The Books' Journal
Το Books' Journal είναι μια απολύτως ανεξάρτητη επιθεώρηση με κείμενα παρεμβάσεων, αναλύσεις, κριτικές και ιστορίες, γραμμένα από τους κατά τεκμήριον ειδικούς. Πανεπιστημιακούς, δημοσιογράφους, συγγραφείς και επιστήμονες με αρμοδιότητα το θέμα με το οποίο καταπιάνονται.
Άρθρο Ειδικού Συνεργάτη
Ο Ντόναλντ Τραμπ επιτίθεται στα αμερικανικά Πανεπιστήμια. Ξεκίνησε από το Κολούμπια και συνεχίζει με το Χάρβαρντ, το οποίο αποφασίζει να αντισταθεί. Η Αμερική που γνωρίζουμε βρίσκεται ενώπιον μιας αυταρχικής χειραγώγησης και τα πανεπιστήμια καλούνται να υπερασπίσουν τη δημοκρατία και το κύρος τους - όχι χωρίς κόστος.
Συνέντευξη στον Μιχάλη Μοδινό και τον Ηλία Κανέλλη (αποσπάσματα)
Υπάρχουν άνθρωποι χωρίς ηλικία – ή μάλλον άνθρωποι που δεν επιτρέπουν στη σκέψη να εφησυχάσει κι έτσι διασφαλίζουν διά βίου την πνευματική νεότητα. Ένας τέτοιος διανοούμενος είναι ο Δημήτρης Ραυτόπουλος, εμβληματική φυσιογνωμία στο χώρο της λογοτεχνικής κριτικής, συνιδρυτής της Επιθεώρησης Τέχνης, θαρραλέος, καινοτόμος και πάντοτε ενεργός, που καθόρισε εν πολλοίς το πλαίσιο του δημόσιου διαλόγου για την Αριστερά, τη λογοτεχνία και την πολιτική κριτική εδώ και περισσότερο από μισόν αιώνα. Ακούμε μια φωνή που καταφέρνει να είναι ταυτόχρονα μετριοπαθής και παθιασμένη, ακριβοδίκαιη και γι’ αυτό αυστηρή, στοχαστική χωρίς να είναι ποτέ αποστασιοποιημένη. Αναδημοσίευση αποσπασμάτων από εκτενή συνέντευξης στον Μιχάλη Μοδινό και τον Ηλία Κανέλλη που, με τίτλο «Δημήτρης Ραυτόπουλος, Αριστερά και λογοτεχνική κριτική», δημοσιεύθηκε στο Books' Journal, τχ. 30, Απρίλιος 2013. Το πλήρες κείμενο αναδημοσιεύεται στην έκδοση Κι αυτοί είναι η Ελλάδα, που περιέχει συνεντεύξεις στο Books’ Journal και θα κυκλοφορήσει σε λίγες μέρες.
Για να μπορέσει κάποιος να αποκωδικοποιήσει το χάος που εξελίσσεται από τα μέσα Μαρτίου στην Ουάσιγκτον σχετικά με την πολιτική δασμών της κυβέρνησης Τραμπ πρέπει να γνωρίζει τα παρακάτω οχτώ δεδομένα.
Πρώτον, η αμερικανική οικονομία είναι παγκόσμιος πρωταθλητής ανάπτυξης και δημιουργίας πλούτου. Καμιά άλλη χώρα δεν έχει Silicon Valley. Καμία άλλη χώρα δεν έχει Wall Street. Καμιά άλλη χώρα δεν διαθέτει την επιστημονική και ερευνητική υπερδύναμη που ονομάζεται «αμερικανικό σύστημα ανώτατης παιδείας». Η μόνη χώρα που συγκρίνεται με τις ΗΠΑ είναι η Κίνα, η οποία θα φτάσει το βιοτικό επίπεδο των ΗΠΑ ύστερα από δεκαετίες – εάν το φτάσει ποτέ.
Δεύτερον, η ανεργία στις ΗΠΑ τα τελευταία 40 χρόνια κυμαίνεται μεταξύ 4 και 5%, εκτός φυσικά από τα χρόνια της χρηματοοικονομικής κρίσης των στεγαστικών δανείων. Οι ΗΠΑ, δηλαδή, έχουν πετύχει πλήρη απασχόληση. Τα οποιαδήποτε εμπορικά ελλείμματα δεν επηρεάζουν την ευημερία τους.
