Σύνδεση συνδρομητών

Ένα υπουργικό συμβούλιο κάτω από έναν πλάτανο

Δευτέρα, 29 Απριλίου 2024 00:36
Σκόπελος, καλοκαίρι του 1919. Ορισμένοι από τους σημαντικούς αντιβενιζελικούς εξορίστους στην εξοχή με φόντο τη χώρα. Η φωτογραφία προέρχεται από το εξώφυλλο του βιβλίου της Ελένης Κ. Σπηλιώτη, Εθνικός Διχασμός: Φιλοβασιλικοί εξόριστοι στη Σκόπελο.
Σκόπελος, καλοκαίρι του 1919. Ορισμένοι από τους σημαντικούς αντιβενιζελικούς εξορίστους στην εξοχή με φόντο τη χώρα. Η φωτογραφία προέρχεται από το εξώφυλλο του βιβλίου της Ελένης Κ. Σπηλιώτη, Εθνικός Διχασμός: Φιλοβασιλικοί εξόριστοι στη Σκόπελο.

Ελένη Κ. Σπηλιώτη, Εθνικός Διχασμός: Φιλοβασιλικοί εξόριστοι στη Σκόπελο, Νίκας, Αθήνα 2023, 312 σελ.

Την περίοδο του Εθνικού Διχασμού, η Σκόπελος έγινε τόπος εξορίας για τα περισσότερα μέλη των φιλοβασιλικών κυβερνήσεων. Οι αντιβενιζελικοί Σπυρίδων Λάμπρος, Παναγής Τσαλδάρης, Ιωάννης Ράλλης, Ευγ. Ζαλοκώστας, Γ. Μπαλτατζής, Κ. Κουμουνδούρος, Νικ. Τριανταφυλλάκος, Σπ. Στάης, Γεώργιος Α. Βλάχος, Ίων Δραγούμης είναι μερικοί απ’ όσους εκτοπίστηκαν στο νησί των Σποράδων. Εκεί, ο Ράλλης παντρεύτηκε τη Ζαΐρα Θεοτόκη κι ο Τσαλδάρης ερωτεύτηκε και παντρεύτηκε την κόρη του Λάμπρου, Λίνα – που αργότερα θα γινόταν η πρώτη ελληνίδα υπουργός.

Για κάποιον που ενδιαφέρεται να μελετήσει την περίοδο της ελληνικής Ιστορίας κατά την οποία κυριαρχεί η προσωπικότητα του Ελευθερίου Βενιζέλου (1910-1936), δύσκολα θα διαφύγει από την προσοχή του το ότι, συνολικά, αυτό που γενικά ορίζουμε ως αντιβενιζελισμό δεν έχει φωτιστεί ιδιαίτερα από τους πολιτικούς επιστήμονες ή τους ιστορικούς, όπως θα έπρεπε. Προφανώς δεν είναι της παρούσης να αναλύσουμε το γιατί συνέβη κάτι τέτοιο. Αντίθετα, πρέπει να σταθούμε στο γεγονός ότι, την τελευταία δεκαετία, παρατηρείται ένα μάλλον αυξημένο ενδιαφέρον και για τον πολιτικό χώρο που προσδιοριζόταν γενικά ως ο κείμενος στην απέναντι πλευρά του Ελευθερίου Βενιζέλου.

Ήταν ένας χώρος που, όπως διαπιστώνει εύκολα κανείς, κάθε άλλο παρά ομοιογενής ήταν, τόσο ως προς τις καταβολές όσο και ως προς τους στόχους, αφού τα πολιτικά κόμματα που τον συγκροτούσαν, είχαν τεράστιες διαφορές μεταξύ τους και μόνο η αντίθεση απέναντι στον Βενιζέλο και στις πολιτικές του ήταν το συνεκτικό στοιχείο του – και αυτό, όχι πάντα.

