«Είναι πολύ σκληρό να σου ζητούν να τραγουδήσεις
έναν παλιό σκοπό που προσπαθείς να λησμονήσεις»
Παλιό τραγούδι του Αττίκ
Τρίτη 7 Δεκεμβρίου 1920, βράδυ. Πλήθος κόσμου μπροστά στα Ανάκτορα ψέλνει το «Χριστός Ανέστη». Πιασμένοι σε κύκλο στρατιώτες και ξεσκούφωτες γυναίκες χορεύουν. Κορνάρουν τα αυτοκίνητα, κουδουνίζουν τα τραμ. «Έτσι θέλαμε, τον εφέραμε». Τον βασιλιά Κωνσταντίνο που επέστρεφε μετά από τριάμισι χρόνια. «Του αητού ο γιος», το λέει και το τραγούδι. Άρρωστος όμως άνθρωπος πια, από μια πνευμονία που τον έχει σακατέψει.
Βγήκαν στους δρόμους, πιάσανε το τραγούδι και στη Δημητσάνα, ορεινή Αρκαδία. Ένας έριξε μια μπαταριά στον αέρα. Ο Κώτσος ο Σαμαρτζής, Κωνσταντίνος Γαλανόπουλος στο όνομα, σαγματοποιός. Είχε το σαμαρτζίδικο, έφτιαχνε σαμάρια στην είσοδο της κωμόπολης, στο γεφύρι κοντά. Αυτός λεβέντης, με στριφτό μουστάκι σαν του βασιλιά και όχι αυτό το ξενομοδίτικο μουσάκι του τρισκατάρατου Βενιζέλου.
Στη Χωροφυλακή, βουβαμάρα. Ο ενωμοτάρχης Μανόλης Παπαδάκης από την Κρήτη βημάτιζε νευρικά. Στον τοίχο ένα κενό, εκεί όπου κάποτε ήταν ένα κάδρο, φυλακισμένη τώρα η φωτογραφία του Ελευθερίου Βενιζέλου στο συρτάρι, στο γραφείο πάνω ένα μπουκάλι. Μέσα του ο θυμός αλλά και ο καημός της αγάπης, για μια Μαρία με μάτια στο χρώμα της γαλαζόπετρας. Ο πατέρας της, Πάνος Φωτόπουλος, είχε τον τρόπο του, με κοπάδια και χωράφια στη Ζάτουνα, ένα χωριό απέναντι από τη Δημητσάνα, μισή ώρα δρόμος με τα πόδια.
Μπήκε το 1921, ως ευφρόσυνο καλωσόρισμα εκείνου του μοιραίου, του ζοφερού 1922. Εκατό χρόνια από την Επανάσταση, τον ξεσηκωμό του γένους για να γίνει έθνος, κράτος. Την 25η Μαρτίου είχε ορίσει το 1838 ως ημέρα του εορτασμού ο Όθωνας. Έφτιαξε επιτροπή το 1918 ο Βενιζέλος για τα εκατό χρόνια, για τον εορτασμό τους. Την κατήργησε ο βασιλιάς, έφτιαξε δική του. Απέναντι, στη Μικρά Ασία, σερνότανε η Μεγάλη Ιδέα, «Πάλι με χρόνια με καιρούς πάλι δικά μας θα ’ναι». Έτσι έδειχνε αλλά δεν ήταν.
Έστειλε προξενιά στην Ζάτουνα την ίδια μέρα, τη μέρα που γύρισε ο βασιλιάς, ο Κωνσταντίνος Γαλανόπουλος στο Φωτόπουλο για την κόρη του τη Μαρία. Δώσανε τα χέρια, τα βρήκανε και στην προίκα και έτσι, ένα μήνα αργότερα, ξεκίνησαν με κλαρίνα και τα μουλάρια φορτωμένα με τα προικιά της από τη Ζάτουνα για τη Δημητσάνα. Αυτή χλωμή, όχι σαν το χιόνι που είχε πέσει εκείνες τις μέρες αλλά λίγο πιο κίτρινη, σαν εκείνο το χαρτί στα χέρια του Μανόλη Παπαδάκη. Το χαρτί της μεταθέσεως, προοίμιον ίσως και απολύσεως.
