Σύνδεση συνδρομητών

Δημήτρης Ραυτόπουλος: «Κανένας πόλεμος δεν τέλειωσε ποτέ»

Τετάρτη, 16 Απριλίου 2025 09:41
Ο Δημήτρης Ραυτόπουλος.
Βίκυ Γεωργοπούλου / The Books' Journal
Ο Δημήτρης Ραυτόπουλος.

Συνέντευξη στον Μιχάλη Μοδινό και τον Ηλία Κανέλλη (αποσπάσματα) 

Υπάρχουν άνθρωποι χωρίς ηλικία – ή μάλλον άνθρωποι που δεν επιτρέπουν στη σκέψη να εφησυχάσει κι έτσι διασφαλίζουν διά βίου την πνευματική νεότητα. Ένας τέτοιος διανοούμενος είναι ο Δημήτρης Ραυτόπουλος, εμβληματική φυσιογνωμία στο χώρο της λογοτεχνικής κριτικής, συνιδρυτής της Επιθεώρησης Τέχνης, θαρραλέος, καινοτόμος και πάντοτε ενεργός, που καθόρισε εν πολλοίς το πλαίσιο του δημόσιου διαλόγου για την Αριστερά, τη λογοτεχνία και την πολιτική κριτική εδώ και περισσότερο από μισόν αιώνα. Ακούμε μια φωνή που καταφέρνει να είναι ταυτόχρονα μετριοπαθής και παθιασμένη, ακριβοδίκαιη και γι’ αυτό αυστηρή, στοχαστική χωρίς να είναι ποτέ αποστασιοποιημένη. Αναδημοσίευση αποσπασμάτων από εκτενή συνέντευξης στον Μιχάλη Μοδινό και τον Ηλία Κανέλλη που, με τίτλο «Δημήτρης Ραυτόπουλος, Αριστερά και λογοτεχνική κριτική», δημοσιεύθηκε στο Books' Journal, τχ. 30, Απρίλιος 2013. Το πλήρες κείμενο αναδημοσιεύεται στην έκδοση Κι αυτοί είναι η Ελλάδα, που περιέχει συνεντεύξεις στο Books’ Journal και θα κυκλοφορήσει σε λίγες μέρες.

[…] Εσείς πότε επιστρέψατε από την εξορία;

Το 1952 και, αμέσως, τον Νοέμβριο εκείνης της χρονιάς, εργάστηκα στην Αυγή, που μόλις είχε γίνει από εβδομαδιαία ημερήσια – κι εγώ ήμουν από το πρώτο φύλλο. Πρώτος διευθυντής ήταν ο Βασίλης Εφραιμίδης, που μας έλεγε τότε φορμαλιστές. «Εσείς οι φορμαλιστές...» έλεγε σε όποιον διάβαζε τίποτα άλλο από τα «κομματικά υλικά». Είχαμε αρχισυντάκτη τον Χαΐνογλου, παλαιό στέλεχος του κόμματος, όμως σοβαρό άνθρωπο, που επιπλέον αγαπούσε και προστάτευε τους νέους. Με τον Εφραιμίδη συγκρούστηκα πολύ γρήγορα, όχι βέβαια για τον φορμαλισμό αλλά επειδή μου φέρθηκε άσχημα. Ως τιμωρία ήθελαν να με μεταθέσουν. Επειδή είχα δίκιο –δεν ήμουν εγώ υπαίτιος του καβγά– δεν δέχθηκα τη μετάθεση κι έφυγα από την Αυγή. Παραιτήθηκα. Έμεινα άνεργος, φυτοζωούσα κάνοντας μεταφράσεις για το  Ρομάντσο, δούλεψα  στον  Ελεύθερο του Πουρνάρα που δεν είχε λεφτά να μας πληρώσει, ώσπου βγήκε η Επιθεώρηση Τέχνης. Και το 1956 με κάλεσαν και επέστρεψα στην Αυγή.

