Χρειάζεται αυτοθυσία και τόλμη –στα όρια της αποκοτιάς– για να αποπειραθεί κανείς να συλλάβει το ακατάληπτο· και τι είναι πιο αδιαπέραστο, πιο παράδοξο, πιο δυσεξήγητο από το Κακό, το ριζικό Κακό, τον εκβιομηχανισμένο θάνατο στο Άουσβιτς, όχι μονάχα έτσι όπως καταγράφηκε μέσα από ντοκουμέντα, φωτογραφίες και αφηγήσεις, αλλά και όπως προκύπτει από την εσωτερική εμπειρία που γεννά το ίδιο το ποίημα που συζητάμε απόψε, το έργο ενός ποιητή που ρίσκαρε την ασφάλειά του υπό το βάρος της ιστορικής μαρτυρίας, την οποία «πρόσθεσε» μέσω των τεκμηρίων στον εαυτό του, διακυβεύοντας την έξοδό του από την Κόλαση των Κρεματορίων. Συχνά ξεχνάμε πως η γραφή είναι ένα επικίνδυνο παιχνίδι, μια τολμηρή ακροβασία, μια δοκιμασία απ’ την οποία δύσκολα βγαίνεις ανέπαφος. Ο Στίγκας φαίνεται πως το θυμάται.
Μα, ας μην προτρέχουμε.
Στον κόσμο των κρεματορίων
Επιτρέψτε μου να παραθέσω ένα από τα πρώτα ποιήματα της συλλογής, με τίτλο «Ο Λευκός Άγγελος». Εδώ το ποιητικό υποκείμενο μας παραδίδει μαθήματα ανατομίας:
Εις το Πανεπιστήμιον του Καρόλου
όπου είχα την τύχην
να σπουδάσω την ιατρικήν τέχνην,
ανατέμναμε επιτυχώς μικρά έμβια όντα
ανάμεσά τους και τον κοινότατον βάτραχον.
Το αμφίβιο δένεται (ας πούμε χαριτολογώντας)
χειροπόδαρα
επί ξύλινης επιφανείας
ούτως ώστε
να αυξηθεί η σπαργή του δέρματος
εις την κοιλιακήν χώρα.
Κατόπιν –με την δέουσαν προσοχήν–
διαρρηγνύεις το περιτόναιον
και παρατηρείς έκθαμβος
την Σοφίαν του Κυρίου,
μια ανατομία
δίκην χρωστήρος
όπου ούτε ο Μέγας Ρέμπραντ
δεν θα δύνατο να φαντασθεί.
Α, ακόμη ενθυμούμαι
το ζωηρό ερυθρόν των αρτηριών
την υπόλευκην τραχείαν
τα κυανά ξαφνιάσματα των φλεβών
το ταπεινό φαιοπράσινο των εντέρων
ένα μεγαλείο
όπου ήτο φύσει αδύνατον
να μην αγγίξεις
έστω και με το μικρότερο των δαχτύλων σου
Το βυθίζεις λοιπόν, μόρτη μου
και ξεριζώνεις την καρδούλα του
που χτυπά έτσι
μονάχη της
πάνω στο μικρό σου νύχι
για κάνα τρίωρο, να πούμε,
και βάλε.
Παραβλέποντας προς στιγμήν την ταυτότητα του ποιητικού υποκειμένου επιτρέψτε μου μια βεβήλωση (αταίριαστη με το βάρος και το βάθος της σύνθεσης, ταιριαστή ωστόσο με την τόλμη της): Αφουγκράζεται κανείς σε αυτούς τους στίχους μια αντιστοιχία μεταξύ του απηνούς σπουδαστή της ιατρικής τέχνης και του ανατόμου της ποίησης. Σκεφτείτε για λίγο το Sonderkommando του Στίγκα, δεμένο «(ας πούμε χαριτολογώντας) / χειροπόδαρα» να υπομένει τις αγριότητες μου.
