To εξώφυλλο του βιβλίου Η πολιτική στη ζωή και το έργο του Ανδρέα Καρκαβίτσα του Δημήτρη Κ. Ψυχογιού κοσμεί η ασπρόμαυρη φωτογραφία ενός όμορφου άνδρα, του νεαρού Καρκαβίτσα (1865-1922). Η ευγενική μορφή και η πεζογραφία του (με εξαίρεση, ίσως, το μυθιστόρημά του O Ζητιάνος) δεν είναι γνωστές στο σημερινό αναγνωστικό κοινό εξίσου καλά με αυτές άλλων συγκαιρινών του συγγραφέων της γενιάς του 1880 όπως ο Βιζυηνός και ο Παπαδιαμάντης. Το πολύπλευρο έργο του επανέρχεται, ωστόσο, δυναμικά στο προσκήνιο τα τελευταία τρία χρόνια χάρη σε μια σειρά ερευνητικών και εκδοτικών πρωτοβουλιών: τη διοργάνωση του Διεθνούς Συνεδρίου «Ο Ανδρέας Καρκαβίτσας και η εποχή του. Λογοτεχνία, Γλώσσα, Πολιτική», το 2022, στη γενέτειρά του, τα Λεχαινά Ηλείας· την πρόσφατη, εκσυγχρονισμένη έκδοση των πεζών κειμένων του από τον ιστορικό Σύλλογο προς Διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων, συμπληρωμένη με κριτικές εργασίες που πραγματεύονται με σφαιρική οπτική τη γραφή του, και τη μελέτη του Ψυχογιού. Σημαντικές μελέτες που δημοσιεύθηκαν από τη δεκαετία του 1980 και εξής, όπως αυτές του Π. Δ. Μαστροδημήτρη, της Τζίνας Πολίτη, της Έρης Σταυροπούλου, του Επαμεινώνδα Γ. Μπαλούμη, του Ηλία Χ. Παπαδημητρακόπουλου και του Δημήτρη Τζιόβα, είχαν διαμορφώσει το υπόβαθρο για μια ανανεωμένη θεώρηση της θέσης του Καρκαβίτσα στον αστερισμό της ελληνικής ηθογραφίας, ενώ η κυκλοφορία, το 2021, από τις εκδόσεις Penguin Classics, της αγγλικής μετάφρασης του Αρχαιολόγου και τεσσάρων θαλασσινών διηγημάτων από τη Johanna Hanink σύστησε τον Καρκαβίτσα με νέους όρους στο διεθνές κοινό.
Ο «γλυκύτατος και ημερώτατος» Καρκαβίτσας, όπως τον χαρακτήριζε ο «πατέρας της ελληνικής δημοσιογραφίας» Βλάσης Γαβριηλίδης το 1909[1] υπήρξε ανήσυχη συνείδηση: ασυμβίβαστος ιδεολόγος, υπερασπίστηκε την ιδέα μιας ριζικής αναμόρφωσης (κοινωνικής, πολιτικής, γλωσσικής, εκπαιδευτικής) που θα οδηγούσε το ελληνικό έθνος στο μεγαλείο του. Αν είχε γεννηθεί κάποιες δεκαετίες πριν από το 1865, θα ήταν ένας από τους «ακούραστους πολεμιστάς του Εικοσιένα»[2] τους οποίους θαυμάζει στα ιστορικοπατριωτικά του αφηγήματα. Στα χρόνια του όμως, χρόνια μεγαλοϊδεατικών εξάρσεων και ακυρωμένων προσδοκιών, λεπίδι γίνεται η πένα του κι αντίπαλός του θεσμοί και καθεστηκυίες αντιλήψεις που συντηρούν την πνευματική, ηθική και σωματική δουλεία του λαού.[3] «Βούνευρο θέλω να κρατώ, βούνευρο και να τους δίνω (στους συγχρόνους μου) στα μούτρα» γράφει στον φίλο, γερμανό μεταφραστή του, τον βυζαντινολόγο και νεοελληνιστή Karl Dieterich, με αφορμή τον Αρχαιολόγο.[4] Ακριβώς αυτό πράττει με κείμενα (μυθοπλαστικά πεζά και πολιτικοκοινωνικά άρθρα) που δημοσιεύει τις δύο τελευταίες δεκαετίες του 19ου και την πρώτη του 20ού αιώνα[5], προτού αποσυρθεί από το λογοτεχνικό πεδίο. Έτσι το 1887, με σειρά ανταποκρίσεών του στη Νέα Εφημερίδα, ο τότε μόλις εικοσιδυάχρονος συγγραφέας μάχεται για τη σωτηρία της αρπαγμένης, ξυλοκοπημένης, βιασμένης από τον ισχυρό απαγωγέα της, δεκαπεντάχρονης ορφανής Μαριγώς Ρουσέλη. Η οργή του ξεχειλίζει ενάντια στο σφικτό πλέγμα τοπαρχών, εισαγγελέων, χωροφυλάκων, πολιτευομένων και δημοσιογράφων, που εφαρμόζει ανενδοίαστα το δίκαιο του ισχυροτέρου νουθετώντας τους αδυνάμους: «κρύψου, χούγιαζε και ταραχή μην κάνεις!»[6] «Αλλά, προς Θεού, διά ποίον έγιναν οι νόμοι, αν όχι διά τους πτωχούς και τους καταδυναστευομένους;»[7] διερωτάται ειρωνικά. Λίγο μετά, στο διήγημά του «Ο αφωρισμένος» (1888), μαστιγώνει την ψυχολογική τυραννία που ασκεί η Εκκλησία πάνω στη θρησκόληπτη ψυχή του άμαθου ποιμνίου: η κοινότητα οδηγείται στη συλλογική βία (δημόσιος χλευασμός και εξοστρακισμός του αφορισμένου) ενώ το ανυπεράσπιστο μέλος της, ο «πτωχός εργάτης» Δημήτρης Νουλάς, αφανίζεται. Ο Καρκαβίτσας έχει συχνά περιγραφεί ως ηθογράφος της ελληνικής επαρχιακής και ναυτικής ζωής και εισηγητής του νατουραλισμού το 1896 με τον Ζητιάνο. Στην ουσία, η τροπή της γραφής του υπήρξε εξαρχής ρεαλιστική και ο προσανατολισμός της, όταν δεν ήταν διδακτικός, ήταν ελεγκτικός, με την έννοια ότι επιδίωξε να καταδείξει τους νόμους που διέπουν την ελληνική πραγματικότητα και τη σκληρή επίδραση των κοινωνικών συνθηκών πάνω στον απλό άνθρωπο.
