Η δεκαετία του 1940 είναι με διαφορά το πλέον δημοφιλές πεδίο ασκήσεων της σύγχρονης ελληνικής ιστοριογραφίας. Αυτό δεν συνεπάγεται και την ισάξια πρωτοτυπία ή το ενδιαφέρον όλων των βιβλιογραφικών συμβολών, το αντίθετο. Πολύ περισσότερο, σπανίζουν μελέτες που επιχειρούν να συνδέσουν τα γεγονότα της θυελλώδους αυτής πολεμικής δεκαετίας με τα προηγηθέντα και τα επιγενόμενα. Αυτό επιχειρεί κατεξοχήν –και χωρίς αμφιβολία το καταφέρνει– το βιβλίο του Τάσου Σακελλαρόπουλου, Ειρήνη, πόλεμος, πολιτική, συνωμοσίες. Οι Έλληνες αξιωματικοί 1935-1945. Βάση του βιβλίου είναι η διδακτορική διατριβή του για το Πανεπιστήμιο Κρήτης. Συστάσεις ιδιαίτερες ασφαλώς δεν χρειάζονται για το συγγραφέα, με την εργασία του στο πεδίο των ιστορικών αρχείων του Μουσείου Μπενάκη αλλά και μέσα από τις δημόσιες καταθέσεις του για τη σύγχρονη ιστορία έχει εμπεδωθεί η δόκιμη και ουσιαστική συμβολή του στην ιστορική συζήτηση στην Ελλάδα σήμερα.
Σημείο αφετηρίας της έρευνας είναι το κίνημα της 1ης Μαρτίου 1935, φιλόδοξη και απονενοημένη ταυτόχρονα αντίδραση του βενιζελικού κόσμου στην προϊούσα αντιβενιζελική κυριαρχία και τη διαφαινόμενη προσπάθεια για παλινόρθωση της βασιλικής δυναστείας. Το κίνημα αυτό δεν είναι, οπωσδήποτε, μια αφετηρία ανάλογων διεργασιών, αλλά αντίθετα κορύφωση τέτοιων. Είναι όμως παράλληλα αφετηρία εξελίξεων που επιτάχυναν την εξαφάνιση της επιρροής των βενιζελικών αξιωματικών στο στράτευμα, καθώς την καταστολή του κινήματος εύλογα ακολούθησε κύμα διώξεων και αποτάξεων κατά όσων συμμετείχαν ή εκδηλώθηκαν υπέρ του. Από εκεί ξεκινά το νήμα μιας διαδικασίας δεκαετούς διάρκειας που έχει αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός στρατού με πολιτικό πνεύμα αμιγώς εθνικόφρον ή ειδικότερα βασιλόφρον, σε αντίθεση με όσα ίσχυαν όλες τις προηγούμενες δεκαετίες.
Η ιχνηλάτηση αυτής της διαδικασίας γίνεται μέσα από την αναλυτική σπονδύλωση μιας σειράς γεγονότων ή περιόδων που επέδρασαν καθοριστικά και όχι ομοιόμορφα στη σύνθεση και τη διαμόρφωση του σώματος των ελλήνων αξιωματικών. Πρώτος σταθμός της έρευνας, όπως ήδη φάνηκε, είναι ακριβώς το κίνημα του 1935. Ακολουθούν διαδοχικά η περίοδος της μεταξικής δικτατορίας, ο πόλεμος του 1940-41, η μάχη της Κρήτης, η δράση του Ελληνικού Στρατού στη Μέση Ανατολή, η περίοδος από το Συνέδριο του Λιβάνου μέχρι την απελευθέρωση της Ελλάδος και ακολούθως από την απελευθέρωση μέχρι και τη Συμφωνία της Βάρκιζας. Ιστοριογραφικά, η τομή της δεκαετίας 1935-1945 είναι από μόνη της πρωτότυπη. Το πρίσμα υπό το οποίο εξετάζεται αναδεικνύει τη μελέτη αυτή σε έργο-σταθμό στην προσπάθεια κατανόησης της σύγχρονης πολιτικής μας ιστορίας.
