Σύνδεση συνδρομητών

Υπονομεύουμε τους θριάμβους μας και αποθεώνουμε τις ήττες μας

Δευτέρα, 17 Νοεμβρίου 2025 16:22
Αθήνα, 16 Νοεμβρίου 2025. Ο έλληνας πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης συναντιέται με τον πρόεδρο της Ουκρανίας Βολοντίμιρ Ζελένσκι.
Γραφείο Πρωθυπουργού
Αθήνα, 16 Νοεμβρίου 2025. Ο έλληνας πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης συναντιέται με τον πρόεδρο της Ουκρανίας Βολοντίμιρ Ζελένσκι.

Υπάρχει μια παλιά ελληνική ιδιοτροπία: να μικραίνουμε ό,τι πετυχαίνουμε και να μεγαλώνουμε ό,τι μας πληγώνει. Η ιδιοτροπία αυτή δεν είναι απλώς μια ψυχολογική συνήθεια· είναι ένα ιστορικό μοτίβο που επανέρχεται σε κρίσιμες στιγμές. Το είδαμε ξανά στον πόλεμο της Ρωσίας εναντίον της Ουκρανίας, μια εισβολή δίχως καμία νομιμοποίηση, ένα πλήγμα που ξεκίνησε αποκλειστικά από την αυθαίρετη βούληση ενός αυταρχικού ηγέτη. Στην περίπτωση Πούτιν, η αυθαιρεσία παρουσιάστηκε ως στρατηγική, αλλά η πραγματικότητα αποκάλυψε ένα σφάλμα ολκής: την κίνηση ενός ηγέτη που πιστεύει πως η ιστορία υπακούει στα προσωπικά του οράματα.

Από την πρώτη κιόλας στιγμή, η Ελλάδα βρέθηκε στη σωστή πλευρά της ιστορίας. Στο στρατόπεδο των δημοκρατιών. Υπήρχε γι’ αυτό ένας βαθύς εθνικός λόγος: μια χώρα που γνωρίζει από πρώτο χέρι την πίεση αναθεωρητικών δυνάμεων δεν μπορεί να μένει αμέτοχη όταν ένας αυταρχικός ηγέτης επιχειρεί να αλλάξει τα σύνορα της Ευρώπης. Κι όμως, μέσα στην Ελλάδα επικράτησε ένα κλίμα τεχνητής σύγχυσης. Κάποια μέσα ενημέρωσης, λειτουργώντας όχι ως ανεξάρτητοι θεσμοί αλλά ως υπεργολάβοι συγκεκριμένων πολιτικών και οικονομικών συμφερόντων, παρήγαγαν μια αφήγηση που έλεγε πως η υποστήριξη της Ουκρανίας «δεν είναι δική μας υπόθεση». Η γραμμή αυτή, επενδυμένη με θεωρίες δήθεν ουδετερότητας, εξυπηρετούσε στην πραγματικότητα ταυτόσημες πολιτικές διαθέσεις που συναντήθηκαν από την άκρα Αριστερά έως την άκρα Δεξιά, με ενδιάμεσους σταθμούς εκκλησιαστικών παραρτημάτων και παλαιών ρωσόφιλων αντανακλαστικών. Δεν ήταν απλώς μια παρανόηση· ήταν μια συστηματική καμπάνια που παρουσίαζε τη δημοκρατική επιλογή της Ελλάδας ως παραχώρηση και την αυταρχική προπαγάνδα της Μόσχας ως «ρεαλισμό».

