Απολογούμαι για την αυθάδεια να μπω στα χωράφια αυτών που μελετούν τους απρόσιτους για μένα κόσμους της ψυχής και του πνεύματος. Τι μπορεί να γνωρίζει ένας βιολόγος για το τι σημαίνει αυταπάτη, από πού πηγάζει, ποιο «σκοπό» υπηρετεί – κοντολογίς για το «πώς» και για το «γιατί» της αυταπάτης; Ένα είδος δικαιολογίας θα ήταν ότι την ίδια αυθάδεια έκαναν πριν από μένα πολλοί άλλοι συντεχνίτες μου, πολύ πιο επιφανείς και, φυσικά, σε πολύ πιο μεγάλο βαθμό. Στη χορεία των επιστημόνων δεν χωρούν μόνο αυτοί που παράγουν νέα γνώση αλλά και αυτοί που έχουν την ικανότητα να την κάνουν κτήμα του ευρύτερου κοινού. Ο Δαρβίνος δεν θα εξέλιπε αν δεν υπήρχε ο T. H. Huxley[1], αλλά ούτε θα ξεσήκωνε τόση αντίδραση και, επομένως, τόση αναγνώριση τόσο γρήγορα χωρίς τον Huxley. Η κοινωνιοβιολογία, από τους αστεϊσμούς του J. B. S. Haldane[2] μέχρι τον φορμαλισμό του W. D. Hamilton[3] και την πειστικότατη εφαρμογή της στις κοινωνίες των εντόμων από τον E. O. Wilson4, δεν θα έφθανε στο ευρύ κοινό τόσο γρήγορα και με τόση δύναμη χωρίς τον R. Dawkins5, τον συγγραφέα του Εγωιστικού Γονιδίου, ίσως του πιο αναγνωσθέντος βιβλίου εξελικτικής βιολογίας μετά την Προέλευση των Ειδών του Δαρβίνου. Μέσα απ’ αυτό ο Ντώκινς έριξε τον προβολέα της θεωρίας της εξέλιξης πάνω στον άνθρωπο, όχι ως σάρκα και οστά αλλά ως συναίσθημα και φαντασία, όμως με τρόπο άμεσο και προκλητικό, ξεσηκώνοντας μια θυελλώδη αντίδραση (ο Ε. O. Wilson το έκανε με πιο μειλίχιο τρόπο και απεδείχθη αποτελεσματικότερος[4]).
Αναφέρθηκα στα παραπάνω γιατί ήθελα να φέρω στο προσκήνιο τη λέξη αυταπάτη. Το πιο προκλητικό βιβλίο του Ντώκινς είναι Η περί Θεού Αυταπάτη[5]. Ο αναγνώστης που θα περίμενε να βρει σε αυτό το σημείωμα μια κριτική εκείνου του βιβλίου θα απογοητευθεί. Άλλωστε και μόνο το γεγονός ότι αυτός ο αναγνώστης θα ήθελε μια κριτική σημαίνει ότι έχει την όρεξη και τα μέσα να αναζητήσει κάποιες από τις πολυάριθμες κριτικές, μεταξύ των οποίων και η «επίσημη» απάντηση του McGrath, συνάδελφου του Ντώκινς στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης[6] . Το αντικείμενο μου εδώ δεν είναι το βιβλίο του Ντώκινς. Από τις δυο λέξεις του τίτλου του, αυτή που με ενδιαφέρει είναι η αυταπάτη. Φυσικά, αν συμφωνήσω με τον Ντώκινς ότι όλα τα περί Θεού αποτελούν μια αυταπάτη, τότε θα πρέπει να δεχθώ ότι αυτή πρέπει να θεωρηθεί ως η μεγίστη αυταπάτη.
