Σύνδεση συνδρομητών

Το απόλυτο, το σχετικό και το μη-πλήρες

Πέμπτη, 03 Οκτωβρίου 2024 10:30
Cristiano Banti, Ο Γαλιλαίος μπροστά στην Ιερά Εξέταση (υπερασπιζόμενος την επιστήμη), 1857, λάδι σε καμβά.
Cristiano Banti / Ιδιωτική συλλογή
Cristiano Banti, Ο Γαλιλαίος μπροστά στην Ιερά Εξέταση (υπερασπιζόμενος την επιστήμη), 1857, λάδι σε καμβά.

Στέφανος Τραχανάς, Ο κύκλος. Επιστήμη και δημοκρατία σε ανήσυχους καιρούς, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2024, 413 σελ.

Το νέο βιβλίο του Στέφανου Τραχανά, μεταξύ άλλων, έχει και έναν πολύ συγκεκριμένο, πρακτικό σκοπό: να σηκώσει όσο πιο ψηλά γίνεται την κόκκινη σημαία στον διαβρωτικό ρόλο του σχετικισμού της επιστημονικής γνώσης και της ψευδο-επιστήμης για τους κοινωνικούς θεσμούς (π.χ. την εμμονή της διδασκαλίας του ευφυούς σχεδιασμού –την πιο πρόσφατη μεταμφίεση του βιβλικού δημιουργισμού σε επιστήμη– στο λύκειο, παράλληλα με τη θεωρία της εξέλιξης). Νομίζω ότι στον «αγώνα» αυτόν η εξελικτική θεώρηση μπορεί να φανεί ιδιαίτερα χρήσιμη.

Στο τεύχος του Απριλίου, το Books’ Journal δημοσίευσε το άρθρο μου «Η μαγεία της αυταπάτης» (https://booksjournal.gr/paremvaseis/4889-i-mageia-tis-aftapatis-kai-o-diorthotikos-syntelestis-1) με αφιέρωση στον Θεοδόση Π. Τάσιο[1]. Το έστειλα στον Στέφανο Τραχανά πριν δημοσιευτεί. Του άρεσε, αλλά διαφώνησε με την τελική φράση της παραγράφου που αναφέρεται σ’ αυτό που έχω ονομάσει δαρβινικές πλάνες[2]. Την παραθέτω (στο εξής θα αναφέρομαι σ’ αυτήν ως Π1):

Είναι φανερό ότι αυτή η γραμμή σκέψης μας φέρνει νομοτελειακά στο συμπέρασμα ότι κολυμπάμε μέσα σε μια θάλασσα από δαρβινικές πλάνες, ότι είμαστε εγκλωβισμένοι μέσα στα όρια της ζωικής καταγωγής μας, ότι δεν μπορούμε να γνωρίσουμε τον κόσμο παρά μόνο μέσα από μοντέλα που τα φτιάχνουμε έτσι  ώστε να ταιριάζουν με τις ιδιότητες με τις οποίες μας εφοδίασε η βιολογική φύση μας.

Ο Στέφανος Τραχανάς θεώρησε ότι με τη φράση αυτή ξεγράφω κάθε πρόοδο που έχουμε κάνει για  να γνωρίσουμε τον κόσμο, ότι θεωρώ ότι είμαστε καταδικασμένοι να βρισκόμαστε στο ίδιο σκοτάδι με τον παλαιολιθικό μας πρόγονο. Στο βαθμό που η Π1 εκπέμπει ένα τέτοιο μήνυμα, το λάθος είναι δικό μου. Αλλά αυτή δεν ήταν η πρόθεση μου. Τούτο προκύπτει από τον ορισμό που έδωσα για τις δαρβινικές πλάνες – τον μεταφέρω από το πρωτότυπο[3]:

1) Η διαδικασία της οποίας είμαστε το αποτέλεσμα δεν βελτιστοποιεί, δεν μεγιστοποιεί και δεν οδηγεί, κατ’ ανάγκην, στην αντικειμενική γνώση του κόσμου, 2) Μεταξύ μιας ορθής και λανθασμένης εντύπωσης για τον κόσμο, θα επικρατήσει εκείνη που προκαλεί την ταχύτερη εξάπλωση του γονιδίου ή του μιμιδίου[4] που την επάγει, 3) Αν το γονίδιο ή το μιμίδιο που εξαπλώνεται ταχύτερα επάγει μια λανθασμένη εντύπωση, τότε έχουμε την επικράτηση μιας «δαρβινικής πλάνης», 4) Οι δαρβινικές πλάνες απορρίπτονται μέσω της επιστήμης. Το 4ο σημείο (που ευτυχώς συμπεριέλαβα στο σημείωμα που δημοσιεύτηκε στο Books’ Journal) δηλώνει ξεκάθαρα ότι οι δαρβινικές πλάνες είναι διορθώσιμες, διακηρύσσει ότι αυτό μπορεί να γίνει μόνο μέσω της επιστήμης, μας βεβαιώνει ότι έχουμε πετάξει από την πλάτη μας ένα μεγάλο μέρος της δαρβινικής πλάνης (για παράδειγμα, ότι υπάρχουν μόνο τόσοι ήχοι όσους πιάνει το ανθρώπινο αυτί) και ότι καλπάζουμε στην ίδια κατεύθυνση με επιταχυνόμενο ρυθμό. Ο σκοπός αυτού του άρθρου δεν ήταν οι δαρβινικές πλάνες.  Με αφορμή τη «μανία» μου να βρίσκομαι στο ψαλτήρι της εκκλησίας του χωριού μου τις βραδιές της Μεγάλης Εβδομάδας (εγώ, ο διακηρυγμένος αγνωστικιστής) θέλησα να περάσω το μήνυμα ότι δεν πρέπει να αισθανόμαστε ένοχοι αν πότε πότε ενδίδουμε σε κάποιες αυταπάτες (που τις θεώρησα ισοδύναμες με αθώες δαρβινικές πλάνες), αρκεί να έχουμε πάντα στο πίσω μέρος του μυαλού μας ότι πρόκειται για αυταπάτες.

 

Δαρβινικές πλάνες και επιστημονικός ρεαλισμός

Αυτή η διευκρίνιση ήταν αρκετή για τον Στέφανο Τραχανά. Όμως, από τη συζήτηση προέκυψε ότι η ιδέα της δαρβινικής πλάνης έχει άμεση σχέση με το πρόσφατο βιβλίο του, Ο Κύκλος. Επιστήμη και Δημοκρατία σε ανήσυχους καιρούς. Τη σχέση αυτή επιχειρώ να εξετάσω σε αυτό το σημείωμα.  Πρέπει όμως, πριν προχωρήσω, να αναφέρω τα εξής.  Πρώτον, το σημείωμα αυτό δεν είναι μια βιβλιοκρισία.  Το βιβλίο έχει ήδη κερδίσει πολλές, σχεδόν καθ’ ολοκληρία, επαινετικές αναφορές, μεταξύ των οποίων και η εμβριθής και γόνιμη (υπό την έννοια ότι μας παροτρύνει να πάμε ακόμα πιο πέρα) του Θ. Π. Τάσιου[5]. Δεύτερον,  ο αναγνώστης[6] θα ενοχληθεί ίσως από τις πολλαπλές αναφορές σε δικά μου κείμενα, αλλά αυτός ήταν ο τρόπος για μια ταχύτερη και αμεσότερη διευκρίνιση αυτών που ακολουθούν. Ζητώ την κατανόησή του.