Κι εδώ ακριβώς άρχισε να θολώνει η δημόσια συζήτηση. Γιατί μέσα στην αντάρα της παραπληροφόρησης αναδύθηκε μια ακόμη πιο επικίνδυνη αφήγηση: ότι η Τουρκία, δήθεν, «αναβαθμίζεται» από τον πόλεμο. Ότι ο Ερντογάν «συνδιαμορφώνει» την έκβαση των γεγονότων, ότι «κανείς δεν μπορεί να κινηθεί χωρίς αυτόν». Τα ελληνικά πάνελ, χρόνια τώρα εκπαιδευμένα να βλέπουν τον εαυτό τους με καχυποψία και τον γείτονα με δέος, άρχισαν να αναπαράγουν την εικόνα της Τουρκίας ως ρυθμιστή και υπερδύναμη. Λίγοι μπήκαν στον κόπο να δουν τι πραγματικά συνέβαινε: ότι η Τουρκία δεν αναβαθμιζόταν αλλά απομονωνόταν. Ότι πίσω από την εικόνα ενός ηγέτη που παίρνει πρωτοβουλίες υπήρχε μια χώρα που έχανε σταδιακά πρόσβαση σε κρίσιμα εξοπλιστικά προγράμματα, που βυθιζόταν στην οικονομική κρίση, που γινόταν ολοένα και περισσότερο όμηρος των δικών της αντιφάσεων.

Την ώρα που στα ελληνικά πάνελ ο Ερντογάν παρουσιαζόταν ως «παίκτης που παίζει σκληρά», στο παρασκήνιο η Τουρκία αποκλειόταν οριστικά από το πρόγραμμα των F-35, το μεγαλύτερο τεχνολογικό άλμα των επόμενων δεκαετιών. Την ώρα που αναλυτές μιλούσαν για «τουρκική διπλωματική παντοδυναμία», η Άγκυρα έβλεπε να κλείνει η πόρτα και στην αναβάθμιση των F-16, αφήνοντάς την χωρίς σύγχρονη αεροπορία σε μια κρίσιμη περίοδο. Και ενώ η Τουρκία μεταμφιεζόταν σε «φιλόδοξο μεσολαβητή», η Κύπρος εξασφάλιζε, για πρώτη φορά στη νεότερη ιστορία της, άμεση πρόσβαση σε αμερικανικά οπλικά συστήματα σπάζοντας μια ισορροπία δεκαετιών που ώς τώρα λειτουργούσε μόνο υπέρ της Άγκυρας.

Κι όμως, όλα αυτά πέρασαν στα ψιλά. Τα ελληνικά μέσα έβλεπαν μόνο τα επικοινωνιακά τεχνάσματα της Τουρκίας, ποτέ τις στρατηγικές της ήττες. Είναι χαρακτηριστικό ότι την ίδια περίοδο η Ελλάδα ολοκλήρωνε το μεγαλύτερο αμυντικό πρόγραμμα των τελευταίων σαράντα ετών, αποκτώντας αεροπορική και θαλάσσια υπεροχή και θωρακίζοντας τον πόλο Αθήνας–Παρισιού με αμυντική συμφωνία μεγάλης εμβέλειας. Και ενώ η Τουρκία πάλευε να εξασφαλίσει δύο μεταχειρισμένα Eurofighter, η Ελλάδα βρισκόταν, χωρίς κραυγές και πανικό, μια γενιά μπροστά σε αεροπορική ισχύ.

Όμως η πιο αθόρυβη αλλά καθοριστική τομή ήρθε από το πεδίο της ενέργειας: η συνεργασία Ελλάδας–ExxonMobil, σε συνδυασμό με την ενεργή στήριξη της Αιγύπτου, κατήργησε στην πράξη το παράνομο τουρκολιβυκό μνημόνιο. Η συμφωνία εκείνη, που επί χρόνια παρουσιαζόταν από την Άγκυρα ως τετελεσμένο, αποδείχθηκε μια γραμμή στο χαρτί χωρίς καμία διεθνή νομιμότητα. Η Λιβύη, που ώς πρόσφατα βρισκόταν υπό την άμεση τουρκική επιρροή, άρχισε να μετακινείται εκτός τουρκικού ελέγχου. Η Αίγυπτος, με την οποία η Ελλάδα έχει συγκροτήσει έναν από τους ελάχιστους σταθερούς άξονες ειρήνης στην Ανατολική Μεσόγειο, ενισχύει ανοιχτά τη θέση μας και υποσκάπτει την τουρκική επέκταση. Πρόκειται για μια ανατροπή με ιστορικό βάθος· κι όμως, στη δημόσια συζήτηση παρουσιάστηκε ως «τεχνικό ζήτημα».

