Σε αυτό το σημείο ανακύπτει ένα θεμελιώδες οντολογικό και επιστημολογικό πρόβλημα: Για να εμφανιστεί ένα νέο είδος πρέπει να εμφανιστεί ένα πλήθος οργανισμών που υλοποιεί έναν νέο τύπο και για να εμφανιστεί ένα τέτοιο πλήθος πρέπει να υφίσταται ένας νέος τύπος. Επειδή όμως οι υφιστάμενοι οργανισμοί υλοποιούν εξ ορισμού ήδη υφιστάμενους τύπους και οι άμεσοι απόγονοι ενός οργανισμού ανήκουν πάλι εξ ορισμού στο ίδιο βιολογικό είδος με τους γονείς τους (τα παιδιά των ανθρώπων είναι άνθρωποι και τα φυτά που προκύπτουν από σπόρους μηλιάς είναι μηλιές) πρέπει να αποδεχτούμε είτε ότι οι τύποι υφίστανται ανεξάρτητα από τους οργανισμούς που τους υλοποιούν, είτε ότι η εμφάνισή τους εξαρτάται από την εμφάνιση οργανισμών οι οποίοι διαφέρουν από τους γονείς τους σε ορισμένα καίρια γνωρίσματα. Στην πρώτη περίπτωση οι τύποι υφίστανται μεν οντολογικά αλλά είναι δύσκολο να γίνει κατανοητό πως υλοποιούνται έτσι ώστε να εμφανίζεται η ιστορικά τεκμηριωμένη αλληλουχία των ειδών που ονομάζουμε βιολογική εξέλιξη, στη δεύτερη οι τύποι δεν έχουν οντολογική υπόσταση αλλά είναι νοητικά κατασκευάσματα, τα οποία δημιουργούνται μέσω της διανοητικής διαδικασίας που ονομάζεται αφαίρεση. Σε αυτή την περίπτωση η βιολογική εξέλιξη μπορεί μεν να χαρακτηρισθεί ως συνεχής μεταβολή των χαρακτηριστικών των οργανισμών αλλά ανακύπτει το πρόβλημα βάσει ποίων κριτηρίων ένα πλήθος οργανισμών συγκροτεί έναν τύπο και δημιουργεί ένα βιολογικό είδος.
Με άλλα λόγια, εάν υποθέσουμε ότι ο τύπος προηγείται οντολογικά των οργανισμών που τον υλοποιούν (δηλαδή αν η κότα ως είδος προηγείται του αβγού ως εκπροσώπου του μεμονωμένου οργανισμού) τότε δεν είναι δυνατόν από την αλλαγή ενός ή περισσότερων μεμονωμένων οργανισμών να δημιουργηθεί ένας νέος τύπος, γιατί οι νέοι οργανισμοί, ακόμα και αν εμφανίζουν σημαντικές διαφορές από τους γονείς τους, ανήκουν εξ ορισμού στο ίδιο βιολογικό είδος, ή εάν υποθέσουμε ότι ο μεμονωμένος οργανισμός προηγείται του τύπου (δηλαδή το αβγό προηγείται της κότας) τότε το κριτήριο που διαχωρίζει ένα πλήθος όμοιων οργανισμών ως βιολογικό είδος, π.χ. τις κότες, από ένα άλλο βιολογικό είδος πτηνών, π.χ. τους φασιανούς, που συγγενεύουν με κότες αλλά ανήκουν σε άλλο είδος, είναι από οντολογική σκοπιά αυθαίρετο – ακόμα και αν αυτό το κριτήριο μπορεί από επιστημολογική σκοπιά να εφαρμοστεί ως γενικός κανόνας.
Το πρόβλημα της οντολογικής πραγματικότητας των τύπων σε σχέση με τους οργανισμούς χωρίζει τους βιολόγους σε δυο στρατόπεδα: Οι «ρεαλιστές» των τύπων, για τους οποίους η ιστορική αλληλουχία των βιολογικών ειδών είναι είτε φαινομενική είτε πρέπει να εξηγηθεί μέσω της έννοιας του τύπου, και τους «κονστρουκτιβιστές» των τύπων, οι οποίοι προσπαθούν να εξηγήσουν την ιστορική αλληλουχία των βιολογικών ειδών μέσω βιολογικών διαδικασιών στο επίπεδο του μεμονωμένου οργανισμού, οι οποίοι έχουν αποτέλεσμα την εμφάνιση οργανισμών που διαφέρουν σε ορισμένα χαρακτηριστικά από τους γονείς τους και βάσει διαφόρων σεναρίων επιτυγχάνουν να εμφανιστούν μαζικά και έτσι οδηγούν στην φαινομενολογική εμφάνιση ενός νέου είδους και την επιστημολογική συγκρότηση ενός νέου τύπου.
Από φιλοσοφική σκοπιά, οι «κονστρουκτιβιστές» ανήκουν στα φιλοσοφικά ρεύματα του εμπειρισμού και του νομιναλισμού, οι «ρεαλιστές» στις διάφορες εκφάνσεις του ιδεαλισμού – πλατωνισμός, αριστοτελισμός ή ιδεαλιστικός νομιναλισμός (ο νομιναλισμός είναι η φιλοσοφική άποψη που θεωρεί ότι μόνο η μεμονωμένη και διακριτή ύπαρξη έχει οντική πραγματικότητα, ενώ όλες οι καθολικές και γενικές έννοιες είναι νοητικές κατασκευές). Η συντριπτική πλειοψηφία των σύγχρονων βιολόγων μπορεί να καταταχθεί στις τάξεις του κονστρουκτιβισμού, κάτι που βέβαια ως δεδομένο δεν αρκεί για να θεμελιώσει την «αλήθεια» αυτής της θεώρησης. Από την άλλη μεριά ο «ρεαλισμός» ιστορικά βρέθηκε κοντά σε ηθικά κατακριτέες απόψεις όπως ο ρατσισμός και ο σεξισμός, όμως, όπως θα δούμε αργότερα, και οι κονστρουκτιβιστές δεν είναι άτρωτοι απέναντι σε ρατσιστικές και σεξιστικές ιδέες – κάτι που μας δείχνει σε τελική ανάλυση ότι η θεώρηση του ανθρώπου ως καθαρά βιολογικού είδους είναι ριζικά εσφαλμένη.
Από ιστορική σκοπιά η αντιπαράθεση ανάμεσα στους υποστηρικτές και τους αρνητές της συνεχούς εξελικτικής μεταβολής των ειδών είναι –τουλάχιστον μέχρι τον 20ό αιώνα– μια αντιπαράθεση ανάμεσα σε ρεαλιστές/ιδεαλιστές και κονστρουκτιβιστές/νομιναλιστές. Στα επόμενα σημειώματα θα δούμε πως αυτό το χάσμα που κυριάρχησε στη βιολογία του 19ου αιώνα γεφυρώθηκε (επιφανειακά) με τη μοριακή βιολογία που αναπτύχθηκε και επικράτησε τον 20ό αιώνα.