Πολιτική στο στρατό
Η πολιτικοποίηση του στρατιωτικού προσωπικού στη σύγχρονη Ελλάδα δεν είναι ένα νέο θέμα. Ήδη πριν σαράντα και πλέον χρόνια οι πρώτες σχετικές δημοσιεύσεις του Θάνου Βερέμη εγκαινίασαν την πραγμάτευσή του και άνοιξαν για καλά τη συζήτηση. Η οπτική του Τάσου Σακελλαρόπουλου δεν έρχεται όμως απλά να ανακεφαλαιώσει ή να συμπληρώσει αυτή τη συζήτηση, και εδώ είναι η σημασία της. Έρχεται να την περάσει σε ένα άλλο επίπεδο, ερευνητικά και αναλυτικά. Να οδηγήσει τη συζήτηση στην ωριμότητα που θα αποδώσει –ήδη αποδίδει– γόνιμους ερμηνευτικούς καρπούς. Δεν είναι μόνο η κλειδολιθική διάσταση της χρονικής τομής, που ήδη αναφέραμε. Είναι περισσότερο ο τρόπος με τον οποίο δομείται η αντίληψη της συνάφειας ανάμεσα στην εξέλιξη των γεγονότων, τη διαμόρφωση των επιλογών και συμπεριφορών και εντέλει τη συγκρότηση των μηχανισμών που όρισαν το πλαίσιο λειτουργίας της ελληνικής πολιτικής ζωής για τριάντα χρόνια· είναι κοντολογίς το πέρασμα, η διάδραση ανάμεσα στη μικρή και τη μεγάλη εικόνα.
Είναι κληρονομιά ήδη του 19ου αιώνα η γέννηση του πολιτικού αισθητηρίου στη στρατιωτική τάξη του Ελληνικού Βασιλείου – και σίγουρα δεν είναι αποκλειστικά ελληνικό φαινόμενο. Η αλήθεια είναι όμως ότι στην Ελλάδα, με τον ενεργητικά παρεμβατικό χαρακτήρα που προσέλαβε η πολιτικοποίηση των αξιωματικών στις αρχές του 20ού αιώνα, η μορφολογία της παρουσίας και επίδρασης του στρατού στην πολιτική ζωή λαμβάνει μια διάσταση όχι μοναδική ίσως, αλλά ούτε και κοινότοπη. Στο πρώτο τρίτο του αιώνα, η πολιτική διαρρύθμιση του σώματος των αξιωματικών είναι διχαστική: δυναστικοί και αντιδυναστικοί αρχικά, βενιζελικοί και αντιβενιζελικοί στη συνέχεια συνυπάρχουν, με μια αυξανόμενη ισχύ και ριζοσπαστικότητα της αντιβασιλικής ομάδας που, από τη δεκαετία του 1920, θα αυτοπροσδιοριστεί ως δημοκρατική. Η purga του αντιβενιζελισμού, που ακολούθησε το αποτυχημένο κίνημα της 22ας Οκτωβρίου 1923, την έξωση του Γεωργίου Β΄ και την καθιέρωση της αβασίλευτης δημοκρατίας το 1924 προετοίμασαν το έδαφος για τη ρεβάνς της δεκαετίας του 1930 σε βάρος των δημοκρατικών.
Η περίοδος που ακολούθησε το κίνημα του 1935 και εκείνη της βασιλικής δικτατορίας της 4ης Αυγούστου 1936 υπό τον Ιωάννη Μεταξά σηματοδότησαν μια πενταετία πλήρους αποκλεισμού των βενιζελικών αξιωματικών από την ενεργό υπηρεσία. Την ίδια ώρα, οι παραγωγικές δομές του στρατεύματος, με πρώτη φυσικά τη Σχολή Ευελπίδων, γίνονται φυτώριο νέων αξιωματικών σαφώς αποσυνδεδεμένων από τις ρεπουμπλικανικές ιδεολογικές επιρροές που είχαν αναπτυχθεί τα χρόνια που ακολούθησαν τη Μικρασιατική Καταστροφή. Το κρίσιμο αυτό διάστημα παράγει ένα χάσμα ενεργού υπηρεσίας και δράσης, αλλά οπωσδήποτε ακόμα περισσότερο πολιτικής επιρροής για τους αξιωματικούς που τοποθετούνταν ιδεολογικά ή και απλώς φατριαστικά απέναντι στο Θρόνο. Όλο αυτό το διάστημα υπήρξαν σκέψεις και ζυμώσεις για τη λύση του «αποτακτικού» ζητήματος, την επαναφορά των αποτάκτων βενιζελικών στο στράτευμα, έστω ενός μέρους απ’ αυτούς. Όλα αυτά όμως έμειναν στο επίπεδο της συζήτησης και όσοι αξιωματικοί δεν είχαν διαπιστευτήρια βασιλοφροσύνης ή δεν ήταν έστω μετριοπαθείς και αμέτοχοι, έμειναν μακριά από τις τάξεις του στρατού.