Την ίδια στιγμή, ένα δεύτερο γεγονός –εξίσου σημαντικό– ακούστηκε ελάχιστα: ο Λίβανος οριοθέτησε υφαλοκρηπίδα με την Κύπρο. Η είδηση πέρασε σχεδόν αθόρυβα στα ελληνικά μέσα, λες και αφορούσε μια μακρινή χώρα χωρίς σχέση με τις ισορροπίες της περιοχής. Κι όμως, αυτή η οριοθέτηση αποτελεί τη σαφέστερη απόδειξη ότι οι χώρες της Ανατολικής Μεσογείου αναγνωρίζουν την Κύπρο –και, εμμέσως, την Ελλάδα– ως νόμιμους συνομιλητές και εγγυητές σταθερότητας. Σε μια περίοδο όπου η Τουρκία επιμένει να προωθεί παράνομες θαλάσσιες διεκδικήσεις, η επιλογή του Λιβάνου δεν είναι απλώς μια κίνηση καλής θέλησης· είναι γεωπολιτική δήλωση.

Μέσα σε όλα αυτά, η Τουρκία βυθιζόταν ακόμη περισσότερο στην οικονομική αβεβαιότητα. Η λίρα κατέρρεε, η κοινωνία εξαντλούνταν και η εξάρτηση από την Ευρωπαϊκή Ένωση γινόταν ολοένα και πιο σκληρή – μια πραγματικότητα που ο ίδιος ο Ερντογάν αρνείται να παραδεχτεί, αλλά που καθορίζει το μέλλον της χώρας του. Αυτή η εξάρτηση δεν είναι συγκυριακή· είναι δομική. Η τουρκική οικονομία δεν μπορεί να επιβιώσει χωρίς την ευρωπαϊκή αγορά, την ευρωπαϊκή τεχνολογία και τη ροή ευρωπαϊκού κεφαλαίου. Όμως ούτε αυτό συζητήθηκε σοβαρά στην Ελλάδα. Αντίθετα, πολλές φωνές συνέχιζαν να αναπαράγουν έναν τουρκοκεντρικό φόβο που δεν στηριζόταν σε καμία ανάλυση των πραγματικών δεδομένων.

Και τότε, σχεδόν σιωπηλά, η Ελλάδα άρχισε να μετατοπίζεται. Όχι με θεαματικές κινήσεις αλλά με συνεχή, προσεκτικά βήματα που, στο σύνολό τους, συνθέτουν μια στρατηγική αναβάθμιση από τις σημαντικότερες στη μεταπολιτευτική ιστορία. Στις 16 Νοεμβρίου, η Αθήνα υποδέχτηκε τον Πρόεδρο Ζελένσκι όχι πια ως μια μικρή χώρα που συμπαρίσταται, αλλά ως μια χώρα που συμμετέχει στη διαμόρφωση του ευρωπαϊκού σχεδίου για την επόμενη ημέρα. Το μήνυμα δεν ήταν μόνο συμβολικό. Στην πραγματικότητα, η Ελλάδα παρουσίασε μια ευρωπαϊκή υποδομή που αλλάζει τις ισορροπίες: ενεργειακοί και εμπορικοί διάδρομοι που συνδέουν την Ουκρανία με την Ευρώπη μέσω ελληνικών λιμανιών και δικτύων, παρακάμπτοντας τα τουρκικά στενά, ενισχύοντας την ευρωπαϊκή στρατηγική αυτονομία και προσφέροντας στην Ουκρανία μια πραγματική, όχι θεωρητική, δίοδο προς τη Δύση. Παράλληλα, η Ελλάδα συμμετέχει ενεργά στο σχέδιο ανοικοδόμησης της Ουκρανίας, ένα πρόγραμμα δεκαετιών που θα καθορίσει τις επενδυτικές ροές, τις υποδομές και τις πολιτικές ισορροπίες της περιοχής.