Τρίτον, η πιο ωφελημένη χώρα από το μεταπολεμικό καθεστώς ελεύθερου εμπορίου που επέβαλαν στον κόσμο οι ΗΠΑ είναι οι ΗΠΑ. Τελεία και παύλα. Αν μη τι άλλο, γιατί η βάση συναλλαγών στο σύστημα ελεύθερου εμπορίου ήταν –και είναι– το αμερικανικό δολάριο, κάτι που επέτρεψε στις ΗΠΑ να έχουν χρόνια ελλείμματα χωρίς να υφίστανται τις συνέπειες.
Τέταρτον, παρ΄ όλο που μερικοί βιομηχανικοί κλάδοι έχουν υποχωρήσει ή εξαφανιστεί, η βιομηχανική παραγωγή και η απασχόληση στη βιομηχανία τα τελευταία 50 χρόνια αυξάνεται με ταχείς ρυθμούς. Κάθε χρόνο. Το ποσοστό του ΑΕΠ που οφείλεται στη βιομηχανία έχει μειωθεί όχι γιατί η βιομηχανία πεθαίνει αλλά γιατί άλλοι κλάδοι της οικονομίας μεγεθύνονται με ταχύτερους ρυθμούς.
Πέμπτον, αντίθετα με ό,τι διακηρύσσουν διάφοροι, μεταξύ των οποίων και ο πρόεδρος των ΗΠΑ, τα εμπορικά ελλείμματα είναι αποτέλεσμα των δημοσιονομικών ελλειμμάτων και όχι των δασμών ή των περιορισμών που μπορεί να επιβάλλουν στις εισαγωγές οι εμπορικοί εταίροι μιας χώρας. Αυτό το πολύ απλό δεδομένο δεν είναι θεωρία ή γνώμη. Είναι μια αναντίρρητη πραγματικότητα, αποτέλεσμα της αριθμητικής ταυτότητας που περιγράφει τις πηγές του εθνικού εισοδήματος: κατανάλωση συν επενδύσεις συν δημοσιονομικές δαπάνες συν εμπορικό ισοζύγιο. Όταν έχεις δημοσιονομικά ελλείμματα, θα έχεις εμπορικά ελλείμματα. Αυτό δεν μπορεί να αποφευχθεί. Και οι ΗΠΑ πέρυσι είχαν δημοσιονομικό έλλειμμα ίσο με 1,9 τρισεκατομμύρια δολάρια, δηλαδή 6,6% του ΑΕΠ.
Έκτον, τα εμπορικά ελλείμματα των ΗΠΑ άρχισαν να παρουσιάζονται στα τέλη της δεκαετίας του 1960, όταν, πρώτα η κυβέρνηση Τζόνσον και μετά η κυβέρνηση Νίξον ξεκίνησαν να εκτελούν ελλειμματικούς προϋπολογισμούς για να πληρώσουν για τον πόλεμο στο Βιετνάμ παράλληλα με το ευρύ πρόγραμμα κοινωνικών παροχών που έγινε γνωστό ως Great Society. Τα εμπορικά ελλείμματα εκτοξεύθηκαν τη δεκαετία του 1980, τα χρόνια του Ρόναλντ Ρέιγκαν, μαζί με το δημοσιονομικό έλλειμμα και το δημόσιο χρέος. Μετά, στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1990, περιορίστηκαν όταν η κυβέρνηση Κλίντον δημιούργησε τα τελευταία δημοσιονομικά πλεονάσματα που είχε η Αμερική. Και όπως θα περίμενε κανείς, εκτοξεύθηκαν πάλι στην προεδρία Μπους, όταν ο Λευκός Οίκος και το Κογκρέσο «ξετίναξαν την μπάνκα» ξοδεύοντας τρισεκατομμύρια σε δύο πολέμους ενώ, παράλληλα, μείωναν τους φορολογικούς συντελεστές, δημιουργώντας εφιαλτικά δημοσιονομικά ελλείμματα.