Έτσι ο πόλεμος του 1940, η μεγαλύτερη εθνική και στρατιωτική πρόκληση μετά το 1922, τους βρήκε εκτός στρατεύματος να ιδιωτεύουν. Εκτός μάχιμης υπηρεσίας παρέμεινε η συντριπτική πλειονότητά τους και στη διάρκεια του ελληνοϊταλικού και ελληνογερμανικού πολέμου, καθώς η πολιτική ηγεσία, αλλά και η στρατιωτική την οποία αποτελούσαν αταλάντευτα βασιλόφρονες αξιωματικοί, δεν έστερξαν στην επάνοδο των αποτάκτων στις τάξεις του στρατού. Όταν λοιπόν το μέτωπο κατέρρευσε και επήλθε η συνθηκολόγηση, η οποία συνοδεύτηκε από συνθήκες που αμαύρωσαν σημαντικά την προηγηθείσα δόξα με τις σπουδαίες πολεμικές επιτυχίες στο αλβανικό μέτωπο και την πείσμονα αντίσταση στα οχυρά της Γραμμής Μεταξά, το σκηνικό φαίνεται να «μηδενίζει» με τρόπο που υπήρξε δυνάμει αναιρετικός όσων είχαν προηγηθεί από την άνοιξη του 1935 ώς εκείνη του 1941. Αξίζει να αναφερθεί ως δείγμα ιστορικής οξυδέρκειας του ερευνητή και συγγραφέα ότι δίνεται χώρος και ξεχωριστή υπόσταση στη μάχη της Κρήτης ως αυτόνομου επεισοδίου στην αλληλουχία των φάσεων που εξετάζονται. Κι αυτό γιατί, παρά την εξαιρετικά σύντομη διάρκεια και την ιδιαίτερα τοπική διάσταση των γεγονότων, στην Κρήτη συμβαίνει για πρώτη φορά κάτι που θα δούμε στη συνέχεια πολύ ευρύτερα: η επανεμφάνιση των βενιζελικών αξιωματικών στον πολεμικό στίβο.
Στη Μέση Ανατολή
Ο Τάσος Σακελλαρόπουλος αναδεικνύει, ως κυριότερο στο ερευνητικό του πλαίσιο πεδίο εντάσεων και διεργασιών για το σώμα των αξιωματικών, τη Μέση Ανατολή. Εκεί δημιουργείται το έδαφος για την άρση των συνεπειών της εκκαθάρισης και της πενταετούς αποχής των βενιζελικών από την ενεργό υπηρεσία. Εκεί όμως θάπτεται και κάθε τέτοια προοπτική. Το κλειδί για την κατανόηση αυτής της διαδρομής είναι η χαρτογράφηση των κινήσεων, των σχέσεων και των συμπεριφορών των αξιωματικών και ιδίως των βενιζελικών. Αυτοί, έχοντας μείνει εν πολλοίς μακριά από την πολεμική προσπάθεια του Αλβανικού Έπους, αναζητούν την ευκαιρία να διακριθούν, αλλά και τη δυνατότητα να προσφέρουν στην πατρίδα και στον συμμαχικό σκοπό. Η εμπλοκή στην Εθνική Αντίσταση είναι ένας τρόπος, η μετάβαση στη Μέση Ανατολή και η στελέχωση του Ελληνικού Στρατού που συγκροτείται εκεί υπό την εξόριστη κυβέρνηση είναι ο άλλος. Πλήθος αξιωματικών συρρέουν εκεί, ενώ η στελέχωση της κυβέρνησης με πρωθυπουργό και υπουργούς από το χώρο των Φιλελευθέρων εύλογα δημιουργεί την εντύπωση αλλαγής σελίδας.