Καρδιά, μυαλό, όλα κομμάτια. Η υπόκωφη σιωπή της νύχτας και ο αθόρυβος χιονιάς, κάπου μακριά η βουή των νερών. Το ποτάμι, ο Λούσιος. Σε μια γδαρμένη μικρή βαλίτσα όλα του τα πράγματα και οι αναμνήσεις. Έφυγε πρωί πρωί, δεν άντεχε να τη δει νύφη, γυναίκα στο πλευρό ενός άλλου. Το μεσημέρι, μπροστά στην Άγια Κυριακή, δίπλα στο άγαλμα Γρηγορίου του Ε’, την περίμενε το σόι του γαμπρού, το γαλανοπουλέικο, στη μέση αυτός, ο γαμπρός με το κουστούμι του. Ένα σκούρο γκρι με λεπτή ρίγα, το ’χε ράψει στον φραγκοράφτη, τον Ρηγόπουλο. Από μέσα καλοσιδερωμένο το άσπρο πουκάμισο, κουμπωμένο ψηλά στο λαιμό, χωρίς γραβάτα.
Τα πάθη της ιστορίας και της καρδιάς, μπλεγμένα σαν τα γεμάτα αγκάθια πουρνάρια στα βουνά. Και όπως στην πρωτεύουσα, στην Αθήνα, στον κόσμο των αστών, η Πηνελόπη Δέλτα, στενή φίλη του Βενιζέλου, είχε παράφορα ερωτευτεί τον Ίωνα Δραγούμη, έναν εχθρό του, έτσι και στην ταπεινή αγροτική επαρχία Γορτυνίας η Μαρία, κόρη ενός κομματάρχη του Λαϊκού Κόμματος που ήταν με το βασιλιά, αγάπησε τον ενωμοτάρχη Μανόλη Παπαδάκη, ορκισμένο βενιζελικό. Τα δύσκολα χρόνια του Διχασμού στα μέρη των βουνών, στην «Παλαιά Ελλάδα», γιατί η καινούργια, αυτή των «Πέντε Θαλασσών», είχε φτάσει απέναντι στη Σμύρνη και λίγα μίλια έξω από την Κωνσταντινούπολη.
Με τα χωράφια της προίκας, το ένα «ποτιστικό», είχε και τα δικά του με «γεννήματα¨, κριθάρια και στάρια, ο Κωνσταντίνος Γαλανόπουλος μεγάλωσε το «έχει» του. Έτσι βάπτιζαν τη «γης», σπιθαμή προς σπιθαμή, σε εκείνα τα μέρη, τότε. Αλλά καθώς, μαζί με τους σπόρους στα χωράφια, άρχισε να μεγαλώνει μέσα στην κοιλιά της Μαρίας και ο δικός του σπόρος, έφτασαν στη Δημητσάνα τα νέα με την εφημερίδα Εμπρός. Το Βασιλικό Διάταγμα της 7ης Μαρτίου ανακαλούσε από την εφεδρεία τρεις κλάσεις (1913 Β, 1914, 1915) και όλους τους αξιωματικούς της κλάσης 1909. Κατόπιν αιτήματός τού, εν τη Μικρά Ασία Στρατιάς, στρατηγού Παπούλα, έγραφε η εφημερίδα. Έτσι ο Γαλανόπουλος παρουσιάστηκε στο Ναύπλιο, στα έμπεδα Ναυπλίου, και ξαναφόρεσε τα χακί και το δίκοχο.
Τρεις μέρες αργότερα, ξεκίνησε, χωρίς τις εφεδρείες, η εαρινή επίθεση για την κατάληψη της σιδηροδρομικής γραμμής Εσκί Σεχίρ - Αφιόν Καραχισάρ, που ολοκληρώθηκε την 25η Μαρτίου, χωρίς επιτυχία. Έτσι, ο εορτασμός των εκατό χρόνων από την Επανάσταση του 1821, που δεν μπόρεσε να συνδυαστεί με μια νέα νίκη των ελληνικών όπλων, περιορίστηκε «λόγω των συνθηκών» σε καταθέσεις στεφάνων στους τάφους και τα αγάλματα των απολιθωμένων ηρώων. Στην ηλιόλουστη εκείνη τη μέρα Αθήνα, ο Γαλανόπουλος, με το όπλο παρά πόδα, στην οδό Ερμού. Στη Μητρόπολη η επίσημη δοξολογία, στην Ομόνοια και στο Σύνταγμα μονάδες Στρατού. Το βράδυ φωταγωγήθηκαν τα κτίρια, η Ακρόπολη και ο Λυκαβηττός. Στη Δημητσάνα μόνο ο έναστρος ουρανός, άργησε το φως, ο ηλεκτρισμός να φτάσει στα βουνά. Μετά το ’50 νομίζω.
