Σύνδεση συνδρομητών

Τα εφηβικά ποιήματα του Βάσου Δασκαλάκη

Σάββατο, 04 Μαϊος 2024 10:46
To εξώφυλλο της πρώτης έκδοσης των Ξεριζωμένων.
Αρχείο Γιώργου Ζεβελάκη
To εξώφυλλο της πρώτης έκδοσης των Ξεριζωμένων.

Δεν είναι λίγοι οι συγγραφείς που ξεκίνησαν με ποιητικούς ρυθμούς πριν αφοσιωθούν στον πεζό λόγο. Παραθέτω εντελώς ενδεικτικά κάποια ονόματα: Ανδρέας Καρκαβίτσας, Ιάκωβος Καμπανέλης, Γιώργος Ιωάννου, Ρέα Γαλανάκη. Σ’ αυτούς, σύμφωνα με τα τελευταία μου ευρήματα, περιλαμβάνεται και ο Βάσος Δασκαλάκης (1897-1944).

Γεννήθηκε στον Κάβαλο της επαρχίας Οιτύλου της Μάνης και έγινε περισσότερο γνωστός για τις μεταφράσεις του από τα νορβηγικά (Κνουτ Χάμσουν, Χένρικ  Ίψεν). Αναδιφώντας σε έντυπα του Μεσοπολέμου, τον συνάντησα ως τακτικό συνεργάτη του εξαίρετου «περιοδικού τέχνης και ελέγχου Φιλική Εταιρία» (1925, επιμέλεια Φώτη Κόντογλου). Συγκράτησα ανάμεσα στις μεταφράσεις του, λόγω του ειδικού μου ενδιαφέροντος,  τις εντομολογικές αναμνήσεις του Jean- Henri Fabre, «Ο Μπούμπουρας». Ο γάλλος εντομολόγος (1823-1915) λέγεται ότι είχε επιρροή στα μεταγενέστερα γραπτά του Δαρβίνου.

Το πρωτότυπο πεζογραφικό έργο του Βάσου Δασκαλάκη είναι λιγοστό: Το μυθιστόρημα Οι Ξεριζωμένοι (1930), με εικονογραφίες Γιώργη Λυδάκη, και τέσσερα διηγήματα σε περιοδικά. Οι Ξεριζωμένοι επαινέθηκαν από τη Ρίκα Σεγκοπούλου (Αλεξανδρινή Τέχνη, 6/1931) και πολύ πιθανόν να άρεσαν και στον μέντορά της Κ. Π. Καβάφη. Ο Κώστας Στεργιόπουλος αποφαίνεται: «Το ένα και μοναδικό τούτο μυθιστόρημα, με το οξύ κοινωνικό περιεχόμενο, βγαλμένο από δραματικές εμπειρίες και γεμάτο αλήθεια ζωής, ανήκει στα βιβλία εκείνα που και μόνα τους αρκούν, χάρη στην τέχνη και την ανθρωπιά τους, ν’ αναδείξουν και να συντηρήσουν ένα συγγραφέα» (Το Βήμα, 18/10/2018). Με τη συμπλήρωση πενήντα χρόνων κυκλοφορίας, το 1980, Οι Ξεριζωμένοι ξανατυπώθηκαν από τις εκδόσεις Καστανιώτη με εισαγωγή της Έλλης Αλεξίου. Μικρό απόσπασμα του μυθιστορήματος πέρασε στο Ανθολόγιον για τα παιδιά του Δημοτικού (ΟΕΔΒ, 1975).

Το καλό λαϊκό περιοδικό Εικονογραφημένος Παρνασσός, στον τόμο του 1915,  φιλοξενούσε κάθε βδομάδα στίχους εκκολαπτόμενων ποιητών. Ανάμεσα στους πρωτοεμφανιζόμενους που συνέχισαν την πορεία τους στον ποιητικό στίβο ήταν οι Καρυωτάκης, Αθάνας, Γ. Βουγιουκλάκης, Ν. Δρακουλίδης κ.ά. Εκεί  δημοσίευσε τα πρώτα, που έμελλε να είναι και τα τελευταία του, ποιήματα ο Βάσσος (με δυο σ) Δασκαλάκης. Το πρώτο στη  χρονολογική σειρά είχε τον τίτλο «Περιπέτεια» και ήταν το μόνο του οποίου η δημοσίευση επαναλήφθηκε (1/3 και 11/10/1015). Αν υποθέσουμε ότι στην εποχή της αθωότητας εκφράζεται πιο ελεύθερα, εξηγείται γιατί από τη γλώσσα των ποιημάτων του απουσιάζει η ακραία δημοτική, στην οποία κατέφυγε αργότερα ως πεζογράφος, ίσως λόγω του επικρατούντος κλίματος. Συναισθηματικοί βέβαια στίχοι αλλά με ρυθμό και ικανοποιητικές ρίμες. Και στην πεζογραφία του όμως ενυπάρχουν ποιητικές εικόνες και συμβολισμοί. Οι Ξεριζωμένοι, λόγου χάριν,  ξεκινούν με δύο παράλληλες ιστορίες με δραματικό τέλος: Ο άτυχος και καλόβολος πελεκάνος Σελήμ που έχασε τα νερά του και ξέπεσε στην αμμουδιά της Ντουάνα και το χωριατόπαιδο ο Μιχαλάκης, που έγινε Μάκελ στην Αμερική και γύρισε κακήν κακώς στο χωριό του, βουβός και λωλός.

