Η πρώτη έκπληξη είναι η πρωτότυπη διάρθρωση του βιβλίου, που παραπέμπει αλλού, σε άλλο συγγραφικό είδος και σε άλλες εποχές. Βάσει του διαχωρισμού σε πράξεις, κεφάλαια και ιντερλούδια, θα μπορούσε κανείς να πει ότι Ο Ενδοξότερος Αγώνας είναι ένα δράμα –μια τραγωδία– σε τρεις πράξεις. Και αν το σκεφθούμε λίγο περισσότερο, αυτό δεν είναι τάχα η εξιστόρηση της Επανάστασης; «Έστιν ουν τραγωδία μίμησις πράξεως σπουδαίας και τελείας».
Το να εντυπωσιάζεσαι και να προβληματίζεσαι από τη σελίδα των περιεχομένων θα έλεγα ότι είναι μάλλον σπάνιο. Να όμως που εδώ συμβαίνει. Οι τίτλοι των κεφαλαίων προκαλούν το ενδιαφέρον και δεν αποκαλύπτουν από την αρχή το περιεχόμενό τους, παρά μόνο σε κάποιους μυημένους. Ποιος είναι αυτός ο «φυλακισμένος αετός που μόλις ελευθερώθηκε»; Σε ποιον απευθύνθηκε το «Παραλογίζεστε κύριε»; και ποιος είναι στην προκειμένη περίπτωση ο «Υπηρέτης δύο αφεντάδων»; Ποιος είπε ότι «Ο κόσμος μάς έλεγε τρελούς»;
Είναι σαν να προσπαθείς να λύσεις ένα κουίζ. Ο φυλακισμένος αετός δεν είναι ο ελληνικός λαός, όπως θα φανταζόταν κανείς, αλλά ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος που βρισκόταν στην Πίζα και μόλις έμαθε την κήρυξη της Επανάστασης. Ο υπηρέτης των δύο αφεντάδων είναι, ή μάλλον προτίμησε να μην είναι, ο Καποδίστριας, που σε πρώιμο στάδιο απέπεμψε έναν εκπρόσωπο της Φιλικής Εταιρείας λέγοντάς του ότι παραλογίζεται. Και την απάντηση στον κόσμο που μας έλεγε τρελούς την έδωσε ο Κολοκοτρώνης διαβεβαιώνοντας ότι τελικά αποδείχθηκε ότι δεν ήμασταν τρελοί. Αυτές τις «αποκαλύψεις» τις κάνω για να δείξω με τους ενδεικτικούς αυτούς τίτλους το πόσο ζωντανά χειρίζεται το υλικό του ο Αριστείδης Χατζής. Είναι φανερό ότι το ζει το βιβλίο του και ότι το έγραψε με πολύ κέφι, που μας καλεί να συμμερισθούμε.
Πρώτα οι ιδέες
Ξεκινώντας την ανάγνωση νομίζω ότι ευλόγως περίμενα να διαβάσω για τις πρώτες μάχες και τις πρώτες νίκες‧ για τους αγωνιστές που κυνηγούσαν τους Τούρκους αλαλάζοντας υπέρ της ελευθερίας‧ για τους ανθρώπους που σκοτώνονταν και τα χωριά που καίγονταν‧ για τις αγριότητες που έγιναν και από τις δύο πλευρές. Περίμενα δηλαδή μια πολεμική ατμόσφαιρα. Ακόμη και το καλαίσθητο εξώφυλλο, με τον έλληνα καβαλάρη αγωνιστή και τον πληγωμένο ή σκοτωμένο Μωαμεθανό, για αυτό προϊδεάζει. Και βέβαια, επειδή το βιβλίο δεν θα μπορούσε να αρχίσει κατευθείαν με πυροβολισμούς, κανονιές και γιαταγάνια, περίμενα ότι θα άρχιζε, όπως συνήθως, με ένα κεφάλαιο για τη Φιλική Εταιρεία. Διαψεύσθηκα. Το κεφάλαιο με τη Φιλική Εταιρεία όχι μόνο έρχεται αργότερα, αλλά δεν είναι και όπως συνήθως.