Μετά από αυτή την εικόνα θα ’πρεπε να δηλώσω αδυναμία να συνεχίσω, ή να παραδεχτώ τουλάχιστον μια κάποια αμηχανία κι εσείς, με το δίκιο σας, θα συμπεραίνατε πως ακκίζομαι ή έστω, οι πιο καλοπροαίρετοι από σας, πως εκφράζω μια ελαφριά επιφύλαξη πριν συνεχίσω. Σημείο κλειδί εδώ δεν είναι η «αμηχανία» μου αλλά η ίδια η λέξη «αμηχανία», η οποία, όπως νομίζω συμφωνήσαμε, μόλις πριν από λίγο, δεν φέρει δα και κάποιο θαυμαστό βάρος. Ανατρέχω λοιπόν στο Λεξικό Δημητράκου: «Αμηχανία: έλλειψις μέσων ή τρόπων προς διέξοδον εκ δυσχεριών, όθ. στεναχώρια, απορία. 2. Δυσχερής κατάστασις». Η ερμηνεία της λέξης δεν διερμηνεύει ακριβέστερα την πρόθεση μου να παραδεχτώ μια κάποια «αμηχανία», πρόθεση η οποία έτσι κι αλλιώς σταδιακά σας αποκαλύπτεται, αλλά αποδεικνύεται πολύτιμο κλειδί για την είσοδό μας στο ποιητικό σύμπαν του Sonderkommando, στο οποίο ο Στίγκας μάς υποδέχεται με το ποίημα-εσωτερικό μότο:
Αυτός ο Κόσμος / ψέλλισα
είναι φτυστός η αμηχανία μου.
Σε αυτούς τους λίγους στίχους ο ποιητής αποκαλύπτει μια βασική, αν όχι καταστατική, πρόθεσή του: να επανανοηματοδοτεί, όπου κι όταν χρειάζεται, παραφθαρμένες λέξεις, τραυματισμένες από την κατάχρηση.
Η «αμηχανία» του ποιητή δεν είναι φτηνή ούτε εύκολη, κι έτσι καθώς μας υποδέχεται κατά την είσοδό μας στον κόσμο των Κρεματορίων δηλώνει ευθύς εξαρχής πως βρίσκεται σε δυσχερή κατάσταση εντός κι εκτός των σελίδων, αφού τόσο μέσα όσο κι έξω απ’ αυτές, η ρημαγμένη ζωή ξεδιπλώνεται, όχι διαμεσολαβημένη από τη μνήμη, αλλά αιμάσσουσα, σ’ ένα διαρκές βασανιστικό παρόν.
Ακόμα και η αγωνία του για τη γλώσσα δεν είναι μια sui generis λογιοσύνη, αλλά μια απάντηση στο αίτημα των επιζώντων κι εντέλει στο αίτημα της καινούργιας μέρας. «“Δεν αξίζει τον κόπο να μιλάμε”, έλεγαν αυτοί που ήταν στα στρατόπεδα. “Τα λόγια δεν θα επιτρέψουν να καταλάβουμε καλύτερα”», γράφει ο Άαρων Άπελφελντ στο βιβλίο του Μέρες θαυμαστής διαύγειας (Εκδ. Άγρα, Αθήνα, 2023, σ. 94) και παρακάτω: «Φοβάμαι ότι όταν θα απελευθερωθούμε, αν απελευθερωθούμε, θα είμαστε μουγγοί. Δεν έχουν μείνει σχεδόν καθόλου λέξεις στο στόμα μας», (ό.π., σ. 216).
Η αποτυχία της γλώσσας
Εκπληρώνοντας λοιπόν δυο οφειλές, ο Στίγκας ανιχνεύει το ιερό μέσα στο βέβηλο για να ψάλλει ένα καντίς στη μνήμη των θυμάτων, και την ίδια στιγμή σκαρώνει μια νέα γλώσσα για τους επιζώντες, μια υπαινικτική γλώσσα υψηλής πυκνότητας που αποκαλύπτει σταδιακά μια δυστοπία που δύσκολα χωρά στον λόγο:
Αρκεί / μια λύσις / της συνέχειας του δέρματος
και χύνονται από μέσα σου
τ’ απορημένα χρώματα των σπλάχνων
διαβάζουμε στο πρώτο κιόλας ποίημα.