Η πραγμάτευση των εξελίξεων της Μέσης Ανατολής αρθρώνεται σε τρία κεφάλαια. Βλέπουμε διαδοχικά την αρχική φάση, της συγκρότησης του εξόριστου στρατού ώς τον Μάρτιο του 1942. Εκεί τίθενται οι βάσεις μιας ριζικής αλλαγής της στρατιωτικής ιεραρχίας, με την υλοποίηση του αιτήματος για επιστροφή των αποτάκτων στην ενέργεια. Στη συνέχεια, όμως, τα πράγματα υφίστανται μια δραστική μεταβολή μέσα στη μεταβολή. Στο δεύτερο έτος ζωής του στρατού μακριά από την πατρίδα συμβαίνουν παράλληλα σχεδόν δύο φαινόμενα. Αντανακλάται πλέον στη Μέση Ανατολή η ενίσχυση της Αριστεράς που έχει ήδη αρχίσει να εδραιώνεται στην κατεχόμενη Ελλάδα. Η διάδραση των ριζοσπαστικοποιημένων βενιζελικών αξιωματικών με πυρήνες εαμικής επιρροής εντείνεται. Αντίστροφα όμως αρχίζει να εμφανίζεται ριζοσπαστικοποίηση και στις τάξεις των βασιλοφρόνων αξιωματικών, που αντιδρούν αφενός στην επάνοδο των βενιζελικών στις τάξεις του στρατού, αφετέρου στην ογκούμενη διάβρωσή του από αριστερόστροφες δυνάμεις. Η θύελλα επωάζεται…
Το τρίτο έτος της πολεμικής εξορίας είναι αυτό στο οποίο η θύελλα ξεσπά. Ένα «έθιμο» από χρόνια ξεχασμένο στις τάξεις του στρατού κάνει ξανά την εμφάνισή του: τα κινήματα. Τον Φεβρουάριο και τον Μάρτιο του 1943 καταρχάς και τον Απρίλιο του 1944 εντέλει εκδηλώνονται σοβαρά στασιαστικά κινήματα στον στρατό, στη συνέχεια και στο στόλο. Πρόκειται για εξελίξεις που αφενός κηλιδώνουν άμεσα την αξιοπρέπεια των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων στα μάτια των βρετανών συμμάχων, αφετέρου εκθέτουν την επιστροφή των βενιζελικών ως παράγοντα κινδύνου για το Θρόνο. Στην κατεχόμενη πατρίδα η ολοένα και περισσότερο διευρυνόμενη ισχύς της εαμικής αντίστασης και η εμφανής πλέον πολιτική πατρωνία της από το ΚΚΕ προκαλούν αυξανόμενη ανησυχία μεταξύ του αστικού κόσμου, που προσβλέπει στον εξόριστο μονάρχη και την κυβέρνησή του. Το ξέσπασμα των στάσεων στον εν εξορία στρατό προκαλεί πολιτικό σεισμό και δημιουργεί τη νομιμοποιητική βάση τερματισμού του διαλείμματος προσπέλασης των βενιζελικών αξιωματικών προς τις μάχιμες και, φυσικά, τις επιτελικές θέσεις, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, που και αυτές πάλι τίθενται σε ειδικό πλαίσιο.
Σε αυτή ακριβώς την περίοδο και τις διεργασίες που αυτή γέννησε βρίσκεται όχι μόνο η ρίζα του διαρκούς παραγκωνισμού των μη βασιλοφρόνων αξιωματικών, αλλά και κάτι ακόμα που έμελλε να αποδειχθεί άκρως δραστικό για το χαρακτήρα του στρατού σε όλη την επόμενη γενιά. Ο σπόρος της ριζοσπαστικοποίησης είχε πλέον φυτευτεί και στους ώς τότε νομιμόφρονες αξιωματικούς της αντιβενιζελικής ή βασιλικής παράταξης. Από το σπόρο αυτόν φύτρωσαν και βλάστησαν όλα τα φαινόμενα που γνώρισε και έζησε η μετεμφυλιακή Ελλάδα, με κορύφωση τον επταετή «γύψο» της δικτατορίας των συνταγματαρχών. Οι ιδεολογικοί συνωμοτικοί πυρήνες της ακραιφνούς εθνικοφροσύνης γεννιούνται ακριβώς μέσα στις συνθήκες αυτής της συγκυρίας. Πρόκειται λοιπόν για διπλή δράση, αρνητική μιας επιρροής και επιτατική μιας άλλης.
