Σύνδεση συνδρομητών

Ξενοφών Α. Μπρουντζάκης

Ξενοφών Α. Μπρουντζάκης

Συγγραφέας. Βιβλία του: Μια κοινή περιπέτεια του σώματος (1989), Γυναικωνίτης (1995), Η μέρα άρχισε με το αλεύρι (2001), Οι καλύτερες μέρες (2007), Από στήθους (2009), Αθήνα (2015), Ο παράξενος ταξιδιώτης της Μπολιβάριας (2020),  Το λευκό κουστούμι (2022), Το καλοκαίρι του μεγάλου καύσωνα (2024).

Η λογοκρισία δεν φορά πια στολή. Κυκλοφορεί με «πολιτισμικό» ύφος, κρατά παλαιστινιακές σημαίες και αποφασίζει τι θα τραγουδήσουμε, τι θα δούμε, τι θα διαβάσουμε. Θα σταθούμε στο τελευταίο καθώς, εκτός από γνωστούς τραγουδιστές και καλλιτέχνες, υπάρχουν και κάποιοι συγγραφείς που αποκλείονται όχι τόσο για το τι γράφουν αλλά για το ποιοι τολμούν να είναι.

Ο πρόσφατος βομβαρδισμός στις εσχατιές της ρωσικής επικράτειας, χτύπημα τόσο στρατηγικό όσο και συμβολικό, σηματοδοτεί μια νέα καμπή στον πόλεμο της Ουκρανίας. Δεν ήταν μόνο η απώλεια υποδομών και οι υλικές ζημιές που συγκλόνισαν τις ρωσικές αρχές· ήταν η συνειδητοποίηση ότι η ίδια η καρδιά της Ρωσίας δεν είναι πλέον ασφαλής. Ένα ηχηρό μήνυμα από τη Δύση και το Κίεβο, πως η Ρωσία δεν είναι πια η αδιαπέραστη και φοβιστική δύναμη που επιχειρεί να παρουσιάζει.

Αυτό το πλήγμα, πέρα από την επιχειρησιακή του σημασία, φέρει και μια άλλη βαρύτητα, αυτή του σοκ που προκάλεσε στον ρωσικό λαό, που αντιλαμβάνεται όλο και περισσότερο ότι ο Πούτιν δεν είναι ούτε ο αλάνθαστος ούτε ο ισχυρός πατερούλης, όπως αρέσκεται  να αυτοπαρουσιάζεται. Η εμπιστοσύνη προς το καθεστώς τραυματίζεται, όσο και αν η προπαγάνδα προσπαθεί να συντηρήσει το αφήγημα του «απόρθητου φρουρίου». Η Ρωσία μοιάζει παγιδευμένη – τόσο στο στρατιωτικό όσο και στο πολιτικό της αφήγημα.

Η Ρωσία του 2025 είναι ένα κράτος-παρίας. Ένα αυταρχικό καθεστώς που έχει επενδύσει σε μυστικοπάθεια, σε έλεγχο της πληροφορίας και σε τεχνητές επιδείξεις ισχύος. Ωστόσο, όσο και αν επιχειρεί να αποκρύψει την αλήθεια, η πραγματικότητα εισχωρεί από τις ρωγμές της αυτολογοκρισίας. Ο πόλεμος στην Ουκρανία αποδείχθηκε ακριβός: σε ανθρώπινες ζωές, σε διεθνές κύρος, σε οικονομική ισχύ.

Ο Ντμίτρι Μεντβέντεφ, λακές του Κρεμλίνου και υπερασπιστής μιας ρητορικής πυρηνικού τρόμου, ενσαρκώνει την απελπισία ενός καθεστώτος που απειλεί αντί να πείθει, που φωνάζει γιατί δεν ακούγεται. Οι απειλές δεν έχουν πλέον το βάρος που είχαν· η Δύση έχει μάθει να τις αποκωδικοποιεί ως σημάδια αδυναμίας και όχι ισχύος.