Επανέρχομαι στην Π1 κάνοντας έκκληση να διαβαστεί ως μια αναφορά στο τι γνωρίζαμε, τι γνωρίζουμε και τι είναι δυνατό να γνωρίσουμε για τον κόσμο που μας περιβάλλει. Πρόκειται για μια αναφορά που προέρχεται πρωτίστως, αν όχι εξ ολοκλήρου, από τη σκοπιά της καταβολής και της ιστορίας του είδους μας. Δεν θα ισχυριστώ ότι αυτή είναι η μόνη ή η πιο σωστή σκοπιά. Απλώς συμβαίνει να είναι αυτή με την οποία αισθάνομαι πιο άνετα.  Στο σημείο αυτό απαιτείται μια ακόμα διευκρίνiση. Έχω δεχθεί τη μομφή ότι πολλά απ’ αυτά που γράφω αγγίζουν τη φιλοσοφία. Φρόντισα να ξεκαθαρίσω το θέμα: μου αρέσει να «φυσιολογώ»[7], δηλαδή να διαλογίζομαι για τα εν τη φύσει, και αυτό θεωρώ ότι ανήκει πιο πολύ στην επιστήμη παρά στη φιλοσοφία, την οποία έχω σε διακηρυγμένη υπόληψη, όπως και όλες τις ανθρωπιστικές επιστήμες[8].  

Στο βαθμό που η Π1 αναγνωστεί ως δηλωτική του ότι έχουμε μείνει στο ίδιο σκοτάδι με τον παλαιολιθικό μας πρόγονο, στο βαθμό αυτό το ότι «κολυμπάμε μέσα σε μια θάλασσα από δαρβινικές πλάνες» αποτελεί λάθος ανάγνωση. Για τον ίδιο λόγο μπορεί να παρερμηνευθεί η έννοια του «μοντέλου» της ίδιας πρότασης. Είναι αστείο να πω ότι «κατά το μοντέλο» η Γη περιστρέφεται γύρω από τον Ήλιο, ή ότι «κατά το μοντέλο» σε κάποιες ανθρώπινες κοινωνίες το προσδόκιμο ζωής είναι τριπλάσιο από ό,τι ήταν στην παλαιολιθική εποχή.  Η περιστροφή του Ήλιου «ήταν» μια πλάνη και το προσδόκιμο των 30 ετών «ήταν» μια παγιωμένη κατάσταση που απέρριψε και ανέτρεψε η επιστήμη – σύμφωνα με το σημείο #4 του ορισμού της δαρβινικής πλάνης.  Όμως παραμένει γεγονός ότι κολυμπάμε σε μια θάλασσα από δαρβινικές πλάνες. Δεν είναι τόσο το πλάτος όσο το βάθος της θάλασσας που πρέπει να μας ανησυχεί: οι ιδιοκεντρισμοί, η απανταχού παρουσία σκοπού, η υποστασιοποίηση ανυπόστατων και επικίνδυνων ιδεών (π.χ. η καθαρότητα της φυλής), ακόμα και η ελεύθερη συνείδηση όταν από εντύπωση μετατρέπεται σε βεβαιότητα. Το ίδιο ισχύει και για τα μοντέλα. Δεν πάψαμε να τα χρησιμοποιούμε, ακόμα και για τα πιο βασικά ερωτήματα της επιστήμης[9].  

Δεν μπορεί να υπάρξει διαφωνία στο ότι, μέσω της επιστήμης, οι δαρβινικές πλάνες δίνουν τη θέση τους στον «επιστημονικό ρεαλισμό», ένας όρος που δεν έχει ξεφύγει τη μεμψιμοιρία των φιλοσόφων[10].  Σ’ αυτό δεν μπορώ να διαφωνήσω με τον Στέφανο Τραχανά. Αν δεν χρησιμοποιήσουμε αυτόν τον όρο για το γεγονός ότι υπάρχει κάτι που ονομάζουμε σελήνη, για το ότι έχουμε φτάσει ώς εκεί και για το ότι την άφιξή μας την οφείλουμε στην επιστήμη, τότε σε ποια άλλη περίπτωση θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε τη λέξη ρεαλισμό;  Όμως, θα επιμείνω στο ότι το κύριο μήνυμα της Π1 (ότι είμαστε εγκλωβισμένοι μέσα στα όρια της ζωικής καταγωγής μας και ότι δεν μπορούμε να γνωρίσουμε τον κόσμο παρά μόνο μέσα από παραστάσεις που ταιριάζουν με τις ιδιότητες με τις οποίες μας εφοδίασε η βιολογική φύση μας) δεν αποτελεί μια δαρβινική πλάνη. Αντίθετα, αποτελεί θεμελιώδες πρόβλημα της επιστήμης και της φιλοσοφίας – και για αυτό δεν μπορεί παρά να ακουμπά και το βιβλίο του Στέφανου Τραχανά.

Ένας από τους λόγους για τους οποίους μου αρέσει ο όρος «επιστημονικός ρεαλισμός» είναι ότι δεν περιλαμβάνει τη λέξη «γνώση». Από τη στιγμή που θα βάλουμε αυτή τη λέξη στο παιχνίδι, τα πράγματα δυσκολεύουν. Οι έννοιες απόλυτη, σχετική, μη πλήρης γνώση διεκδικούν το ρόλο τους (θα αναφερθώ μόνο σ’ αυτές αγνοώντας τις πιο εξειδικευμένες, όπως: αληθής, λανθασμένη, κ.τ.τ.). Από τις τρεις, η απόλυτη γνώση είναι η πιο συνεργάσιμη επειδή δεν έχουμε δυσκολία να τη βγάλουμε από τη μέση.  Έχω τονίσει αλλού ότι υπάρχουν μόνο δυο δρόμοι να γλυκάνουμε το σκουλήκι της περιέργειας περί του τι εστί κόσμος: ο δρόμος της αποκάλυψης και ο δρόμος της ανακάλυψης[11].  Η γνώση μέσω αποκάλυψης είναι εξ ορισμού γνώση αλάθητη και απόλυτη, έρχεται από έναν άλλον κόσμο και, ως εκ τούτου, δεν έχει σχέση με την επιστήμη που είναι εκ του κόσμου τούτου για τον κόσμο τούτον. 

 

Οι διαβαθμίσεις του σχετικισμού και η προσεγγιστική αντικειμενικότητα

Δεν ισχύει το ίδιο για τη σχετική γνώση γιατί στην ουσία η σχετικότητα ενέχει την έννοια της διαβάθμισης.  Είμαστε εξοικειωμένοι με τα δυο άκρα της διαβάθμισης. Μιλούμε για «αντικειμενική» γνώση όταν η αντίληψη που έχουμε σχηματίσει για ένα φαινόμενο ή μια διεργασία δεν επιδέχεται αμφισβήτηση: η περιστροφή της Γης περί τον Ήλιο αποτελεί αντικειμενική γνώση – μια κλασική περίπτωση ανατροπής της πάλαι ποτέ πανίσχυρης γεωκεντρικής πλάνης.  Όμως για να αποκτήσουμε αντικειμενική γνώση για ένα αντικείμενο ή μια διαδικασία θα πρέπει αυτό το αντικείμενο και αυτή η διαδικασία να έχουν έναν πεπερασμένο αριθμό ιδιοτήτων, τις οποίες μπορεί να συλλάβει ο άνθρωπος διά των αισθήσεων ή της νόησής του. Όσο πιο πλήρης και ακριβής είναι η σύλληψη τόσο πιο αντικειμενική είναι η γνώση του αντικειμένου ή της διαδικασίας στην οποία αναφερόμαστε· όσο πιο ατελής και ανακριβής, τόσο πιο σχετική.  Σύμφωνα με αυτόν τον ορισμό, η αντικειμενική γνώση προσεγγίζει ασυμπτωτικά την απόλυτη γνώση – όχι μέσω αποκαλύψεως αλλά μέσω ανακαλύψεως. 

