Ο ζωγράφος Μαξ Ερνστ περνάει τις διακοπές του στην Ελλάδα, φιλοξενούμενος στην έπαυλη του φίλου του Αλέξανδρου Ιόλα στην Αγία Παρασκευή. Σε μια από τις σπάνιες καθόδους του στην πόλη, ο μεγάλος καλλιτέχνης δέχθηκε συνεργάτιδα της Ελευθερίας, στην οποία έδωσε την κατωτέρω αποκλειστική συνέντευξη:
Σε ηλικία 17 ετών ο Μαξ Ερνστ ανεκάλυψε ότι στη ζωγραφική δεν είναι αρκετό να αποδίδη ο καλλιτέχνης μόνον την πραγματικότητα.
«Θέλησα να κυττάξω πίσω από αυτό που προσφέρει ο οπτικός κόσμος», λέει «και να διεισδύσω στον κόσμο του ονείρου».
Αυτή η τάση και αυτή η προσπάθεια δημιούργησαν έναν από τους μεγαλύτερους σύγχρονους ζωγράφους, «τον ποιητή της ζωγραφικής», όπως αποκαλείται διεθνώς ο Ερνστ, που βρίσκεται αυτήν την εποχή για διακοπές στην Ελλάδα. Ο φιλοξενούμενος της πόλεώς μας είναι σήμερα εβδομηντάρης. [...]
Η ζωή και το έργο του Μαξ Ερνστ είναι βαθειά επηρεασμένο από τον ρομαντισμό, που του κληρονόμησε η γερμανική του καταγωγή. Ο φιλελευθερισμός του υπήρξε η αιτία που απαρνήθηκε κάποτε την γη όπου γεννήθηκε, αναζητώντας νέα πατρίδα. Ο λόγος για τον οποίο ο Γερμανός ζωγράφος έχει σήμερα την γαλλική ιθαγένεια.
«Έφυγα από την Γερμανία, λέει, όταν μυρίστηκα ότι ο νεογέννητος, τότε, ναζισμός θα εστραγγάλιζε κάθε ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Ο άνθρωπος, αλλά ιδιαίτερα ο καλλιτέχνης, δεν ζη χωρίς ελευθερία».
Στην φιλόξενη για κάθε καλλιτέχνη ατμόσφαιρα του Παρισιού και αργότερα στην Αμερική, ο Μαξ Ερνστ δημιούργησε τα έργα που είχε οραματισθή όταν, νέο παιδί, στην Γερμανία ήθελε να αποδώση το όνειρο στη ζωγραφική.
«Προσπάθησα σε όλα μου τα έργα –λέει– να εκφράσω πέρα από τις ορατές εικόνες, τις εντυπώσεις που οι μορφές δημιουργούν μέσα μου. Ακριβώς όπως σε ένα όνειρο. Εικόνες που τις περιβάλλει η αίγλη των πόθων του υποσυνείδητου».
Για να δημιουργήση ένα τέτοιο έργο ο καλλιτέχνης πρέπει να βρίσκεται σε μια κατάσταση απόκοσμης εξάρσεως, μια «πνευματική μέθη» όπως την αποκαλεί ο Ερνστ. «Κυττώντας το σκίτσο που χάραξε η έμπνευση της στιγμής –λέει– παρατηρώντας τα οπτικά παιχνίδια που δημιουργούν οι γραμμές γεννιέται κατόπιν το έργο που απεικονίζει τον εσωτερικό κόσμο του καλλιτέχνη».
Φιλελεύθερος στην τέχνη όπως υπήρξε και στη ζωή ο Ερνστ αρνείται την υποταγή του ζωγράφου σε οιαδήποτε καθιερωμένη σχολή.
«Δεν παραδέχομαι την αφηρημένη τέχνη σαν δόγμα αλλ’ ούτε σαν θεωρία», λέει.
«Ο πραγματικός εργάτης της τέχνης εργάζεται και αποδίδει. Οι επερχόμενοι θα κρίνουν το έργο του. Αν είναι μεγάλο θα του προσδώσουν έναν χαρακτηρισμό που μπορεί να δώση και το όνομά του σε μια καλλιτεχνική σχολή».