Την ανάγκη μιας νέας γλώσσας υπογραμμίζει άλλωστε ο ίδιος ο ποιητής παρακάτω:
Η αποτυχία της γλώσσας
πονά περισσότερο
σε εποχές βαριά μονοσύλλαβες
ενώ λίγο αργότερα στρέφει το βλέμμα μας σε μια ολοφάνερη περίπτωση της υπονόμευσης της σημασίας των λέξεων, σε ένα ποίημα θαυμαστής εικονοποιίας:
κατά τ’ άλλα
η εργασία απελευθερώνει
(μισή αλήθεια που σκουριάζει – την ίδια ώρα
που οι ολόκληρες γίνονται λίπασμα)
– από τη μια λοιπόν, οι άστοργες μεταλλικές λέξεις «Arbeit macht frei» πάνω από την πύλη εισόδου του Άουσβιτς, κι από την άλλη, οι εκατόμβες των θυμάτων, ο ασφόδελος Μιχαήλ και η λυγαριά Μαρία / με τα μακριά ικετευτικά κλαριά.
Ποιος όμως ή ποιοι είναι οι Sonderkommando που στοιχειώνουν το βιβλίο του Στίγκα. Πριν αποτολμήσουμε να απαντήσουμε σε αυτή την ερώτηση ας θυμηθούμε ποιοι ήταν τα μέλη των ειδικών μονάδων εργασίας των Ναζιστικών στρατοπέδων θανάτου. Διαβάζω από το αυτί του βιβλίου:
Sonderkommando: […] Αποτελούνταν από νεαρούς άνδρες, συνήθως εβραϊκής καταγωγής. Υπό την απειλή της εκτέλεσης, εξαναγκάζονταν να συμμετάσχουν στη θηριωδία των ναζί. Στα αποτρόπαια καθήκοντά τους συγκαταλέγονταν η εισαγωγή των θυμάτων στους θαλάμους αερίων, η εξαγωγή των πτωμάτων από τους θαλάμους, η καύση των νεκρών στα κρεματόρια και στους λάκκους αποτέφρωσης, η κοπή των γυναικείων μαλλιών, η εξόρυξη των χρυσών δοντιών, η σύνθλιψη των οστών, το σκόρπισμα της τέφρας.
Ήταν η μοναδική ομάδα αιχμαλώτων στην Ιστορία των λάγκερ του Άουσβιτς που εξεγέρθηκε, ανατινάσσοντας μάλιστα το κρεματόριο IV. Η διάρκεια ζωής των Sonderkommando ήταν τρεις με τέσσερις μήνες, μιας και ως φορείς του «μυστικού» της Τελικής Λύσης εξοντώνονταν από τα Ες Ες. Η επόμενη ομάδα Sonderkommando αναλάμβανε την καύση των προκατόχων της. Λιγότεροι από εκατό επιβίωσαν. Λιγότεροι από είκοσι θέλησαν/ μπόρεσαν να μιλήσουν για την κόλαση που έζησαν.
Ο Στίγκας δεν απαριθμεί ούτε μηρυκάζει τα ταπεινωτικά μαρτύρια των θυμάτων, δεν παρουσιάζει τους νεκρούς ως σκηνικά αντικείμενα του δράματος – τους δίνει φωνή. Το σκανδαλιστικό, το τετριμμένο, το αυτονόητο εξοβελίζονται από τις αφηγήσεις των Sonderkommando· η φρίκη των Στρατοπέδων, όπως και οι πολλαπλές εκδοχές του Κακού ενσαρκώνονται μέσα από την ίδια τη γραφή, όπως στην τελική απολογία της Ίρμα Γκρέζε, της θηριώδους «Ύαινας του Άσουβιτς», στο ποίημα «Μίλα μου, Ίρμα», το οποίο καταλήγει με μια βίαιη σύνθλιψη της γλώσσας:
δώσ’ μου ένα μήλο ζουμερό
και θα σου δείξω με τα δόντια μου
τι είναι ο Κόσμος
και τι το κάνω το κουκούτσι της συνείδησης
αυτή την άθλια επινόηση των Εβραίων
Δώσε μου μια σελίδα ακόμα
να βγει από τα μέσα μου λυκόσκυλο
Achtung!
Pozor!
Germania Bübleralles!