Πώς ήταν η ζωή με την Επιθεώρηση Τέχνης;

Ξέρετε, ακόμα κι εκεί, παρ’ όλο που η τάση ήταν να κάνουμε ένα ιδεολογικά αριστερό περιοδικό, ανοιχτό, χωρίς δογματισμό, χωρίς περιορισμούς εκφραστικούς, χωρίς φράγματα προς το μοντερνισμό, ο κομματικός έλεγχος, διά του συστήματος της «φράξιας», λειτούργησε.

Δηλαδή;

Είχαμε συμφωνήσει ότι θα συνεταιριστούμε ως ελεύθεροι πνευματικοί άνθρωποι που έχουμε μεν τις ίδιες ιδέες, αλλά χωρίς  καμία εξουσιαστική δέσμευση. Δεν θα ήμαστε υποχρεωμένοι να λέμε τα ίδια πράγματα, να συμφωνούμε σε όλα. Ενώ, λοιπόν, αυτά τα είχαμε συνομολογήσει, ενώ ήταν καταστατικές αρχές που τις είχαμε συναποφασίσει εγγράφως (αργότερα, όλα αυτά τα παρουσίασε ο Κουλουφάκος), οι συμφωνίες υπονομεύτηκαν. Το κόμμα υπεδείκνυε στη φράξια που συμμετείχε στο περιοδικό τι είναι κομματικά σωστό και τι πολιτικό λάθος.

Με συγχωρείτε. Από μια ιδεολογία που πρεσβεύει την απόλυτη αλήθεια, δεν είναι αναμενόμενο να υπάρχουν παρεμβάσεις σε ό,τι παρεκκλίνει;

Θα συμφωνήσω. Είναι αναμενόμενο. Βέβαια  αυτό, θεωρητικά τουλάχιστον, δεν σημαίνει ότι δεν υπήρχαν άλλες δυνατότητες, να γίνουν διαφορετικά τα πράγματα. Αλλά, κατά τη γνώμη μου, αν τα πράγματα με τον κομμουνισμό δεν γίνονταν όπως έγιναν, δεν θα πήγαιναν και πολύ διαφορετικά. Κατά βάθος, η κομμουνιστική θεωρία είναι λανθασμένη στη βάση της – δεν είναι το εποικοδόμημα που έφταιξε για ό,τι πήγε στραβά. Αν πιστεύεις  ότι αξιωματικά οι άνθρωποι είναι ίσοι κι ότι κάποια παρεξήγηση  τους διαίρεσε, κάνοντας τους μεν να εκμεταλλεύονται τους δε, και ότι αυτό το σύστημα μπορούμε να το καταργήσουμε –και  πράγματι το καταργούμε– διά διατάγματος, από τη στιγμή εκείνη η ανάλυση όλη βασίζεται σε λάθος αφετηρία. Και δεν μπορεί να οδηγήσει εκεί όπου πιστεύεις ότι, σύμφωνα με τις ιδέες σου, θα μπορούσε να οδηγήσει.

Ένας από τους συγγραφείς που δίχασε την Επιθεώρηση Τέχνης ήταν ο Στρατής Τσίρκας. Πώς τον υποδεχθήκατε και πώς η προσέγγισή σας ανέδειξε το κομματικό πρόβλημα μέσα στο περιοδικό;