Την επόμενη μέρα ο Δημήτριος Γούναρης ορκίστηκε πρωθυπουργός και τον επόμενο μήνα οι εφεδρείες αναχώρησαν για το μέτωπο. Έτσι, ο Κωνσταντίνος Γαλανόπουλος, γιος του κτηνοτρόφου Μήτσου Γαλανόπουλου, που δεν είχε φύγει παρά μερικά τσιγάρα δρόμο μακριά από το χωριό του, διέσχισε λιπόθυμος από τη ναυτία το Αιγαίο και βρέθηκε εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά. Πρώτα στην κοσμοπολίτικη Σμύρνη, τι μυρωδιές, χρώματα και αρώματα, και λίγες μέρες αργότερα στη μουσουλμανική Ανατολή, στο Ουσάκ. Μπροστά άρχιζαν κάτι βουνά χαμηλά, από πίσω τους, εξηγούσαν όσοι ξέρανε, ήτανε το Αφιόν Καραχισάρ. Το αφιόνι το ήξερε κι αυτός, βράζανε στο χωριό τους σπόρους της παπαρούνας και πότιζαν τα μωρά για να μην κλαίνε.
Τέλη Ιουνίου, μετά από επίσημη δοξολογία, αναχώρησε για τη Σμύρνη ο βασιλιάς, για να ηγηθεί του στρατεύματος, όπως τότε στους Βαλκανικούς. Ο έφιππος νικηφόρος βασιλιάς, ο στρατηλάτης. Σημαιοστολισμένη τον υποδέχτηκε η Ιωνία. Αλλά λίγοι πρόσεξαν την κουρασμένη αναπνοή κάτω απ’ το πηλίκιο, τον σχεδόν σαν ρόχο βήχα και τις βαθιές πια ρυτίδες στο πρόσωπο. Είχε κι αυτός τα δικά του, τον έρωτά του για μια Ιταλίδα, την Πάολα φον Οστχάιμ, τη χήρα ενός γερμανού πρίγκηπα. Την είχε γνωρίσει διάδοχος σε μια δεξίωση στη Μεγάλη Βρεταννία, ακολούθησαν εννιά μόνον ημέρες ερωτικού πάθους, που ήταν αρκετές για να συντηρήσουν εννιά χρόνια με παθιασμένη αλληλογραφία.
Τέλη Ιουνίου ξεκίνησε σε όλο το μέτωπο η καλοκαιρινή επίθεση, αυτή τη φορά με επιτυχία. Τότε έβαψε για πρώτη φορά τα χέρια του με αίμα ο Κωνσταντίνος Γαλανόπουλος. Αίμα ανθρώπου, γιατί ζώα είχε σφάξει. Είχε προηγηθεί η έφοδος των ευζώνων, πάνω στο χώμα τραυματίες και νεκροί, ανακατεμένοι οι Τούρκοι με τους Έλληνες. Σάλπιγγες, καπνοί, ομοβροντίες κανονιών, το κροτάλισμα των πολυβόλων, παροξυσμός συναισθημάτων, φόβος και μίσος μαζί. Κάρφωσε την ξιφολόγχη του ο Γαλανόπουλος σε έναν τούρκο αξιωματικό, που έτρεχε κουτσαίνοντας. Τον ξεκοίλιασε. Το βράδυ, στον ταραγμένο ύπνο του, είδε μια δακρυσμένη Παναγία με το πρόσωπο της Μαρίας, της δικής του Μαρίας.
Την 1η Ιουλίου, ο Κωνσταντίνος Γαλανόπουλος μπήκε μαζί με τον 11ο λόχο του 5ου συντάγματος της 4ης μεραρχίας στο Αφιόν Καραχισάρ. Ο συνταγματάρχης Δημαράς, ο σιδηροδρομικός σταθμός με άδεια παράθυρα και καπνισμένα ντουβάρια, στο βάθος ένα φορτηγό του στρατού γκαζοζέν, δίπλα ένα κάρο χωρίς άλογο. Και στην άκρη, ο Γαλανόπουλος. Στο χρώμα της σέπιας η φωτογραφία, ταξίδεψε στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων, έφτασε και στη Δημητσάνα. Κάποιοι στο καφενείο την είδαν στην εφημερίδα Σκριπ, γνώρισαν τον Γαλανόπουλο, την έφερε στο σπίτι με καμάρι ο πεθερός της, τη φύλαξε η Μαρία, την καρφίτσωσε, την έκρυψε μέσα στη φόδρα, στο καλό της φουστάνι. Ο άντρας της είδε τη φωτογραφία του δυο χρόνια αργότερα, όταν γύρισε από τον πόλεμο και τα γεγονότα.
