Σύνδεση συνδρομητών

Η Ελλάδα αλλάζει επίπεδο

Σάββατο, 08 Νοεμβρίου 2025 10:18
Κρίστοφερ Ρόθκο, Χωρίς τίτλο, 1969. Ακρυλικό σε υφαντό χαρτί, 136,4 x 107,6 εκ. Ιδιωτική Συλλογή.
Kate Rothko Prizel και Christopher Rothko
Κρίστοφερ Ρόθκο, Χωρίς τίτλο, 1969. Ακρυλικό σε υφαντό χαρτί, 136,4 x 107,6 εκ. Ιδιωτική Συλλογή.

Τα τελευταία, κυρίως, χρόνια παρακολουθούμε μια παράξενη ελληνική συζήτηση για την Τουρκία, σχεδόν υπαρξιακή, μια δημόσια φιλολογία που κινείται ανάμεσα στο φόβο και στην εξιδανίκευση, σαν να πρόκειται για μια χώρα μυθικών διαστάσεων που κινεί τα νήματα της Ιστορίας σε κάθε της κίνηση. Ο Ερντογάν εμφανίζεται από μερίδα σχολιαστών και πολιτικών ως παγκόσμιος παίκτης που παίζει ταυτόχρονα σε έξι ταμπλό, που παρακάμπτει θεσμούς, που εισβάλλει, διαπραγματεύεται, απειλεί και επιβάλλεται με την ίδια άνεση που άλλοι αλλάζουν γραβάτες. Η Ελλάδα, από την άλλη, παρουσιάζεται ως κομπάρσος σε ένα έργο που γράφεται αλλού, μια μικρή, παθητική δύναμη που δήθεν τρέχει πίσω από τις φιλοδοξίες της Άγκυρας. Οι ίδιες κασσάνδρες που κάθε δεκαετία ανακαλύπτουν τον νέο καταποντισμό της χώρας, αναπαράγουν το ίδιο μοτίβο: «η Τουρκία προελαύνει – η Ελλάδα υστερεί». Μόνο που αυτή τη φορά η πραγματικότητα έχει γυρίσει ανεπιστρεπτί.

Η Τουρκία, σε αντίθεση με το ελληνικό φαντασιακό, δεν βρίσκεται σε τροχιά ανόδου. Αποκλείστηκε από το πρόγραμμα F-35 – το σημαντικότερο αεροπορικό πρότζεκτ της Δύσης. Είδε το ευρωπαϊκό ταμείο αμυντικών επενδύσεων να της κλείνει την πόρτα. Βρέθηκε αντιμέτωπη με περιορισμούς σε αναβαθμίσεις του στόλου των F-16 της, την ώρα που η Ελλάδα ολοκλήρωνε το πρόγραμμα Viper. Δεν έχει πρόσβαση σε κρίσιμες ναυπηγικές τεχνολογίες ούτε σε αισθητήρες και ηλεκτρονικά που αποτελούν τη ραχοκοκαλιά των σύγχρονων πολεμικών σκαφών. Εν ολίγοις, η Τουρκία βρέθηκε, μέσα σε τέσσερα μόλις χρόνια, εκτός των σημαντικότερων δυτικών εξοπλιστικών εξελίξεων. Kαι αυτό δεν είναι εικασία, είναι καταγεγραμμένη πραγματικότητα.