Την πρώτη θετική κριτική για τον Τσίρκα την έγραψα εγώ, για τα διηγήματά του – δεν θα την έγραφα σήμερα έτσι ακριβώς. Νομίζω ότι κι εκείνος, αργότερα, σαν ανοιχτός άνθρωπος που ήταν, είχε αλλάξει τη γωνία από την οποία έβλεπε εκείνα τα κείμενά του. Με τον Τσίρκα αναπτύχθηκε μια σχέση, αν και πάντα διαφωνούσαμε για το κίνημα της Μέσης Ανατολής. Προσπαθούσε να με πείσει πως ό,τι έγινε έγινε, δεν μπορούσε να γίνει τίποτα άλλο. Ήταν τυπική αριστερή εξήγηση. Η Αριστερά αυτό έχει μάθει να λέει, ότι εκεί όπου καταλήξαμε μας οδηγούσε η αντικειμενική πραγματικότητα – έπρεπε να κάνουμε τα Δεκεμβριανά, έπρεπε να κάνουμε κίνημα στη Μέση Ανατολή, έπρεπε στην Κατοχή το ΕΑΜ να έχει το μονοπώλιο της αντίστασης, έπρεπε να σκοτώσουμε τον Ψαρρό, δεν μπορούσαμε να ανεχόμαστε τον Ζέρβα κ.ο.κ.  Ο Τσίρκας δεν μετακινήθηκε από την άποψη  ότι το κίνημα της Μέσης Ανατολής ήταν αναπόφευκτο, δικαιωμένο…

Φαίνεται και από την Τριλογία, τις Ακυβέρνητες Πολιτείες

Μα το λέει  ρητά: γράφω για να δικαιωθεί το κίνημα του Απρίλη. Παρά τις πολιτικές διαφωνίες, πάντως, θυμάμαι ότι η κριτική μου για το τρίτο βιβλίο της Τριλογίας, τη Νυχτερίδα, ήταν μεγάλη και ενθουσιώδης. Μετά τα αμοιβαία παινέματα όμως είδα ότι κάτι άλλο τον έκαιγε. Καθίσαμε κάτω και επί δύο ώρες επιχειρηματολογούσε με πάθος για ν’ αποδείξει ότι το κίνημα του στόλου τον Απρίλη του 1944 και όλο το κίνημα στα ελληνικά τάγματα από το 1943 ήταν αναπόφευκτο, άρα δικαιωμένο. Ότι έγιναν βεβαίως μικρά λάθη τακτικής, ύφους, ρητορικής, αλλά όχι ουσίας. Φαντασθείτε ότι ήθελαν να επιβάλλουν στο συμμαχικό Στρατηγείο της Μέσης Ανατολής και στον Τσώρτσιλ πού και πότε θα γίνει η επόμενη απόβαση στην Ευρώπη (μετά την Ιταλία όπου είχε ήδη γίνει). Να γίνει εδώ και τώρα και στην Ελλάδα! Και πώς ήθελαν να το επιβάλλουν αυτό; Με ανταρσία: μετατρέποντας τις ελληνικές ένοπλες δυνάμεις που υπάγονταν στο Συμμαχικό Στρατηγείο σε τμήμα του ΕΛΑΣ! Ξηλώνανε το στέμμα από τα πηλίκια και το αντικαθιστούσαν με το ΕΛΑΣ, πετούσαν στη θάλασσα τους μοναρχοφασίστες αξιωματικούς. Αντί οι ανόητοι –περί ηλιθίων επρόκειτο– να επωφεληθούν από την αντίθεση των βενιζελικών με τους βασιλόφρονες (γιατί είχαν επανενταχθεί στο Στρατό και το Ναυτικό οι απότακτοι του Κινήματος του 1935), αυτοί πήγαιναν να αναγκάσουν τους βενιζελικούς να γίνουν ΕΛΑΣίτες. Όπως ήταν φυσικό, ελάχιστοι κεντρώοι προσχώρησαν, οι πολλοί συντάχθηκαν με τη νομιμοφροσύνη, άρα με τη Δεξιά. Δεν ήταν αριστεροί, πατριώτες ως εθνικόφρονες ήταν. Με το ζόρι αριστερός γίνεσαι;  Αυτή η αμυαλιά της ηγετικής Αριστεράς είναι φαινόμενο διαρκές. Και τώρα τα ίδια μυαλά κρατάνε.