Τον Σεπτέμβριο ο ελληνικός στρατός πέρασε τον Σαγγάριο ποταμό κυνηγώντας τους Τούρκους. Στο δρόμο προς την Άγκυρα. Ο Γαλανόπουλος, πάντως, το ποτάμι, τον θρυλικό Σαγγάριο, που κάποτε είχε περάσει και ο Μέγας Αλέξανδρος –τους το είχε εξηγήσει, τους έβγαλε λόγο ο λοχαγός του– δεν τον είδε. Το τάγμα του έμεινε στο Αφιόν, οπισθοφυλακή μαζί με το επιτελείο της μεραρχίας. Εκεί είδε για πρώτη φορά και το «πράμα» της γυναίκας, τις λεπτομέρειες. Το ξυρίζανε οι Τουρκάλες. Με τη Μαρία ήταν αλλιώς, συζυγικές ηδονές ντροπαλές.
Τέλη Αυγούστου σταμάτησαν οι επιχειρήσεις και, το Σεπτέμβριο, εμείς οι Έλληνες ξαναπεράσαμε τον Σαγγάριο, από την αντίθετη κατεύθυνση, και επιστρέψαμε στις αρχικές μας θέσεις, ίσως και λίγο πιο πέρα από τη γραμμή Εσκί Σεχίρ - Αφιόν Καραχισάρ. Όλοι ήταν ευχαριστημένοι. Ο Κεμάλ γιατί γλίτωσε η Άγκυρα, ο ελληνικός στρατός γιατί παρέμεινε ανίκητος και ο Γαλανόπουλος διπλά χαρούμενος γιατί είχε γίνει πατέρας. Ο γιος του, του έγραφαν στο γράμμα, ήταν φτυστός ο πατέρας του, με τα μάτια της μάνας του της Μαρίας, τις γαλαζόπετρες.
Τον Οκτώβριο έφτασε στο μέτωπο, ήρθε από την Σμύρνη, ο βασιλιάς Κωνσταντίνος. Ηρθαν και τα κρύα, το οροπέδιο το χειμώνα. Εκείνο το βράδυ δύο, ένας βασιλιάς και ένας στρατιώτης, ξεκίνησαν να γράφουν ένα γράμμα. Ο βασιλιάς στην Πάολα και ο Γαλανόπουλος στη Μαρία. Για τον πόλεμο και την αγάπη γράφουν και οι δύο. Ο ένας κάτω από το φως μιας λάμπας ασετυλίνης με έναν ακριβό κονδυλοφόρο. Με ένα μολύβι μελανί, αυτά που σάλιωνες στην άκρη για να γράψεις, στο φως ενός καντηλιού φτιαγμένου σε κουτί κονσέρβας, ο άλλος. Και το χαρτί, το γράμμα απλωμένο πάνω στον υποκόπανο του όπλου, το τυφέκιον μάνλιχερ. Έξω, παγωνιά και ομίχλη. Στο βάθος αδιάφορο το Μαύρο Βουνό, το Καραχισάρ στην άκρη της πόλης, να εποπτεύει τα αδιέξοδα των ανθρώπων.
Αδιέξοδα που κράτησαν ένα χρόνο. Η σπατάλη μιας άσκοπης χρονιάς, με τάγματα προκαλύψεως και διπλωματικές αποστολές. Είχε περάσει πια η εποχή της συγκομιδής, στα αδούλευτα χωράφια του Γαλανόπουλου αλλά και στις σελίδες της Ιστορίας στο λήμμα Ελλάδα. Να βλέπεις αόριστα πως τίποτα πια δεν ωφελεί.
Στις 13 Αυγούστου 1922 ξεκίνησε η αντεπίθεση των Τούρκων, έσπασε το μέτωπο στο θύλακα του Αφιόν Καραχισάρ και μια εφημερίδα, η Καθημερινή, στην Αθήνα, έδινε πρωτοσέλιδα ανήμερα της Παναγίας το σύνθημα: «Οίκαδε». Οι ζοφερές μέρες του Κωνσταντίνου Γαλανόπουλου είχαν ξεκινήσει. Από χωρίου εις χωρίον η συντεταγμένη υποχώρηση του στρατού και, μαζί του, τρομαγμένη, έτρεχε άτακτα η απελπισία των άλλων, του κόσμου.