Δώσε μου μήλο ζουμερό
δώκλε μου μήκλο
πουτάνας γιε
δώκλε μου μια κλεκλίκλα ακλόκλα
ή στην ψευδοεπιστημονική, ψευδοαριστοκρατική γλώσσα, την οποία επιλέγει ο «ντόκτορας» Μένγκελε για να μας παραδώσει μαθήματα ανατομίας στο ποίημα «Ο Λευκός Άγγελος» που παρατίθεται στην αρχή. Κι ενώ, όπως είδαμε ήδη, η «παλαιά» γλώσσα εξυπηρετεί τα σχέδια του Κακού, («η εργασία απελευθερώνει», η «τελική λύση», «ειδικές μονάδες εργασίας»), παρασυρμένοι από τη νέα –εντός του ποιητικού τόπου– γλώσσα η Γκρέζε, ο Μένγκελε, ο Σπέερ κι ο Άιχμαν αποκαλύπτονται.
Στον αντίποδα των έστω και παραληρηματικών μανιφέστων που διατυπώνουν οι θύτες, οι μνήμες των Soderkommando, οι μνήμες δηλαδή των θυμάτων αναδύονται συνειρμικά:
που 'δα γομφίους τσάμπα ν’ ανατέλλουνε
ξερίζωσα χρυσάφι μπόλικο
ισοβαρές
με τον χρυσό που κούρεψα
τριχές –σου λεν– για τα υποβρύχια
και τα υποβρύχια πήγαν αύτανδρα
κάπου στον Βόρειο Ατλαντικό
μήτε οι γωβιοί
δεν καταδέχονται να φάνε – χαχάα!
Εικόνες από το δραματικό παρελθόν τους εμφανίζονται σαν σπαρακτικές εκλάμψεις, και ξάφνου η σημασία τους διευρύνεται και οι εικόνες της φρίκης προβάλλουν με την πραγματική διάστασή τους, όχι ως καρέ μιας στενοτοπικής δυστυχίας αλλά ως στιγμιότυπα της καταστροφικής πορείας του Κόσμου.
Ακόμα κι όταν μια διάθεση καρναβαλική παρεισφρέει στο κείμενο όπως εκείνο το:
― Ποιανού είναι αυτό το κρανίο;
― Του Γιόρικ.
― Κι ετούτο το μικρότερο;
― Πάλι του Γιόρικ, άλλα όταν ήταν μικρός
εντείνει την οδύνη, αφού δημιουργεί νησίδες φωτός που αναδεικνύουν το απόλυτο σκοτάδι, τη φρίκη δηλαδή του «Κατακούτελου», για να δανειστώ μια από τις προσφωνήσεις του Κακού μέσα από το βιβλίο.
Ο Στίγκας συνθέτει με θραύσματα έναν τέλειο κόσμο, τέλειο ως προς το ποιητικό αίτημά του, αφού μέσα από τα θραύσματα ο κόσμος παρουσιάζεται όπως είναι: κατακρημνισμένος και ατελής. Ακόμα και η κυκλική δομή του βιβλίου, το οποίο ανοίγει με μια φράση-τίτλο ποιήματος που ανακαλεί την Εμπεδόκλεια φιλοσοφία: «Ποια φιλότης; Το νείκος, το νείκος», για να κλείσει με την ίδια φράση αντεστραμμένη: «Η φιλότης, η φιλότης, ποιο νείκος;», υπενθυμίζει την βίαια εναλλαγή φιλότητας και νείκους ή μάλλον διατυπώνει έναν διαρκή αναστοχασμό για το ανθρώπινο πεπρωμένο.
Το βάρος των θυμάτων
Ανακαλώ μια φράση από τα απομνημονεύματα του Σλόμο Βενέτσια. Κατά τη διαδικασία των εν ψυχρώ εκτελέσεων των πιο αδύναμων κρατουμένων από τους Ες Ες, ο ίδιος, ως μέλος των Sodderkomando, έπρεπε με το ένα χέρι να κρατάει το θύμα από τ’ αυτί, ώστε όταν το πυροβολούσε ο Γερμανός, με τα κατάλληλα αντανακλαστικά να σπρώξει το κεφάλι του θύματος μπροστά, προτού το αίμα τιναχτεί σαν σιντριβάνι και λερώσει τον Ες Ες. «Για μένα», γράφει ο Βενέτσια, «το δυσκολότερο ήταν να αφήνω το νεκρό να πέσει, να νιώθω το βάρος του ανθρώπου σ’ αυτήν την πτώση, στην οποία τον συνοδεύαμε άθελά μας». (Shlomo Venezia, Sonderkommando: Μέσα από την κόλαση των θαλάμων αερίου, εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2008, σ. 124).