Ποια πρόσωπα σας βοήθησαν να ξεκαθαρίσατε τη σχέση σας με την Αριστερά μέσα στην Επιθεώρηση Τέχνης;

Κατ’ αρχάς, η φιλολογική συντροφιά  που είχε διαμορφωθεί στον Άη Στράτη γύρω από τον Κώστα Κουλουφάκο – δηλαδή ο Τίτος Πατρίκιος, ο Φουρτούνης, εγώ, και ορισμένοι άλλοι λιγότερο γνωστοί. Η αμφιβολία ξεκίνησε από την κουλτούρα. Η λογοτεχνία, ιδίως το σοβιετικό μυθιστόρημα  που γνωρίζαμε τότε, αρχίσαμε να συνειδητοποιούμε ότι δεν εμπεριείχε την απελευθέρωση, τον Νέο Άνθρωπο. Αντίθετα, ευνοούσε το μικροαστικό, το υποταγμένο, το επιφανειακό, το ψεύτικο, το ωραιοποιητικό… Η πρώτη απογοήτευση, λοιπόν, έστω και μέσω της συμβολικής πραγματικότητας, δημιουργούσε αμφιβολίες. Ένα κενό και μια απορία: πώς ήταν δυνατόν, μια νέα κοινωνία να παράγει τέτοια αναπαράσταση; Απαντούσαμε μόνοι μας επινοώντας δικαιολογίες. Λέγαμε ότι πρέπει να περιμένουμε, ότι οι σκιές  θα σκορπίσουν με τον καιρό, ένας νέος πολιτισμός, λέγαμε, δεν δημιουργεί αμέσως  προϊόντα που λάμπουν, η νέα κοινωνία πρέπει πρώτα να απαντήσει στις υλικές ανάγκες. Αλλά αυτό που δεν μπορούσε να μας πείσει ήταν ότι αυτή η λογοτεχνία δεν ήταν επαναστατική. Ήταν νερόβραστη, ξενέρωτη, συντηρητική. Περιέγραφε συνεδριάσεις, το καλό παιδί, το καλό κομματικό ζευγάρι που παίρνει το κλειδί του διαμερίσματος όταν εκπληρώνει το πλάνο του και ζει ευτυχισμένο… […]

[…] Επιστρέφετε στην Ελλάδα μετά την πτώση της δικτατορίας. Πώς είναι η σχέση σας με την ελληνική Αριστερά;

Με την Αριστερά είχα διακόψει πριν φύγω. Και στο Παρίσι είχα επαφές απλώς ως αντιδικτατορικός…

Άρα ήσασταν ήδη ελεύθερος σκοπευτής. Ανένταχτος…

Κάτι σαν αυτό που οι καλοί κομματικοί στις εξορίες της δικτατορίας του είχαν κολλήσει την ετικέτα «Χάος». Τελοσπάντων, το 1975-76  ασχολήθηκα με τον Ηριδανό, περιοδικό που θελήσαμε να είναι ανοιχτό στα νέα ρεύματα αλλά που δεν μακροημέρευσε, αν και θα μπορούσε. (Είναι μεγάλη ιστορία το γιατί).  Συνεργάσθηκα εκεί στενά με την εξαίρετη φιλόλογο και ποιήτρια Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου  και με βασικούς συνεργάτες τον Δημήτρη Χατζή, τον Αλέκο Αργυρίου, τον Κώστα Κουλουφάκο, τον Αλέξη Κυριτσόπουλο. Έπρεπε να λύσω το ασφαλιστικό και επαγγελματικό μου πρόβλημα, γι’ αυτό επέστρεψα στη δημοσιογραφία. Εργάσθηκα στην Απογευματινή ως επιμελητής κειμένων ώς το 1981.  