Έξω από τα Βουρλά τους περίμενε κόσμος, τρομαγμένος. Κρεμάστηκε στο μανίκι του Γαλανόπουλου μια Ελισσώ με ένα μωρό στην αγκαλιά και μάτια καστανά, σχεδόν μπεζ, από το φόβο. Στα χέρια της χρήματα, μια λίρα χρυσή. Ο άντρας της, Αριστόβουλος Φιλίογλου, είχε μείνει στο λιμάνι, στη Σκάλα. Να τελειώσει τις δουλειές. Είχε ξεκινήσει όπως κάθε χρονιά το εμπόριο της σταφίδας. Εκείνη τη χρονιά όμως έμεινε στη μέση, στα χωράφια και στα εργοστάσια συσκευασίας. Όταν φτάσανε οι Τούρκοι, βρήκαν τα σακιά και τα κασάκια με τη σταφίδα παρατημένα στην προκυμαία. Πήρε τα χρήματα ο Γαλανόπουλος, μαζί πήρε και την Ελισσώ. Τον άντρα της τον πήραν οι Τούρκοι, χάθηκε ποιος ξέρει πού. Δεν τον ξαναείδε ποτέ. Μόνο φήμες ότι τον κρέμασαν και μια άλλη ότι τον πήραν στα τάγματα εργασίας, τα αμελέ ταμπουρού.
Φτάσανε στον Τσεσμέ, στρατός και κόσμος, ιδίως αυτός, σε απόγνωση. Το «Κιλκίς» με τα κανόνια του από τη θάλασσα και οι εύζωνοι του Πλαστήρα κρατούσαν τους Τούρκους, το στρατό και τους Τσέτες, μακριά. Τους πήραν τα καράβια το βράδυ και μέσα στο σκοτάδι όλα γύριζαν εκεί που δεν ξεκίνησαν ποτέ, στα μπερδεμένα όνειρα. Στο κατάστρωμα του «Ζάτουνα» –έκανε τη γραμμή Πόλη-Σμύρνη–, γιατί όλα είναι μοίρα, γλίστρησε δίπλα του η Ελισσώ και, κάποια στιγμή, κουρασμένη, αποκοιμήθηκε και έγειρε πάνω στο ώμο του. Μισοκοιμισμένος και αυτός άνοιξε τα χέρια του και την πήρε στην αγκαλιά του. Ξημερώματα έδεσε το καράβι απέναντι στη Χίο. Εκεί χώρισαν οι δρόμοι τους και έμεινε μετέωρη μια ανάμνηση, ότι ποτέ δεν θα ξημερώσει.
Είναι μέρες και εποχές που ο χρόνος –λες κι η Γη γυρίζει πιο γρήγορα– τρέχει. Τα γεγονότα όμως ήταν που τρέχανε δίπλα και μακριά τους. Στις 3 Σεπτεμβρίου έφτασε στη Χίο ο Πλαστήρας και μια εβδομάδα αργότερα η δημοφιλής στις εφημερίδες λέξη «Κίνημα» επανήλθε πρωτοσέλιδα. Στη Χίο ο Πλαστήρας, στη Μυτιλήνη ο Γονατάς, στην Αθήνα ο Πάγκαλος. Συνταγματάρχες οι δύο, απόστρατος στρατηγός ο Πάγκαλος. Μαζί τους και το Ναυτικό. Έτσι ο Γαλανόπουλος, δέκα μέρες αργότερα, ξαναμπήκε σε καράβι. Αυτή τη φορά το Αιγαίο ήταν ήρεμο και, βράδυ αργά, το τάγμα του βγήκε στο Λαύριο. Το φεγγάρι ήταν σαν φέτα από πεπόνι και ο καπνός ενός φουγάρου το ξημέρωμα διαλυόταν όπως το ούζο μέσα στο νερό, μέσα σε έναν καταγάλανο ουρανό.