Αντίθετα, την ίδια περίοδο, η Ελλάδα ανατρέχει σε μια από τις πιο γρήγορες περιόδους αμυντικής αναβάθμισης από τη μεταπολίτευση. Rafale, Belharra, Viper, F-35, ελληνικά drones, συμμαχίες με Γαλλία, ΗΠΑ, Ισραήλ, Αίγυπτο, Κύπρο. Επενδύσεις σε συστήματα που δεν έχουν προηγούμενο και που δημιουργούν υπεροχή, όχι «επικοινωνιακή» αλλά λειτουργική και επιχειρησιακή. Για πρώτη φορά μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, η Ελλάδα βρίσκεται δεκαπέντε χρόνια μπροστά σε κρίσιμους τομείς. Όχι γιατί η Τουρκία είναι ασθενής ή αμελητέα, παραμένει μεγάλη χώρα, με ισχυρό στρατό και ελάχιστη δημοκρατία (κάτι που της επιτρέπει να κινείται αυθαίρετα, χωρίς λογοδοσία και χωρίς εσωτερικές αντιστάσεις), αλλά γιατί η Ελλάδα απέκτησε πρόσβαση σε τεχνολογίες που η Τουρκία έχασε οριστικά. Υπάρχει μια ειρωνεία εδώ: σε μια χώρα όπου η λογοδοσία θεωρείται τροχοπέδη, η αυθαιρεσία επιτάχυνση και η καταστολή εργαλείο, η Τουρκία παίζει χωρίς κανόνες. Η Ελλάδα, με θεσμούς, με αντιπολίτευση, με δημόσιο διάλογο (συχνά θορυβώδη ;vς ανορθολογικό), κατάφερε να προχωρήσει πιο γρήγορα από ό,τι θα περίμενε κανείς.

Και ενώ αυτά συνέβαιναν, η Ελλάδα έκανε μια δεύτερη, λιγότερο θεαματική αλλά εξίσου στρατηγική επανάσταση: την ενεργειακή. Όταν ο χάρτης της ενέργειας στην Ευρώπη διαλύθηκε με την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, και η ήπειρος βρέθηκε αντιμέτωπη με το ενδεχόμενο να επιστρέψει στο σκοτάδι, η Ελλάδα αναδύθηκε ως κόμβος. Η Αλεξανδρούπολη μετατράπηκε σε στρατηγικό σημείο για το ΝΑΤΟ και την ευρωπαϊκή ενεργειακή ασφάλεια, με το FSRU να λειτουργεί ως πύλη φυσικού αερίου για τα Βαλκάνια. Η Ρεβυθούσα αναβαθμίστηκε, νέα LNG terminals βρίσκονται σε προχωρημένο στάδιο, και ο κάθετος διάδρομος Ελλάδας–Βουλγαρίας–Ρουμανίας–Ουγγαρίας αλλάζει πραγματικά την εικόνα της περιοχής. Η ηλεκτρική διασύνδεση Ελλάδας–Αιγύπτου, είτε ως GREGY είτε ως ELICA, είναι μια επένδυση  και ταυτόχρονα ένας γεωπολιτικός άξονας που υποκαθιστά ενεργειακές εξαρτήσεις δεκαετιών. Η Ελλάδα περνά ενέργεια από την Ανατολική Μεσόγειο και τη Βόρεια Αφρική προς την Ευρώπη, ενώ η Τουρκία, για πρώτη φορά, δεν αποτελεί τον αποκλειστικό κόμβο μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Με άλλα λόγια, εκεί που η Τουρκία επί χρόνια επεδίωκε να είναι ενεργειακό κέντρο, η Ελλάδα εμφανίζεται ως ο πιο αξιόπιστος μεσογειακός διάδρομος.

Σε αυτό το υπόβαθρο, η αντιπολίτευση προτίμησε να ασχολείται με το ξυλόλιο και τα έλαια, με μπαζώματα, με τις γνωστές τελετουργίες βανδαλισμού των εθνικών συμβόλων, και με μια ατελείωτη παραγωγή λαϊκισμού που απλώς κουράζει. Από τον Βελόπουλο και τις επιστολές του Ιησού μέχρι τις Κωνσταντοπουλίνες, τις Καρυστιανούδες και τους Ρούτσηδες της καθημερινής υστερίας, παρακολουθήσαμε μια Ελλάδα που δεν χάνει ευκαιρία να εξευτελίσει τη σοβαρότητα του δημόσιου λόγου. Την ίδια στιγμή που η κυβέρνηση έκλεινε συμφωνίες οι οποίες άλλαζαν τις ισορροπίες στη Μεσόγειο, οι αντίπαλοί της ξόδευαν πολιτικό χρόνο σε καταγγελίες για «μπαζώματα» και «απαλλοτριώσεις πράσινου». Η χώρα σκλήραινε την άμυνά της, έβαζε τάξη στο αμυντικό δόγμα και ενίσχυε τις διεθνείς συμμαχίες της, ενώ ορισμένοι συνέχιζαν να φαντάζονται ότι το εθνικό συμφέρον καθορίζεται από τις απόψεις των πιο θορυβωδών μικρο-ομάδων.