Αλλά από το 1979 γράφετε επιφυλλίδες στην Αυγή. Είχε συζητηθεί πολύ μια επιφυλλίδα σας με αφορμή την έκδοση στη Γαλλία της Νομενκλατούρας, ενός βιβλίου του Βοσνεσέφσκι, για τον πυρήνα των εξουσιαστικών ομάδων του κράτους στην τότε ΕΣΣΔ…

Συνεργάσθηκα στην Αυγή από τις αρχές του 1979 για δυόμισι χρόνια, γράφοντας κυριακάτικες επιφυλλίδες. Ανάμεσα σ’ εκείνες που προκάλεσαν κομματικές συσπάσεις και απαντήσεις ήταν μία σε τρεις συνέχειες, για τον Μαρκήσιο ντε Σαντ. Η Νομενκλατούρα που αναφέρατε και δύο επόμενες επιφυλλίδες για το κατάντημα του κομμουνισμού εξάντλησαν την υπομονή των ορθοφρονούντων. Άνοιξε μια συζήτηση που «έκλεισε» με κείμενο στελέχους της ΕΔΑ κατά τα πατροπαράδοτα. Δεν δέχθηκαν να απαντήσω και φυσικά σταμάτησα την συνεργασία μου. 

[…] Γιατί από το έργο του Αλέξανδρου Κοτζιά επιλέγετε τη Φανταστική Περιπέτεια και όχι την Αντιποίηση Αρχής;

Ίσως θα έφτανε να πω ότι τοποθετώ τη Φανταστική Περιπέτεια στην κορυφή του έργου του, μαζί με τον  Ιαγουάρο. Είναι όμως και πιο κοντά στο αντικείμενο του βιβλίου μου, καθώς συνδέει τον λαϊκισμό, την παραλογοτεχνία με τα εμφύλια πάθη – μια απόληξη του «τριακονταετούς πολέμου» που έλεγε ο Κοτζιάς. Ο Καπάνταης, ήρωας του μονολόγου του, προσωποποιεί λαμπρά το παραλήρημα, τον καμποτινισμό, τον αριβισμό, μέσα στο κρατικοδίαιτο τσίρκο της κουλτούρας που έστησε η πασοκοκρατία της δεκαετίας του 1980, απομυζώντας το μύθο του Πολυτεχνείου στην πιο χυδαία μορφή του. Ο Καπάνταης κατασκευάζει ένα αντιστασιακό παρελθόν ενώ ήταν χουντικός. Τέλος επιλέγω αυτό το έργο γιατί μου δίνει καλύτερη ευκαιρία να μιλήσω για τον μονόλογο –εσωτερικό ή όχι– και συναφή ζητήματα του μοντερνισμού.

Από την πρώτη μεταπολεμική γενιά επιλέγετε επίσης τον Τσίρκα, τον Χατζή, τον Αλεξάνδρου, τον Φραγκιά (και τον Γιάννη Μανούσακα από τους αυτοδίδακτους). Αλλά για τον Χατζή, μιλάτε για ένα «Χαμένο βιβλίο», το βιβλίο της προσφυγιάς στις χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού, που δεν έγραψε. Γράφηκε σε αντίλογο ότι αυτό ακούγεται κανονιστικό, ότι  δεν δικαιούται η κριτική να λέει τι θα έπρεπε να είχε γράψει ο συγγραφέας.

Δεν λέω τι θα έπρεπε να είχε γράψει ο συγγραφέας. Διαπιστώνω το κενό, ρωτάω τις αιτίες του. Δεν πρόκειται για ιδιωτικό ζήτημα, πρόκειται για τη μοίρα ενός κόσμου, μια ηθική και ανθρωπιστική καταστροφή. Αυτά βέβαια αφήνουν αδιάφορη μια κριτική ανιστορική, κλεισμένη σε κάποια υγειονομική αντίληψη συγχρονίας. Λες και ο Χατζής επέλεξε ελεύθερα να μην ασχοληθεί, δεν υπήρχε λογοκρισία, αφόρητη επέμβαση, δεν τον κάθισαν στο σκαμνί για τους Ανυπεράσπιστους με συγκατηγορούμενη την Επιθεώρηση Τέχνης που πρωτοδημοσίευσε το διήγημα – έργο που έδειχνε τι θα ήταν το «χαμένο βιβλίο» της αριστερής συνείδησης και της γενιάς μου. Ο πολυγραφότατος Τζωρτζ Στάινερ, κορυφαίος διανοούμενος, έβγαλε ένα τόμο με τίτλο Τα βιβλία που δεν έγραψα. Στον Πρόλογό του λέει: «Ένα βιβλίο που δεν γράφηκε είναι κάτι παραπάνω από ένα κενό. Υπάρχει κάτι παραπάνω από μια άρνηση δυνατότητας. Ακριβώς το βιβλίο που δεν γράφηκε είναι εκείνο που θα μπορούσε να κάνει τη διαφορά ή ίσως όχι».  Ένας άλλος σπουδαίος συγγραφέας, ο Ζέμπαλντ, στηΦυσική ιστορία της καταστροφής,περνάει γενεές δεκατέσσερις τουςσυγχρόνους του γερμανούς συγγραφείςκαταλογίζοντάς τους την ενοχική σιωπή τους για την τραγωδία της χώρας τους, ιδιαίτερα τους  συμμαχικούς βομβαρδισμούς. 