Σε αυτό το πλαίσιο του «ανανεωμένου» ενδιαφέροντος για τον αντιβενιζελικό κόσμο (δηλαδή, για τη μισή Ελλάδα, ας μην το ξεχνάμε αυτό), έρχεται η μελέτη της Ελένης Σπηλιώτη, Φιλοβασιλικοί εξόριστοι στη Σκόπελο (Νίκας, 2023), να μας φωτίσει μια σχεδόν άγνωστη στους μη ειδικούς πτυχή του Εθνικού Διχασμού: την εξορία σημαινόντων προσωπικοτήτων του αντιβενιζελισμού, και μάλιστα όχι μόνο πολιτικών, για σχεδόν δύο χρόνια, από τις αρχές του 1918 ώς τις αρχές Νοεμβρίου του 1919. Τόπος εξορίας, η Σκόπελος.

 

Εξόριστοι με κύρος και εκτόπισμα

Το εγχείρημα της Σπηλιώτη είναι ενδιαφέρον πρώτα απ’ όλα επειδή συνδυάζει στοιχεία και χαρακτηριστικά τοπικής ιστορίας με την πολιτική και κοινωνική ιστορία, όπως διαμορφώνεται κατά την παραμονή των εκτοπισμένων στο νησί. Η ερευνήτρια συγγραφέας κάνει εκτεταμένη έρευνα σε τοπικά αρχεία ενώ έχει βασιστεί και σε καταγεγραμμένες προσωπικές μαρτυρίες Σκοπελιτών, μέχρι και στα λευκώματα των κοριτσιών. Ο στόχος αυτός είναι ξεκάθαρος ήδη στον πρόλογο του βιβλίου:

Στις καταγραφές της τοπικής ιστορίας εντάσσεται και η μελέτη που ακολουθεί, καθώς φιλοδοξεί να σκιαγραφήσει, μέσα από την αναζήτηση και τη χρήση αρχειακού υλικού, προσωπικών μαρτυριών, τη μελέτη της βιβλιογραφίας και του Τύπου εκείνης της εποχής, τον απόηχο του Εθνικού Διχασμού κατά τη χρονική περίοδο 1917-1920 στη Σκόπελο. Η περίοδος αυτή αποτελεί ιδιαίτερα ταραγμένη εποχή της νεότερης Ελληνικής Ιστορίας, την οποία ένα μεγάλο ποσοστό Νεοελλήνων ή αγνοεί ή γνωρίζει πλημμελώς. Δεν είναι στις προθέσεις μου να ασχοληθώ διεξοδικά με τα γεγονότα που έλαβαν χώρα στην Ελλάδα σ’ αυτό το χρονικό διάστημα. Το συγκεκριμένο αντικείμενο έχει ερευνηθεί από έγκριτους ιστορικούς, τις επιστημονικές εργασίες των οποίων έλαβα υπ’ όψη μου, πριν προβώ στη σύνταξη του προλόγου του παρόντος πονήματος, η οποία έχει γραφεί για να διευκολυνθεί ο αναγνώστης στο να σχηματίσει μια σαφή εικόνα της εποχής, να μπει στο πνεύμα της και να κατανοήσει έτσι όλα όσα έλαβαν χώρα στη Σκόπελο κατά την ταραγμένη εκείνη χρονική περίοδο. 

Σε κάθε περίπτωση πάντως δεν έχουμε να κάνουμε με ένα συνηθισμένο βιβλίο τοπικής Ιστορίας και άρα, εκ των πραγμάτων, περιορισμένου ενδιαφέροντος, δεδομένου ότι, όπως παρατηρεί ο επίσης εξόριστος στη Σκόπελο, Γεώργιος Α. Βλάχος, ο ιδρυτής της Καθημερινής, στην παραλία του νησιού «ένα ολόκληρο Υπουργικό Συμβούλιο συνεδριάζει κάτω από έναν πλάτανο».

