Η, μέχρι στιγμής, απροσδόκητα επιτυχής και βαθιά εισβολή της Ουκρανίας σε ρωσικό κρατικό έδαφος από τις 6 Αυγούστου 2024 έχει αλλάξει τη συζήτηση για τον ρωσοουκρανικό πόλεμο. Ο σημαντικότερος διεθνής αντίκτυπος που μπορεί τελικά να έχει η εν λόγω ουκρανική δράση είναι αυτός στις επίσημα ουδέτερες –σχετικά με τον πόλεμο– χώρες, της Κίνας συμπεριλαμβανομένης. Ενώ η Δύση ήταν και θα είναι υποστηρικτική προς την Ουκρανία ανεξάρτητα από την επιχείρηση του Κουρσκ και την έκβασή της, η παρατεταμένη ουκρανική κατοχή νόμιμου ρωσικού κρατικού εδάφους εισάγει μια νέα διάσταση στην προσέγγιση του πολέμου από τις εκτός Δύσης χώρες.
Η ουκρανική επίθεση, αν δεν ανατραπεί γρήγορα και πλήρως από τη Μόσχα, αλλάζει τη θέση, τη στάση και τις δυνατότητες του Κιέβου σε υποθετικές διαπραγματεύσεις. Ώς τώρα, το Κίεβο, στην επικοινωνία του με τη Μόσχα και τους διάφορους ξένους εταίρους του, έπρεπε να επικαλείται ηθικά, κανονιστικά και νομικά επιχειρήματα τα οποία παρέπεμπαν στη βασισμένη σε κανόνες παγκόσμια τάξη που διαμορφώθηκε κυρίως από τη Δύση από το 1945 και μετά. Τώρα, αντίθετα, μια συμφωνία «γη αντί γης» μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας έχει καταστεί θεωρητικά εφικτή.
Ουκρανο-ρωσικές διαπραγματεύσεις πριν από το Κουρσκ
Ο στρατιωτικοπολιτικός αστερισμός πριν από το Κουρσκ είχε επανειλημμένα οδηγήσει σε δυσμενείς μορφές διαπραγμάτευσης για το Κίεβο – είτε σε διμερή είτε σε πολυμερή πλαίσια. Οι συμφωνίες Μινσκ-Ι του 2014 και Μινσκ-ΙΙ του 2015, καθώς και οι επακόλουθες συνομιλίες, έγιναν σε μεγάλο βαθμό υπό το σύνθημα «κυριαρχία αντί ειρήνης». Οι συμφωνίες του Μινσκ προέβλεπαν ότι το Κίεβο θα μπορούσε πράγματι να έχει επιτύχει μια διευθέτηση για την ηπειρωτική Ουκρανία και τελικά να επαναφέρει υπό τον έλεγχό του τα κατεχόμενα από τη Ρωσία τμήματα της λεκάνης του Ντόνετς (Ντονμπάς). Ωστόσο, αυτό θα ήταν εφικτό μόνο αν το Κίεβο είχε επιτρέψει στους τοπικούς εντολοδόχους της Μόσχας στην Ανατολική Ουκρανία να γίνουν νόμιμοι παίκτες εντός της ουκρανικής πολιτείας.
Το βασικό εργαλείο του Κρεμλίνου για την εφαρμογή αυτού του νεοαποικιακού σχεδίου, πριν από δέκα χρόνια, ήταν οι ψευδοεκλογές στο Ντονμπάς. Το Κίεβο έπρεπε, σύμφωνα με τις συμφωνίες του Μινσκ, να διεξάγει τοπικές και περιφερειακές εκλογές στα ανατολικοουκρανικά εδάφη που βρίσκονταν de facto υπό τον έλεγχο της Μόσχας. Προφανώς, μια τέτοια διαδικασία ψηφοφορίας θα χειραγωγούνταν από το Κρεμλίνο με παρόμοιους τρόπους με τους οποίους λειτουργούν οι ρωσικές «εκλογές» στο εσωτερικό της χώρας. Η κυριαρχία της Ουκρανίας θα είχε περιοριστεί από τους Ρώσους πληρεξουσίους που θα είχαν εγκατασταθεί ως παίκτες με δικαίωμα βέτο στο Κίεβο και στο Ντονμπάς. Εν τω μεταξύ, η προσαρτημένη χερσόνησος της Κριμαίας έμεινε εντελώς έξω από τις συζητήσεις του Μινσκ.