Πάντως, ο εμφύλιος είναι οικεία περίοδος αναφοράς στο ελληνικό μυθιστόρημα. Ο  εμφύλιος είναι παντού. Πολλοί κάνουν συστηματικές ή λιγότερο συστηματικές αναφορές σ’ αυτόν. Ακόμη και νεότεροι, ακόμη και ελάσσονες, ακόμη και μεταμοντέρνοι συγγραφείς όλο και κάποια γιαγιά θα εφεύρουν με μνήμες από τον εμφύλιο. Γράφηκε, λέτε, το μυθιστόρημα του εμφυλίου;

Θέλουμε - δεν  θέλουμε, επανερχόμαστε στο θέμα, κι αυτό είναι αποκαλυπτικό. Μεγάλο μυθιστόρημα, με την κλασική έννοια του ρεαλισμού, δεν υπήρξε και μάλλον ήταν επόμενο. Ο μύθος είχε φέρει τη φρίκη, τις γενοκτονίες, και η μυθοπλασία είχε καταστεί ύποπτη, οπωσδήποτε ντεμοντέ. Αλλά και για ψυχολογικούς λόγους. Ίσως γιατί με τη συνέχεια της περιπέτειας και τις συσπάσεις της μνήμης, η εργασία πένθους δεν συντελέσθηκε ομαλά: το τραύμα μεταβιβάζεται από τη μια γενιά στην άλλη, διαρκούν οι εκκρεμότητες, το αίτημα της δικαίωσης (θυμηθείτε τον Τσίρκα), το άχτι, ο ρεβανσισμός. Η μάχη της ιστοριογραφίας μαίνεται. Η εξαίρεση, παρ’ όλα αυτά, οι Ακυβέρνητες Πολιτείες, ήρθε από την Ιερουσαλήμ και τον αιγυπτιώτη ελληνισμό. Έχουμε βέβαια ένα είδος αντι-μυθιστορήματος, τη μεταφορά του Κιβωτίου του Αλεξάνδρου, την αλληγορία του Φραγκιά (Λοιμός, Πλήθος), έχουμε σπουδαία μυθιστορήματα τεκμηρίων, ιδίως την Ορθοκωστά και την Κάθοδο των Εννέα του Βαλτινού, έχουμε μια συγκομιδή από διηγήματα, νουβέλες, μυθιστορήματα  (Χάκκας, Γαλανάκη, Τ. Γουδέλης,  Πετσετίδης, Φάις). Και έχουμε την ποίηση της ήττας με κορυφαίους τον Λειβαδίτη και τον Πατρίκιο.

