Γιώργος Ναθαναήλ
Η συμπληρωματικότητα των Πράξεων της ΕΕ για την Τεχνητή Νοημοσύνη και τα Δεδομένα
Σε ένα σουπερμάρκετ η στρατηγική εναλλαγής θέσεων εργασίας έχει πολλά πλεονεκτήματα, που ωφελούν τόσο τους εργαζόμενους όσο και τον οργανισμό.
Συνέντευξη στον Γιώργο Ναθαναήλ
Sven Beckert, H Αυτοκρατορία του Βαμβακιού. Μια παγκόσμια ιστορία, μετάφραση από τα αγγλικά: Πελαγία Μαρκέτου, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2022, 816 σελ.
Η δημιουργία του σύγχρονου κόσμου περνάει μέσα απ’ το βαμβάκι, τη μαζική επεξεργασία του και το παγκόσμιο εμπόριο. Η δραστηριότητα γύρω από το βαμβάκι σε μεγάλο βαθμό συνέβαλε στη Βιομηχανική Επανάσταση. Οι πόλεις, οι εργάτες, αλλά και οι μεγάλες φυτείες σε εδάφη εκτός της Ευρώπης, στην Αμερική και αργότερα στην Αίγυπτο ή στην Ινδία έχουν τεράστια συμβολή σε έναν κόσμο που αλλάζει. Η ιστορία του βαμβακιού είναι η ιστορία του καπιταλισμού, ο οποίος, παρότι πιστεύεται το αντίθετο, πάντα έχει στενή σχέση με το κράτος και πάντα βρίσκεται σε κατάσταση συνεχούς επανάστασης. Ο καπιταλισμός είναι η πιο ριζοσπαστική μορφή μόνιμης επανάστασης που έχει συμβεί ποτέ στην ανθρώπινη ιστορία. Μια συζήτηση με τον καθηγητή Σβεν Μπέκερτ, συγγραφέα της Αυτοκρατορίας του Βαμβακιού, αλλάζει πολλές βεβαιότητες.
Γιατί δεν μπορεί η τεχνητή νοημοσύνη να καταλάβει παροιμίες ή ιδιωματισμούς - και ιδιαίτερα εκφράσεις που δεν συντονίζονται με τη σημερινή κυρίαρχη αντίληψη για την πολιτική ορθότητα; Και τι μπορεί να σημαίνει για τους χρήστες η αξιωματική αυτοπεποίθηση της μηχανής ότι έχει πάντα δίκιο;
Καταδυθήκαμε στα άδυτα, στα υπόγεια του Εθνικού Αρχαιολογικού. Εκεί, στο μισοσκόταδο, τεράστια σφραγισμένα κασόνια, γεμάτα ανασκαφικά ευρήματα, μαρκαρισμένα με το όνομα του αρχαιολόγου που τα ανακάλυψε, περίμεναν καρτερικά τη σειρά τους: να καταγραφούν, να αποκρυπτογραφηθούν και να δημοσιευτούν. «Μέχρι να ολοκληρώσει το επιστημονικό του έργο, είναι απόλυτη ιδιοκτησία εκείνου [τότε δεν λέγαμε εκείνου/εκείνης] που τα βρήκε», μας εξήγησε ο ξεναγός μας. «Κανείς δεν τολμά να τα αγγίξει». Σε μια γωνία, πάνω σε ένα κασόνι, διακρίναμε ένα αρχαίο ψαθάκι και ένα μπαστούνι με αλαβάστρινη λαβή· θα ανήκε σίγουρα σε κάποιον συνταξιούχο και μάλλον τεθνεώτα αρχαιολόγο, ο οποίος μπορεί και να μην πρόλαβε να ανοίξει τα κασόνια του. Το πνεύμα του όμως ήταν πάντα παρόν, ακοίμητος φύλακας των θησαυρών.
Για τα άλλα παιδιά ήμουν ένας βασιλιάς, ένα προνομιούχος. Ο πατέρας μου είχε κατάστημα παιχνιδιών στην πόλη και θα ήταν λογικό –για εκείνα– να διαλέγω ό,τι θέλω, όποτε το θέλω. Φευ! Όχι μόνο δεν ήταν αλήθεια αλλά, όταν ερχόταν η ώρα του αιτήματος, αυτό εξεταζόταν με αυστηρά χρηματοοικονομικά κριτήρια. Επιπλέον, έπρεπε να εκτελώ «εθελοντική» εργασία, ιδιαίτερα στις γιορτές των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς, που γινόταν χαμός – και όπου το μέγεθος της προσφοράς μου ήταν ένα ακόμα κριτήριο για το ποια παιχνίδια δικαιούμουν. Υπήρχε, ωστόσο, ένα παράπλευρο όφελος: εκεί, στο μαγαζί, παρατηρούσα τι αγόραζαν γονείς και παιδιά, αλλά και πώς δούλευε ο πατέρας μου, ο παιχνιδέμπορας.
Ήμουν στα Τάρταρα, να μη δω κανέναν, να μη μιλήσω σε κανέναν.
Με στήριξε, με κανάκεψε, με νουθέτησε με εκείνον τον δικό του, αμίμητο τρόπο, ένα μοναδικό χαρμάνι ευγένειας, θυμοσοφίας και χιούμορ. Κι αυτό παρ’ όλο που με ήξερε λίγο, με τη γυναίκα μου ήταν φίλοι από τη Νομική. Όμως ήταν η αφορμή (και η αιτία πιστεύω) να γίνουμε φίλοι, και παραμείναμε ώς τα προχθές.
Αν ήμαστε φρόνιμοι, θα πηγαίναμε. Αν ήμαστε άτακτοι (η συνήθης περίπτωση), πάλι θα πηγαίναμε, αλλά με αναστολή. Ξέραμε απέξω το ωράριο των δρομολογίων από την αφετηρία και το επισημαίναμε στη μητέρα, προκειμένου να πάμε ενωρίς και να πιάσουμε θέση, αλλά εις μάτην! Τότε ήταν που εμπεδώσαμε ότι όταν μια γυναίκα λέει πως είναι έτοιμη ποτέ δεν εννοεί πως είναι απολύτως έτοιμη. Ετοιμάζεται.
Κοιμάσαι, ξυπνάς, ντύνεσαι, εργάζεσαι, ερωτεύεσαι, κοιμάσαι, και οι διεργασίες του κόσμου βουίζουν ακατάπαυστα, χωρίς εσύ να τις ακούς. Προχωράνε, χωρίς τη δική σου μελαγχολία. Και κάποια στιγμή νιώθεις ότι βρίσκεσαι σε ένα πεδίο μάχης, τη ζωή, όπου οι οβίδες σκάνε πανταχόθεν.
Έπεα πτερόεντα πανταχόθεν στις προεκλογικές περιόδους. Με τι ένταση, με τι πάθος, με τι πειθώ! Σε πείσμα του Βιτγκενστάιν, τα λόγια δεν είναι πράξεις, αλλά πουκάμισα αδειανά, και στη χειρότερη περίπτωση παραπράξεις. Απομονώνω λοιπόν τρεις λέξεις που όλοι θεωρούμε ότι γνωρίζουμε, αλλά ένας καλός ορισμός πάντα βοηθά να διαλυθεί η ομίχλη της αθωότητας, η αφέλεια της συγγνωστής πλάνης.