Έχοντας φτάσει ώς αυτό το σημείο, θεώρησα ότι δεν θα έπρεπε να κρατήσω το μήνυμα αυτού του άρθρου ώς το τέλος και να το σερβίρω ως το καταστάλαγμα της επιχειρηματολογίας που θα ακολουθήσει. Προτίμησα να το φέρω στην επιφάνεια φοβούμενος ότι τα «ναι μεν, αλλά» και όλες οι βαρύγδουπες λέξεις που χρησιμοποιούμε για να ελισσόμαστε γύρω από τις πεποιθήσεις μας (για να τις προβάλουμε ως εμπειρικά θεμελιωμένες ή, ακόμα χειρότερα, ως αμετάκλητες αλήθειες) θα μπορούσαν να αμβλύνουν το ενδιαφέρον του αναγνώστη για την ουσία του σημειώματος. Άλλωστε το μήνυμα είναι απλό, ίσως και αναμενόμενο: μην αισθάνεστε ένοχοι για τις αυταπάτες σας.
Δαρβινικές πλάνες
Με τι συγγενεύει περισσότερο η αυταπάτη, με την απάτη ή με την πλάνη; Κατά τα κοινώς νοούμενα, η απάτη απαιτεί δύο παίκτες, τον ενεργό και δόλιο θύτη και το παθητικό και αφελές θύμα. Συνεπώς, μπορούμε να θεωρήσουμε την αυταπάτη ως μια ειδική περίπτωση απάτης στην οποία ο θύτης και το θύμα ταυτίζονται σε ένα πρόσωπο: εμπαίζω τον εαυτό μου ή, επί το τραγικότερο, είμαι παγιδευμένος σε ένα δίλημμα. Με αυτήν την έννοια, η αυταπάτη δεν έχει σχέση με την πλάνη, η οποία είναι ταυτόσημη με το γλίστρημα της λογικής (το αγγλικό fallacy). Υπάρχει ένας μακρύς κατάλογος τέτοιων «παγίδων» της λογικής, με κομψά λατινικά ονόματα (γνωστό παράδειγμα: αν κάποιος βρίσκεται στα Μέγαρα δεν βρίσκεται στην Αθήνα· ο Σωκράτης δεν βρίσκεται στα Μέγαρα· άρα ο Σωκράτης βρίσκεται στη Αθήνα). Τόλμησα να χρησιμοποιήσω τη λέξη πλάνη για να αναφερθώ σε μια κατηγορία «εσφαλμένων αντιλήψεων» τις οποίες ονόμασα «δαρβινικές πλάνες»[7]. Για παράδειγμα, το να νομίζουμε ότι υπάρχουν μόνο τόσοι ήχοι όσους «πιάνει» το αυτί μας συνιστά μια δαρβινική πλάνη. Το «δαρβινική» υποδηλοί ότι αυτές οι λανθασμένες αντιλήψεις είναι εξηγήσιμες μέσα από την εξελικτική ιστορία του είδους μας (μέσα από το πώς είμαστε φτιαγμένοι) και αναιρούνται μόνο μέσω της επιστήμης. Ασφαλώς οι δαρβινικές πλάνες δεν είναι, κατά κυριολεξία, πλάνες. Πρόκειται για εσκεμμένη διαστρέβλωση της έννοιας της πλάνης, που τη βρήκα βολική και η οποία φαίνεται να έχει υιοθετηθεί από κάποιους του σιναφιού μου. Ευτυχώς, δεν υπέπεσε στην προσοχή των επαγγελματιών της λογικής ή αυτών που είναι μανιακοί με την ακριβολογία.