Αυτό το πολιτικό, με την ευρεία έννοια του όρου, στίγμα των κειμένων του Καρκαβίτσα αναδεικνύει με το καινούργιο βιβλίο του ο Δημήτρης Κ. Ψυχογιός. Ο τίτλος του, Η πολιτική στη ζωή και το έργο του Ανδρέα Καρκαβίτσα, προϊδεάζει για τη διασταύρωση βιογραφίας, κοινωνιολογικής ανάλυσης και ιστορίας που αναλαμβάνει εδώ ο Ψυχογιός, συνδυάζοντας ιδιότητες που διακρίνουν το δικό του ερευνητικό και συγγραφικό προφίλ: του ιστορικού και κοινωνιολόγου που έχει εξετάσει σε προγενέστερες μελέτες του την οικογένεια, την οικονομία και τη δημογραφία της αγροτικής Ελλάδας του 19ου αιώνα· του Λεχαινίτη που έχει ζυμωθεί, όπως εισαγωγικά εξομολογείται, με τη «φυσική και διανοητική παρουσία» του Καρκαβίτσα (11)· του μέλους μιας οικογένειας ακάματων τοπικών ερευνητών (Ντίνος Ψυχογιός, Ελένη Ψυχογιού) που διερευνά την ιστορία, τη γεωγραφία και τη λαογραφία του τόπου καταγωγής του.
Είναι γνωστό πώς κάθε βιογράφος εγκαθιδρύει την οπτική του πάνω στο βιογραφούμενο υποκείμενο και επιλέγει έναν τύπο αφήγησης με τον οποίο επιχειρεί να ανασυνθέσει τη ζωή του. Μπορεί να υιοθετεί την περσόνα του χρονικογράφου που ανακαλύπτει και καταγράφει, του αφηγητή που προσφέρει στο κοινό μια συνεκτική ιστορία της ζωής του υποκειμένου, του ιστορικού που στοχεύει στην ακριβή ανακατασκευή της, του κριτικού που ερμηνεύει το πρόσωπο μέσα από το έργο του, του ψυχολόγου που το αναλύει, του δημιουργικού συγγραφέα που εφευρίσκει μια μυθοπλαστική εκδοχή του βίου του· και μπορεί, ασφαλώς, να συνδυάζει στοιχεία από τις παραπάνω εκδοχές.[8]
Βιογραφικά πορτρέτα του Καρκαβίτσα
Ώς τώρα, οι γνώσεις μας για την προσωπικότητα του Ηλείου συγγραφέα προέρχονταν κυρίως από τα γράμματά του στον Κωνσταντίνο Χατζόπουλο και σε άλλους φίλους και συγγενείς του, από τις ενθυμήσεις ομοτέχνων και οικείων του και κάποιες δικές του συνεντεύξεις, ενώ παράλληλα διαθέταμε δύο αναλυτικά πορτρέτα του: τις αποκλίνουσες αναμεταξύ τους βιογραφίες που ενσωμάτωσαν οι παθιασμένοι μελετητές του, Νίκη Σιδερίδου και Γιώργος Βαλέτας, στις εισαγωγές τους στις εκδόσεις των Απάντων του Καρκαβίτσα που δημοσίευσαν το 1973.[9]
Τη Σιδερίδου την ενδιαφέρει πρωτίστως ο άνθρωπος Καρκαβίτσας. Υιοθετεί τη στάση της δημιουργικής βιογράφου που σχηματίζει μια εικόνα του χαρακτήρα του ταιριαστή με τις ερμηνείες τις οποίες εξάγει η ίδια από το λογοτεχνικό έργο και τις επιστολές του καθώς και τις καταθέσεις όσων των γνώρισαν. Όπως διατείνεται «η κυριότερη πηγή για τη μελέτη της ζωής του Καρκαβίτσα είναι το έργο του. [...] γιατί είναι ολόκληρο βγαλμένο απ’ τη ζωή του και την εποχή του κι αυτήν καθρεφτίζει σ’ όλη της την εξέλιξη» (12). Οι πληροφορίες συγγενών, φίλων, μελετητών προσφέρουν ελάχιστα στοιχεία, οπότε η βιογράφος, που φαίνεται να συντονίζεται με το βιογραφούμενο υποκείμενο, αισθάνεται την ανάγκη «ν’ αφήσει ένα μεγάλο περιθώριο στη φαντασία» της προκειμένου «ν’ ανασυνθέσει σε μια πλήρη εικόνα την προσωπικότητά του» (14). Το κέντρο που παρέχει συνοχή στην ερμηνευτική της ανασύνθεση είναι το «δράμα της εσωτερικής του ζωής» (12). Ο Καρκαβίτσας προβάλλει ως ο τρυφερός –«ανθρωπιστής» είναι ο χαρακτηρισμός που σταθερά του αποδίδεται– και «τραγικός» άνθρωπος μιας εποχής έντονων αντινομιών (175). Μελαγχολικός από τη νεανική του ηλικία επιλέγει τη μόνωση και τείνει να βυθίζεται στις σκέψεις του. Αποτυγχάνει να δημιουργήσει δική του οικογένεια, ενώ ποτέ δεν ξεπερνά το βαθύ τραύμα της νιότης του, την προδοσία της αγαπημένης του «Ιολάνδης» (= Χιούλας) Βασιλειάδη, η οποία παντρεύτηκε με έναν κατά πολύ μεγαλύτερό της ευκατάστατο Αθηναίο. Η διαδρομή της ζωής του είναι η πορεία μιας ψυχής σε διαρκείς μεταπτώσεις που «αυτοσπαράζεται με τα νύχια της αγωνίας» (71), ταλανίζεται από οδυνηρή μοναξιά και ανία, αναζητά τη διαφυγή στις περιπλανήσεις σε στεριά και θάλασσα, διοχετεύει την αγάπη του στον αγώνα για την εσωτερική ανόρθωση και την εδαφική επέκταση της πατρίδας για να δοκιμάσει διαψεύσεις, κακουχίες, διώξεις. Ουσιαστικά, η βιογραφική αφήγηση της Σιδερίδου εξυφαίνει ένα μάλλον ρομαντικό πορτρέτο του Καρκαβίτσα ως μοναχικού ανθρώπου που εκτονώνει την ψυχική αγωνία του μέσω της πνευματικής δημιουργίας και του πατριωτικού ενθουσιασμού.
