παράταξης και, κυρίως, μπορούσαν να υπονομεύσουν την προοπτική της εξουσίας. Οι «μη προνομιούχοι» είχαν στο εξής το δικό τους, το μοναδικό όχημα για την εξουσία, και τη λεγόμενη άρση των μετεμφυλιακών διακρίσεων, κ.λπ.
Αργότερα, πολύ αργότερα, ο αντιλαϊκιστής και πεπεισμένος εκσυγχρονιστής και ευρωπαϊστής Κώστας Σημίτης πορεύθηκε τολμηρά υπηρετώντας τον δικό του στόχο, αυτόν του ευρωπαϊκού εκσυγχρονισμού της χώρας με την είσοδο στην ΟΝΕ, στο ευρώ και την ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Και πάλι ανεξαρτήτως αξιολογικών κρίσεων για το εν λόγω εγχείρημα, ούτε αυτός ο στόχος τέθηκε σε «διαβούλευση» στις γειτονιές, ο «σοσιαλδημοκράτης» Σημίτης λειτούργησε ηγετικά, δηλαδή πολιτικά, πήρε πάνω του την ευθύνη εξ ολοκλήρου, δεν έσπευσε να «αναπληρώσει» τις εσωκομματικές εντάσεις των δύο κυβερνητικών του θητειών με «κομματικές συμμαχίες». Και πέτυχε.
Όπως πέτυχε αυτή τη φορά να σωθεί η ίδια η χώρα, με την «αποδοχή» των αντιδημοφιλών μνημονίων, αρχικά από τον Γιώργο Παπανδρέου, κυρίως όμως από τον Ευάγγελο Βενιζέλο, και άλλα ιστορικά στελέχη του ΠΑΣΟΚ, το καθένα με τον τρόπο του, εντός ή στις παρυφές του (π.χ. Φώφη Γεννηματά, Άννα Διαμαντοπούλου, Γιώργος Φλωρίδης, κ.ά.), που δεν «συνυπολόγισαν» το αυτονόητο, προφανές και ιδιαίτερα βαρύ πολιτικό και κοινωνικό κόστος. Δεν κρύφτηκαν μέσα σε ανακουφιστικές «συμμαχίες». Αποφάσισαν. Πρώτοι αυτοί πολιτικοποίησαν, στο μέτρο που τους αναλογούσε, τη διάσωση της χώρας τροφοδοτώντας όλες τις εντάσεις, για να ηττηθούν μεν εκλογικά αλλά η χώρα να σταθεί τελικά όρθια. Γιατί αυτό ήταν το μείζον: το υπαρξιακό, δηλαδή το πολιτικό. Γιατί το συλλογικά υπαρξιακό ήταν (και) τότε το πολιτικό. Όχι οι «συμμαχίες» με τις «προοδευτικές ατζέντες» του μηδενιστικού παλιμπαιδισμού.
Μόλις τώρα όμως «αποφάσισε» και η βάση του ΠΑΣΟΚ. Αποφάσισε, με τις χθεσινές εωκομματικές εκλογές, να μην αποφασίσει, δηλαδή να μην αναλάβει την ευθύνη ενός προσανατολισμού. Παρείχε στον εαυτό του το ΠΑΣΟΚ μία στιγμιαία και παραλυτική νομιμοποίηση που οδηγεί στην αυτοεξουδετέρωσή του, έγινε όμηρος των κοινωνικών του «τάσεων». Επέτρεψε, αν δεν αποδέχθηκε, την είσοδο του νεοκινηματισμού στο εσωτερικό του ως μέθοδο κομματικής ανασυγκρότησης, ενώ θα έπρεπε να γνωρίζει ότι μια τέτοια διαδικασία το απομακρύνει, εκτός όλων των άλλων, από την πολιτική εξουσία. Υποθήκευσε τελικά την πολιτική του αυτονομία. Η χθεσινή ετυμηγορία της «βάσης» του ΠΑΣΟΚ το απομάκρυνε από «το ραντεβού με την ιστορία» (του), η εσωκομματική κάλπη έκαψε την πολιτική δυνατότητα μιας νέας «συντακτικής» εντολής που θα απέρριπτε το ριζοσπαστικό χάος το οποίο γοητεύει την Αριστερά, παράγοντες της οποίας στο εξής έχουν κάθε λόγο να ανανεώσουν τις αυταπάτες τους, βρίσκοντας έναν άλλον ζωτικό χώρο για να τις διακινούν «συμμαχικά».