Το μεσημέρι με διάγγελμα παραιτήθηκε ο βασιλιάς Κωνσταντίνος και, την επομένη, την Κυριακή το μεσημέρι, 12 χιλιάδες στρατιώτες του μικρασιατικού μετώπου «εξαντλημένοι αλλά στοιχημένοι» –έτσι τους είδε ο πρέσβης της Αγγλίας– μπήκαν στην Αθήνα. Ανάμεσά τους και ο Γαλανόπουλος, «ράκος λακτιζόμενον παρά πάντων» όπως έγραψε μια εφημερίδα – όχι για τον ίδιο, αλλά γι’ αυτό το «εξουθένωμα κράτους», την Ελλάδα. Έτσι όμως αισθανόταν κι αυτός. Είχε και καιρό να πάρει γράμμα. Το βράδυ κυκλοφόρησε η φήμη της απόλυσης των εφεδρειών. Το πρωί προσγείωση, η δική του, η κλάση του ’14, όχι. Η απόφαση ήταν για τις κλάσεις του ’11, του ’12 και του ’13, τελικά και αυτές εν καιρώ, προσεχώς. Κάπως έτσι ψευτίζει η ζωή σου. Πίσω στη Δημητσάνα μια γυναίκα, ένα παιδί, χωράφια αφημένα, κλειστό και το σαγματοποιείο. Πήρε τις δουλειές ο παραγιός του, το τσογλάνι, του Πιλάλα ο γιος, του ξυπόλητου.
Στο τέλος του μήνα, ο βασιλεύς έφυγε από την Ελλάδα με αγγλικό πλοίο από τον Ωρωπό και, τα τέλη του επόμενου μήνα, τον Οκτώβριο του 1922, ξεκίνησε η «Δίκη των Έξι». Στο έκτακτο στρατοδικείο, στην αίθουσα της Παλαιάς Βουλής, με πρόεδρο τον στρατηγό Οθωναίο. Οι κατηγορούμενοι ήταν οκτώ, σε θάνατο καταδικάστηκαν οι έξι. Η απόφαση βγήκε στις 15 Νοεμβρίου, το πρωί τους πήραν και τους έξι από τις φυλακές Αβέρωφ. Στο δάσος, στο Γουδί, πίσω από το νοσοκομείο Σωτηρία, περίμεναν τα εκτελεστικά αποσπάσματα. Έξι, ένα για τον καθένα, με πέντε στρατιώτες και ένα λοχία επικεφαλής, για τη χαριστική βολή. Στο τελευταίο απόσπασμα, αυτό του Γαλανόπουλου, απέναντι από το στρατηγό Χατζηανέστη ήταν έξι. Ένας στρατιώτης, με καταγωγή από τη Μικρά Ασία, μπήκε κρυφά και επέμενε να ντουφεκίσει κι αυτός. Δεν του χάλασαν το χατίρι, τον άφησαν. Στις 11 και 23 ακριβώς, 30 πυροβολισμοί σαν ένας και, μέσα από τα συννεφάκια καπνού. ένας τελευταίος, πάνω από τα σωριασμένα κορμιά. Ο Κωνσταντίνος Γαλανόπουλος, ιδρωμένος, με κλειστά μάτια, παγωμένο το δάχτυλο πάνω στην σκανδάλη. Τελικά το πίεσε, τελευταίος. Γέλασε ο λοχίας, έβαλαν τα κλάματα κάποιοι συγγενείς, η αδελφή του υπουργού Μπαλτατζή λιποθύμησε.
Τα Χριστούγεννα, ο Γαλανόπουλος πήρε επιτέλους γράμμα, τα χωράφια τα είχαν δώσει μισακά, τα σπείρανε κριθάρια, ο γιος του μεγάλωνε. Φωτισμένη η Αθήνα, συννεφιασμένη, αγέλαστη, απορροφούσε αναστενάζοντας τη Μικρασιατική Καταστροφή. Θλιμμένη γιορτή.
Το θάνατο του βασιλιά Κωνσταντίνου ο Γαλανόπουλος τον έμαθε τυχαία. Είχαν βγει με άδεια, παραμονή Πρωτοχρονιάς, στο καφενείο Βυζαντινόν στην Ομόνοια, αυτός, ένας Βυτιναίος και ένας Ζατουνίτης. Αυτοί βασιλικοί, ο Βυτιναίος με τον Βενιζέλο. Δίπλα, σε ένα τραπεζάκι, ξεχασμένη μια εφημερίδα, η Εσπερινή.