Οι συνομιλίες του 2022 στην Κωνσταντινούπολη έγιναν με το σύνθημα «ασφάλεια αντί ειρήνης». Αυτό σήμαινε ότι η Ρωσία ήταν έτοιμη να τερματίσει την «ειδική στρατιωτική της επιχείρηση» μόνο με αντάλλαγμα τον σημαντικό περιορισμό της ουκρανικής στρατιωτικής αμυντικής ικανότητας και τη διεθνή ευελιξία. Η προφανής πρόθεση του Κρεμλίνου ήταν να αποδυναμώσει ριζικά την εθνική ασφάλεια του ουκρανικού κράτους. Το βασικό ελάττωμα του σχεδίου συμφωνίας της Κωνσταντινούπολης ήταν ότι, αν και οι μεγάλες δυτικές δυνάμεις θα έδιναν εγγυήσεις ασφαλείας στην Ουκρανία, η Ρωσία επέμενε πως διατηρεί δικαίωμα βέτο για να μπλοκάρει τη βοήθειά τους προς την Ουκρανία. Ως αποτέλεσμα, η Ουκρανία θα γινόταν είτε μια δεύτερη μεταπολεμική Φινλανδία, είτε ένα δορυφορικό κράτος που θα έμοιαζε με τις «λαϊκές δημοκρατίες» του σοβιετικού μπλοκ, καθώς και εύκολη λεία σε μια μεταγενέστερη ρωσική επαναληπτική εισβολή. Η αποτυχία των συνομιλιών της Κωνσταντινούπολης οδήγησε στην παράνομη προσάρτηση από τη Ρωσία τεσσάρων επιπλέον περιοχών της νοτιοανατολικής Ουκρανίας τον Σεπτέμβριο του 2022.
Στο επόμενο στάδιο, η Ρωσία μεταπήδησε σε μια ακόμη πιο μηδενιστική στρατηγική «γη αντί ειρήνης» έναντι της Ουκρανίας. Σύμφωνα με αυτή τη μέχρι πρόσφατα κυκλοφορούσα πρόταση διαπραγμάτευσης του Κρεμλίνου, η Ουκρανία έπρεπε όχι μόνο να περιορίσει την κυριαρχία της, αλλά και να συμφωνήσει στην προσάρτηση των κατεχόμενων ουκρανικών εδαφών από τη Ρωσία. Επιπλέον, το Κρεμλίνο απαιτούσε από το Κίεβο να παραδώσει στη Μόσχα τα μη κατεχόμενα τμήματα των τεσσάρων προσαρτημένων στη Ρωσία ουκρανικών περιοχών Λουχάνσκ, Ντονέτσκ, Ζαπορίζια και Χερσώνα. Το Κρεμλίνο έχει προειδοποιήσει επίσημα και ανεπίσημα ότι η εναλλακτική λύση σε αυτή την πρόταση είναι η συνέχιση του γενοκτονικού πολέμου του μέχρι την πλήρη εξόντωση της Ουκρανίας – είτε με είτε χωρίς όπλα μαζικής καταστροφής.
Η προσέγγιση του Μινσκ-ΙΙΙ
Αυτές οι ρωσικές προσεγγίσεις προωθούνται, εδώ και 10 χρόνια, συνεχώς από το Κρεμλίνο, σε διάφορα διεθνή μέσα ενημέρωσης, φόρουμ και οργανισμούς. Ως αποτέλεσμα, έχουν υιοθετηθεί σιωπηλά ή ακόμη και ρητά από πολλά τρίτα μέρη. Οι υποστηρικτές του ρωσικού νομικού και κανονιστικού μηδενισμού έναντι της Ουκρανίας κυμαίνονται από δυτικές ειρηνιστικές ομάδες και αυτοαποκαλούμενους «ρεαλιστές» μέχρι τη διεθνή ριζοσπαστική Δεξιά, καθώς και πολλές κυβερνήσεις του λεγόμενου Παγκόσμιου Νότου.