Το βιβλίο αποτελείται από επτά κεφάλαια, πρόλογο, εισαγωγή, επίλογο και παραθέματα στα οποία βρίσκουμε τις «Αναμνήσεις εξορίας» του Γεωργίου Βλάχου, επιστολές Σκοπελιτών προς τον Ίωνα Δραγούμη καθώς και αποσπάσματα από Λευκώματα.

Το πρώτο και το δεύτερο κεφάλαιο, είναι κεφάλαια αμιγώς τοπικής Ιστορίας και αναφέρονται το πρώτο στη Σκόπελο του 1917 και το δεύτερο στην τοπική αυτοδιοίκηση του νησιού. Ήδη, με το σχηματισμό, το 2016, από τον Ελευθέριο Βενιζέλο της Προσωρινής Κυβέρνησης στη Θεσσαλονίκη από τον Ελευθέριο Βενιζέλο, έχουν προκύψει στον ελλαδικό χώρο δύο κράτη: το κράτος των Αθηνών, στο οποίο κυριαρχούν ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος και τα κόμματα που πρόσκεινται φιλικώς προς αυτόν, και το κράτος της Θεσσαλονίκης στο οποίο κυριαρχεί ο Βενιζέλος.

Τότε η Ελλάδα χωρίζεται σε τρεις ζώνες: Τη λεγόμενη Παλαιά Ελλάδα η οποία παραμένει βασιλική, το κράτος της Θεσσαλονίκης το οποίο περιλαμβάνει τη Δυτική Μακεδονία, την Κρήτη και τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου αλλά συνεχώς επεκτείνεται με τη βοήθεια των Συμμάχων και την Ανατολική Μακεδονία που βρίσκεται στα χέρια των Γερμανοβουλγάρων. Κατά την προσπάθεια του κράτους της Θεσσαλονίκης να επεκταθεί σε βάρος του κράτους των Αθηνών, οι Σποράδες γίνονται θέατρο συγκρούσεων.

Η επικράτηση, τελικά, και στην Παλαιά Ελλάδα του Ελευθερίου Βενιζέλου με την καταλυτική βοήθεια των Συμμάχων της Αντάντ συνδυάστηκε με ένα πογκρόμ διώξεων εναντίον προσωπικοτήτων που είχαν χαρακτηριστεί «γερμανόφιλοι», χωρίς όμως στην πραγματικότητα να τρέφουν όλοι συμπάθεια προς τη Γερμανία. Πλην όμως ήσαν άπαντες αντιβενιζελικοί (αν και πρέπει να αναφερθεί ότι εκτεταμένες διώξεις είχαν λάβει χώρα στην Παλαιά Ελλάδα και εναντίον των βενιζελικών, κυρίως από τους Επίστρατους του Ιωάννη Μεταξά).

Διαβάζοντας στην εισαγωγή του βιβλίου τη λίστα με τα ονόματα των εξορίστων, γίνεται κατανοητό γιατί ο Γεώργιος Βλάχος δεν υπερέβαλλε όταν μιλούσε για το υπουργικό συμβούλιο κάτω από έναν πλάτανο. Στη Σκόπελο εκείνη την εποχή βρίσκονταν εκτοπισμένοι, εκτός του Βλάχου, ο Ιωάννης Ράλλης με τη σύζυγό του, Ζαΐρα Θεοτόκη, ο Σπυρίδων Λάμπρος με την οικογένειά του, ο Παναγής Τσαλδάρης, ο Γεώργιος Μπαλτατζής με τη σύζυγό του, ο Νικόλαος Τριανταφυλλάκος με την οικογένειά του, ο Ευγένιος Ζαλοκώστας με την οικογένειά του, ο Κωνσταντίνος Λούρος, ο Περικλής Μπούμπουλης (απόγονος της Μπουμπουλίνας και εκ των ιδρυτικών μελών του αθλητικού συλλόγου του Παναθηναϊκού), ο Αγαμέμνων Σλήμαν, γιος του Ερρίκου Σλήμαν, ο Ίων Δραγούμης –ο οποίος ήταν και ο τελευταίος που έφυγε από το νησί στις 6 Νοεμβρίου 1919– και άλλες προσωπικότητες, πολιτικές ή μη, που ανήκαν στον αντιβενιζελικό χώρο. Αφορμή για τις συλλήψεις και τους εκτοπισμούς είχε δώσει η ανταρσία του 2ου Συντάγματος Πεζικού Λαμίας, την οποία ακολούθησαν και άλλες.