Στην πρώτη σελίδα. «Την 4ην και ημισείαν μ.μ. της χθες, ο Βασιλεύς Γεώργιος έλαβεν παρά της μητρός του το ακολουθούν τηλεγράφημα - Πατήρ απέθανεν εκ συγκοπής καρδίας, Μαμά». Οι δύο γύρισαν στο στρατόπεδο, ο Γαλανόπουλος έμεινε. Ένας επαρχιώτης flaneur, μόνος, βουρκωμένος μέσα σε μια πόλη. Ανέβηκε τη Σταδίου, χάζεψε τη χαρμολύπη της πλατείας Συντάγματος, κατέβηκε την Ερμού, ένα δρόμο εμπορικό, και αργά το βράδυ κάποια στιγμή βρέθηκε στην Αιόλου. Οι φοίνικες έριχναν ευθύγραμμες σκιές πάνω στο κτίριο της Εθνικής Τράπεζας. Απέναντι, γεμάτο πρόσφυγες, το Δημοτικό Θέατρο του Τσίλερ, έπαιζε την τελευταία του παράσταση. Στα παράθυρα κυμάτιζαν απλωμένα ρούχα και κουβέρτες. Μέσα στρωματσάδα τα όνειρα αγκαλιά με τα αποκαΐδια τους. Σε μια γωνιά μέσα στο σκοτάδι τού έγνεψε μια γυναικεία σκιά, κομψή. Πλησίασε, μια σάπια μυρωδιά κολώνιας και ένα γνώριμο κουρασμένο πρόσωπο, η Ελισσώ. Από τα μετάξια στα Βουρλά, στα πεζοδρόμια της Αθήνας, μια σελίδα ιστορία δρόμος.
Το αρχαιότερο επάγγελμα του κόσμου σε μια από τις πιο παθιασμένες στιγμές του. Στα όρθια και στα σκοτεινά. Την πλήρωσε με, της επέστρεψε εκείνη τη χρυσή λίρα. Όλα είναι κύκλος. Την καθυστερημένη επιστροφή του στο στρατόπεδο αυτός την πλήρωσε με ένα χαστούκι από το λοχαγό και ένα μήνα φυλακή.
Πίσω στη Δημητσάνα, στη χωροφυλακή, είχαν επιστρέψει η φωτογραφία του Βενιζέλου και ο ενωμοτάρχης Παπαδάκης. Από κάτω, στο καφενείο του Κουστένη, βουβές ανθρώπινες σκιές μέσα στα θολά από τους καπνούς και τα χνώτα τζάμια. Στο σπίτι του Γαλανόπουλου, στριφογύριζε μόνη της στο κρεβάτι η Μαρία, κάτω από τις άγριες στην αφή αλλά ζεστές παντανίες, προσπαθώντας να βάλει σε μια σειρά τα μέσα της, αλλά δεν μπορούσε. Ένα λυχνάρι έριχνε περίεργες σκιές και, έξω, το χιόνι ανανέωνε το λευκό του πάνω στους λασπωμένους δρόμους.
Μακριά, σε κάποια άλλα βουνά, χιονισμένα με έλατα και αυτά, στη Λωζάνη, οι πολύμηνες διαπραγματεύσεις είχαν καταλήξει σε μια πρώτη Συμφωνία που, τον Ιούλιο, θα γινόταν Συνθήκη. Ο πόλεμος είχε τελειώσει. Έτσι σιγά σιγά άρχισε η αποστρατεία, απολύθηκε και ο Γαλανόπουλος. Η Δημητσάνα ήταν εκεί, απλωμένη πάνω στο διάσελο και στριμωγμένη ανάμεσα στις δύο κορυφές του Κάστρου και της Αγίας Παρασκευής, που την έκαναν να μοιάζει με σαμάρι. Όλα γκρίζα, ο καιρός και το τοπίο, τα σύννεφα και η πέτρα. Είχε επιστρέψει.
Προσπάθησε να επιστρέψει και η ζωή του. Τα σαμάρια, τα χωράφια, τα γιδοπρόβατα και η Μαρία που ήταν ή έμεινε έγκυος. Ούτε κι αυτή ήταν σίγουρη. Ήταν θέμα μερικών ημερών στο ημερολόγιο της περιόδου της, που τότε δεν υπήρχε. Τα οικογενειακά μυστικά είναι κάτι σαν σχιζοφρένεια. Θολή πραγματικότητα και νοσηρή φαντασία μαζί. Κανείς δεν ξέρει τι άκουσε, τι έμαθε ο Γαλανόπουλος, τι του είπαν, τι κατάλαβε, ένα όμως είναι σίγουρο.
Το πρωί της 15ης Φεβρουαρίου, που είχε επισήμως γίνει 1η Μαρτίου, ημέρα Πέμπτη, κάθισε στο καφενείο του Κουστένη, παρήγγειλε διπλό κονιάκ και περίμενε. Μέσα του πάλευαν πράγματα, μίσος, αμφιβολίες, φόβος, μπερδεμένα. Κατά τις 12, όπως κατέθεσαν οι μαρτύροι, βγήκε απέναντι από τη χωροφυλακή ο Παπαδάκης. Ψηλός, όμορφος και αλαζόνας, πέρασε μπροστά του και τον κοίταξε ειρωνικά. Ίσως αυτό να ξεχείλισε το ποτήρι της αμφιβολίας. Τον φώναξε, «Παπαδάκη», αυτός γύρισε και το πρόσωπό του έπαψε να είναι όμορφο. Η σφαίρα από το πιστόλι μάνλιχερ –εκείνο το παλιό του 1901, με την κάνη κλείστρο– το βρήκε στο μεσόφρυδο. Το είχε πάρει από εκείνο τον τούρκο αξιωματικό ο Γαλανόπουλος και είχε μέσα μόνο μια σφαίρα.