Ελέγχοντας ως «μυθιστορηματική» τη βιογραφία της Σιδερίδου[10], ο Βαλέτας υπόσχεται να συνθέσει, ως επίμετρο των Απάντων του, μια «πλέρια βιογραφία» του Καρκαβίτσα μέσα από έρευνα και αξιοποίηση όλων των «ανεκμετάλλευτων» πηγών (λα΄). Με την «Εισαγωγή» του δίνει ένα «απόσταγμά» της (λ΄). Σε αντίθεση με τη Σιδερίδου, υποστηρίζει ότι το έργο του Λεχαινίτη, διαφορετικά από την πεζογραφία του Βιζυηνού, του Παπαδιαμάντη ή του Μυριβήλη «που έχουν υποκειμενικό, απομνημονευτικό χαρακτήρα», είναι «κατ’ εξοχήν αντικειμενικό» (λβ΄)· με άλλα λόγια, δεν έχει αυτοβιογραφικά χαρακτηριστικά και συνεπώς λίγα προσφέρει στη βιογραφική ανασύνθεση. Παρόλη, πάντως, την προσήλωσή του στην αλήθεια των διαθέσιμων τεκμηρίων, ο Βαλέτας δεν διστάζει, αρκετές φορές, να ανασυνθέσει τον βίο και τον ψυχισμό του Καρκαβίτσα με γνώμονα προσωπικές του προσδοκίες. Μιλά κι αυτός για την πικρή και μοναχική ζωή του συγγραφέα· δεν την συνδέει όμως με τον ατελέσφορο έρωτα για τη Χιούλα –που στην ψυχογραφική ανάγνωση της Σιδερίδου ορίζεται ως πυρήνας της ψυχικής βασάνου του Καρκαβίτσα–, αλλά με το αίσθημα «πνιγμονής» (νε΄) που του γεννούν η στενή γύρω του πραγματικότητα, η «ψευτιά και ο συμβιβασμός» (λγ΄), προκαλώντας την περίφημη «αειφυγία» του, καθώς και με τον «πεσσιμισμό» (ξγ΄) του ιδεολόγου πατριώτη που βλέπει να βουλιάζει το όραμα της Μεγάλης Πατρίδας στον βάλτο της μικρής Ελλάδας. Ο Βαλέτας βλέπει στην «ψυχή» του συγγραφέα να κυριαρχεί «μόνο η λατρεία της Τέχνης και της Πατρίδας»ּ στη σφαίρα του καθάριου ιδανικού, όπου τον ανυψώνει, «τόπος δεν υπάρχει για τον έρωτα της γυναίκας, που τον θεωρούσε, όπως οι Αρματολοί, αίσθημα αταίριαστο και ανάξιο, εξευτελιστικό για έναν άνδρα» (νε΄-νστ΄).
Η βιογράφηση του Καρκαβίτσα από τον Βαλέτα κατευθύνεται από μια αριστερή εθνικολαϊκή προσέγγιση, η οποία στοχεύει να τον επιβάλει ως «ανεπανάληπτη εξαίρεση πολίτη και συγγραφέα, πηγή που ακτινοβολούσε το γνήσιο, χαλασμένο στις ημέρες του, νεοελληνισμό μεσ’ απ’ την ψυχή του Εικοσιένα βγαλμένος» (λβ΄, έμφαση δική μου). Η αποκατάσταση του συγγραφικού μεγέθους του Καρκαβίτσα, που είχε σμικρυνθεί από τους «νεότερους εστέτ» (κθ΄), και η μεγαλόστομη ανακήρυξή του σε «μοναδικό εθνικό πεζογράφο του νέου ελληνισμού» συνδέεται με αριστερά κοινωνικά αιτήματα της συγχρονίας του επιμελητή.[11] Στο προοδευτικό, ασυμβίβαστο ήθος του συγγραφέα, που μίλησε «στους συγχρόνους του με το σπαθί του λόγου και της ψυχής του» για τα προβλήματα του τόπου και του λαού (λβ΄-λγ’), ο Βαλέτας προσδίδει τη διάσταση ηθικού προτύπου. Ως άνθρωπος, ο Καρκαβίτσας είναι ο Ρωμιός, που εκφράζει τη γνήσια ουσία των αξιών του Εικοσιένα για λύτρωση του λαού από την αδικία και την καταπίεση· ως συγγραφέας με κοινωνική αποστολή είναι ο απόγονος του Σολωμού και του Μακρυγιάννη, ο πρωτοστάτης του δημοτικισμού, ο δημοκράτης διαφωτιστής (qζ΄-ρ΄). Συνακόλουθα, ο κριτικός χαρακτηρίζει τη δική του έκδοση των Απάντων ως «εθνοπόθητη» (ρκ΄).