Έβδομον, είναι αλήθεια ότι, μολονότι η αμερικανική οικονομία έχει τις καλύτερες επιδόσεις από όλες τις δυτικές οικονομίες και το κατά κεφαλήν εισόδημα αυξάνεται ταχύτερα από όλες τις χώρες του ΟΟΣΑ, η μεσαία και η κατώτερη τάξη των ΗΠΑ υποφέρουν, εδώ και δεκαετίες. Όμως δεν υποφέρουν λόγω της ανόδου της Κίνας ή λόγω της «αποβιομηχάνισης» της χώρας, όπως έχει πείσει τους ψηφοφόρους του ο ένοικος του Λευκού Οίκου. Ο λόγος είναι ότι εδώ και 45 χρόνια η εσωτερική αγορά των ΗΠΑ έχει γίνει η λιγότερο ανταγωνιστική από όλες τις χώρες του ΟΟΣΑ και οι περισσότεροι κλάδοι κυριαρχούνται από ολιγοπώλια (5-10 εταιρείες) που επιβάλλουν υψηλές τιμές στους καταναλωτές. Έτσι, η εντυπωσιακή αύξηση του κατά κεφαλήν εισοδήματος διοχετεύεται, μέσω πολύ υψηλών τιμών, σε σχετικά μικρό αριθμό εταιρειών, οι οποίες σημειώνουν κάθε χρόνο εντυπωσιακή αύξηση κερδών, πετυχαίνουν γιγαντιαίες αποτιμήσεις στο χρηματιστήριο και δημιουργούν πλούτο για τους κύριους μετόχους τους, οι περισσότεροι εκ των οποίων ανήκουν στο περίφημο 1%.
Όγδοον, κάποτε η Αμερική είχε τους αυστηρότερους νόμους εναντίον των μονοπωλίων και των ολιγοπωλίων. Το Sherman Antitrust Act, που ψηφίστηκε από το Κογκρέσο το 1890, ήταν ο πρώτος νόμος περιορισμού μονοπωλιακών πρακτικών που ψηφίστηκε στον κόσμο. Δυστυχώς, από το 1981 και μετά, διαδοχικές αμερικανικές κυβερνήσεις έχουν χαλαρώσει την επιβολή του νόμου, κυρίως ως αποτέλεσμα πολιτικών πιέσεων που έχουν από πίσω τους ισχυρά επιχειρηματικά συμφέροντα τα οποία χρηματοδοτούν τις προεκλογικές εκστρατείες βουλευτών, γερουσιαστών και προέδρων.
Τη δεκαετία του 1980, ο μπαμπούλας ήταν η Ιαπωνία, που αναπτυσσόταν ταχύτατα και κλάδοι της οικονομίας της, όπως τα ηλεκτρονικά και τα αυτοκίνητα, οδήγησαν τους αμερικανούς ανταγωνιστές τους στη συρρίκνωση. Τώρα, ο μπαμπούλας είναι η Κίνα, που όχι μόνο αναπτύσσεται με ιλιγγιώδεις ρυθμούς, αλλά το πληθυσμιακό μέγεθός της προκαλεί τρόμο στο κατεστημένο εξωτερικής πολιτικής στην Ουάσιγκτον.
Η εξίσωση είναι απλή: κατηγορούμε την «κομμουνιστική Κίνα» (που είναι, σήμερα, η πιο ακραία καπιταλιστική χώρα του κόσμου...) για καταχρηστικές και «άδικες» εμπορικές πρακτικές, ανεμίζουμε την αστερόεσσα όσο πιο ψηλά και πιο συχνά γίνεται και, με τον τρόπο αυτό, κάνουμε τους δεκάδες εκατομμύρια Αμερικανούς που δεν μπορούν να πληρώσουν τους λογαριασμούς τους κάθε μήνα να ξεχάσουν ότι υπεύθυνοι για την κατάσταση στην οποία βρίσκονται είναι οι δισεκατομμυριούχοι που είναι σήμερα στον Λευκό Οίκο και στο Μαρ-α-Λάγκο. Το πιο παλιό κόλπο που υπάρχει...
Κυκλοφόρησε το τεύχος 163 του Books' Journal, Απρίλιος 2025. Τα πλήρη περιεχόμενα:
Ο καθηγητής Κωνσταντίνος Τσουκαλάς είναι πλέον τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Εξελέγη, κατά τη συνεδρίαση της Ολομέλειας της 27ης Μαρτίου 2025, στην προκηρυχθείσα έδρα: «Κοινωνιολογία - Κοινωνική Θεωρία», στη Γ' Τάξη των Ηθικών και Κοινωνικών Επιστημών.