Γύρισε ξαφνιασμένος ο κόσμος, βγήκε από το μπακάλικό του ο Βασίλης Σκολαρίκος, τον ταρακούνησε. «Τι έκανες ρε, φεύγα». Σκαπέτησε κάτω στον Λούσιο, το ποτάμι, είπαν. Τον έψαχναν τα αποσπάσματα δεκατρείς μέρες. Οι δικές του δεκατρείς ημέρες που δεν υπήρξαν ποτέ είχαν ξεκινήσει και τελείωσαν την πρωτομηνιά, όταν παραδόθηκε μόνος του στη χωροφυλακή. Η ημερομηνία σύλληψης στη συνταχθείσα αναφορά ήταν η 13η Μαρτίου. «Παραδοθείς αυτοβούλως και αυτοπροσώπως».
***
Τελικά, τα εκατό χρόνια από την Επανάσταση του 1821 εορτάσθηκαν πανελλαδικά με μεγαλοπρέπεια τον Μάρτιο του 1930. Γιορτάστηκαν και στη Δημητσάνα. Γεμάτος κόσμο ο κεντρικός δρόμος, η αγορά. Σε ένα σημαιοστολισμένο μπαλκόνι κάποιος με στεντόρεια φωνή, σε μιαν άκρη σιωπηλή, μαυροντυμένη εκείνη η μοιραία Μαρία. Έχουν καμιά φορά και οι φωτογραφίες ήχο. Φωτογράφος, ο και ζαχαροπλάστης της κωμόπολης, Μιχαλάκης Παναγόπουλος.
Λίγες ημέρες αργότερα, στις 18 Απριλίου, ημέρα Παρασκευή, ο εκφωνητής του κεντρικού δελτίου ειδήσεων στο ραδιόφωνο του BBC ανακοίνωνε “There is no news”, σήμερα δεν υπάρχουν ειδήσεις. Και για δεκαπέντε λεπτά ακούγονταν μόνο οι νότες ενός πιάνου. Όμως, στην άχαρη ζωή του Κωνσταντίνου Γαλανόπουλου, ειδήσεις υπήρχαν.
Εκείνη την ημέρα, η Μαρία, πάντα μαυροντυμένη, με ένα ταγάρι στον ώμο –μέσα αυγά σφιχτά, ένα καρβέλι ψωμί, ελιές και κατσικίσιο τυρί– ανέβηκε με τα πόδια τα σκαλιά της Ακροναυπλίας. Στάθηκαν αμίλητοι, κύλησε το τσεμπέρι στους ώμους της, τα μαλλιά της γκρίζα, τα μάτια της βουρκωμένα, θάλασσες. Αυτός αξύριστος, κουρασμένος, έστριβε καπνό σε χαρτί εφημερίδας. Τις ήξερε αυτός, τις είχε δει τις θάλασσες όλες, τις όμορφες και τις σκοτεινές που μέσα τους πνίγεται κόσμος. «Δεν φταίμε εμείς Κωνσταντή μου, τα γεγονότα φταίνε, τα γεγονότα», του είπε και έφυγε κλαίγοντας.
***
Δυο μήνες αργότερα, το καλοκαίρι, ξεκίνησε στην Αθήνα η Μάντρα του Αττίκ. Τότε, εκεί, ένα βράδυ, έγραψε στα παρασκήνια και το «Ζητάτε να σας πω». Μέσα σε δέκα λεπτά, λένε. Όταν μπήκε στο μαγαζί μια άλλη μοιραία Μαρία, με μάτια γαλαζόπετρες και αυτή. Η γυναίκα του, Μαρίκα Φιλιππίδη, με τον εραστή της τότε και νόμιμο σύζυγό της πια, τον ίλαρχο Σταμάτη Μερκούρη. Και αυτή με μάτια βουρκωμένα, θάλασσες, άκουσε το τραγούδι και έφυγε στη μέση της παράστασης. Έτσι είπαν.