Από την έναρξη της εισβολής το 2022 ώς σήμερα, η Ρωσία πληρώνει ένα κόστος που δεν είναι ακόμη πλήρως ορατό ούτε στους ίδιους τους πολίτες της. Οι κυρώσεις έχουν πλήξει καίρια τη ρωσική οικονομία, απομονώνοντάς την από τα παγκόσμια δίκτυα. Η υποκατάσταση του δυτικού εμπορίου από κινεζικά και ινδικά εμπορεύματα δεν είναι ισοδύναμη – ούτε σε τεχνογνωσία ούτε σε πολιτική σταθερότητα.

Η Ρωσία βιώνει έναν αργό μαρασμό. Η εκροή ανθρώπινου κεφαλαίου, οι εσωτερικές διώξεις, η κατάρρευση της εμπιστοσύνης στις αγορές, η εξάρτηση από ελεγχόμενες αγορές ενεργειακών προϊόντων – όλα συνθέτουν ένα εφιαλτικό τοπίο. Και το πιο ανησυχητικό: το καθεστώς δεν έχει σχέδιο εξόδου.

 

Η Ευρώπη μαθαίνει από το σοκ

Η πιο καθοριστική αλλαγή δεν συνέβη όμως στη Ρωσία, αλλά στη Γερμανία. Η μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης αναγκάστηκε να επαναπροσδιορίσει την ενεργειακή και στρατηγική της πολιτική. Το σοκ της εξάρτησης από το ρωσικό αέριο προκάλεσε μια ιστορική στροφή: αποθήκευση, απεξάρτηση, επενδύσεις σε ανανεώσιμες πηγές ,ενίσχυση του ΝΑΤΟ και ένα κολοσσιαίο γερμανικό εξοπλιστικό πρόγραμμα.

Η Ευρώπη, με τη Γερμανία στο τιμόνι, έπαψε να βλέπει τη Ρωσία ως οικονομικό εταίρο και την αντιμετωπίζει πλέον ως γεωπολιτικό αντίπαλο. Ο ίδιος ο Πούτιν, με την επιθετικότητά του, κατάφερε το αδιανόητο: να ενώσει ένα διχασμένο δυτικό μέτωπο, να ενισχύσει τη στρατιωτική ισχύ της Ευρώπης, να επαναφέρει τις ΗΠΑ στο επίκεντρο των ευρωπαϊκών ισορροπιών.

Ο Πούτιν εγκλωβίστηκε σε έναν πόλεμο που ούτε μπορεί να κερδίσει ούτε να εγκαταλείψει. Μια «ειρηνική υποχώρηση» θα ισοδυναμούσε με παραδοχή ήττας – ανυπόφορη για ένα καθεστώς που έχει θεμελιώσει την εξουσία του πάνω στη ρητορική της ισχύος. Από την άλλη, η συνέχιση του πολέμου εξαντλεί τη χώρα, τόσο υλικά όσο και ηθικά.

Η εικόνα μιας μεγάλης Ρωσίας που επιβάλλει την ισχύ της διαλύεται. Το καθεστώς βρίσκεται σε μια φάση στασιμότητας, με περιορισμένα περιθώρια ελιγμών, χωρίς την υποστήριξη του λαού αλλά και χωρίς την πολυτέλεια της αλλαγής.

 

Μετά τον Πούτιν;

Το ερώτημα που αναδύεται έντονα είναι το εξής: τι έρχεται μετά; Η Δύση δεν επιδιώκει την κατάρρευση της Ρωσίας, αλλά ένα μετασχηματισμό που θα την εντάξει εκ νέου στο διεθνές σύστημα. Αυτό όμως προϋποθέτει το τέλος του πουτινισμού, ενός αυταρχικού μοντέλου που μοιάζει όλο και πιο παρωχημένο, όλο και πιο δυσλειτουργικό.

Ίσως, όπως έχει υποστηρίξει ο Γκάρι Κασπάροφ, η Ρωσία χρειάζεται μια ήττα – όχι στρατιωτική απαραίτητα, αλλά ηθική και πολιτική. Μια συνειδητοποίηση των ορίων της. Μόνο τότε θα υπάρξει χώρος για αλλαγή. Ο πόλεμος στην Ουκρανία δεν είναι μόνο πεδίο μάχης· είναι πεδίο κρίσης για το ίδιο το μέλλον της Ρωσίας. Ο Πούτιν θέλησε να γράψει Ιστορία – και ενδεχομένως να την υπογράψει με την πολιτική του καταδίκη. Γιατί η Ιστορία, ακόμη και στις πιο αυταρχικές κοινωνίες, τελικά μιλά. Και δεν ξεχνά.