Το ΠΑΣΟΚ είχε μπροστά του έναν πολύ δύσκολο δρόμο, τον πρακτικό αναστοχασμό της αναγκαίας μεν αλλά υπεύθυνης λαϊκότητάς του. Την ελληνική πραγματικότητα ντουμπλαρισμένη με τις αμφίσημες διεθνείς εξελίξεις. Στο εσωτερικό, η πραγματικότητα ενός συχνά μνησίκακου, αυτοφαγικού κοινωνικού ριζοσπαστισμού, φαινόμενο που συνεχίζει να διαδηλώνει την ύπαρξή του (όπως δείχνει, ακόμα μια φορά, η παρανοϊκή εργαλειοποίηση της τραγωδίας των Τεμπών), συνιστά διαρκή απειλή για ένα «κόμμα μεσιτείας», δηλαδή για έναν πολιτικό σχηματισμό που θέλει να μεσολαβήσει, να εκφράσει το δυνητικό του ακροατήριο χωρίς να αιχμαλωτισθεί από αυτό. Πρόκειται, ουσιαστικά, περί μιας παραδοσιακής και αυτοτροφοδοτούμενης ελληνικής ιδιαιτερότητας, εντός της οποίας όμως διαθλώνται πλέον κοινωνικές και πολιτισμικές διαιρέσεις που συναντώνται σε ευρωπαϊκές κοινωνίες (διαιρέσεις οι οποίες έκαναν εκεί την εμφάνισή τους ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1980, αν όχι και νωρίτερα, παρά τα όσα λένε τώρα οι απανταχού «πικετιστές»), στις οποίες τα περισσότερα κεντροαριστερά και αριστερά κόμματα συνιστούν πλέον χειροποίητες σκηνές, εκμαγεία νεοαστικών στρωμάτων που αξιακά πριμοδοτούν έναν «λαοκτονικό φιλελευθερισμό» και που γίνονται γέφυρα συνάντησης μιας ριζοσπαστικοποιημένης εξωλαϊκής αστικής και δικαιωματικής Αριστεράς με μια αδιάφορη και εξίσου δικαιωματική Δεξιά.
Τέλος, οι γαιοπολιτικές ανακατατάξεις και σε συνδυασμό με τα «εθνικά θέματα» περιπλέκουν ακόμα περισσότερο την προσπάθεια εξόδου από την «κρίση αντιπροσώπευσης». Αυτό που λείπει, και από το ΠΑΣΟΚ, είναι μια συνολική κατανόηση όλων αυτών των εξελίξεων. Θέλω να πω με αυτό ότι το επείγον και αναγκαίο είναι να εντοπιστούν και να αναδειχθούν τα σημεία της διάρκειας, της σταθερότητας και της συνοχής μέσα σε έναν «ρευστό κόσμο». Εδώ κρύβεται όλο το μυστικό της «αντιπροσώπευσης», συνεπώς και της πορείας προς την εξουσία. Ενός κόσμου, η πορεία του οποίου (όπως δείχνουν και οι εμπειρίες της πανδημίας, αλλά και αυτή της «επιστροφής των πολέμων») δεν είναι αναγκαστικά πορεία προς «το μέλλον». Λείπει, λοιπόν, και όχι βέβαια μόνον από το ΠΑΣΟΚ, η πολιτική ανακεφαλαίωση, το πολιτικό του, όχι «απλώς» το «αξιακό» του, σύνταγμα.
Ο «πολιτισμένος» εσωκομματικός διάλογος που προηγήθηκε της χθεσινής ετυμηγορίας δεν έθιξε αυτόν τον πυρήνα της αιτούμενης αντιπροσωπευτικής λειτουργίας του κόμματος και, κατ’ επέκταση, του πολιτικού του σχεδίου. Οι υποψήφιοι αλληλοεξουδετερώθηκαν «πολιτισμένα», το ΠΑΣΟΚ έδειξε, και αυτό με την σειρά του, όπως και ένα σημαντικό μέρος του κόσμου που το παρακολουθεί, ότι «δεν μπορεί», έστω και αν κάποια κορυφαία στελέχη του «θέλουν».
*Το άρθρο άρχισε να γράφεται μία ημέρα πριν από τη διεξαγωγή της εωκομματικής ψηφοφορίας και ολοκληρώθηκε μετά την έκδοση των αποτελεσμάτων της.