Αρχίζω λοιπόν να διαβάζω ένα πραγματικά συναρπαστικό κείμενο, που δεν είχε όμως ούτε μάχες, ούτε σκοτωμούς, ούτε αγριότητες. Ήταν γεμάτο φιλοσόφους, ποιητές, συγγραφείς‧ έρωτες, νόμιμους και παράνομους‧ απιστίες, ενδοοικογενειακές και μη‧ νόθα παιδιά και σκάνδαλα. Μπα, σκέφθηκα. Κάποιο μπέρδεμα έχει γίνει. Λάθος βιβλίο διαβάζω. Το λάθος αυτό βιβλίο ήταν όμως πολύ ωραίο και δεν μου έκανε καρδιά να το σταματήσω. Και ξαφνικά εμφανίζεται ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος με τα ωραία εξωτικά ανατολίτικα ρούχα του, παχουλός, γελαστός και ψιλοερωτευμένος και αυτός. Αυτοεξόριστος στην Πίζα, με άφθονο χρόνο στη διάθεσή του ώστε να διαβάζει βιβλία φιλελεύθερων γάλλων πολιτικών, να συζητά τόσο για τους αρχαίους έλληνες συγγραφείς όσο και για το μέλλον της Ελλάδας, αλλά και να περνά ατέλειωτες ώρες με μια όμορφη, μορφωμένη, αλλά φευ παντρεμένη, νέα γυναίκα.
Έτσι αρχίζει να ξετυλίγει το νήμα της Ελληνικής Επανάστασης ο Αριστείδης Χατζής. Ξαφνιάζει ευχάριστα το γεγονός ότι ένα βιβλίο με την ιστορία της Επανάστασης αρχίζει με την περιγραφή ενός ειδυλλίου, γιατί περί αυτού πρόκειται. Αντί για τη Φιλική Εταιρεία έχουμε τη ρομαντική σχέση που αναπτύχθηκε μεταξύ του Μαυροκορδάτου και της Μαίρη Σέλλεϋ, στην Πίζα στις παραμονές της κήρυξης της Επανάστασης. Η Mαίρη Σέλλεϋ ήταν η σύζυγος του φιλελεύθερου βρετανού ποιητή Πέρσυ Σέλλεϋ, αλλά και η συγγραφέας του γοτθικού μυθιστορήματος Φρανκενστάιν. Ο Αριστείδης Χατζής χρησιμοποιεί ευφυώς αυτό το πλατωνικό ή μη ειδύλλιο, αφενός για να δώσει την προεπαναστατική ατμόσφαιρα στην οποία έζησε ο Μαυροκορδάτος, αφετέρου για να παρουσιάσει τη σταδιακή διαμόρφωση της προσωπικότητάς του και της ιδεολογίας του.
Ο τρόπος παρουσίασης της Φιλικής Εταιρείας είναι επίσης πολύ ενδιαφέρων, καθώς ο Χατζής αναφέρεται διεξοδικά στον επόμενο ήρωα του βιβλίου, στον Ιωάννη Καποδίστρια, που εμφανίζεται στη σκηνή πολύ πριν εκλεγεί κυβερνήτης της Ελλάδας. Τις αντιδράσεις του στο άκουσμα της πρόσκλησης να ηγηθεί της Φιλικής Εταιρείας και τις επόμενες ενέργειές του δεν θα σας τις πω εδώ, θα τις διαβάσετε στο βιβλίο. Όπως και τις δολοπλοκίες και τις δολοφονίες Φιλικών, που έγιναν μέσα στους κόλπους της Εταιρείας πριν ακόμη εκδηλωθεί η Επανάσταση.