Στο τρίτο κεφάλαιο του βιβλίου υπάρχουν τα βιογραφικά στοιχεία των εκτοπισθέντων. Συχνά εδώ, οι παραπομπές προέρχονται από το διαδίκτυο, κάτι που δεν είναι ιδιαίτερα θετικό για μια τέτοιου είδους έρευνα, ωστόσο, δεδομένου ότι πρόκειται για συνοπτικά βιογραφικά που σκοπό έχουν να πληροφορήσουν απλώς τον αναγνώστη για το “who is who?” των εξορίστων, μπορεί να θεωρηθεί «συγγνωστό» ατόπημα.

Από το τέταρτο κεφάλαιο μέχρι και το έκτο, η Σπηλιώτη περιγράφει με ιδιαίτερα γλαφυρό και «φιλικό» προς τον αναγνώστη τρόπο την άφιξη των εξορίστων στο νησί, όπως και την αναχώρησή τους, την καθημερινότητα που διαμορφώθηκε καθώς και τα συναισθήματα που αναπτύχθηκαν ανάμεσα στους εκτοπισθέντες και τους ντόπιους. Στο έβδομο κεφάλαιο η συγγραφέας συγκεντρώνει τα συμπεράσματα της έρευνάς της, ενώ στον σύντομο επίλογό της αναφέρεται στη μετέπειτα ιστορία του νησιού ως τόπου εξορίας – τελευταίοι εκτοπισθέντες στη Σκόπελο, τα χρόνια της απριλιανής δικτατορίας, ήταν η Βιργινία Τσουδερού και ο Γεώργιος Μαύρος.

 

Έρωτες και γάμοι

Κατά την προσωπική μου αίσθηση, το πλέον ενδιαφέρον κεφάλαιο του βιβλίου, είναι το πέμπτο που αφορά την καθημερινότητα των εξόριστων. Εκεί πληροφορούμαστε ότι οι περισσότεροι, αν όχι όλοι, φιλοξενήθηκαν σε σπίτια βενιζελικών του νησιού, οι οποίοι μάλλον δεν προσπάθησαν να τους δυσκολέψουν ιδιαίτερα το βίο. «Οι συνθήκες διαβιώσεως στη Σκόπελο δεν ήταν ιδανικές, οι κάτοικοι όμως ήταν εξαιρετικά περιποιητικοί προς τους εξορίστους και έτσι η μητέρα μου έγραφε στη μητέρα της ότι παρ’ όλη την έλλειψη συχνής επικοινωνίας, εξαιτίας της θαλασσοταραχής, της έφερναν και “του πουλιού το γάλα”», αναφέρει ο Γεώργιος Ράλλης ενθυμούμενος τις μαρτυρίες τις σχετικές με την εξορία των γονιών του. Ανάλογη άποψη φέρεται να είχε και ο (γιατρός και πολιτικός) Κωνσταντίνος Λούρος.