Ο άνθρωπος και η εποχή του
Η παραπάνω σύντομη αναδρομή στις προγενέστερες βιογραφήσεις του Καρκαβίτσα καταδεικνύει την ποιότητα της συμβολής του Ψυχογιού, ο οποίος αξιοποιεί τη γιγαντιαία έρευνα του Βαλέτα αλλά ανατρέχοντας στο ευρύτερο αρχείο (εφημερίδες, στατιστικές, παλαιότερες και νεότερες μελέτες), επιθεωρώντας εκ νέου, διορθώνοντας και συμπληρώνοντας τα γνωστά στοιχεία, σχηματίζει μια ισορροπημένη εικόνα του ανθρώπου που γέννησε τον συγγραφέα. Με τον δεύτερο, ο Ψυχογιός ασχολείται εν μέρει, σε μια προσπάθεια να κατανοήσει καλύτερα την πολιτική πραγματικότητα της εποχής του Καρκαβίτσα μέσα από συγκεκριμένα διηγήματά του.
Το βιβλίο οργανώνεται σε τρία μέρη και συνοδεύεται από Εισαγωγή, Βιβλιογραφία και Ευρετήριο. Στα δύο πρώτα μέρη του βιβλίου του, ο Ψυχογιός αναπτύσσει μια βιογραφική προσέγγιση με κέντρο της τον άνθρωπο Καρκαβίτσα ως υποκείμενο της κοινωνίας και της πολιτικής ιστορίας της εποχής του. Η μικροϊστορία του Καρκαβίτσα και της οικογένειάς του εντάσσεται αβίαστα στη μεγαλύτερη ιστορική εικόνα της περιόδου 1865-1922, που σημαδεύεται από πολιτικές συγκρούσεις, κινήματα και επαναστάσεις, πολεμικές συρράξεις, νίκες και ήττες, που γνωρίζει για δυόμιση περίπου δεκαετίες κοινωνική ανάπτυξη και οικονομική άνθιση συνδεόμενη με το χρυσό εμπόριο της σταφίδας, αλλά χτυπιέται στη συνέχεια από τη σταφιδική κρίση, την πτώχευση του 1893, την οικονομική εξαθλίωση της αγροτικής Ελλάδας και την επακόλουθη υπερπόντια μετανάστευση.
Πιο συγκεκριμένα, στο πρώτο μέρος, ο Ψυχογιός στέκεται σε κομβικά σημεία της προσωπικής ζωής του συγγραφέα: στη δομή της πατρικής οικογένειας, στον έρωτα για τη Χιούλα Βασιλειάδη, στις προσπάθειες κάλυψης οικονομικών υποχρεώσεων της πατρικής οικογένειας μέσω του ιατρικού επαγγέλματος που άφηνε παράλληλα πολύτιμο χρόνο στην Τέχνη, στις χρόνιες ασθένειες (ρευματισμοί, βρογχικός κατάρρους, πνευμονικό εμφύσημα, φυματίωση του λάρυγγα), στην αποτυχημένη προσπάθεια δημιουργίας οικογένειας, στην πληγή της μοναξιάς που κατατρώει τον άνθρωπο και μαραίνει τον συγγραφέα, στον νομαδικό τρόπο ζωής του από επιλογή και επιβολή, και στο απάγκιο που βρίσκει ο συγγραφέας στη θαλπωρή της Δέσποινας Σωτηρίου τα τελευταία τέσσερα χρόνια της ζωής του.
Με λιτότητα, αμεσότητα, ευγλωττία και ενίοτε χιούμορ, ο Ψυχογιός ελέγχει ασάφειες, διορθώνει ανακρίβειες και ενσωματώνει νέα δεδομένα, τοποθετώντας τα πράγματα στη σωστή χρονολογική τους σειρά και στις πραγματικές τους διαστάσεις. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της επανεξέτασης του περίφημου άτυχου ειδυλλίου του συγγραφέα με τη Χιούλα Βασιλειάδη, που στάθηκε η έμπνευση για τη Λυγερή. Δεν ήταν η κόρη που πρόδωσε τον έρωτά τους αλλά το γαμήλιο σύστημα που τον καταδίκασε: η γονεϊκή απαίτηση ο πρωτότοκος γιος να μείνει άγαμος μέχρι ότου εξοικονομηθούν, με τη βοήθεια του μισθού του, τα δυσθεώρητα ποσά που χρειάζονταν για την προίκιση των τεσσάρων αδελφών του. Οι υπολογισμοί του Ψυχογιού είναι αποκαλυπτικοί: οι 40.000 δραχμές που απαιτούνταν σε ρευστό, μιας και η οικογένεια του πατέρα κυρ Δημητράκη Καρκαβίτσα δεν διέθετε κτηματική περιουσία, ισοδυναμούσαν με σημερινές 175.000 ευρώ (31). Ο Ανδρέας, θύμα και ο ίδιος των ριζωμένων πατριαρχικών αντιλήψεων που καταγγέλλει σε διάφορα κείμενά του, για δεκαετίες στέλνει τον οβολό του υπό το βάρος της ενοχής ότι ήταν υπεύθυνος για τις στενοχώριες της οικογένειας, αφού την κρίσιμη στιγμή διάλεξε τη γραφή αντί για την εγκατάσταση στο «γούπατο» των Λεχαινών ως γιατρός και ίσως πολιτευόμενος. Ο ίδιος έχει φθάσει τα 42 έτη, όταν πια ο αρραβώνας της μεγαλύτερης αδελφής, της Αγγελικής, του αφήνει το περιθώριο να επιχειρήσει τον γάμο με συνοικέσιο σύμφωνα με τις κοινωνικές συμβάσεις (κόρη με καλές συστάσεις και προίκα). Ένα ανάλογο διαφωτιστικό παράδειγμα αφορά τον πατέρα τού συγγραφέα, που όπως δείχνει ο Ψυχογιός ήταν πολιτικός παράγων της περιοχής όποτε και κατάφερε το 1895 να διοριστεί διαχειριστής του μονοπωλίου Λεχαινών, θέση με σταθερό εισόδημα, στην οποία τον διαδέχθηκαν ο γιος, ο εγγονός και ο δισέγγονός του ώς τη δεκαετία του 1980 (23). Η επιθυμία του πατέρα στις αρχές του 1895 να δει τον πρωτότοκο γιο του σε βουλευτική έδρα ή στη δημαρχιακή καρέκλα φαντάζει αναμενόμενη. Ωστόσο, ο Ψυχογιός ανασκευάζει ως αβάσιμο τον ισχυρισμό του Βαλέτα περί πολιτικής εμπλοκής του Καρκαβίτσα κατά τη συγκεκριμένη περίοδο.