Το πρόβλημα δεν είναι και εσωτερικό, αισθητικό, της ίδιας της λογοτεχνίας;

Ακριβώς. Πρώτον, η ίδια η αναπαράσταση, το κλασικό μέσον της πεζογραφίας, θεωρείται ξεπερασμένη, αντιδραστική. Ο δομισμός αρνήθηκε κάθε αναφορικότητα. Πίσω απ’ το χαρτί, λέει ο Μπαρτ, δεν είναι το πραγματικό, το αναφερόμενο, αλλά η αναφορά, η απεραντότητα των γραφών. Οι λέξεις δεν παράγονται απ’ τα πράγματα, τα παράγουν. Βέβαια είχε δίκιο ο Ουίλλιαμ Τζέημς (αμερικανός φιλόσοφος του 19ου αιώνα) όταν είπε ότι η έννοια σκύλος δεν δαγκώνει. Μας το θύμισε ο Γιώργος Αριστηνός σ’ ένα ωραιότατο κείμενο, στη συλλογή  δοκιμίων του Τοξικά Απόβλητα.  Αν δεν το πίστευα αυτό δεν θα πρόβαλα τη λογοτεχνία του Σαντ στην Αυγή. Αλλά δεν βλέπω ποια άλλη γέφυρα έχει η συνείδηση με την πραγματικότητα «σκύλος» πέρα από την έννοια, τη λέξη. Θα προσθέσω εδώ ότι υπάρχει ειδοποιός διαφορά ανάμεσα σ’ έναν ποιητικό και έναν πεζογραφικό σκύλο: ο δεύτερος δαγκώνει καμιά φορά. Θέλω να πω ότι η πεζογραφική αφήγηση εμπεριέχει και χωνεύει και άλλους λόγους, όπως ο λόγος της γνώσης, των ιδεών, της πολιτικής, ο πρακτικός λόγος γενικά. Και εκεί οι έννοιες δεν είναι αδέσποτες.

Αυτή είναι επομένως η στάση σας απέναντι στον μεταδομισμό, την διακειμενικότητα...

Ναι. Οπωσδήποτε δεν βλέπω τη λογοτεχνία σαν ένα παλίμψηστο εγγραφών που αλληλοεπικαλύπτονται σε μια ατελεύτητη λιτανεία παραθεμάτων. Αυτή η έννοια της διακειμενικότητας έχει παραμέτρους που περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, τον θάνατο του συγγραφέα, το άσκοπο, το αδιάφορο, την άρνηση της δημιουργίας ώς την πλήρη αποδόμηση του λόγου. Ο Ντεριντά, ξεκινώντας να αποδομήσει τον φωνολογοκεντρισμό, τη μεταφυσική και την «Αλήθεια», καταλήγει στον σολιψισμό, τον υποκειμενικό ιδεαλισμό. Και ταυτόχρονα πιστεύει στον Μαρξ! Τελικώς, δεν εννοώ να επιλέξω ανάμεσα σε όλη αυτή την αρνητικότητα και στον κοινό νου. Γι’ αυτό αγαπώ την ποίηση, την λογοτεχνία που τα λέει όλα και για όλα αμφιβάλλει. Από όλα αυτά προτιμώ να μείνω κοντά στον μοντερνισμό, τον πριν από τη «λογοτεχνική θεωρία». Από τη διακειμενικότητα της Κρίστεβα, π.χ., προτιμώ την άποψη της διαλογικότητας του Μπαχτίν, που μέσα από την πολλαπλότητα των φωνών και των συνειδήσεων επιτρέπει το νόημα και το άνοιγμα στον κόσμο.

Η άλλη συνιστώσα έννοια του βιβλίου σας, του τίτλου τουλάχιστον, είναι ο Εμφύλιος, άρα η πολιτική, η Αριστερά...

Τη λογοτεχνία και την κριτική την ενδιαφέρει η ανθρωπολογική τομή του Εμφυλίου και παρεμπιπτόντως η ιδεολογική ή η πολιτική. Εξακολουθώ πάντως να πιστεύω ότι η Αριστερά έχει βαριά συνευθύνη για τον Εμφύλιο και τη συνέχειά του, τη δικτατορία και το περιβόητο πολιτικό σύστημα που μας κληροδότησε. Μια ευθύνη που δεν την έχει αυτοκριτικά αναλάβει. Πάντα και για όλα φταίνε οι άλλοι. Ξεχνάει ότι, καταστατικά, η κομμουνιστική Αριστερά, ως παράρτημα της Γ΄ Διεθνούς, δεχόταν τη λενινική ντιρεκτίβα, τη μετατροπή της ταξικής πάλης σε διαρκή εμφύλιο.