Ακόμα πιο ενδιαφέρουσα είναι η άλλη άκρη της διαβάθμισης: ο απόλυτος σχετικισμός – ένα καίριο θέμα του βιβλίου του Στέφανου Τραχανά.  Οι δύο λέξεις, τόσο αντίθετες όταν θεωρηθούν μεμονωμένα, συνιστούν ένα εκρηκτικό μείγμα όταν τις βάλουμε μαζί, όπως η συνάντηση δυο σωμάτων με αντίθετο ηλεκτρικό φορτίο.  Ο απόλυτος σχετικισμός ισοδυναμεί με άρνηση οποιασδήποτε γνώσης για τον κόσμο που μας περιβάλλει, με την αποδοχή ότι ο επιστημονικός ρεαλισμός που έκανε την καθημερινότητά μας τόσο διαφορετική από εκείνη της παλαιολιθικής εποχής αποτελεί μια αυταπάτη. Τον απορρίπτω χωρίς άλλο σχόλιο. Δεν μπορώ να τον δω παρά μόνο ως πεισματική άρνηση της πραγματικότητας, ως κάτι που συγγενεύει περισσότερο με την αποκάλυψη παρά με την ανακάλυψη.   

Ωστόσο, ο αναγνώστης έχει δίκιο να επιμείνει στο ότι η Π1 μιλά για απόλυτο σχετικισμό. Μη μπορώντας να φιλοσοφήσω, θα προσφύγω στη φυσιολογία, τουτέστιν στο τι με έχει διδάξει για την απόκτηση της γνώσης η «φυσική» προέλευση και η ιστορία του είδους μας.  Δεν εξελιχθήκαμε για να μαθαίνουμε, αλλά να μαθαίνουμε για να επιβιώσουμε[12]. Τούτο ισχύει για κάθε μορφή της ζωής. Όλες οι μορφές ζωής έχουν κάποια «γνώση» του φυσικού κόσμου. Έχουμε δώσει μια σειρά από ονόματα σ’ αυτή τη γνώση: τροπισμός, τακτισμός, ένστικτο, αντίληψη, συνείδηση. Σε όλες τις περιπτώσεις, ο οργανισμός «αντιλαμβάνεται» τον κόσμο μέσα από μια σειρά φυσικοχημικών αντιδράσεων. και σε όλες τις περιπτώσεις το κάνει χρησιμοποιώντας την αρχή της αφαίρεσης: συλλαμβάνει μόνο την πληροφορία που είναι απαραίτητη για να επιβιώσει. Αυτό ισχύει και για τον άνθρωπο, γι’ αυτό και δεν γεννιόμαστε «γνωρίζοντας» ότι το βάρος μας εξαρτάται από το αν βρισκόμαστε σε επιταχυνόμενη κίνηση ή όχι. Πρωτοτυπώντας (ή παρατυπώντας, που είναι το ίδιο πράγμα) θα προτείνω την εξής γραμμή σκέψης. Θα υποθέσω ότι υπάρχει κάτι «έξω» από τον οργανισμό, που το συμβολίζω με Ε, και ότι ο οργανισμός αποκτά «γνώση» του Ε μέσω των βιολογικών ιδιοτήτων του, που τις συμβολίζω με Β. Αν με Γ συμβολίσω τη γνώση του οργανισμού για το Ε, τότε μπορώ να γράψω Γ = f (B, E): το τι γνωρίζει δηλαδή ο οργανισμός για το Ε είναι συνάρτηση του ίδιου του Ε και των μέσων που ο οργανισμός απέκτησε μέσω μιας διαδικασίας που ονομάζουμε «εξέλιξη». Αν Ε είναι το φως και αν ο οργανισμός είναι ένα κυανοβακτήριο, τότε Ββ  (όπου β = βακτήριο) είναι οι φωτο-υποδοχείς, τα μόρια μέσα στο κύτταρο που διεγείρονται από το φως. Το βακτήριο δεν μπορεί (και δεν χρειάζεται) να γνωρίζει τίποτε περισσότερο για τη «φύση» του φωτός. Η συνάρτηση Γβ = fββ, Ε) είναι μια πολύ φτωχή προσέγγιση της φύσης του φωτός. Ας κάνουμε τώρα το άλμα από το βακτήριο στην πεταλούδα, η οποία μπορεί να διακρίνει περισσότερα «χρώματα» από ό,τι ο άνθρωπος[13]. Γιατί; Επειδή η εξέλιξη έβαλε την πεταλούδα μέσα σε ένα κανάλι εξάρτησης από τα χρώματα των λουλουδιών και σ’ αυτήν την πρόκληση η πεταλούδα γίνεται ολοένα ικανότερη.  Η συνάρτηση της πεταλούδας Γπ, = fππ, Ε) δίνει μια πολύ καλύτερη προσέγγιση της φύσης του φωτός, δεν παύει όμως να εξαρτάται από τον παράγοντα Β.

Είμαστε τώρα έτοιμοι να κάνουμε το άλμα στον άνθρωπο, να γράψουμε Γα = fαα, Ε). Για αιώνες είχαμε μια γνώση του φωτός πολύ διαφορετική, πολύ πιο ελλιπή από τη σημερινή. Σήμερα όχι μόνο γνωρίζουμε πολλά για το φως, ισχυριζόμαστε ότι γνωρίζουμε το φως στην πληρότητά του. Τούτο σημάνει Γα = Ε. Ο παράγων Βα δεν μεσολαβεί πλέον στη γνώση μας για το φως, ήταν χρήσιμος πριν «γνωρίσουμε» την «κυματοσωματιδιακή» φύση του, αλλά όχι πια. Για τη συγκεκριμένη περίπτωση, τη γνώση του φωτός, έχουμε αφήσει πίσω μας τη βιολογική μας υπόσταση, όπως η πεταλούδα αφήνει πίσω το κουκούλι της.  Αυτό δεν είναι τίποτε λιγότερο από το να πούμε ότι αποτινάξαμε από πάνω μας τη δαρβινική φύση μας. Δεν θα αναφερθώ στα υπαρξιακά, φιλοσοφικά, θεολογικά και πάσης άλλης φύσεως θέματα που εγείρει αυτή η άποψη της απελευθέρωσης της πεταλούδας από το κουκούλι της. Θα ομολογήσω μόνο ότι είναι πολύ δύσκολο για έναν βιολόγο να την καταπιεί, ιδιαίτερα για έναν εξελικτικό βιολόγο – και θα προσθέσω αμέσως ότι η δυσκολία της κατάποσης δεν ισοδυναμεί με μηδενισμό της πιθανότητας να αληθεύει. 