Ο Καρκαβίτσας αναδύεται μέσα από την αφήγηση του Ψυχογιού ως ένας άδολος –ενδεχομένως και αφελής– άνθρωπος και αταλάντευτος ιδεολόγος, που ήρθε αντιμέτωπος με τους καταναγκασμούς της ελληνικής παραδοσιακής κοινωνίας και συνετρίβη: πλήρωσε την προσωπική του αυτονομία (την επιλογή της Τέχνης) με τίμημα τη μοναξιά –«απόμεινα ξέρα» γράφει το 1907 στον αποκαταστημένο μεγαλοαστό Χατζόπουλο (53)– και την ιδεολογική του ελευθερία με κόστος φυλακίσεις και εκτοπίσεις. Ήταν ο διανοητής που έπλεε πάντοτε, σύμφωνα με την ευτυχή μεταφορά του Λάμπρου Βαρελά, «κόντρα στο ρεύμα» των θεσμικών υπαγορεύσεων αλλά και των λελογισμένων προσαρμογών, και εντέλει ξεβράστηκε από στερήσεις, απογοητεύσεις και διαψεύσεις στη συγγραφική ξέρα: «Δυο χρόνια έχω να πιάσω πένα. Μ’ ανατριχιάζει η σκόνη που κάθεται στο τραπέζι μου, στις πένες, στο καλαμάρι, στα χαρτιά μου…», εξομολογείται ξανά το 1907, σε ένα άλλο σπαρακτικό γράμμα του στον Χατζόπουλο (56). Και αυτό, όχι γιατί έπαψε να τον ενδιαφέρει η γραφή και η διάχυση του έργου του, το οποίο μέχρι τέλους επιδιορθώνει και επανεκδίδει, αλλά γιατί δεν βρήκε τις ζωτικές δυνάμεις να εμβαθύνει τον κριτικό κοινωνικό ρεαλισμό του ή να συνεχίσει σε άλλα έργα το μπόλιασμα ενός αποτρόπαιου νατουραλισμού με τον συμβολισμό, που βρήκε έκφραση στον Ζητιάνο.
Ο πολιτικός Καρκαβίτσας
Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου, ο Ψυχογιός επικεντρώνεται στην πολιτική δράση που ανέπτυξε ο Καρκαβίτσας, υπογραμμίζοντας πως ήταν ιδεολογική, με κύριο όχημα την αρθρογραφία, και όχι κομματική ή κινηματική. Εδώ αποσαφηνίζει ότι ο συγγραφέας δεν υπήρξε «από τα ιδρυτικά ή σημαίνοντα μέλη» της Εθνικής Εταιρείας (79) ούτε από τα ιδρυτικά μέλη του Στρατιωτικού Συνδέσμου (86), όπως διατείνονταν ορισμένοι παλαιότεροι μελετητές. Επιπλέον, επανατοποθετεί στη σωστή τους διάσταση τα γεγονότα της εξορίας και της φυλάκισης του Καρκαβίτσα (1916, 1917) από το βενιζελικό στρατόπεδο. Αναφερόμενος στις ριζοσπαστικές απόψεις του Καρκαβίτσα, ο Ψυχογιός τον παρουσιάζει ως «αναρχικό» (89-90), εννοώντας έναν παθιασμένο ουτοπιστή, ο οποίος μη χωρώντας στο ασφυκτικό πλαίσιο της ελλαδικής πραγματικότητας επιδίωκε με τη γραφή του να τη μεταμορφώσει. Αυτή την επαναστατική διάθεση αντανακλούν τόσο ο μεγαλοϊδεατισμός όσο και ο πατριωτισμός του. Από νωρίς, στα φοιτητικά του χρόνια, υιοθετεί αντιβασιλικό φρόνημα. Εδώ, πέραν των κειμένων που αναλύει ο Ψυχογιός, αξίζει να επισημάνουμε το πολεμικό άρθρο του εναντίον της δωρεάς γης από τον Χαρίλαο Τρικούπη προς τον διάδοχο Κωνσταντίνο για την ενηλικίωσή του. Μιλώντας με τη φωνή χωρικού που απειλείται με απώλεια της γης του, ο αφηγητής επικαλείται το αίμα που χύθηκε κατά την Επανάσταση του 1821 και την εικόνα της απόλυτης υποτέλειας των κολίγων στους μεγαλογαιοκτήμονες προκειμένου να διατυπώσει τη διαμαρτυρία του.[12] Η συγκλονιστική επίκληση στα «ακόμη άταφα» κόκαλα που «εσκόρπισε κατά το 1826 από Μανωλάδας μέχρις Αχαϊάς [ο Μπραΐμης]», ανακαλεί τα ιερά οστά του σολωμικού Ύμνου και αποκαλύπτει μια ριζοσπαστική αντίληψη του Εικοσιένα ως αγώνα για τη λαϊκή κυριαρχία: «δεν τα ’σκόρπισε διά τίποτε άλλο παρά διότι ήθελον να έχουν ελεύθερο το κεφάλι των και το σπήτι των και να μη τρώνε σβερκές από κανένα».[13] Το 1910 ο Καρκαβίτσας επικρίνει τη μεταρρυθμιστική ατολμία του Στρατιωτικού Συνδέσμου, αλλά από το 1916 κι ύστερα ξεσπαθώνει εναντίον του Βενιζέλου με καταστροφικές συνέπειες για τον ίδιο: φυλάκιση, αιμόπτυση, αποστράτευση, εκτοπίσεις.[14] Για τον Ψυχογιό, που ώς ένα βαθμό συμμερίζεται τη θέση του Βαλέτα, ο Καρκαβίτσας είναι «δημοκράτης», με την έννοια ότι «πιστεύει στη δύναμη του λαού» και «γράφει για τον λαό από τον λαό» (102-103). Πράγματι ο Καρκαβίτσας σε μεγάλο μέρος του έργου του «λαογραφεί» προσφέροντας όχι μόνο περιγραφές εθίμων αλλά «ανατομίες» της ζωής των λαϊκών ανθρώπων.[15] Πάντως, παρότι το 1899[16] αποστασιοποιείται ρητά από τις κοσμοπολίτικες πνευματικές ελίτ υπερασπιζόμενος την εθνική ιδέα της τέχνης, τα κείμενά του, πολλά δημοσιευμένα στα λόγια περιοδικά Εβδομάς και Εστία, δεν θα μπορούσαν να διαβαστούν από τον «όχλο». Αν ο Καρκαβίτσας γράφει «για τον λαό» είναι για να τον υπερασπιστεί· συνεπώς, στοχεύει στους σύγχρονους αστούς και στους κύκλους των διανοουμένων που διέθεταν την επιρροή και τα μέσα να συμβάλουν στην ανόρθωση του τόπου.