Γενικά, ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάζεται η προσωπικότητα και η δράση των ηρώων του βιβλίου είναι πρωτότυπος και τους αναδεικνύει διαφορετικά από ό,τι έχουμε συνηθίσει. Ο Χατζής είναι πολύ έντιμος και αντικειμενικός απέναντί τους. Δεν θεοποιεί τους καλούς και δεν ρίχνει ασυζητητί τους κακούς στα Τάρταρα. Παραμένουν όλοι στην ανθρώπινη διάστασή τους, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι περιγράφονται με τα προτερήματα αλλά και τα ελαττώματά τους. Ο συγγραφέας δεν χαρίζεται ούτε στους ήρωες που συμπαθεί.
Μέσα από τις σελίδες του Ενδοξότερου Αγώνα παρελαύνουν, οι ιδρυτές της Φιλικής Εταιρείας, ο Καποδίστριας, ο Πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄, ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, ο Παπαφλέσσας, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης και άλλοι περισσότερο ή λιγότερο γνωστοί αγωνιστές. Και ζωντανεύουν 200 χρόνια μετά. Βλέπουμε τα οράματα και τις προσωπικές φιλοδοξίες τους να έρχονται σε αντιπαράθεση με την πραγματικότητα και τις προσωπικές φιλοδοξίες των άλλων. Και παρακολουθούμε με ενδιαφέρον τον τρόπο, με τον οποίο θέλει ο καθένας τους να επιβάλει την άποψή του: άλλος με την πειθώ, άλλος με μικρή ή μεγάλη παραποίηση της αλήθειας –καθώς ο σκοπός αγιάζει τα μέσα–, άλλος με απειλές και άλλος με τα όπλα, που οπωσδήποτε δίνουν γρήγορη και οριστική λύση. Δεν ήταν όλοι τέλειοι, κάθε άλλο. Αυτοί όμως ήταν εκείνοι που πήραν τις μεγάλες αποφάσεις, που κίνησαν τα νήματα και στους οποίους οφείλεται τελικά η Ελευθερία.
Είναι ενδιαφέρον να σκεφθεί κανείς ότι ο Μαυροκορδάτος, ο Παπαφλέσσας, ο Οδυσσέας Ανδρούτσος και ο Σπυρίδων Τρικούπης είναι περίπου συνομήλικοι, τριάντα-τριάντα δύο χρονών. Δεν είναι πολύ νέοι, είναι όμως μια εικοσαετία νεότεροι από τον Κολοκοτρώνη. Πώς έβλεπε άραγε ο πενηντάρης Κολοκοτρώνης τον ενθουσιασμό του Παπαφλέσσα ή τις φιλοδοξίες του Μαυροκορδάτου; Όπως μας λέει ο Χατζής, και η Ιστορία, τον Παπαφλέσσα τον εναγκαλίζεται‧ τον Μαυροκορδάτο τον εχθρεύεται. Δεν τον απασχολεί συνεπώς η ηλικία τους αλλά οι επιδιώξεις τους.
Ο Χατζής κάνει μια γενική, νέα και ψύχραιμη αποτίμηση όλης της στάσης των ηρώων και των συνεπειών της. Η εχθρότητα που αναπτύσσεται μεταξύ των στρατιωτικών και των πολιτικών και κυρίως μεταξύ του Κολοκοτρώνη και του Μαυροκορδάτου οδηγεί σε επικίνδυνα μονοπάτια. Ο αφορισμός της Επανάστασης από τον Πατριάρχη δημιούργησε πολλά ερωτήματα και απογοήτευσε τους έλληνες αγωνιστές. Μπορούσε να δράσει διαφορετικά; Και ο απαγχονισμός του ήταν ή δεν ήταν μεγάλο λάθος του σουλτάνου; Δεν θα σας πω τα συμπεράσματά του Χατζή, θα τα διαβάσετε και αυτά όπως τα αναπτύσσει ο ίδιος.