Υπάρχει μια βαθύτατη συγγένεια μεταξύ της τρομερής αυτής φράσης και του βιβλίου του Στίγκα. Μετά την ελεύθερη πτώση του Εξυπερύ, έπειτα από την καταβύθιση στην Δαντικής καταγωγής κόλαση της Κωμωδίας, ο ποιητής συνεχίζει εδώ τον καταποντισμό του στα έσχατα βάθη της Αβύσσου και πιο κάτω. Η πτώση λοιπόν αποδεικνύεται πυρηνικό θέμα της ποιητικής του, αφού φαίνεται πως συστηματικά διερευνά τα απώτατα όριά της. Μόνο που εδώ δεν καταποντίζεται μονήρης, αλλά κουβαλά το βάρος των θυμάτων, τα συνοδεύει ηθελημένα κι όχι άθελά του, ενώ κατά την πτώση του αυτή καταγράφει στο χαρτί τη συλλογική ευθύνη μας για την αδράνεια, την αδιαφορία και τη συνενοχή μας στα σχέδια του Κακού, υπενθυμίζοντας την ρήση του Μπαρτ: «Η γραφή είναι μια πράξη ιστορικής αλληλεγγύης».[1]
Κάτω από αυτό το πρίσμα, οι αιχμηρές προεξοχές των ποιημάτων δεν είναι παρά τα αναγκαία, παρά την επισφάλειά τους, στηρίγματα –σκαλιά γλιστερά κι επικίνδυνα σαν να λέμε–, που βοηθούν τον αναγνώστη στη σκοτεινή κατάβασή του, και ίσως αποδειχτούν πολύτιμα και για την επακόλουθη επιστροφή.
Καταλαβαίνω πως ελάχιστα φώτισα το ποίημα, μα θα πρέπει κι εσείς να καταλάβετε πως μόνο αποσπασματικά μπορώ να μιλήσω για ένα βιβλίο που συγκροτεί ένα σύμπαν, το οποίο περιλαμβάνει ένα ευρύτερο σύμπαν και αντανακλά έναν κόσμο εν εξελίξει. Οι φασματικές παρουσίες του Σαίξπηρ και του Γιόρικ, του Γκαίτε, του Δάντη, του νεκρού αδερφού Κωνσταντή, δεν είναι παρά παράθυρα εισόδων και εξόδων, γέφυρες επικοινωνίας σαν να λέμε μεταξύ των συγκοινωνούντων κόσμων. Συνδετικός ιστός αυτών των κόσμων, πανταχού παρούσα, συμπάσχουσα η φύση, παρακολουθεί τα ανθρώπινα πάθη· παρακολουθεί τα ανθρώπινα πάθη πέρα από την ενοχή και την εξιλέωση, προσθέτω μνημονεύοντας τον λαμπρό στοχαστή Ζαν Αμερύ, θύμα και επιζών της ναζιστικής κτηνωδίας.
Ο Στίγκας με το Sonderkommando αντικρίζει την καρδιά του Κτήνους κατάματα και τρομοκρατείται διαπιστώνοντας τη βεβαιότητα της καταστροφής· ο τρόμος αυτός όμως δεν είναι ψυχολογικός αλλά οντολογικός – η πτώση του Γιάννη Στίγκα αποδεικνύεται υπερβατική, ο ποιητής εξαφανίζεται μέσα στο ποίημα, δεν δανείζει απλώς τη φωνή του στα ποιητικά υποκείμενα, αλλά αφήνεται στις διαθέσεις τους και μετουσιώνεται σε κραυγή. Το ποίημα κραυγή αναμετριέται με την ανυπαρξία.
*Kείμενο που διαβάστηκε στην παρουσίαση του βιβλίου στον Ιανό, στις 8/11/2023.
[1] Roland Barthes, Ο βαθμός μηδέν της Γραφής, μτφ. Κώστας Παπαγεωργίου, Εκδόσεις 70, Αθήνα, 1971, σ. 26