Με κάθε χρόνο που η κατοχή των ουκρανικών εδαφών από τη Ρωσία συνεχίζεται και επεκτείνεται από το 2014, η ιδέα μιας έστω κάποιας ουκρανικής απώλειας εδαφών ή/και κυριαρχίας γίνεται όλο και πιο δημοφιλής σε όλο τον κόσμο. Οι παραχωρήσεις που έκαναν η Μολδαβία, η Γεωργία και η Ουκρανία στο παρελθόν, για να είμαστε ακριβείς, δεν οδήγησαν ούτε στην αποκατάσταση του ελέγχου αυτών των χωρών επί των κρατικών τους εδαφών ούτε στην ειρήνη στην Ευρώπη. Παρ’ όλα αυτά, πολλές, αν όχι οι περισσότερες, δυτικές και μη δυτικές πολιτικές και πνευματικές ελίτ βλέπουν σήμερα τους ουκρανικούς «συμβιβασμούς» ως δρόμο για τον τερματισμό του πολέμου και για μια διαρκή διευθέτηση.
Καθώς η Ρωσία είχε πρόσφατα ορισμένες στρατιωτικές επιτυχίες στην ανατολική Ουκρανία, μια συμφωνία Μινσκ-III με νέους περιορισμούς στην ουκρανική εδαφική ακεραιότητα και πολιτική ανεξαρτησία διαφαινόταν στον ορίζοντα. Αυτό συνέβαινε στο πλαίσιο της συνεχιζόμενης διεθνούς άγνοιας για τον αλυτρωτισμό της Ρωσίας στο παρελθόν, καθώς και της αφέλειας για το μέλλον του ρωσικού ιμπεριαλισμού. Πολλοί παρατηρητές πιστεύουν ότι το να ρίξουν –μετά την Υπερδνειστερία, την Αμπχαζία, τη «Νότια Οσετία», την Κριμαία, το Ντονέτσκ, το Λουχάνσκ, τη Ζαπορίζια και τη Χερσώνα– ένα ακόμη κομμάτι γης στο στόμα του ρωσικού κροκόδειλου, αυτό θα έκανε τελικά το αδηφάγο ερπετό να χορτάσει.
Αναδιαμορφώνοντας την αντίληψη του πολέμου
Από τις 6 Αυγούστου, το Κίεβο προσπαθεί να αλλάξει αυτή τη συζήτηση δημιουργώντας εντελώς νέα δεδομένα επί του εδάφους. Η Ουκρανία θέλει να ξεφύγει από τη λαβή αμφίβολων συμφωνιών τύπου «κυριαρχία / ασφάλεια / γη αντί ειρήνης» και να περάσει σε μια πιο επινοητική και έξυπνη συμφωνία «γη αντί γης». Σύμφωνα με αυτή την ιδέα, η Ουκρανία είναι έτοιμη να επιστρέψει τα κατακτημένα πλέον νόμιμα ρωσικά εδάφη της με αντάλλαγμα την αποχώρηση της Ρωσίας από τα ουκρανικά εδάφη που αυτή κατέχει από το 2014.
Αυτό φέρνει τον Πούτιν σε δύσκολη θέση: από τη μία πλευρά, η συνεχιζόμενη απώλεια του ρωσικού ελέγχου σε κρατικά εδάφη είναι πλέον, αλλά και θα είναι, πηγή αμηχανίας για το Κρεμλίνο. Από την άλλη πλευρά, τα προσαρτημένα ανατολικά και νότια ουκρανικά εδάφη είναι, σύμφωνα με το ρωσικό Σύνταγμα, όπως αναθεωρήθηκε το 2014 και το 2022, πλέον και επίσημα κρατικά εδάφη της Ρωσίας.