Το βιβλίο φαίνεται να κινείται σε μια σφαίρα μεταξύ μυθιστορήματος και αυστηρού επιστημονικού έργου, αντλώντας τα καλύτερα στοιχεία και του ενός και του άλλου. Δεν κουράζει καθόλου τον αναγνώστη, διαβάζεται πολύ ευχάριστα, σαν ένα καλογραμμένο μυθιστόρημα, ενώ είναι απόλυτα επιστημονικά τεκμηριωμένο. Και οι λεπτομέρειες που δίνει αποκαλύπτουν την ενδελεχή έρευνα που έχει προηγηθεί σε αρχεία, εφημερίδες της εποχής και βιβλία. Πρωτογενείς και δευτερογενείς πηγές γεμίζουν πολλές σελίδες στη βιβλιογραφία του. Έτσι, παράλληλα με αυτό που ονομάζουμε γενικό κοινό, ικανοποιούνται και οι ειδικοί.
Μπορεί εδώ να αναφέρθηκα περισσότερο σε πράγματα που δεν βρίσκει κανείς συνήθως σε ένα συμβατικό βιβλίο ιστορίας, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι Ο Ενδοξότερος Αγώνας περιορίζεται σε αυτά. Κάθε άλλο. Τελειώνοντας την ανάγνωσή του έχει μάθει κανείς όλα όσα συνέβησαν τη χρονική περίοδο που πραγματεύεται – μερικά πιο αναλυτικά, άλλα πιο συνοπτικά. Άφθονη τροφή για σκέψεις δίνουν οι αποτιμήσεις για τις βιαιότητες των Τούρκων εναντίον των Ελλήνων, πρώτα στην Κωνσταντινούπολη αμέσως μόλις γίνεται γνωστή η έναρξη της Επανάστασης και κατόπιν στην Χίο, όπως και για τη σφαγή Μωαμεθανών και Εβραίων από τους Έλληνες στην Τριπολιτσά. Η επισήμανση των λαθών και των λανθασμένων εκτιμήσεων που έγιναν και από τις δύο πλευρές, η αξιολόγηση των ηγετών τους αλλά και η αντιμετώπιση της Επανάστασης από τις ευρωπαϊκές ηγεσίες και η ανάπτυξη του φιλελληνισμού, είναι θέματα που αναλύονται εκτενώς στον Ενδοξότερο Αγώνα.
Μαυροκορδάτος, ο αδικημένος
Ο τόμος τελειώνει ουσιαστικά με τον ίδιο ήρωα με τον οποίο αρχίζει: με τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο. Τώρα όμως δεν υπάρχει χρόνος για έρωτες. Η πραγματικότητα στην επαναστατημένη Ελλάδα είναι πολύ σκληρή και επικίνδυνη, ενώ οι ευχάριστες ώρες που είχε περάσει με τη νεαρή Mαίρη Σέλλεϋ ανήκουν για αυτόν ανεπιστρεπτί στο παρελθόν. Στο τελευταίο αυτό τμήμα βλέπουμε τον Μαυροκορδάτο σε πλήρη και πολλαπλή πολιτική αλλά και στρατιωτική δράση και τη Μαίρη να τον παρακολουθεί από μακριά και διακριτικά. Είναι όμως τόση η επιρροή της στο βιβλίο ώστε τελικά είναι αυτή που του δίνει και τον τίτλο του, από μια φράση της προς τον Μαυροκορδάτο.