Έχω καταλήξει σε έναν πειστικό, ελπίζω, ορισμό του «σχετικού» σχετικισμού (ένας λεκτικά άκομψος αλλά νοητικά ευσταθής ορισμός). Το κυανοβακτήριο και η πεταλούδα «γνωρίζουν» κάτι για τη φύση του φωτός. Αυτή η γνώση δεν είναι πλήρης αλλά ούτε είναι εσφαλμένη.  Συμπέρασμα: α) η γνώση του φυσικού κόσμου δεν αποτελεί αποκλειστικό ιδίωμα του ανθρώπου, β) η γνώση του φυσικού κόσμου μπορεί να είναι ταυτόχρονα ορθή και μη πλήρης, γ) παραμένει ως οιονεί αίνιγμα το αν η αντίληψή μας για τον φυσικό κόσμο μπορεί να φθάσει στο σημείο που θα τη χαρακτηρίζαμε πλήρη, το χρονικό σημείο κατά το οποίο η ανιούσα καμπύλη της εμπειρικής γνώσης θα έχει χτυπήσει την οροφή, το 100%, της αντικειμενικής γνώσης.

Συνεχίζοντας τη συμβολική έκφραση μπορώ να γράψω: [η μη πληρότητα της εμπειρικής γνώσης] ≠ [η γνώση είναι προϊόν κοινωνικής κατασκευασιοκρατίας (αλλιώς στρουκτουραλισμός)], ήτοι, το γεγονός ότι η γνώση μας δεν είναι, ή δεν μπορεί να είναι, πλήρης δεν έχει τίποτε να κάνει με τον ισχυρισμό ότι ό,τι γνωρίζουμε είναι προϊόν κοινωνικών συνθηκών. Κρατώ το πρώτο μέρος της έκφρασης (τη μη πληρότητα της εμπειρικής γνώσης) ως πρόταση προς απόδειξη ή διάψευση. Θεωρώ το δεύτερο μέρος διαψευσμένο από την πραγματικότητα. Μα μήπως, τότε, απορρίπτω την πρόταση ότι οι επιστήμονες και ο τρόπος που λειτουργούν είναι προϊόντα των κοινωνικών συνθηκών της εποχής τους;  Όχι μόνο δεν την απορρίπτω, τη δέχομαι. Αλλά δεν θα ταυτίσω το μήνυμα με τον αγγελιοφόρο. Έστω [Α, Β, Γ..] οι συνθήκες κάτω από τις οποίες μεγάλωσε και λειτούργησε ο Νεύτων.  Θα μπορούσα να γράψω [Νεύτων] ≈ f [Α, Β, Γ..], αλλά αρνούμαι να γράψω [(m1 X m2) / r2 ] ≈ f [Α, Β, Γ..] (όπου m1 και m2 η μάζα δυο σωμάτων και r η απόστασή τους), ότι δηλαδή ο νόμος της βαρύτητας είναι προϊόν του κοινωνικού περιβάλλοντος του Νεύτωνα.  Αυτό είναι νομίζω το σφάλμα των σχετικιστών: από το γεγονός ότι οι επιστήμονες είναι προϊόντα κοινωνικών συγκυριών συμπεραίνουν ότι και οι νόμοι που διατυπώνουν για τον φυσικό κόσμο είναι προϊόντα αυτών των συγκυριών.  Ο φυσικός νόμος υπήρχε και θα υπάρχει, ο Νεύτωνας απλώς τον συνέλαβε και τον ενσωμάτωσε στην ανθρώπινη γνώση. Το γιατί αυτό συνέβη στον συγκεκριμένο χώρο και χρόνο είναι θέμα βιο-κοινωνικής ερμηνείας[14]

Δεν είμαι τόσο σφοδρός στην απόρριψη του μηνύματος των σχετικιστών για τις ανθρωπιστικές επιστήμες.  Εκεί οι διάφοροι (και πολύ περισσότεροι) παράγοντες έχουν άλλη υφή και βαρύτητα.  Στο πρώτο μου βιβλίο για την εκλαΐκευση της εξελικτικής σκέψης[15] επιχείρησα να παίξω το παλιό παιχνίδι της ενοποίησης της γνώσης. Ξεκίνησα από το χωροχρονικό εύρος που ο κάθε συγκεκριμένος κλάδος των φυσικών επιστημών φιλοδοξεί να καλύψει – ένα θεωρητικά αντικειμενικό κριτήριο. Η φυσική επιχειρεί να ερμηνεύσει τον κόσμο από τη χωροχρονική αρχή του μέχρι το υποτιθέμενο τέλος του. Η χημεία έχει έναν πιο μικρό χωροχρόνο αναφοράς, η βιολογία έναν μικρότερο από αυτόν της χημείας κ.ο.κ. Τούτο οδηγεί σε μια ιεραρχία όπου στην κορυφή βρίσκεται η φυσική, η χημεία είναι κάτω από τη φυσική και η βιολογία κάτω από τη χημεία. Η ιεραρχία γίνεται λιγότερο προφανής (και επομένως, λιγότερο πειστική) όταν φτάσουμε στο πέρασμα από τις φυσικές στις ανθρωπιστικές επιστήμες. Το ενδιαφέρον σημείο με αυτή την ιεραρχία είναι ότι οδηγεί «φυσικώ τω τρόπω» στις ιδιότητες που χαρακτηρίζουν τις διάφορες περιοχές της γνώσης. Για παράδειγμα, η ικανότητα και η ακρίβεια πρόβλεψης μειώνεται καθώς οδεύουμε από τις υπερκείμενες στις υποκείμενες επιστήμες (ή από τον κορμό στα κλαδιά του οικουμενικού δένδρου της γνώσης). Δυο από αυτές τις ιδιότητες μας ενδιαφέρουν εδώ: α) το πόσο σχετική είναι η γνώση που παράγει μια συγκεκριμένη επιστημονική δραστηριότητα και β) το μείγμα του αναγωγισμού – ολισμού[16] που είναι αναγκασμένη να χρησιμοποιήσει για την παραγωγή αυτής της γνώσης.  Η γνώση γίνεται πιο σχετική και ο αναγωγισμός υποχωρεί υπέρ του ολισμού καθώς απομακρυνόμαστε από τον κορμό προς τα κλαδιά του δένδρου.

Σπανίζουν οι οπαδοί του απόλυτου σχετικισμού μεταξύ των εργατών των φυσικών επιστημών, αφθονούν μεταξύ αυτών των ανθρωπιστικών. Ο πιθανότερος λόγος είναι ότι οι τελευταίοι έρχονται πολύ συχνά αντιμέτωποι με την κοινωνική κατασκευασιοκρατία μέσα στην περιοχή της δικής τους επιστήμης. Φορτισμένοι με αυτή την εμπειρία δεν αντιστέκονται στον πειρασμό να τη γενικεύσουν για όλα τα επίπεδα της γνώσης.  Σ’ αυτό μοιάζουν κάπως με τους φανατισμένους με την εξ αποκαλύψεως γνώση την οποίαν θέλουν να επεκτείνουν στη σφαίρα της εμπειρικής γνώσης. Γι’ αυτό και καταλήγουν στο ίδιο αποτέλεσμα, την άρνηση της πραγματικότητας.