Αυτές οι εξελίξεις δεν είναι αποσπασματικές. Συνδέονται με τη σταθερή επιλογή της χώρας να οικοδομήσει την αξιοπιστία της στην Ευρώπη, να θωρακίσει την αποτροπή της, να ενισχύσει τις σχέσεις της με τις ΗΠΑ, να επανεντάξει τον εαυτό της στον πυρήνα των ευρωπαϊκών θεσμών, να δημιουργήσει ένα τόξο συμμαχιών με Κύπρο, Ισραήλ, Αίγυπτο, Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και Βαλκάνια, και να επωφεληθεί από τις διεθνείς μετατοπίσεις όχι παθητικά, αλλά ως ενεργός παράγοντας.

Κι όμως, ένα κομμάτι της ελληνικής δημόσιας ζωής εξακολουθεί να αντανακλά τον ίδιο παλιό τρόπο σκέψης: όταν η Τουρκία κάνει μια κίνηση, διακηρύσσουμε την «εθνική μας ήττα»· όταν η Ελλάδα σημειώνει μια μεγάλη επιτυχία, την προσπερνάμε με τη δικαιολογία ότι «δεν αλλάζει κάτι ουσιαστικά». Υπονομεύουμε τους θριάμβους μας και αποθεώνουμε τις ήττες μας. Και αυτό δεν είναι πλέον απλώς μια εξωστρεφής αδυναμία· είναι μια εσωτερική απειλή. Διότι μια χώρα που δεν αντιλαμβάνεται την πραγματική της θέση, καταλήγει να λειτουργεί με βάση τις ψευδαισθήσεις των άλλων.

Η Ελλάδα της τελευταίας πενταετίας έχει αναβαθμιστεί όσο λίγες φορές στη σύγχρονη ιστορία της. Δεν είναι μια αλάνθαστη χώρα ούτε μια χώρα χωρίς δομικά προβλήματα. Αλλά είναι μια χώρα που σταμάτησε να είναι θεατής και άρχισε να είναι παράγοντας. Μια χώρα που δεν φοβάται πλέον την εξωτερική της πολιτική. Μια χώρα που μπορεί να μιλά και να την ακούνε. Μια χώρα που δεν περιορίζεται στην επιβίωση, αλλά διεκδικεί ρόλο, λόγο και ισχύ.

Ίσως, λοιπόν, να ήρθε η ώρα να αλλάξουμε συνήθεια. Να πάψουμε να ντρεπόμαστε για τις επιτυχίες μας και να παραμορφώνουμε την πραγματικότητα. Να δούμε τον εαυτό μας όπως πραγματικά είναι: μια ευρωπαϊκή χώρα με λόγο, με συμμαχίες, με άμυνα, με δυνατότητα να διαμορφώνει το αύριο. Αν δεν το κάνουμε εμείς, θα το κάνουν άλλοι για εμάς, και τότε τα συμπεράσματα θα είναι πολύ λιγότερο ευνοϊκά.

Ξενοφών Α. Μπρουντζάκης

Συγγραφέας. Βιβλία του: Μια κοινή περιπέτεια του σώματος (1989), Γυναικωνίτης (1995), Η μέρα άρχισε με το αλεύρι (2001), Οι καλύτερες μέρες (2007), Από στήθους (2009), Αθήνα (2015), Ο παράξενος ταξιδιώτης της Μπολιβάριας (2020),  Το λευκό κουστούμι (2022), Το καλοκαίρι του μεγάλου καύσωνα (2024).

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.