Ο Μαυροκορδάτος είναι ένας από τους πιο αγαπημένους ήρωες του Χατζή, τολμώ να πω ο πιο αγαπημένος. Έτσι γράφει εκτενώς γι’ αυτόν, για την αξιοποίηση της διοικητικής, πολιτικής και διπλωματικής εμπειρίας του, για τη στρατιωτική αποτυχία του αλλά και για το θάρρος με το οποίο έσωσε κατόπιν το Μεσολόγγι. Αναλύει το πώς έγινε ο πολιτικός ηγέτης της Ελλάδας, το πώς χειρίστηκε τη δύναμή του, πού πέτυχε και πού απέτυχε. Γράφει διεξοδικά για την αποφασιστική συμβολή του στη σύνταξη του πρώτου ελληνικού συντάγματος. Αναπτύσσει το ριζοσπαστικό γεωπολιτικό σχέδιο, που είχε συλλάβει ήδη πριν από την Επανάσταση, αναφέρεται στις επαφές του με την Ευρώπη και εξηγεί τη στροφή προς την Αγγλία.
Μέσα από το κείμενο του Χατζή αναδεικνύεται η προσωπικότητα του Μαυροκορδάτου, του μεγάλου αδικημένου που έρχεται τώρα να δικαιωθεί ως ο μόνος πολιτικός στην επαναστατημένη Ελλάδα που είχε ένα ολοκληρωμένο γεωπολιτικό σχέδιο και μια συνολική αντίληψη για το είδος του κράτους που ήθελε να συγκροτηθεί. Ως ο μόνος που είχε συγκεκριμένη αντίληψη για την εξωτερική πολιτική που έπρεπε να ακολουθηθεί, για την εικόνα που έπρεπε να δώσει η Επανάσταση στην Ευρώπη, για το είδος των σχέσεων που μπορούσαν να διαμορφωθούν μεταξύ της Ελλάδας και των Μεγάλων Δυνάμεων και για τα όρια των ελληνικών δυνατοτήτων. Γίνεται σαφές ότι δεν ήταν μόνο ένας φιλόδοξος φιλελεύθερος πατριώτης αλλά ήταν συγχρόνως και ρεαλιστής.
Παρ’ όλο που η ιστορία και κυρίως η έκβαση της Ελληνικής Επανάστασης είναι γνωστή σε όλους μας, Ο Ενδοξότερος Αγώνας καταφέρνει να διατηρεί το ενδιαφέρον του αναγνώστη αμείωτο μέχρι το τέλος. Τον κάνει να συμμερίζεται το πάθος και τις ελπίδες των πρωταγωνιστών του, να θρηνεί και να αγωνιά μαζί τους, και να αδημονεί να διαβάσει τι έγινε στη συνέχεια.
Ο Mario Vitti είπε κάποτε σε μια συνέντευξη ότι εκείνο που προσδίδει ιδιαίτερο ενδιαφέρον σε μια ιστορική μελέτη είναι ο τρόπος με τον οποίο αποκλείει ορισμένες πληροφορίες για να συμπεριλάβει ορισμένες άλλες. Στην προκειμένη περίπτωση, Ο Ενδοξότερος Αγώνας δεν αποκλείει γεγονότα, η ζυγαριά όμως γέρνει λίγο περισσότερο προς την περιγραφή της περιρρέουσας ατμόσφαιρας και των πολιτικών αντιπαραθέσεων, προς τις θεσμικές προσπάθειες και την τοποθέτηση της Επανάστασης στο διεθνές πεδίο, παρά προς την περιγραφή των στρατιωτικών γεγονότων. Ο Χατζής γράφει τις απόψεις του, παραθέτοντας συχνά και εκείνες άλλων. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν τα ιντερλούδια, που δίνουν ένα διαφορετικό τόνο στο βιβλίο.
Παρά τον όγκο του Ο Ενδοξότερος Αγώνας καλύπτει μόνο την προεπαναστατική περίοδο της Φιλικής Εταιρείας και τα δύο πρώτα χρόνια της Επανάστασης. Έτσι, φθάνοντας στην τελευταία του σελίδα, αναζητάς τη συνέχεια, που από ό,τι γνωρίζω ετοιμάζεται και ελπίζω να φθάσει γρήγορα στα χέρια μας.
* Το κείμενο αποτελεί μέρος της παρουσίασης του βιβλίου, στο Μουσείο Μπενάκη, στις 9/12/2021.