Το πιο παράδοξο είναι ότι όλα αυτά συνέβησαν σχεδόν αθόρυβα. Η κυβέρνηση κινήθηκε με τον τρόπο που ενοχλεί περισσότερο όσους επενδύουν στη μόνιμη ένταση: όχι με μεγάλα λόγια, αλλά με διαρκή, αθόρυβη, αόκνως οργανωμένη δουλειά. Και αυτή η στάση δημιούργησε το τέλειο κενό για να ξεδιπλωθεί ένας άλλος θόρυβος, εκείνος της ελληνικής πολιτικής γραφικότητας, από τις διαρροϊκές δηλώσεις  της Καρυστιανού μέχρι τις οργιαστικές καταγγελίες της εγχώριας παραπολιτικής δραματουργίας, που αντιμετωπίζει κάθε κυβερνητική κίνηση ως συνωμοσία. Πόσο ειρωνικό είναι το ότι, όσο η Ελλάδα ανέβαινε γεωπολιτικά, η δημόσια σφαίρα βυθιζόταν σε μια ατέλειωτη παρωδία...

Και τώρα, καθώς το ενεργειακό και αμυντικό παιχνίδι κλείνει τον πρώτο κύκλο του, η ερώτηση είναι απλή: ποιος αναβαθμίστηκε πραγματικά; Η Τουρκία, που έμεινε εκτός κρίσιμων συμμαχιών και εξοπλισμών; Ή η Ελλάδα, που αναδείχθηκε σε πυλώνα σταθερότητας για την Ευρώπη; Ποια χώρα κέρδισε στρατηγικό βάθος και διεθνή αξιοπιστία; Και ποια εγκλωβίστηκε στις δικές της επιλογές; Ποιος πέτυχε συμμαχίες που μετρούν και ποιος έμεινε με τις εντυπώσεις της στιγμής;

Η Ελλάδα, με το αντικειμενικά περιορισμένο της εκτόπισμα, μέσα σε τέσσερα χρόνια, πήρε θέση στην κατηγορία των χωρών που δεν ακολουθούν απλώς τις εξελίξεις, αλλά τις διαμορφώνουν. Αυτό δεν προκαλεί ενθουσιασμό σε όλους, για κάποιους μάλιστα είναι ενοχλητικό. Είναι δύσκολο να χτίσεις αντιπολίτευση πάνω σε μια χώρα που ισχυροποιείται. Είναι δύσκολο να διατηρείς μια αφήγηση παρακμής όταν η πραγματικότητα σε διαψεύδει. Και είναι ακόμη δυσκολότερο να συνεχίζεις να υπερασπίζεσαι την τελετουργία της μόνιμης γκρίνιας, όταν η διεθνής θέση της Ελλάδας δεν επιβεβαιώνει τις «προσδοκίες» σου.

Μένει όμως κάτι: η Ελλάδα αναβαθμίστηκε γεωπολιτικά, ενεργειακά, στρατηγικά, θεσμικά. Και όσο κι αν αυτό φέρνει αμηχανία σε ορισμένους, η πραγματικότητα είναι αδιάψευστη. Όποιος θέλει να συνεχίσει να ζει σε έναν λαβύρινθο μιζέριας, έχει το δικαίωμα. Η χώρα όμως δεν είναι πια εκεί. Και δεν θα ξαναγυρίσει.

 

Ξενοφών Α. Μπρουντζάκης

Συγγραφέας. Βιβλία του: Μια κοινή περιπέτεια του σώματος (1989), Γυναικωνίτης (1995), Η μέρα άρχισε με το αλεύρι (2001), Οι καλύτερες μέρες (2007), Από στήθους (2009), Αθήνα (2015), Ο παράξενος ταξιδιώτης της Μπολιβάριας (2020),  Το λευκό κουστούμι (2022), Το καλοκαίρι του μεγάλου καύσωνα (2024).

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.