Η τραγική ειρωνεία, την οποία υπογραμμίζει εύστοχα ο μελετητής (111), έγκειται στο ότι το κωνσταντινικό καθεστώς, ενώ προάγει το 1921 τον Καρκαβίτσα σε γενικό αρχίατρο, ταυτόχρονα –λόγω του δικού του γλωσσικού συντηρητισμού– καταδικάζει στην πυρά τα τρία αναγνωστικά για το δημοτικό που είχε συγγράψει ο Καρκαβίτσας σε συνεργασία με τον Επαμεινώνδα Γ. Παπαμιχαήλ (γνωστό με το ψευδ. Νώντας Έλατος) με βάση τις αρχές της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης του 1917.[17] Σύμφωνα με την κατασταλαγμένη, πικρή κρίση του Ψυχογιού, ο Καρκαβίτσας, προσπαθώντας σε μια διχαστική εποχή να φέρει την αλλαγή στον τόπο με την πένα του, «κατάφερε απλώς να είναι θύμα των πολιτικών εξελίξεων» (112).
Πελατειακές σχέσεις ή βία;
Στο τρίτο μέρος του βιβλίου, ο Ψυχογιός στρέφεται στην πολιτική και κοινωνιολογική ανάλυση, αξιοποιώντας τη λογοτεχνία ως ιστορική μαρτυρία. Συγκεκριμένα, αποσαφηνίζοντας τον τρόπο λειτουργίας του εκλογικού συστήματος, ιδίως τις διαδικασίες ψηφοφορίας με το «σφαιρίδιο», αντλώντας στοιχεία από βιογραφίες διακεκριμένων πολιτικών της εποχής στη Φωκίδα, την Ηλεία και την Αχαΐα και διασταυρώνοντας τη μαρτυρία δημοσιογραφικών άρθρων και ρεπορτάζ με τις καταθέσεις διηγημάτων του Καρκαβίτσα («Ηρώων τέκνα», 1896 και «Ο γάμος της Ασήμως, 1892 / Ο Αποσπασματάρχης», 1900) και του Παπαδιαμάντη («Οι Χαλασοχώρηδες», 1892) από τη δεκαετία του 1890, αναθεωρεί τον ορισμό των πελατειακών σχέσεων[18] ως σχέσεων που βασίζονται στη συναλλαγή, δηλαδή στο «πάρε-δώσε» μεταξύ πελάτη/ψηφοφόρου - προστάτη/πολιτικού. Σύμφωνα με τη θέση του, στη διάρκεια της βασιλείας του Γεωργίου Α΄ ώς και τις αρχές του 20ού αιώνα, ο πολιτικός μηχανισμός ήλεγχε στην ελληνική επαρχία τους απλούς ψηφοφόρους, όχι μέσω ενός συστήματος επωφελούς ανταλλαγής, έστω και άνισης, αλλά «με χρήση ή απειλή χρήσης βίας» (119) ή, προσωρινά, με εξαγορά από τους τοπικούς κομματάρχες. Όπως σημειώνει, μεταξύ πολιτικών και απλών ψηφοφόρων ίσχυαν «αρχαϊκές σχέσεις προστασίας» που στηρίζονταν στην υπόσχεση προστασίας από την άγρια βία της εξουσίας: «θα με υπακούς γιατί μπορώ να σου κάνω κακό» (141). Οι κλιμακωτές πελατειακές σχέσεις αφορούσαν μόνο το ανώτερο πολιτικό προσωπικό. Οι βουλευτές παρείχαν τη στήριξή τους σε υπουργούς/πρωθυπουργό με αντάλλαγμα δικαιώματα στη διανομή του δημόσιου πλούτου, τα οποία μοιράζονταν στη συνέχεια με τους κομματάρχες τους. Ο Ψυχογιός υπολογίζει ότι αυτές οι σχέσεις περιλάμβαναν το πολύ 15.000 οικογένειες, λιγότερο από το 1% του πληθυσμού. Τοπικά, η ισχύς κάθε πολιτικού εξαρτιόταν από το μέγεθος της βίας που μπορούσε να ασκήσει μέσω του κρατικού μονοπωλίου· όπως δραστικά διαπίστωνε ο αφηγητής του Καρκαβίτσα: «Το ξέρουμε δα! Εύκολα μπαίνεις κανείς στη φυλακή μα πολύ δύσκολα βγαίνει αν δεν έχει προστάτη» (127). Επρόκειτο για υπόγειες πρακτικές, καθώς η πολιτική ελίτ δεσμευόταν εξωτερικά από το νεωτερικό συμβόλαιο που επέβαλε τον δημοκρατικό πλειοψηφικό κανόνα και την ειρηνική εναλλαγή στη διακυβέρνηση του κράτους. Κατά τον Ψυχογιό, η συνθήκη αυτή άλλαξε τον 20ό αιώνα. Από το 1909 ώς το 1974 οι δημοκρατικές διαδικασίες αμφισβητήθηκαν συνεχώς με πραξικοπήματα, αποχές από εκλογές και ρήξεις που έφθασαν μέχρι τον εμφύλιο. Άρα η αποκλειστική νομή του κράτους από το πολιτικό προσωπικό και η άσκηση βίας συνεχίστηκε έως το 1974: τότε μόνο θεωρεί ότι εμφανίζεται το πελατειακό σύστημα ως άνιση συναλλαγή πολιτικών-ψηφοφόρων.