H όχι και τόσο ανέφελη σχέση μεταξύ Ουάσιγκτον και Κιέβου, που βύθισε σε ανασφάλεια όχι μόνο την ηγεσία της Ουκρανίας αλλά και ολόκληρη την Ευρώπη, είναι απλώς μία από τις πολλές ενδείξεις ότι η τρέχουσα αλλαγή του διεθνούς συστήματος, που συντελείται μετά την ανάληψη της αμερικανικής ηγεσίας από τον Ντόναλντ Τραμπ, έχει συνέπειες. Όπως εξηγεί στη διαδικτυακή έκδοσή μας (booksjournal.gr) ο συνεργάτης μας, καθηγητής Andreas Umland, «οι αμερικανο-ουκρανικές εντάσεις μπορεί να συνεχιστούν, να υποχωρήσουν ή να αυξηθούν ακόμη περισσότερο. Είναι ήδη σαφές ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες, υπό την κυριαρχία του κινήματος MAGA, δεν θα υποστηρίζουν πλέον την παγκόσμια τάξη που προέκυψε ως αποτέλεσμα της κατάρρευσης του φασιστικού άξονα το 1943-1945, των υπερπόντιων αυτοκρατοριών τη δεκαετία 1940-1960 και της σοβιετορωσικής χερσαίας αυτοκρατορίας το 1989-1991».
Κυκλοφόρησε το τεύχος 162 του Books' Journal, Mάρτιος 2025. Τα πλήρη περιεχόμενα:
Ήρθε η ώρα τού αντίο για την Ανθή Μαρωνίτη, χαμηλόφωνη ποιήτρια και πρόσωπο που έζησε παρακολουθώντας και παρεμβαίνοντας με τα ποιήματά της στη σκηνή των γραμμάτων. Η οικογένειά της ανακοίνωσε το θάνατό της, στις 9 Μαρτίου 2025.
Εντυπωσιακό και δυσοίωνο. Ο καθηγητής Τίμοθι Σνάιντερ, με άρθρο του που δημοσιεύεται στον Santa Barbara Independent καταγγέλλει τον Έλον Μασκ ως πραξικοπηματία, σε βάρος των δικαιωμάτων όλων των αμερικανών πολιτών, εξαιτίας της προνομιακής πρόσβασης που του έχει παράσχει ο Πρόεδρος Τραμπ στα βασικά συστήματα υπολογιστών της κεντρικής κυβέρνησης. Ο καθηγητής ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Yale, μόνιμος συνεργάτης στο Institute for Human Sciences στη Βιέννη και μελετητής της ιστορίας της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, της Σοβιετικής Ένωσης και του Ολοκαυτώματος, προειδοποιεί τους αμερικανούς πολίτες ότι, εύκολα, μπορεί να βρεθούν υπό μια δικτατορία ενός πραξικοπηματία, ο οποίος μεθοδεύει «να αναιρέσει τη δημοκρατική πρακτική και να παραβιάσει τα ανθρώπινα δικαιώματα».
Κι όμως, η υπόθεση είναι απλή. Ένα τρένο, εξαιτίας παραβίασης μιας σειράς κωδίκων ασφαλείας, μπήκε σε λάθος γραμμή και συγκρούστηκε. Για αυτή την παραβίαση υπάρχουν αντικειμενικές ευθύνες. Πρωτίστως ατομικές, πιθανόν όχι μόνο ατομικές. Η υπόθεση αφορά τη δικαιοσύνη και, όντως, η δικαιοσύνη έχει επιληφθεί, σε πλαίσιο μυστικότητας, όπως αρμόζει σε αυτού του τύπου τις περιπτώσεις. Εδώ, σε κανονικές συνθήκες, θα τελείωνε το δικαστικό μέρος της υπόθεσης των Τεμπών. Η ανεξάρτητη δικαιοσύνη, όπως συμβαίνει σε κάθε ευνομούμενη δημοκρατική χώρα, θα ανελάμβανε να ερευνήσει το δυστύχημα και να αποδώσει ευθύνες – αν υπάρχουν ποινικές ευθύνες πολιτικών, και στους πολιτικούς που ενέχονται.