Αντίθετα, ο Γεώργιος Βλάχος, «παρουσιάζει την καθημερινότητα του πολύ πιο δύσκολη. Δεν φαίνεται να συμμερίζεται την άποψη του Λούρου για την προθυμία των Σκοπελιτών». Κατά τη Σπηλιώτη, οι δυσκολίες που κυρίως αντιμετώπιζαν οι εκτοπισθέντες, δεν απείχαν πολύ από τις δυσκολίες της καθημερινής ζωής των ντόπιων κατοίκων, που όμως στα μάτια των μεγαλοαστών εξορίστων φάνταζαν ακόμη πιο μεγάλες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, η έλλειψη τροφίμων, πρόβλημα που αφορούσε όλο τον τόπο, αφού παρότι ο αποκλεισμός που είχαν επιβάλει οι δυνάμεις της Αντάντ στη φιλοβασιλική κυβέρνηση των Αθηνών είχε λήξει την εποχή που αναφέρει ο Βλάχος, λόγω του πολέμου η αγορά των αγαθών συνέχιζε να μην έχει εξομαλυνθεί.

Τις μεγαλύτερες δυσκολίες με την εξεύρεση καταλύματος φαίνεται ότι αντιμετώπισαν οι εργένηδες, όπως ο Βλάχος ή ο Δραγούμης, παρά εκείνοι που είχαν έρθει με τις οικογένειές τους. Ο Δραγούμης, στο ημερολόγιο του οποίου παραπέμπει η Σπηλιώτη, αναφέρει ότι «δεν βρίσκει κανείς εύκολα να κατοικήσει εδώ σε εγχώριο σπίτι για να μη βγει το όνομα καμιάς γυναίκας, και γίνει σκάνδαλο, έστω και να μη γίνει τίποτα». Δεδομένης μάλιστα της φήμης του Δραγούμη ως γυναικοκατακτητή, οι δυσκολίες αυτές δεν φάνταζαν εντελώς αδικαιολόγητες, στην κλειστή κοινωνία της Σκοπέλου εκείνη την εποχή. Από την άλλη, αυτό που κυρίως δυσκόλευε τους εκτοπισθέντες ήταν η αυστηρή λογοκρισία και της προσωπικής τους αλληλογραφίας καθώς και η αστυνόμευση όλων των δραστηριοτήτων τους. Εξαίρεση δεν αποτελούσαν τα ζώα τους.

Εκτενής αναφορά στο βιβλίο γίνεται και στην ψυχαγωγία των εκτοπισμένων, καθώς και στους τρόπους με τους οποίους γέμιζαν, δημιουργικά ή μη, το χρόνο τους κατά τη διαμονή τους. Μεταξύ άλλων, ο Ιωάννης Ράλλης και η Ζαΐρα Θεοτόκη τέλεσαν την τελετή του γάμου τους, με τον φιλοβασιλικό παπά που τους πάντρεψε να χρησιμοποιεί αντί στεφάνων κλωνάρια ελιάς, που ήταν και έμβλημα του φιλοβασιλικού κόμματος. Επίσης, εκεί ο Παναγής Τσαλδάρης ερωτεύτηκε την μετέπειτα πρώτη ελληνίδα υπουργό, Λίνα Λάμπρου, κόρη του συνεξόριστου πρώην πρωθυπουργού Σπυρίδωνος Λάμπρου. Και αυτό το ζευγάρι τέλεσε τους γάμους του στη Σκόπελο. Στη Σκόπελο παντρεύτηκαν ακόμα ο Γεώργιος Πωλογιώργης (εργοστασιάρχης που ασχολούνταν με την παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος) τη Σοφία Ξύδη, η οποία ήταν ντόπια, ενώ και ο (δάσκαλος) Κωνσταντίνος Χαρακτίδης νυμφεύθηκε Σκοπελίτισσα.

Στο έβδομο κεφάλαιο της μελέτης της, όπου η Σπηλιώτη συγκεντρώνει τα συμπεράσματά της, έχει τον εύστοχο υπότιτλο: «Ουδέν κακόν αμιγές κακού». Όντως, κάπως έτσι φαίνεται ότι ήταν τα πράγματα και για τους εξόριστους στη Σκόπελο και για τους κατοίκους του νησιού.

 

 

 

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.