Όλες αυτές οι μεταφορικές και δήθεν ποιητικές εκφράσεις για το θάνατο –που ποστάρουν κοινότοπα άνθρωποι οι οποίοι δεν έχουν χάρισμα μήτε στη μεταφορά μήτε στην ποίηση– μου προκαλούν αποστροφή. Όλες τους είναι σαν οι νεκροί να έχουν σαλπάρει για ένα ευχάριστο ταξίδι, σε ένα μέρος πολύ προτιμότερο από την Ελλάδα τού σήμερα.
Τις προϋποθέσεις τις έχουν σίγουρα θέσει τα εκκλησιαστικά κείμενα που μας ενημερώνουν πως ο νεκρός, ο μεταστάς δηλαδή, θα αποδημήσει (όπως τα πτηνά) «ἐν τόπῳ φωτεινῷ, ἐν τόπῳ χλοερῷ, ἐν τόπῳ ἀναψύξεως, ἔνθα ἀπέδρα ὀδύνη, λύπη καὶ στεναγμός» – και με όλες τις αμαρτίες του συγχωρημένες ως έξτρα μπόνους. Ποιος δεν θα το ήθελε, και μάλιστα όταν του δημιουργείται η εντύπωση ότι από εκεί ψηλά (το πόσο ψηλά δεν προσδιορίζεται, πάντως πολύ πάνω από το όριο του διαστήματος, ειδάλλως θα μας το είχαν περιγράψει οι αστροναύτες) θα μας κοιτά στοργικά και θα μας συμπονά για τα βάσανα που περνάμε μέχρι να «φύγουμε» κι εμείς; Όταν πεθαίνουμε, ωστόσο, «οι εικόνες σταματούν», όπως γράφει ο Σολ Μπέλοου στον Ραβελστάιν.
Τελευταία, το πράγμα έχει χειροτερέψει. Ακούμε για το ταξίδι στο Φως (Το Φι συνήθως εκτυφλωτικά κεφαλαίο) –μπορεί και στο Σκότος, το ξέρει κανείς;–, για το ταξίδι στη γειτονιά των αγγέλων (μια γειτονιά που φαντάζομαι πως δεν θα ’χει σπίτια χαμηλά, αλλά θα έχει πάντα γιορτή). Και σε συνέχεια του «καλή συνέχεια», «καλή απόλαυση», να τος και ο «Καλός Παράδεισος!», (προδικάζοντας βέβηλα τη θετική ετυμηγορία του Υπέρτατου Όντος). Πάντως, ειρήσθω εν παρόδω, εξ ορισμού ο Παράδεισος είναι καλός, γιατί ο κακός λέγεται Κόλαση.
Και παρότι αποτελεί αγαπημένο σκηνικό των σκιτσογράφων όταν πεθαίνει κάποιος διάσημος, και πολλοί παροτρύνουν στα σόσιαλ τους νεκρούς να ανταμώσουν στον Παράδεισο με φίλους και συγγενείς, όταν πεθάνω εγώ ουδόλως θα με ενδιαφέρει (αν υποθέσουμε ότι θα με ενδιαφέρει το οτιδήποτε) να συναντήσω τον μπάρμπα μου τον Τάση, τη νόνα μου την Ευφροσύνη, τον κ. Λυκώκα, δάσκαλο μου στη ΣΤ’ στο Δεύτερο Δημοτικό ή το σκύλο της τζίας μου της Ειρήνης, τον Σμοκ. Φαντάζομαι ότι όλον αυτό τον καιρό θα έχουν κάνει τις δικές τους παρέες –η μοναξιά είναι στενάχωρο πράγμα, ακόμη και στον Παράδεισο– και θα προτιμήσω να τους αφήσω στην αιώνια ησυχία τους.
Θυμάμαι ένα περιστατικό τριάντα χρόνια πριν. Ήταν αρχές της δεκαετίας του 1990, εποχή του AIDS. Είχα ένα φίλο, τον Γιώργο, τολμηρό για την εποχή, που συζούσε με τον σύντροφό του, τον Δημήτρη. Μια μέρα χτυπά το τηλέφωνο: ήταν ο Δημήτρης, είχα να τους δω αρκετό καιρό. «Ο Γιώργος έφυγε», μου είπε με την κοντράλτα και συνάμα κάπως στριγκή φωνή του. Δεν κατάλαβα αμέσως· τότε το «έφυγε» δεν λεγόταν συχνά. «Δηλαδή σε παράτησε;» τον ρώτησα εν τη αφελεία μου. «Πέθανε μωρέ, πέθανε!» μου φώναξε στο τηλέφωνο. Και πλάνταξε στο κλάμα.