Για τη ρωσική ελίτ και τον ρωσικό πληθυσμό, η αποκατάσταση του πλήρους ρωσικού ελέγχου στο νόμιμο κρατικό έδαφος της Ρωσίας είναι, ωστόσο, πιο σημαντική από τη μόνιμη κατοχή παράνομα αποκτηθέντων εδαφών που ο υπόλοιπος κόσμος θεωρεί ουκρανικά. Η ενσωμάτωση των προσαρτημένων εδαφών στο ρωσικό κράτος και τη ρωσική οικονομία, εξάλλου, είναι δαπανηρή και θα παραμείνει έτσι και στο μέλλον. Οι παράνομες προσαρτήσεις των ουκρανικών περιοχών θα συνεχίσουν να εμποδίζουν την ανάπτυξη της Ρωσίας, αποστραγγίζοντας πόρους και διατηρώντας τις δυτικές κυρώσεις ανέπαφες.
Ο μη δυτικός παράγων
Η νέα ουκρανική στρατηγική θα μπορούσε να προσφέρει πλέον μια ευρύτερη οδό επιρροής όχι μόνο για τις «περιστερές» της ρωσικής ηγεσίας, αλλά και για ορισμένους εταίρους της Ρωσίας στη διεθνή σκηνή – κυρίως την Κίνα. Οι μετριοπαθείς στη ρωσική κυβέρνηση και οι μη δυτικές χώρες που ενδιαφέρονται για τον τερματισμό του πολέμου μπορούν τώρα να υποστηρίξουν ότι οι ουκρανικές προσαρτήσεις πρέπει να ανατραπούν με αντάλλαγμα την αποκατάσταση της εδαφικής ακεραιότητας της Ρωσίας. Όσο περισσότερο η Ουκρανία μπορεί να κρατήσει τα κατεχόμενα εδάφη της στη Ρωσία, τόσο μεγαλύτερη θα είναι η πίεση προς τον Πούτιν να τα επιστρέψει υπό τον έλεγχο της Μόσχας – είτε με στρατιωτικά είτε με διπλωματικά μέσα.
Εάν η Ρωσία δεν μπορεί να αντιστρέψει την ουκρανική εισβολή με συμβατικά όπλα, σίγουρα θα μπορούσε να προσπαθήσει να το κάνει με την ανάπτυξη πυρηνικών ή άλλων όπλων μαζικής καταστροφής. Ωστόσο, μια τέτοια εξέλιξη θα είχε αντίκτυπο σε ολόκληρη τη διεθνή κοινότητα και θα άλλαζε ριζικά τη διάσταση του πολέμου. Η τελική έκβαση της «ειδικής στρατιωτικής επιχείρησης» του 2022 θα γινόταν απρόβλεπτη όχι μόνο για την Ουκρανία, αλλά και για τη Ρωσία. Ακόμη και εταίροι της Ρωσίας, όπως η Κίνα και η Ινδία, θα μπορούσαν να επανατοποθετηθούν απέναντι σε μια απρόβλεπτα κλιμακούμενη Μόσχα – και μια τέτοια αλλαγή θα σήμαινε καταστροφή για τη ρωσική οικονομία.
Και τα δύο σενάρια –συνεχής ταπείνωση και επικίνδυνη κλιμάκωση– είναι επικίνδυνα για το καθεστώς της Ρωσίας. Μπορεί επίσης να θεωρηθούν ανεπιθύμητα στο Πεκίνο, καθώς και σε άλλες μη δυτικές πρωτεύουσες. Εάν συνεχιστεί η κατάληψη ρωσικών εδαφών από την Ουκρανία, η διπλωματική λύση «γη αντί γης» θα γίνεται ολοένα και πιο προτιμητέο αποτέλεσμα, όχι μόνο για τμήματα της ρωσικής ελίτ αλλά και για ξένες κυβερνήσεις. Όσον αφορά τις τελευταίες, το κύριο ερώτημα θα είναι λιγότερο η γνώμη της Δύσης και περισσότερο εκείνη των μη δυτικών χωρών που είναι επισήμως ουδέτερες στον πόλεμο. Κυρίως η γνώμη της Κίνας.