Καρκαβίτσας και Παπαδιαμάντης
Ο Καρκαβίτσας συγκρίνεται αδιάλειπτα με τον Παπαδιαμάντη από τα πρώτα κριτικά του Παλαμά έως τις μέρες μας.[19] Μέσα από την κριτική ανάγνωση επιλεγμένων διηγημάτων τους, ο Ψυχογιός σχολιάζει πώς η λογοτεχνία αποκαλύπτει τους μηχανισμούς που εξανάγκαζαν τους απλούς πολίτες σε μια μορφή υποτέλειας στις πολιτικές ελίτ. Η καυστική σάτιρα του Λεχαινίτη –«Καπετάνος, σου λέει, κι ό,τι θέλει κάνει. Σε σκοτώνει και σε πληρώνει!»[20]– συναντιέται με την ειρωνική ανατομία του Σκιαθίτη –«Ό,τι απετέλει την δύναμιν του Αλικιάδου ήτο ο πόθος υφ᾽ ου εφλέγετο να φανή χρήσιμος εις την εκτέλεσιν των δημοσίων έργων της επαρχίας. [...]. Εκείθεν, αν εξελέγετο βουλευτής, θα είχε την μερίδα του λέοντος»–[21] στην καταγγελία της ενδημικής παθογένειας των ελληνικών πολιτικών ηθών. Την εικόνα, θα λέγαμε, συμπληρώνει δραστικά η ευφυής σάτιρα του Ροΐδη: «μου επρότεινεν ο υποφήφιος να γίνω κομματάρχης του και αντιπρόσωπος στην κάλπη του, κ’ έπειτα θα μου έκαμνεν ό,τι ήθελα. Θα με διώριζε σε καλή θέσι, εδώ ή στην Αθήνα, θα εγλύτωνε τον κουνιάδο μου που είχαν στη φυλακή για λαθρεμπόριο, θα έβαζε το γυιό μου υπότροφο και δεν θυμούμαι πόσα άλλα».[22]
Βιβλίο για πολλούς λόγους αξιανάγνωστο, η Πολιτική στη ζωή και το έργο του Ανδρέα Καρκαβίτσα μάς υποδεικνύει και κάτι ακόμα, πολύ σημαντικό: πως η λογοτεχνία, ως ο αποκρυσταλλωμένος λόγος της βιωμένης εμπειρίας, αξίζει να διαβάζεται, εκτός των άλλων, και γιατί γίνεται φορέας ιστορικής εμπειρίας και καταλύτης πολιτικής σκέψης.
[1] Το σχόλιο της Ακροπόλεως (23.9.1909) παρατίθεται από τον Γιώργο Βαλέτα στην «Εισαγωγή. Ανδρέας Καρκαβίτσας. Ο κορυφαίος εθνικός πεζογράφος του δημοτικισμού και του νεοελληνικού ρεαλισμού», στο Α. Καρκαβίτσας, Τα άπαντα. Εκδομένα, σκόρπια, ανέκδοτα. Αναστήλωσε και έκρινε Γ. Βαλέτας, εκδ. Χρήστος Γιοβάνης, Αθήναι 1973, τ. 1, σ. κθ΄-ργ΄: οη΄ σημ.
[2] «Ο ναός μου» (1901), στο Γ. Βαλέτας (επιμ.), Α. Καρκαβίτσας, Τα άπαντα, τ. 2, σ. 295-296: 296.
[3] Για τις αντισυμβατικές απόψεις του Καρκαβίτσα βλ. Λάμπρος Βαρελάς, «Κόντρα στο ρεύμα. Ο Ανδρέας Καρκαβίτσας και οι ρήξεις του με τη νεοελληνική κοινωνία και τις αναμονές του αναγνωστικού κοινού», στο Συνέχειες, ασυνέχειες, ρήξεις στον ελληνικό κόσμο (1204- 2014): οικονομία, κοινωνία, ιστορία, λογοτεχνία, Πρακτικά του Ε΄ Ευρωπαϊκού Συνεδρίου Νεοελληνικών Σπουδών (Θεσσαλονίκη, 2-5 Οκτωβρίου 2014), τ. Γ΄, επιμ. Κ. Α. Δημάδης, Ευρωπαϊκή Εταιρεία Νεοελληνικών Σπουδών, Αθήνα 2015, σ. 47-60.
[4] Γράμμα, «Αθήνα, 21 του Μάη 1905», στο Γ. Βαλέτας (επιμ.), Α. Καρκαβίτσας, Τα άπαντα, τ. 5, σ. 242-243: 242.
[5] Βλ. και Τάκης Αδάμος, «Αντρέας Καρκαβίτσας», στο Η λογοτεχνική κληρονομιά μας. (Από μια άλλη σκοπιά), Β΄ έκδ. συμπληρωμένη, Καστανιώτη, Αθήνα 1985, σ. 37-74: 38-39.
[6] «Μαριγώ Ρουσέλη εν Πύργω», στο Γ. Βαλέτας (επιμ.), Α. Καρκαβίτσας, Τα άπαντα, τ. 5, σ. 125-127: 127.
[7] «Μαριγώ Ρουσέλη», στο Γ. Βαλέτας (επιμ.), Α. Καρκαβίτσας, Τα άπαντα, τ. 5, σ. 115-116: 116.
[8] Για την τυπολογία αυτή βλ. Wilson Snipes, «Authorial Typology in Literary Biography», Biography, 13/3 (Summer 1990) 235-250: 236.