 

Παγιδευμένοι μεταξύ αναγωγισμού και ολισμού

Μέχρις εδώ είναι οι σχετικιστές που βρίσκονται σε λάθος δρόμο.  Η κατάσταση αντιστρέφεται όταν διερωτηθούμε για το μείγμα αναγωγισμού και ολισμού που πρέπει να εφαρμόζουμε για κάθε συγκεκριμένη περίπτωση. Εδώ ο φίλος σας από τις φυσικές επιστήμες έχει μεγαλύτερη πιθανότητα να βρεθεί στη λανθασμένη πλευρά, παρά ο φίλος από τις ανθρωπιστικές.  Ο αναγωγισμός απαιτεί την κατάδυση μέχρι τις πιο θεμελιώδεις μονάδες ενός σύνθετου φαινομένου. Αυτό προϋποθέτει ότι γνωρίζουμε ποιες είναι αυτές οι μονάδες. Αλλά τούτο απεδείχθη ότι δεν είναι απαραίτητο.  Η νευτώνεια φυσική δεν μας έριξε έξω, εξακολουθεί να είναι χρήσιμη στον μακρόκοσμο της φυσικής, μολονότι δεν ισχύει στον μικρόκοσμο.  Όπως τονίζει ο Στέφανος Τραχανάς, η συσωρευτική φύση της εμπειρικής γνώσης είναι ένα από τα μεγάλα πλεονεκτήματά της. Ο Αρχιμήδης και ο Ερατοσθένης δεν απορρίφθηκαν, απλώς βελτιώθηκαν.  Το μεγάλο ερώτημα με τον αναγωγισμό είναι αν από τα μέρη μπορούμε να προβλέψουμε το όλον· αν η αποδόμηση ισοδυναμεί με απώλεια πληροφορίας που δεν ανακτάται από τη σύνθεση των μερών· αν από μια πλήρη συλλογή στοιχειωδών μονάδων μπορούμε να προβλέψουμε τι είδους σύνθετες δομές θα προκύψουν (μέσα από την απειρία των συνδυασμών των στοιχειωδών μονάδων που μπορούν να δώσουν τέτοιες δομές) και ποιες θα είναι οι ιδιότητές τους (το πρόβλημα των αναδυομένων ιδιοτήτων). Αν μπορούσαμε να επισκεφθούμε τον έμβιο κόσμο 500 εκατομμύρια χρόνια πριν, θα βρίσκαμε όλα τα βασικά χαρακτηριστικά που βρίσκουμε και σήμερα: την ίδια φυσικοχημεία του κυττάρου, την αναερόβια αναπνοή, τη φωτοσύνθεση, την αερόβια αναπνοή, τον πολυκύτταρο οργανισμό, την εγγενή αναπαραγωγή, ακόμα και το νευρικό σύστημα. Ποιος θα ισχυριστεί, αφού έτσι είχαν τα πράγματα πριν από μισό δισεκατομμύρια χρόνια, ότι η έλευση του ανθρώπου ήταν μια βεβαιότητα;

Το «δώσε μου τις αρχικές συνθήκες και θα προβλέψω το παν» ισχύει –αν ισχύει– για ένα μέρος της γνώσης που θέλουμε να αποκτήσουμε για τον κόσμο ο οποίος μας περιβάλλει, μολονότι αυτό το μέρος της γνώσης αναφέρεται στο πάνω από το 99% του χωροχρόνου. Για το άλλο μέρος της γνώσης (μιας γνώσης που, προς το παρόν, αναφέρεται σε φαινόμενα εντοπισμένα πάνω σε έναν μικρό πλανήτη), ο αναγωγισμός είναι αναγκαίος αλλά όχι αρκετός. Λειτουργεί ως σκάλα καθόδου από την επιφάνεια στη βάση, αλλά δεν αρκεί για την άνοδο από τη βάση στην επιφάνεια.  Τι απομένει, εντέλει, από το δίλημμα αναγωγισμός ή ολισμός;  Βάζω τετ-α-τετ έναν φυσικό και έναν ζωγράφο και δεν περιμένω να πάρω την ίδια απάντηση. Για μένα, που υπηρετώ ένα πεδίο γνώσης μεταξύ θετικών και ανθρωπιστικών επιστημών (μια ημίσκληρη επιστήμη, κατά τα παλιά γούστα), που αρκούμαι στη «φυσιολογία» παρακάμπτοντας τη φιλοσοφία, το θέμα είναι απλό: όταν χαλάσει το αυτοκίνητό μου, το πάω σε κάποιον που γνωρίζει πώς να το αποσυνθέσει σε λάστιχα και βίδες και να το ανασυνθέσει – είμαι αναγωγιστής. Όταν πρόκειται να αγοράσω ένα αυτοκίνητο θέλω να το γνωρίσω ως σύνολο, ενδιαφέρομαι για την ασφάλειά μου, την άνεσή μου, αλλά και για το γούστο μου, δεν με βοηθά ένας κατάλογος από βίδες και λάστιχα – είμαι ολιστής.

 

Το πώς μαθαίνουμε είναι πιο σημαντικό από το τι μαθαίνουμε

Όλα αυτά έχουν ασφαλώς σχέση με το πολυσχιδές και βαθυστόχαστο βιβλίο του Στέφανου Τραχανά, το οποίο ο Θ. Π. Τάσιος το χαρακτήρισε υπεράσπιση της επιστήμης[17]. Θα μπορούσα να το χαρακτηρίσω και ως ύμνο προς την επιστήμη κάνοντας ταυτόχρονα δυο επισημάνσεις. Πρώτα, εξ αντικειμένου ο ύμνος αφορά τη φυσική (και ειδικότερα την περίλαμπρη 3η δεκαετία του 20ού αιώνα) και λιγότερο την επιστήμη ως σύνολο. Δεύτερον, ακόμη και για τη φυσική, ο συγγραφέας αναγνωρίζει το μέγεθος των προβλημάτων που μένουν αναπάντητα, δεν ανάγει την επιστήμη του σε πίστη. Θέλησα με αυτό το σημείωμα να ενισχύσω αυτό το μήνυμα του βιβλίου, στρέφοντας τον προβολέα προς το σύνολο της εμπειρικής γνώσης. Η φυσική είναι αναμφισβήτητα η πιο προχωρημένη περιοχή της ανθρώπινης γνώσης. Αν δεχθούμε ότι η φυσική δεν έφθασε στο τέλος της, τότε πρέπει να συμπεράνουμε ότι όλες οι άλλες περιοχές της εμπειρικής γνώσης βρίσκονται σε υποδεέστερη κατάσταση.  Αυτή η διαπίστωση είναι απολύτως συνεπής με το επιστημονικό πρωτόκολλο που έγκειται στη συσσώρευση γνώσης μέσω διαδοχικών διαψεύσεων, δηλαδή στη διαρκή βελτίωση του «μοντέλου» που έχουμε στήσει για τον κόσμο.  Το «ατελεύτητο» της βελτίωσης είναι αναπόσπαστο στοιχείο του επιστημονικού πρωτόκολλου. Αν ήταν δυνατό το μοντέλο να φτάσει κάποια στιγμή στο στάδιο της τελειότητας, τότε γιατί να μην πούμε ότι έχουμε κατακτήσει την αλήθεια;