Κυριακή, 25 Μαϊος 2025 07:31

Η Γάζα πίσω από τους μύθους

Παρακολουθώντας κανείς τα τεκταινόμενα στη Λωρίδα της Γάζας, καλό θα είναι να αποφεύγει τις οδηγίες για το πώς θα τελειώσει αυτός ο πόλεμος. Αν ήταν να το ήξερε ο οποιοσδήποτε φεϊσμπουκάς ή αρθρογράφος, πιστέψτε με, θα είχε  βρεθεί λύση. Οι πόλεμοι δεν τελειώνουν ούτε με διακηρύξεις, ούτε με ακτιβισμούς σε εκθέσεις βιβλίου, ούτε ασφαλώς με άνανδρες δολοφονίες  που στοχοποιούν την εθνική ταυτότητα εκτός πεδίου μαχών. Ίσως θα είχε κάποιο ενδιαφέρον να ξεκινήσουμε αναλογιζόμενοι ποιος δεν θέλει να τελειώσει αυτός ο πόλεμος: το Ισραήλ ή οι Άραβες; 

Στις σύγχρονες δημοκρατίες, η ηγεσία δεν είναι απλώς διαχειριστική ικανότητα, ούτε εξαντλείται στη γοητεία του «αποτελεσματικού μάνατζερ». Πολύ περισσότερο όταν πρόκειται για τον πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών — τον άνθρωπο που, για το καλύτερο ή το χειρότερο, διαμορφώνει παγκόσμιες ισορροπίες, καθορίζει συμμαχίες, επηρεάζει την παγκόσμια οικονομία και (συχνά) εμπλέκει ή αποσύρει κράτη από πολέμους. Υπ’ αυτό το πρίσμα, η προσωπικότητα του Ντόναλντ Τραμπ, οι αξίες του και ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβάνεται τη διακυβέρνηση δεν μπορούν να ιδωθούν ως «εσωτερική υπόθεση των Αμερικανών». Αφορούν και εμάς, και τον υπόλοιπο κόσμο.

Σκαλίζοντας κανείς πρόχειρα τη μνήμη του, θα μπορούσε εύκολα να βρει πάμπολλα επεισόδια υποκρισίας και παρόμοιας αθλιότητας σαν αυτής που επιτελέστηκε στη Διεθνή Έκθεση Βιβλίου εναντίον εκδήλωσης για τους ορίζοντες της ισραηλινής λογοτεχνίας. Ήταν μια πράξη καθαρά στοχευόμενου και υποκινούμενου αντισημιτισμού και, ταυτόχρονα, μια ακόμα μελαγχολική απόδειξη του πόσο αγράμματα και αξιολύπητα άτομα συνωστίζονται και στον εκδοτικό βιβλιοπωλικό χώρο. Η  λογοτεχνία του Ισραήλ, μιας χώρας αδιανόητα προοδευμένης και αξιοθαύμαστης, παίζει καθοριστικό ρόλο στη δημιουργία μιας βιώσιμης και δίκαιης λύσης και για τους δύο λαούς. πράγμα που θα το ήξεραν αν δεν ήταν προβοκάτορες ή  αν άνοιγαν να διαβάσουν και κανένα βιβλίο πού και πού.

Τα όσα διαδραματίστηκαν το απόγευμα της 28ης Απριλίου στον Ιανό, όταν μια ομάδα ακροαριστερών τραμπούκων προσπάθησε να εμποδίσει τη διεξαγωγή της προγραμματισμένης εκδήλωσης, είναι ενδεικτικά τού πώς αντιλαμβάνονται τη δημοκρατία όχι μόνο τα εξωκοινοβουλευτικά, κοινοβουλευτικώς υποκινούμενα άκρα και σύσσωμη η αντιπολίτευση, αλλά και εκείνοι οι παρεμβαίνοντες για ψύλλου πήδημα αριστεροί διανοούμενοι για να στηλιτεύσουν τις αδυναμίες του συστήματος.  