Ασφαλώς η έρευνα που έχει συνοψιστεί στο βιβλίο δεν τελειώνει στη Μέση Ανατολή. Αντίθετα ακολουθεί η βήμα προς βήμα μελέτη της ανασυγκρότησης του βασιλικού στρατού με την “πρότυπη” 3η Ελληνική Ορεινή Ταξιαρχία, αλλά και ο τρόπος με τον οποίο οι πολιτικές ζυμώσεις μεταξύ εξόριστης κυβέρνησης, Βρετανών, αντιστασιακών οργανώσεων και πολιτικών οδηγούν από το Συνέδριο του Λιβάνου στη Συμφωνία της Βάρκιζας, μέσα από δραματικά γεγονότα και επιλογές. Μετά τα κινήματα του Απριλίου 1944 ο στρατός περνά σε δεύτερο πλάνο, όμως οι πολιτικές εξελίξεις κλιμακώνονται. Και η όποια προοπτική πολιτικής συμπερίληψης στο σώμα των αξιωματικών έχει ακυρωθεί στην πράξη. Τα γεγονότα από τον Λίβανο ώς τη Βάρκιζα ιστορούνται συνεκτικά, με κορύφωση τα Δεκεμβριανά.
Το δεκεμβριανό κίνημα του ΕΑΜ/ΚΚΕ, με το θρυμματισμό κάθε φαινομενικής δυνατότητας για συνύπαρξη μεταξύ του αστικού κόσμου και της Αριστεράς, οδήγησε στην επισφράγιση της καθεστωτικοποίησης του άμεσου ελέγχου του στρατού από τον βασιλιά προσωπικά – όπως τουλάχιστον θεωρούσαν οι ίδιοι οι ανώτατοι άρχοντες της χώρας ώς το 1967. Η πικρή εμπειρία τότε δίδαξε το βασιλιά ότι ζούσε με μια φενάκη, μια επίφαση ελέγχου, την ώρα που συνωμοσίες έδιναν και έπαιρναν. Ενδιαφέρον είναι ότι η εξέλιξη αυτή του παραμερισμού των δημοκρατικών αξιωματικών από το στρατό συντελέστηκε από το 1944 ώς και το 1952, κατά βάση με κυβερνήσεις των Φιλελευθέρων ή στις οποίες οι Φιλελεύθεροι είχαν δραστικό έλεγχο. Η δόμηση όμως της ιδεολογικής ταυτότητας και της πολιτικής κατεύθυνσης του στρατού, πολύ απλά, δεν περνούσε μέσα από τις κυβερνήσεις. Η σχέση των Ανακτόρων με το στρατό εφευρέθηκε ξανά αδιαμεσολάβητη μέσα στον απόηχο του εμφύλιου σπαραγμού.
Ο Τάσος Σακελλαρόπουλος μάς παρέδωσε ένα σύγγραμμα που έχει ήδη στους λίγους μήνες της κυκλοφορίας του καταστεί έργο αναφοράς και στο μέλλον θα συμβάλει γόνιμα στη διεύρυνση των ερευνητικών διαδρομών που ανοίγουν έκκεντρα από τον Μεσοπόλεμο ώς τα κράσπεδα της Μεταπολίτευσης. Η βιβλιογραφική πληρότητα και η μεθοδολογική ωριμότητα του έργου συμβαδίζουν με τη θεματολογική πρωτοτυπία και την ερμηνευτική του οξυδέρκεια. Η ελληνική ιστοριογραφία βρίσκεται σε οίστρο, με αποτελέσματα όχι πάντα εγγυημένα σε ποιότητα, στη συγκεκριμένη όμως περίπτωση το ποιοτικό κριτήριο πληρούται απολύτως. Μια συνέχεια στην κατεύθυνση της καταβύθισης στα ενδότερα του μετεμφυλιακού στρατού φαίνεται πια επιβεβλημένη…