Πρόκειται για μια μεγάλη λέξη, μια λέξη με την οποία έχω πρόβλημα. Είναι γνωστή η μομφή ότι η επιστήμη είναι θρησκεία. Δεν είναι. Μου είναι πιο εύκολο να ανασκευάσω τη μομφή ισχυριζόμενος ότι επιστήμη είναι η αναζήτηση και όχι η κατοχή της αλήθειας. Επίσης δεν μου είναι εύκολο να θυσιάσω το πρωτόκολλο της επιστήμης στο βωμό της γνώσης που το πρωτόκολλο παράγει. Περιέργως, εδώ το εργαλείο έχει μεγαλύτερη σημασία από τα αποτελέσματά του. Οι επιστήμονες, ειδικότερα αυτοί των φυσικών επιστημών, «δέχονται» ο ένας τα συμπεράσματα του άλλου, χωρίς να έχουν το χρόνο ή τη δυνατότητα να τα κατανοήσουν. Οι βιολόγοι δέχονται τη θεωρία των τεκτονικών πλακών που προτείνουν οι γεωλόγοι και οι γεωλόγοι δέχονται τη θεωρία της εξέλιξης των ειδών που προτείνουν οι βιολόγοι. Γιατί; Επειδή γνωρίζουν ότι και οι δύο θεωρίες προέκυψαν μέσα από το κοινό πρωτόκολλο της επιστημονικής αναζήτησης. Μέσω αυτού έχουμε οικοδομήσει ένα συμπαγές δίκτυο τέτοιο ώστε η εγκυρότητα μιας νέας πρότασης σε μια επιμέρους επιστήμη να κρίνεται από τη συμβατότητά της με όλες τις άλλες.

 

Χτυπώντας την ψευδο-επιστήμη στη ρίζα της

Πέρα από τη φύση της γνώσης, το βιβλίο του Στέφανου Τραχανά έχει έναν πολύ συγκεκριμένο και πρακτικό σκοπό: να σηκώσει όσο πιο ψηλά γίνεται την κόκκινη σημαία στον διαβρωτικό ρόλο του σχετικισμού της επιστημονικής γνώσης και της ψευδο-επιστήμης για τους κοινωνικούς θεσμούς (π.χ. την εμμονή της διδασκαλίας του ευφυούς σχεδιασμού[18] –την πιο πρόσφατη μεταμφίεση του βιβλικού δημιουργισμού σε επιστήμη– στο λύκειο, παράλληλα με τη θεωρία της εξέλιξης).  Νομίζω ότι στον «αγώνα» αυτόν η εξελικτική θεώρηση μπορεί να φανεί ιδιαίτερα χρήσιμη. Οι δαρβινικές πλάνες αποτελούν ένα εξελικτικό φορτίο που δεν μπορούμε να αγνοήσουμε. Στην προ Homo sapiens περίοδο, αλλά και κατά τη μακρά παλαιολιθική περίοδο του Homo sapiens, δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις κατά τις οποίες μια γρήγορη και ενίοτε εσφαλμένη απόφαση είχε μεγαλύτερο επιλεκτικό πλεονέκτημα από μια αργή και ορθή απόφαση.  Αυτό είναι ακριβώς το μήνυμα του γνωστού βιβλίου τού, άρτι αποβιώσαντος, νομπελίστα Ντάνιελ Κάνεμαν[19]: ένα μεγάλο μέρος της αντίστασης στον ορθολογισμό πηγάζει από τη ροπή μας προς τη γρήγορη και εύκολη σκέψη έναντι της αργής και δύσκολης. Ο πατέρας της κοινωνιοβιολογίας, Ε. Ο. Wilson, το έθεσε πιο ωμά: ο πολύς κόσμος προτιμά να πιστεύει παρά να σκέπτεται. Η ιστορία έχει εμφυτεύσει σ’ όλους μας το σπόρο της προσφυγής στο απόλυτο. Ο καρπός του είναι αυτό που ονόμασα «απολυτοπάθεια»[20].  Όλοι πάσχουμε από αυτή την ασθένεια σε μικρότερο ή σε μεγαλύτερο βαθμό.  Δεν υπάρχει εδώ καμιά σκωπτική διάθεση, μόνο ένας προβληματισμός.

Επιβάλλεται στο σημείο αυτό να επισημάνω μια κοινή παρανόηση: την ταύτιση της προδιάθεσης με τον προκαθορισμό. Αυτό που θέλει να πει η παραπάνω παράγραφος είναι ότι οι περισσότεροι από μας γεννιόμαστε με μια προδιάθεση προς την εύκολη σκέψη και με μια προτίμηση της βεβαιότητας αντί της αμφισβήτησης.  Αλλά τούτο δεν είναι η μοίρα μας εις τους αιώνας των αιώνων. Είναι γενετικώς ανατρέψιμο σε βάθος χρόνου (άλλωστε τι άλλο είναι εξέλιξη παρά η αλλαγή της γενετικής σύστασης των πληθυσμών;). Και, το σπουδαιότερο, είναι ανατρέψιμο μέσα στα χρονικά όρια της ζωής ενός ατόμου για χαρακτηριστικά που μεταβιβάζονται από γενιά σε γενιά ως κοινωνική πληροφορία. Είναι αυτές οι λεπτές σχέσεις μεταξύ γενετικής και κοινωνικής πληροφορίας που έχει κάθε είδος (και ιδιαίτερα το δικό μας) οι οποίες έδωσαν ώθηση στην ανάπτυξη της κοινωνιοβιολογίας[21], έναν χώρο επαφής μεταξύ εξελικτικής βιολογίας και κοινωνιολογίας.

Ποιοι κίνδυνοι κρύβονται μέσα στην Π1 για τον ορθολογισμό, τον μεγάλο εχθρό της ψευδο-επιστήμης; Απαντώ: ουδείς κίνδυνος, μόνο οφέλη. Η επίγνωση ότι είμαστε επιρρεπείς στο σφάλμα δεν λειτουργεί μόνο ως προστατευτικό σήμα αλλά και ως αυτογνωσία. Υπάρχει ένα βιο-κοινωνικό υπόστρωμα πάνω στο οποίο φυτρώνουν και ανθούν όλων των ειδών οι προκαταλήψεις και οι εσφαλμένες εντυπώσεις για τον κόσμο που μας περιβάλλει. Αυτό το υπόστρωμα όχι μόνο δεν είναι εύφορο για την επιστήμη, είναι αντίξοο μέχρι και εχθρικό. Ομιλώ εξ ιδίας πείρας. Έχω αποτύχει στην προσπάθεια μου να εξηγήσω και να εκλογικεύσω το αίσθημα του σκοπού, αυτό που ονομάζουμε τελεονομία, για τη μεγάλη πλειονότητα των αναγνωστών και συνομιλητών μου. Το ίδιο και με το να τους πείσω ότι ένα όργανο τόσο σύνθετο όπως το μάτι θα μπορούσε να προκύψει, στη διάρκεια μισού δισεκατομμυρίου ετών, μέσα από μια συνεχή ροή γενετικών αλλαγών και επικράτησης των πιο ευνοϊκών απ’ αυτές. Τούτου δοθέντος, θεωρώ ανώφελο να κατηγορήσω αυτούς που ανά τους αιώνες και σε όλα τα γεωγραφικά μήκη και πλάτη άρδευσαν και λίπαναν τις λογικές παραδοξότητες που φυτρώνουν αυτομάτως στο ανθρώπινο βιο-κοινωνικό υπόστρωμα. Μπορώ να πω ότι το βρίσκω και λίγο άδικο, γιατί μέσα σε ένα τέτοιο σκηνικό είναι πολύ δύσκολο να μιλήσει κανείς για καλές και κακές προθέσεις. Οι θρησκείες, οι ιδεολογίες και οι κοσμοθεωρίες άνθησαν και ανθούν πάνω σ’ αυτό το έδαφος, κεντούν το αφήγημά τους πάνω στον ίδιο καμβά. Είναι μόνο η επιστήμη που ακολουθεί τον αντίθετο δρόμο. Και ενώ είναι βέβαιο ότι στις μέρες μας η επιστήμη προχωρεί με ιλιγγιώδη ρυθμό και μολονότι ζούμε αυτόν τον ρυθμό στην καθημερινότητά μας, οι σχέσεις αποδοχής και καχυποψίας του ευρύτερου κοινού απέναντι στην επιστήμη αλλάζουν με πολύ πιο αργούς ρυθμούς – και, κατά περιόδους, με αρνητικό πρόσημο. 