Βλέποντας την ένταση και συχνά τη βιαιότητα της πολιτικής σύγκρουσης, μπορεί να σκεφθεί κανείς ότι ο Εμφύλιος λανθάνει κατά κάποιον τρόπο – ότι συνεχίζεται με άλλες μορφές;

Μου θυμίζετε τον στίχο του Αναγνωστάκη: κανένας πόλεμος δεν τέλειωσε ποτέ. Ο Έλιοτ είχε πει μάλιστα ότι ο αγγλικός εμφύλιος του 17ου αιώνα δεν τέλειωσε ακόμα. Δεν είναι όλα εμφυλιοπολεμικά, εξηγούσε, αλλά διατηρείται ζωντανή αυτή η κληρονομιά  στην ιστορία και τη λογοτεχνία. Και σ’ εμάς ο εμφύλιος ως πρακτική επικράτησης έχει επισήμως εγκαταλειφθεί , αλλά φαίνεται ότι στοιχειώνει το πολιτικό υποσυνείδητο Δεξιάς και Αριστεράς των άκρων, με την ολοκληρωτική συγκρουσιακή τους λογική, την κατάπτυστη καταγγελτική οξύτητα. Στη σημερινή κρίση δεν υπάρχει ανοιχτή ταξική σύγκρουση, επειδή μαστίζει τη μεσαία τάξη, δηλαδή την κοινωνική πλειοψηφία πια. Υπάρχει και καλλιεργείται σύγκρουση του τύπου «όλοι εναντίον όλων», με πρωτοπόρους τους προνομιούχους – αποκλειστική πελατεία της Αριστεράς που τη διεκδικεί τώρα και η φασιστική Δεξιά. Το θλιβερό είναι ότι με τους προνομιούχους των ΔΕΚΟ, τους κρατικοδίαιτους και τους γαλαζοαίματους Κολασμένους της Γης, πάνε και οι κοινωνικές ελίτ, από τη Δικαιοσύνη ώς τα επιστημονικά σωματεία και τους τεχνοκράτες. Όλοι ζητάνε να μην πληρώσουν αυτοί, να πληρώσουν όλοι οι άλλοι. Και η Αριστερά, ο εθνικολαϊκισμός, το φασισταριό, μαζί τους. Δεν βλέπω Μαρξ, δεν βλέπω Μπερνστάιν, δεν βλέπω Ρωλς. Δεν αναγνωρίζω καμιά συγκροτημένη κοινωνική θεωρία με πολιτική έκφραση. Αυτόματα έχει επικρατήσει ο παλιός αναρχικός εγωισμός τύπου Μαξ Στίρνερ. Μου ’ρχεται στο νου η φρίκη του φιλελεύθερου Ροΐδη στη θέα ενός βιβλίου του Στίρνερ που διαβάζει ένας ξένος στο διήγημα «Άγιος Σώστης». Τίτλος του Το Εγώ ως απόλυτον και  ο κόσμος ως έκφρασις αυτού.

Τι άλλο να πω; Νομίζω ότι η ιδεολογία της εποχής μου ώδινεν επανάσταση και έτεκεν γκρουπούσκουλα.  

The Books' Journal

Το Books' Journal είναι μια απολύτως ανεξάρτητη επιθεώρηση με κείμενα παρεμβάσεων, αναλύσεις, κριτικές και ιστορίες, γραμμένα από τους κατά τεκμήριον ειδικούς. Πανεπιστημιακούς, δημοσιογράφους, συγγραφείς και επιστήμονες με αρμοδιότητα το θέμα με το οποίο καταπιάνονται.

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.