[9] Βλ. αντίστοιχα Νίκη Σιδερίδου, «Εισαγωγή», Άπαντα, τ. 1, σ. 1-294 και Γ. Βαλέτας, «Εισαγωγή»· στο εξής οι παραπομπές στις σελίδες των εργασιών αυτών θα γίνονται εντός παρενθέσεως στο κείμενο. Πβ. προηγουμένως Νίκη Σιδερίδου-Θωμοπούλου, Ο Ανδρέας Καρκαβίτσας και η εποχή του, Αθήνα 1959.
[10] Γ. Βαλέτας, «Εισαγωγή», σ. qθ΄. Πβ. την ανάλογη κρίση του Ψυχογιού, Η πολιτική στη ζωή και το έργο του Ανδρέα Καρκαβίτσα, σ. 25 σημ. 14.
[11] Η πρόσληψη του Καρκαβίτσα από την αριστερή κριτική αξίζει να διερευνηθεί. Στο πλαίσιο αυτό ενδιαφέρον έχει η παράλληλη ανάγνωση των παρουσιάσεων του συγγραφέα και του έργου του από τον Γιώργο Βαλέτα και τον Τάκη Αδάμο.
[12] Βλ. Πέτρος Αβράμης [=Α. Καρκαβίτσας], «Το προς τον Διάδοχον δώρον» (Νέα Εφημερίς, 28/3/1887), στο Λάμπρος Βαρελάς, «Γιατί ο Ανδρέας Καρκαβίτσας υπέγραφε ως Πέτρος Αβράμης», Μικροφιλολογικά 39 (άνοιξη 2016) 13-16. Ο Βαρελάς, που αποθησαύρισε και σχολίασε την ανταπόκριση, θεωρεί πως ο συγγραφέας ήταν τότε αντιτρικουπικός.
[13] Αβράμης, «Το προς τον Διάδοχον δώρον», ό.π., σ. 14. Όπως εύστοχα γράφει ο Yanni Kotsonis, αναφερόμενος στα οστά των χιλιάδων νεκρών: «The Revolution succeeded because mass popular sovereignty was at its base, and popular sovereignty should be the enduring legacy of the Revolution» (The Greek Revolution and the Violent Birth of Nationalism, Princeton University Press, Princeton 2025, σ. 305).
[14] Ο Ψυχογιός αποδίδει τον ύστερο φιλοβασιλισμό του Καρκαβίτσα σε τέσσερις πιθανές αιτίες: το αντιβενιζελικό κλίμα στην Παλαιά Ελλάδα, την ικανοποίηση του αλυτρωτισμού του συγγραφέα από τις νίκες του 1912-13 με στρατηλάτη τον Κωνσταντίνο, τη φρίκη του πολέμου που την γνώρισε από κοντά και τη λαϊκή στόφα του αψύ επαρχιώτη που απορρίπτει τον εκσυγχρονιστικό αστισμό του εκλεπτυσμένου πολιτικού (92-104).
[15] Βλ. Επαμεινώνδας Γ. Μπαλούμης, Ανδρέας Καρκαβίτσας. Ο ανατόμος της λαϊκής κοινότητας, Αθήνα 1999.
[16] Βλ. «Οι Μανδαρίνοι» και «Των ιδεών ο χορός», στο Γ. Βαλέτας (επιμ.), Α. Καρκαβίτσας, Τα άπαντα, τ. 5, σ. 72-75.
[17] Βλ. αναλυτικά Γιώργος Ανδρειωμένος, «Ο Ανδρέας Καρκαβίτσας και η νεοελληνική εκπαίδευση (1913-1937)», Παρνασσός, τ. ΝΗ’ (2022) 211-276· επίσης ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από την έκθεση της «Επιτροπείας» το οποίο παρατίθεται στη μελέτη: «Το εις διδασκαλίαν των μαθητών της Ε’ τάξεως ωρισμένον αναγνωστικόν τούτο βιβλίον είναι το χείριστον πάντων των άλλων […]. Πράγματι δε και τούτο το βιβλίον άγει δι’ άλλης οδού εις το αυτό τέρμα, ως εκείνο, τουτέστι την αποξένωσιν από παντός εθνικού ιδεώδους και επομένως τον μπολσεβικισμόν. […] φαίνεται ως προωρισμένον να ανατρέφη λυκανθρώπους […]» (226).
[18] Αναφέρεται στις σχετικές μελέτες του Γ. Χ. Σωτηρέλλη, του Χρήστου Λυριντζή και του Δημήτρη Μπαχάρα.
[19] Βλ. τώρα Κωστής Παλαμάς, «Α΄. Βιζυηνός (β΄)» (1896), Άπαντα, τ. 17: Γράμματα Α΄, Γράμματα Β΄, Τα πρώτα κριτικά, επιμέλεια Γιάννης Ξούριας, Ίδρυμα Κωστή Παλαμά, Αθήνα 2022, σ. 492-501: 500: «ως ο Παπαδιαμάντης είναι ειδυλλιακός και ηθογραφικώτατος, ως ο Καρκαβίτσας ηρωικός και πράξεων ιστορητής μετεχουσών επικού μεγαλείου, ο Βιζυηνός είναι δραματικός, και είναι ζωγράφος χαρακτήρων. Ενώ τα διηγήματα του Παπαδιαμάντη προβαίνουν σχεδόν χωρίς δέσιν τινά και λύσιν, και τα διηγήματα του Καρκαβίτσα, μάλλον περίτεχνα, μετέχουσιν ουχ ήττον λυρικής τινος εξάρσεως και απλότητος, […]».
[20] «Ο Αποσπασματάρχης», στο Γ. Βαλέτας (επιμ.), Α. Καρκαβίτσας, Τα άπαντα, τ. 1, σ. 434-441: 434.
[21] Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, «Οι Χαλασοχώρηδες», Άπαντα, Κριτική έκδοση Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος, τ. 2, Δόμος, Αθήνα 1982, σ. 401-462: 429.
[22] Εμμανουήλ Ροΐδης, «Το παράπονο του νεκροθάπτου» (1895), Άπαντα, Φιλολογική επιμέλεια Άλκης Αγγέλου, τ. 5, Ερμής, Αθήνα 1978, σ. 77-97: 84.