Συμπεράσματα
Ένας αριθμός επίσημα ουδέτερων εθνών σε όλο τον κόσμο έχει, τα τελευταία δυόμισι χρόνια, ταχθεί υπέρ των άμεσων και άνευ όρων διαπραγματεύσεων μεταξύ Μόσχας και Κιέβου. Μέχρι στιγμής, οι προτάσεις αυτές συνεπάγονταν μια λιγότερο ή περισσότερο εκτεταμένη ουκρανική ικανοποίηση των ρωσικών εδαφικών και πολιτικών ορέξεων. Από τις αρχές Αυγούστου του τρέχοντος έτους, η Ουκρανία, με την κατάληψη ρωσικού κρατικού εδάφους, παρείχε τη βάση για μια ανταλλακτική συμφωνία (και όχι μια άδικη ειρήνη) μεταξύ των δύο κρατών. Το ερώτημα του ενός εκατομμυρίου δολαρίων είναι τώρα αν και πώς θα αντιδράσουν σε αυτή την πρωτόγνωρη κατάσταση οι επίσημα υπέρμαχες των διαπραγματεύσεων και της ειρήνης μη δυτικές χώρες, κυρίως η Κίνα.
Βέβαια, ο Βλαντιμίρ Πούτιν και άλλοι εκπρόσωποι του ρωσικού καθεστώτος έχουν καταστήσει σαφές ότι η εισβολή της Ουκρανίας στη Ρωσία έχει καταστήσει αδύνατες τις διαπραγματεύσεις. Αυτή η μετατόπιση της 10ετούς δημόσιας υποστήριξης του Κρεμλίνου για τις ρωσο-ουκρανικές ειρηνευτικές συνομιλίες δεν αποτελεί έκπληξη. Στην τρέχουσα κατάσταση, η κατάπαυση του πυρός δεν συνεπάγεται πλέον κάποια μορφή ουκρανικής συνθηκολόγησης υπό το πρόσχημα μιας διπλωματικής διευθέτησης. Τώρα, οι διαπραγματεύσεις μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας θα είχαν πραγματικό νόημα, καθώς και οι δύο χώρες έχουν κάτι να κερδίσουν και να χάσουν. Με τον τρόπο αυτό, οι ειρηνευτικές συνομιλίες έχουν, ωστόσο, χάσει και τη λειτουργία τους για το Κρεμλίνο. Ο μόνος, μέχρι στιγμής, προβλεπόμενος τρόπος τερματισμού του πολέμου από τη Μόσχα είναι μέσω μιας στρατιωτικής ή διπλωματικής νίκης επί του Κιέβου και όχι μέσω ενός αμοιβαία αποδεκτού διακανονισμού.
Ωστόσο, η Ρωσία εξαρτάται οικονομικά και τεχνολογικά σε μεγάλο βαθμό από την ξένη υποστήριξη. Ορισμένοι από τους κρίσιμους πολιτικούς και οικονομικούς συμμάχους της Ρωσίας, όπως η Βόρεια Κορέα, το Ιράν ή η Συρία, ενδιαφέρονται για τη νίκη της Ρωσίας, αν όχι για τη συνέχιση του πολέμου ως έχει. Άλλες χώρες περισσότερο ή λιγότερο φιλικές προς τη Ρωσία, όπως η Κίνα, η Ινδία ή η Βραζιλία, μπορεί, αντίθετα, να έχουν επίσης εσωτερικά και εξωτερικά συμφέροντα που ευνοούν την όσο το δυνατόν συντομότερη ειρήνη. Οι επόμενες εβδομάδες θα δείξουν πόσο ισχυρά είναι αυτά τα συμφέροντα, καθώς και αν το Πεκίνο ή/και άλλες μη δυτικές πρωτεύουσες θα είναι πρόθυμες και ικανές να αδράξουν την ευκαιρία να αναγκάσουν τη Μόσχα να καθίσει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων.
μετάφραση: Βασίλης Α. Μπογιατζής