Και έτσι ξαφνικά με το που μπήκε η Άνοιξη, η δικαιοσύνη έπαψε να είναι το σημαντικότερο πρόβλημα στην Ελλάδα, όπως λένε αυτοί που ξέρουν, δηλαδή οι δημοσκόποι. Αποκαταστάθηκε η εμπιστοσύνη στην δικαιοσύνη, εξατμίστηκε το ξυλόλιο, έσβησε η πυρόσφαιρα, το ΝΑΤΟ τελικά δεν συμμετείχε στα Τέμπη ούτε σε άλλη συναυλία, αλλά η Ρωσία πρώην Σοβιετική Ένωση ήταν η γνωστή άγνωστη που διέσπειρε ψευδείς ειδήσεις και τις αναμετέδιδαν όλα τα ΜΜΕ – έτσι απλά, προς δόξα και τιμή της ελληνικής δημοσιογραφίας.

Αυτό που πάντα μου προξενούσε εντύπωση αλλά και με προβλημάτιζε έντονα ήταν ότι η καταγγελία ενός σκανδάλου αποκτούσε δυσανάλογη δημοτικότητα σε σχέση με τη μετέπειτα διάψευσή του. Επίσης, ότι αυτός ο κανόνας δεν έχει εξαίρεση! Επαναλαμβάνεται παντού και πάντα με την ίδια επιτυχία: η καταγγελία αποθεώνεται και η αθώωση (δικαίωση) αποσιωπάται. Πέραν των πολιτικών σκοπιμοτήτων, σε διάφορες περιπτώσεις, ακόμα και στον ιδιωτικό βίο, η απόλαυση της καταγγελίας προσφέρει μια σκοτεινή και ακαταμάχητη ηδονή. Αντίθετα, η καλή κουβέντα ζυγίζεται με το χρυσάφι. Εν ολίγοις, η δημιουργία στοιχίζει ακριβά και θέλει χρόνο, ενώ το γκρέμισμα είναι δωρεάν και πληρωτέο τοις μετρητοίς. Είναι πιο εύκολο να γίνεις δημοφιλής εκτοξεύοντας καταγγελίες από το να προτείνεις δημιουργικές λύσεις...

Είναι εντυπωσιακή η ευκολία με την οποία μπορεί να εξαργυρωθεί η χυδαιότητα στις αμέτρητες αποχρώσεις της. Aρκεί να έχει κάποιος το κουράγιο να εκτεθεί στη δημόσια σφαίρα για να γίνει viral, όπως λέει και η πιτσιρικαρία.

Στην κρίση χρέους, δεν αντιληφθήκαμε μέσα στον ορυμαγδό των εξελίξεων ότι η Ελλάδα διέθετε περί τα δέκα εκατομμύρια αυθεντίες οικονομολόγους. Ο μόνος που το αντιλήφθηκε ήταν ένας εξ αυτών, λίγο περισσότερο ιδιοφυής από τους υπόλοιπους, ο Γιάνης Βαρουφάκης. Έτσι, στο δημοψήφισμα διατύπωσε τα εξειδικευμένα ερωτήματα αγγλιστί και έλαβε την επιστημονική απόφαση του σοφού ελληνικού λαού. Όλα αυτά συνέβησαν στο δημοψήφισμα του 2015 όπου ο πρωθυπουργός της χώρας μας δεν ήταν σε θέση ούτε να διαβάσει αυτά τα ερωτήματα, πολύ περισσότερο δε να τα κατανοήσει. Αλλά δεν έσκαγε και πολύ με αυτό γιατί ήξερε ο λαός του, που μόλις τον είχε εκλέξει. Είχε απεριόριστη εμπιστοσύνη στην επιστημονική επάρκεια του λαού του – κυρίως όμως σε αυτήν του Γιάνη Βαρουφάκη.

Σελίδα 3 από 5