Ο Ερνστ, που εκφράζει κατ' εξοχήν, με τα έργα του τον κόσμο όπως τον βλέπει ο ίδιος από το πρίσμα της φαντασίας του, θεωρεί «πληγή» την εμμονή που επιδεικνύουν οι αφηρημένοι ζωγράφοι προσπαθώντας να ξεφύγουν συστηματικά από κάθε εικόνα που μπορεί να μοιάση έστω και στο ελάχιστο, πιστή προς την πραγματικότητα.
«Πρόκειται για μια αρρωστημένη νοοτροπία – λέει. Γι' αυτούς, όταν μπορεί κανείς να αναγνωρίση και να καταλάβη κάτι σε έναν αφηρημένο πίνακα, αυτός ο πίνακας δεν θεωρείται καλός. Οι ζωγράφοι ζουν μες την πραγματικότητα. Γιατί να θέλουν να ξεφύγουν από αυτό που ζουν;»
Ο Μαξ Ερνστ θυμίζει, σ’ αυτό το σημείο της κουβέντας του, ότι και στην πιο αφηρημένη επιστήμη, στα μαθηματικά δηλαδή, υπάρχουν συγκεκριμένες μορφές και συγκεκριμένα σχέδια χωρίς τα οποία πολλά θεωρήματα δεν θα ήταν αντιληπτά.
«Εδώ και ο Πικασσό –λέει– δεν ξεφεύγει και δεν αρνείται την πραγματικότητα. Έτσι σε όλους τους πίνακές του υπάρχει ένα πραγματικό στοιχείο, είτε η χαρακτηριστική μορφή μιας γυναίκας είτε η γνώριμη κιθάρα του».
Πιστεύει απόλυτα ο Μαξ Ερνστ, ότι στο έργο του αντικατοπτρίζονται οι ανησυχίες του αιώνα μας με τον οποίο άλλωστε ο ίδιος συμβαδίζει στα χρόνια.
«Η εποχή μας δεν είναι κλασσική», λέει. «Αυτός είναι, ίσως ο λόγος, που, τώρα που είμαι στην Ελλάδα, νοιώθω περισσότερο ότι από την αρχαία Ελληνική τέχνη με συγκινούν περισσότερο τα έργα που προηγήθηκαν των κλασσικών χρόνων. Η τελειότης των δημιουργών ενός Πραξιτέλη είναι –θα μπορούσε να πη κανείς– "φωτογραφική"».
Από τους μεγάλους δασκάλους της ζωγραφικής, ο σημερινός επισκέπτης της χώρας μας ξεχωρίζει τον Ντα Βίντσι, σαν ένα μέσα στα «εκατό μεγάλα ονόματα που επηρέασαν βασικά την ιστορία της τέχνης».
Από τους συντρόφους των πρώτων καλλιτεχνικών εξορμήσεων, τους «συνοδοιπόρους» της εποχής του Ντανταϊσμού, ο Μαξ Ερνστ έμεινε μέχρι σήμερα στενά συνδεδεμένος με τον γλύπτη (Χανς) Αρπ.
«Εκτός από την πραγματική φιλία», λέει, «που δεν την σκίασε ποτέ κανένα σύννεφο, υπήρξε πάντα μεταξύ μας και ένα αδιόρατο καλλιτεχνικό παιχνίδι και μια απόλυτη πνευματική συγγένεια».
Όσο για το μέλλον της ζωγραφικής:
«Κανείς δεν μπορεί να προβλέψη το μέλλον στην τέχνη», λέει. «Οι συλλογισμοί είναι ανθρώπινοι. Αλλά δεν είναι στο χέρι του ανθρώπου να καθορίση τη γέννηση μιας μεγαλοφυΐας που μπορεί με τον ερχομό της στην γη, να αναστατώση τον κόσμο της τέχνης, όπως αναστατώνει την πλάση η έκρηξη ενός ηφαιστείου».
Ο Μαξ Ερνστ κουβέντιαζε σε μια ταράτσα της «Μεγάλης Βρεταννίας». Η αμείλικτη ανταύγεια του ελληνικού φωτός τον έκανε συχνά να μισοκλείνη τα φωτεινά γαλανά μάτια του.
«Προσπάθησα κάθε τι που έζησα στη ζωή μου να το μεταφράσω σε σχέδιο ζωγραφικής», λέει. «Ίσως να μπορέσω κάποτε να δώσω τον πίνακα που δημιούργησα κιόλας μέσα μου ταξιδεύοντας σ’ αυτόν τον ωραίο τόπο».