Παραθέτω τα έξι ποιήματα του Δασκαλάκη, που δημοσιεύτηκαν στον Παρνασσό: 

ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ

Κἄποτ’ εἶχα κι’ ἐγὼ ἀγαπήσει

μιὰ μινιόν, ὅλο γλύκα γεμάτη

κι’ ἕνα θρόνο χρυσό τῆς εἶχα στήσει

στῆς καρδιᾶς τὸ μεγάλο παλάτι

Ζήσαμ’ ἔτσι γιὰ κἄμποσο χρόνο,

κι’ εἶχα γίνει γι’ αὐτὴν ποιητής,

Ρήγισσά μου τὴν εἶχα στὸ θρόνο,

τῶν ματιῶν της ἐγὼ θαυμαστής...

Λένε ὅτι δὲ ζῆ ἡ εὐτυχία,

κι’ εἶνε ἀλήθεια μεγάλη... Ἐκείνη

ποὖχα ὄνειρο, φῶς μου, λατρεία,

μὲ ξεχνᾷ καὶ μονάχο μ’ ἀφίνει!...

Χίλια κάνε τὸ θρόνο κομμάτια,

καὶ ὀμνύω ἕνα ὅρκο ἱερό,

στῆς παληᾶς τῆς Στυγὸς τὸ νερό!

Στὴν καρδιὰ νὰ μὴ χτίζω παλάτια...

                                        Ἀθῆναι  255-1/3/1915

 

Η ΤΣΙΓΓΑΝΑ

Ἄχ, πές μου, πές μου, ἔμορφη τσιγγάνα,

θὰ τύχη τάχα κάποια ν’ ἀπαντήσω,

ποῦ μ’ ὅλη τὴν καρδιά μου ν’ ἀγαπήσω,

ποῦ νὰ ποθήσω τὰ γλυκά της τὰ φιλιά!

Θ’ ἀνθίση καὶ γιὰ μὲ πορτοκαλλιά,

ἢ ἔρημος στὸν κόσμο αὐτὸ θὰ ζήσω;

Αὐτὴ ποὺ τὴν καρδιά σου θὰ σοῦ πάρῃ,

δική της δὲ θὲ νἄχῃ, κακομοίρη!

Καὶ τ’ ὤμορφο τοῦ γάμου πανηγύρι

δὲ θὰ γιορτάσετε οἱ δυὸ μὲ νυφικά...

Σἂν ἀφρογέννητη νεράϊδα, μαγικά

Σ’ ἐκείνη ἡ ἐνθύμησί της πάντα θὰ σὲ σύρη!

…Ὦ, Τὴν μαγίστρα, τὸν κακὸ προφήτη,

εἶχε φωτιὰ στὰ μάτια της τὰ πλάνα

καὶ μ’ ἄναψαν μιὰν ἄλλη... Τὴν τσιγγάνα

δὲν ἀπαντῆσαν ὅπου κι’ ἂν ρωτήσω...

Κι’ ἀγλύκαστος, πῶς κάποτε θὰ σβύσω,

μοῦ λέει τῆς καρδιᾶς μου ἡ καμπάνα.

                                            Ἀθῆναι   (270-14/6/1915)

 

ΟΝΕΙΡΟ

Μὲ τὰ γλυκὰ φιλιά σου μεθυσμένο,

μ’ εἶχες κοιμήσει στὴ θερμή σου ἀγκαλιά,

σὲ κἄποια ξεχασμένη ἀκρογιαλιά,

σὲ κἄποιο περιγιάλι ξεχασμένο...

…Καὶ ξέπλεκε τὴς δύο της πλεξίδες,

Ὁ Μπάτης μυρωμένος ξωτικά...

Κι, ὁ ἥλιος ποῦ χανότανε βαθειὰ,

τὴς χρύσωνε μὲ τὴς στερνές του ἀχτῖδες...