Αυτό, λοιπόν, θεωρώ ότι είναι το κατεξοχήν πρόβλημα στον αγώνα μας κατά του επιστημονικού σκοταδισμού: το πλεονάζον σύνδρομο του φόβου και, στη συνέχεια, της αντίστασης προς το σύνθετο και το ασύνηθες. Πρόκειται για ένα πρόβλημα που οι επιστήμονες στην πλειονότητά τους υποτιμούν (εγώ, στην αφέλειά μου να πείσω «τον άλλον»  ότι ο συνδυασμός τυχαίων αλλαγών του γενετικού υλικού και της διατήρησης στο διάβα του χρόνου εκείνων των αλλαγών που ευνοούν την επιβίωση των φορέων τους μπορεί να δημιουργήσει ένα μάτι, και ο  Στέφανος Τραχανάς ότι μπορεί να τον πείσει ότι το Σύμπαν ήταν πριν 13,8 δισεκατομμύρια χρόνια μια αδιανόητα μικρή υπερ-πυκνή και υπερ-θερμή κουκίδα).  Πολλές φορές, μάλιστα, οδηγούν την κατάσταση προς το χειρότερο καθώς είναι συχνά μολυσμένοι από τον ιό της έπαρσης και της ειρωνείας, στον οποίον είναι ιδιαίτερα ευπρόσβλητοι. Και αυτό οδηγεί στο αίσθημα προσβολής της διανοητικής επάρκειας «του άλλου» και στην αφύπνιση του αντιστασιακού «εγώ». Αποτελεί κοινή εντύπωση ότι αυτό το ψυχολογικό σύνδρομο έπαιξε σημαντικό ρόλο στην άρνηση του εμβολίου κατά του Covid 19. Αυτό δεν σημαίνει ότι το περί ου ο λόγος σύνδρομο ήταν το μόνο ούτε το κυριότερο, δείχνει όμως πόσο πιο εύκολο ήταν και είναι το έργο αυτού που σπέρνει την ψευδοεπιστήμη έναντι αυτού που υποστηρίζει τον ορθολογισμό. 

Μια δεύτερη αιτία για την αρνητική προδιάθεση του ευρύτερου κοινού κατά της επιστήμης (κατά πολλούς πολύ πιο σημαντική από το σύνδρομο στο οποίο αναφέρθηκα) είναι η εντύπωση ότι η επιστήμη είναι πιο «επιρρεπής» στην πρόκληση του κακού παρά του καλού. Το αεροπλάνο που έριξε την ατομική βόμβα πάνω από τη Χιροσίμα επισκίασε όλα τα καλά που προέκυψαν και προκύπτουν από τη χρήση του αεροπλάνου – λίγο υπερβολικό, αλλά κάπως έτσι. Το κατά βάση ορθό επιχείρημα ότι η επιστήμη, μέσω της τεχνολογίας, δημιουργεί μόνο εργαλεία και ότι η χρήση αυτών των εργαλείων επαφίεται στην κρίση του ανθρώπου δεν πείθει, γιατί μια κακή χρήση μετρά περισσότερο από χίλιες καλές. Η κορύφωση αυτού του αισθήματος κατά της επιστήμης βρίσκεται στην αντίληψη ότι η επιστήμη είναι η μόνη δύναμη που μπορεί να επιφέρει τον Αρμαγεδδώνα. Τι να την κάνω την πρόοδο όταν στο τέλος του δρόμου περιμένει η συντέλεια του κόσμου;

Προσθέστε ως τρίτο λόγο τα ηθικά γλιστρήματα κάποιων επιστημόνων, όσο λίγοι και αν είναι έναντι των πολλών και υπευθύνων· τη δυσκολία της διάκρισης του γλιστρήματος του επιστήμονα έναντι του γλιστρήματος της επιστήμης· τη ροπή προς την ασύμμετρη γενίκευση του κακού έναντι του καλού (ένας ασυνείδητος σημαίνει πολλοί ασυνείδητοι, ένας ευσυνείδητος αποτελεί εξαίρεση). Πρόκειται και εδώ για ιδιότητες οι οποίες είχαν στο παρελθόν ένα εξελικτικό πλεονέκτημα και έφθασαν ώς εμάς ως βιο-κοινωνικό φορτίο[22].

Και οι τρεις λόγοι που ανέφερα για την ερμηνεία της διαδεδομένης αντίστασης στον ορθολογισμό –και κατά συνέπεια, στην υιοθέτηση της ψευδο-επιστήμης– αποτελούν κοινή γνώση.  Όπως κοινή γνώση είναι το γεγονός ότι οι προαγωγοί του ανορθολογισμού πατούν ακριβώς πάνω σε αυτούς τους λόγους και τους γιγαντώνουν. Γιατί λοιπόν μπήκα στον κόπο να τους επαναλάβω; Επειδή νομίζω ότι οι σχετικιστές των άκρων δεν πείθουν κανέναν όταν προτρέπουν τον Πάπα να επαναφέρει τον αφορισμό του Γαλιλαίου – ούτε καν τον Πάπα·  επειδή θα ήθελα να τους υποβιβάσω από πρωταγωνιστές σε κομπάρσους στο δράμα της διάδοσης του ανορθολογισμού· αλλά κυρίως επειδή θα ήθελα να στρέψω τον προβολέα στα πρωτογενή αίτια από τα οποία μπορεί να ξεπηδήσει η ριζική θεραπεία. Έχω κατ’ επανάληψη εγείρει το μαστίγιό μου κατά της ψευδο-επιστήμης[23]. Παράλληλα έχω επισημάνει, πάνω από μια φορά, ποια είναι η ριζική λύση: το παιδί πρέπει να μαθαίνει τον λογισμό των πιθανοτήτων από την κούνια του[24]. Ό εστί μεθερμηνευόμενον: να εκτίθεται στην πολλαπλότητα των ενδεχομένων και να μαθαίνει να τα αξιολογεί όσο το δυνατόν πιο νωρίς[25].

 

[1] Λ. Ζούρος, «Η μαγεία της αυταπάτης (και  ο  διορθωτικός συντελεστής -1)», The Βooks’ Journal, 152, 2024.

[2] Λ. Ζούρος, Ας συμφιλιωθούμε με τον Δαρβίνο, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2009, σ. 335-347.

[3] Λ. Ζούρος, ό.π.