Πῶς θἄθελα τὰ στήθη σου γιὰ τάφο.

Πῶς θἄθελα ποτὲ νὰ μὴ ξυπνήσω...

Κεῖ μέσα στὴν ἀγκάλη σου νὰ σβύσω,

τὴν ἐμορφιά σου, νεκρολούλουδό μου, νἄχω...

Μὰ δάκρυσες! Κι’ ἀπ’ τῆς ψυχῆς τὰ βάθη

ἕνα πικρὸ ἀφῆκες στεναγμό...

Ἄχ, τὸν κρυφό σου νἄξερα καϋμό!...

Μ’ ἐξύπνησε! Καὶ τὤνειρό μου ἐχάθη...

                                            Ἀθῆναι  (274-12/7/1915)

 

ΜΕΤΑΝΟΙΑ

Γυρνῶ μετανοιωμένος... Ἄνοιξε τὴν ἀγκαλιά σου

Καὶ δέξου τὸ παιδί σου καὶ σφίξε το θερμά.

Στὰ διψασμένα χείλη, κόλλησε τὰ δικά σου,

Παλῃὰ τραγούδια πές μου, νὰ κοιμηθῶ γλυκά...

Μὴν ἀρνηθῇς, κ’ ἡ φλόγα ποῦ μ’ ἄναψε ἡ ματιά σου

Δὲ σβύστηκε, κοιμῶταν καὶ ξύπνησε ξανά...

Γυρίζ’ ἀποσταμένος, διψῶντας τα φιλιά σου

Μὴ μὲ παιδέψης, γιᾶνε πολύπονη καρδιά!...

Κουτός!... εἶχα πιστέψει, πῶς θὰ σὲ λησμονῆσω.

Ἀφοῦ μαζὺ μὲ σένα, ἀδύνατο νὰ ζήσω

Καὶ ζήτησα τὴ λήθη στὰ πέρατα τῆς γῆς.

Τοῦ κάκου ὅμως... Καὶ τώρα νὰ ζήσω ἄφινέ μέ

Στὸ βάθος τῶν ματιῶν σου, κεῖ νὰ περπλανιέμαι,

Κεῖ μέσα νὰ ξεχάνω τὴς πίκρες τῆς ζωῆς!...

                                        Ἰούλιος    Ἀθῆναι  ( 281-30/8/1915)

 

ΕΛΑ

Ἔλα νὰ πᾶμε μακρυά, νὰ ζοῦμε

Εὐτυχισμένοι σὲ μιὰ γωνιά

Τὸν ψεύτη κόσμο νὰ ἀρνηθοῦμε,

Νὰ μᾶς σκεπάσῃ ἡ λησμονιά...

Καὶ ἡ κακία τοῦ κόσμου τ’ ἄλλου

Δὲν θὰ μᾶς φθάση, ’κεῖ ἡ ζωὴ

Σἂν ὀπτασία θὲ νὰ περάση,

Θἆναι ζωὴ ὅλη ζωή.

                                              (285-27/9/1915)

 

ΧΑΛΑΣΜΑΤΑ

Βαρειὰ συννεφιασμένα τὰ μάτια σ’ ἀντικρύζω,

κἄποια φουρτοῦνα πάλι μοῦ κρύβουνε κρυφή!

Καὶ τὴν ἀγγελική σου, τὴν πένθιμη μορφή,

Βλέποντας βουρκωμένη, κρυφὰ κ’ ἐγὼ δακρύζω...

Μὲ ’κείνη συντροφιά μου πόσες νυχτιὲς γυρίζω!...

Γιὰ μένανε στὸν κόσμο ὅλοι εἶνε κουφοί.

Τὸ ξέρω, μὰ μὴ θέλῃς τ’ ὄνειρο νὰ ταφῇ,

μὴν πῇς σκληρὴ ἀλήθεια κι’ ἄσε μὲ νὰ ἐλπίζω…

Ἤτανε τὰ θεμέλια μικρὰ καὶ τ’ ὄνειρό μου

ἦταν ψηλό, καὶ ξάφνου σωριάστηκε μὲ μιᾶς!

Στὸ χτίσιμό του ἔφαγα τὰ νειᾶτα, τὸν καιρό μου…

Καὶ τώρα στὰ χαλάσματα κάθουμαι νὰ τὸ κλάψω!...

Τὸ μυστικό μου σέρνωντας πηγαίνω νὰ τὸ θάψω

σὲ κἄποι’ ἀπόμερη γωνιὰ χαμένης ἐρημιᾶς…

                                                                   (288-18/10/1915)

   

 

 

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.