[4] Τον όρο μιμίδιο εισήγαγε στην εξελικτική βιολογία ο R. Dawkins (Το Εγωιστικό Γονίδιο, 40ή επετειακή έκδοση, Κάτοπτρο, 2017). Εδώ και σε όλα τα γραπτά μου (π.χ. #2, #8) χρησιμοποιώ τον όρο μιμίο ως αντίστοιχο των εναλλακτικών (και ανταγωνιστικών) μονάδων κοινωνικής πληροφορίας (π.χ. για δυο εναλλακτικές θρησκείες).

[5] Θ. Π. Τάσιος, «Υπεράσπιση της επιστήμης», The Βooks’ Journal, 151: 61-65, 2024.

[6] Χρησιμοποιώ το αρσενικό γένος της ελληνικής γραμματικής όταν αναφέρομαι και στα δυο φύλα για λόγους που εξήγησα αλλού (Λ. Ζούρος, «Τα δεινά με τη γλώσσα μας», The Books’ Journal, Μάρτιος 2021). Παρακαλώ να μην παρεξηγηθώ.  Άλλωστε έχω γράψει πολλά και ουσιώδη για την ισότητα των δύο φύλων. Επίσης υιοθέτησα τη γενική χρήση «την» και «τον» για την αιτιατική του ενικού, για λόγους που δεν είναι του παρόντος.

[7] Λ. Ζούρος, Όταν ο Χότζας συνάντησε τον Αϊνστάιν, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2018, σ. 18-21.

[8] Λ. Ζούρος, Σε αναζήτηση σκοπού σε έναν κόσμο χωρίς σκοπό, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2018, 2η έκδοση, σ. 143-150. Κι ακόμα: Λ. Ζούρος, Πώς να μιλήσετε για την εξέλιξη στα παιδιά σας, στους μαθητές σας και στην παρέα σας, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης (υπό έκδοση), σ. 251-253.

[9] S. Hawking – L. Mlodinow, Το Μεγάλο Σχέδιο, Κάτοπτρο, 2010.

[10] https://plato.stanford.edu/entries/scientific-realism/#:~:text=Scientific%20realism%20is%20a%20positive%20epistemic%20attitude%20toward,aspects%20of%20the%20world%20described%20by%20the%20sciences.

[11] Λ. Ζούρος, Σε αναζήτηση σκοπού σε έναν κόσμο χωρίς σκοπό, ό.π., σ. 15-20.

[12] Λ. Ζούρος, Ας συμφιλιωθούμε με τον Δαρβίνο, ό.π., σ. 351-352.

[13] https://www.science.org/content/article/butterfly-has-extreme-color-vision

[14] Έχω επιμείνει στη θεώρηση του φαινομένου της ζωής ως ένα ταξίδι πληροφορίας στο χρόνο και στη διάκριση τριών ειδών πληροφορίας: της φυλογενετικής (που ισοδυναμεί με τη γενετική), της οντογενετικής και της κοινωνικής (ό.π.,  σημειώσεις 2, 8, 9). Επίσης έχω επισημάνει (ό.π. σημ. 8, σ. 71-76) ότι δεν υπάρχει μορφή ζωής με μηδενική κοινωνική πληροφορία και, κατά συνέπεια, η διάκριση μεταξύ βιολογικής και κοινωνικής εξέλιξης είναι παραπλανητική. η δεύτερη δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς την πρώτη της οποίας αποτελεί συνέχεια. Όμως, η διάκριση έχει καθιερωθεί. Εις αναγνώριση, υιοθέτησα τον όρο «βιο-κοινωνική» εξέλιξη για τις περιπτώσεις όπου η κοινωνική συνιστώσα της ολικής πληροφορίας ενός είδους είναι μεγαλύτερη της φυλογενετικής.

[15] Λ. Ζούρος, Ας συμφιλιωθούμε με τον Δαρβίνο, ό.π.

[16] Χρησιμοποιώ τους όρους αυτούς υπό την απλούστερη έννοια. Αναγωγισμός σημαίνει μαθαίνω κάτι μέσω της αποσύνθεσής του στα εξ ων συνετέθη, ολισμός είναι η αντίθετη πορεία: για να κατανοήσω κάτι πρέπει να το δω ως σύνολο.

[17] Θ. Π. Τάσιος, ό.π.

[18] Για μια «ισοπεδωτική» αναφορά στον ευφυή σχεδιασμό βλέπε: Θανάσης Ντινόπουλος, Ο αδέξιος σχεδιαστής. Σφάλματα της εξέλιξης και δαρβινικές πλάνες, Ίων, 2013.

[19] D. Kahneman, Thinking, Fast and Slow, 2011. Και στα ελληνικά: Σκέψη, αργή και γρήγορη, μετάφραση: Βασιλική Παπαδοπούλου, Κάτοπτρο, 2014.

[20] Λ. Ζούρος, Πώς να μιλήσετε για την εξέλιξη στα παιδιά σας, στους μαθητές σας και στην παρέα σας, ό.π., σ. 34-37

[21] E. O. Wilson, The New Synthesis, 1975 (Κοινωνιοβιολογία, Σύναλμα, 2000), On Human Nature, 1979 (Για την Ανθρώπινη Φύση, Σύναλμα, 1998), Consilience: The Unity of Knowledge, 1998 (ελληνική έκδοση: Σύναλμα, Σύναλμα, 1999) -  Κ. Κριμπάς, Κοινωνιοβιολογία, Κάτοπτρο, 2007  - Λ. Ζούρος, Όταν ο Χότζας συνάντησε τον Αϊνστάιν, 2018.

[22] Ο παλαιολιθικός πρόγονός μας δεν είχε την πολυτέλεια του χρόνου και της κρίσης για να διακρίνει το μήνυμα από τον αγγελιοφόρο, εξ ου και η «γρήγορη» απόφαση της ταύτισης του αγγελιοφόρου με το μήνυμα, κάτι που είναι ακόμα μαζί μας ως εξελικτικό φορτίο.

[23] Λ. Ζούρος, «Ο επιστημονικοφανής νεομυστικισμός και η απάντηση της επιστήμης», The Βooks’ Journal, τχ. 109, Ιούνιος 2020, σελ. 14-19 -  «Ο αντιδαρβινισμός που μας ταλαιπωρεί», Η Καθημερινή 6/11/20 - «Η δαρβινική προσέγγιση της νέας πανδημικής κρίσης», Εφημερίδα των Συντακτών, 12-13/2/2022.

[24] Λ. Ζούρος, Όταν ο Χότζας συνάντησε τον Αϊνστάιν, ό.π., σ. 189-196 - «Η τέχνη της σκέψης στο νηπιαγωγείο», Η Καθημερινή, 28/4/2020.  

[25] Ευχαριστώ τον Γιώργο Ευαγγελόπουλο και τον Σπύρο Μανουσέλη για τα σχόλιά τους πάνω στην πρώτη μορφή του σημειώματος. Και βέβαια τον Στέφανο Τραχανά, που πάτησε πάνω από μια φορά το φρένο όταν κινδύνευα να εκτροχιαστώ.

Λευτέρης Ζούρος

Ομότιμος καθηγητής εξελικτικής βιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης, αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Συμμετέχει στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα Βιοηθικής του Πανεπιστημίου Κρήτης. Βιβλία του: Ας συμφιλιωθούμε με τον Δαρβίνο (2009), Σε αναζήτηση σκοπού σε έναν κόσμο χωρίς σκοπό (2014), Ίωνος Δελαλίδη (αποβιώσαντος) ποιήματα που έγιναν ιστορίες (2014).

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.