Στις δαρβινικές πλάνες δεν εντάσσονται μόνο εντυπώσεις όπως ότι π.χ. ο Ήλιος περιφέρεται γύρω από τη Γη. Εντάσσονται και όλοι οι «ιδιοκεντρισμοί» μας8, βιολογικοί και κοινωνικοί: το εγώ μου (εγωκεντρισμός), το είδος μου (ανθρωποκεντρισμός), το έθνος μου (εθνικισμός), η ράτσα μου (ρατσισμός), και βάλε. Και επειδή αυτοί οι ιδιοκεντρισμοί δεν αρκούν να ξεπεράσουν τα χρονικά όρια της ανθρώπινης φύσης, φθάσαμε στον ψυχοκεντρισμό. Έχουμε ανακαλύψει την μετά θάνατον ζωή και κοπιούμε εν τω παρόντι βίω να σώσουμε την ψυχή μας – εγώ τη δική μου και εσείς τη δική σας. Ακόμα βάζω στις δαρβινικές πλάνες την εντύπωση περί αρχής και τέλους, την τάση μας να δίνουμε υπόσταση (reification, υποστασιοποίηση) σε ιδέες που δεν έχουν υπόσταση (το γνωστό «το σκέφθηκα, άρα υπάρχει» – βλέπε: καθαρότητα φυλής, δείκτης νοημοσύνης, κ.λπ.). Βάζω ακόμα και την ελεύθερη βούληση. Είναι φανερό ότι αυτή η γραμμή σκέψης μάς φέρνει νομοτελειακά στο συμπέρασμα ότι κολυμπάμε μέσα σε μια θάλασσα από δαρβινικές πλάνες, ότι είμαστε εγκλωβισμένοι μέσα στα όρια της ζωικής καταγωγής μας, ότι δεν μπορούμε να γνωρίσουμε τον κόσμο παρά μόνο μέσα από μοντέλα που τα φτιάχνουμε έτσι ώστε να ταιριάζουν με τις ιδιότητες με τις οποίες μας εφοδίασε η βιολογική φύση μας[8].
Όμως παρασύρθηκα πολύ πιο περά από τον σκοπό αυτού του σημειώματος. Επιστρέφω, λοιπόν, στην αυταπάτη. Και προτείνω να τη θεωρήσουμε ως δαρβινική πλάνη. Τούτο δεν μας εμποδίζει από το να διακρίνουμε ότι όντως υπάρχει μια σχέση μεταξύ αυταπάτης και απάτης. Στην αυταπάτη, πέρα από το θύμα (τη μάνα μου που πίστευε ότι ήμουν «ο πιο καλός ο μαθητής» που πέρασε από το σχολειό του χωριού) μπορούμε να διακρίνουμε και τον θύτη: το πανίσχυρο μητρικό αίσθημα, για το οποίο έχουμε μια καλά θεμελιωμένη (δαρβινική) ερμηνεία. Είμαστε όμως τελείως ανίσχυροι απέναντι σ’ αυτόν τον θύτη – είναι εκεί και δεν μπορούμε να τον ψέξουμε για δόλο. Το αν είμαστε ενήμεροι για την παρουσία του ή όχι δεν έχει πολλή σημασία. Η μάνα μου δεν ήξερε τίποτε από εξέλιξη, αλλά εγώ που ξέρω δεν είμαι σε καλύτερη θέση: γνωρίζω τα «γιατί» των αισθημάτων μου για τα δικά μου παιδιά, γνωρίζω ότι ζω μέσα σε μια αυταπάτη, αλλά συμβιβάζομαι με αυτήν. Όχι μόνο συμβιβάζομαι, αλλά την κρατώ γιατί είναι μέρος του εαυτού μου, γιατί τη χρειάζομαι, όπως περίπου και το οξυγόνο που με περιβάλλει.
Οι αυταπάτες καταντούν ανάγκες – είναι το συμπέρασμα. Όμως πολλοί θα διαφωνήσουν με αυτή τη γενίκευση. Θυμάμαι τη μάνα μου να τρέχει στην καφετζού όταν κάποια δυσκολία διαφαινόταν στον ορίζοντα. Αυταπάτη; Αν ναι, θεμιτή ή κατακριτέα; Συναγωνιζόταν, επίσης, με τις γυναίκες του χωριού για το ποια θα άναβε πρώτη τα καντήλια στα ξωκλήσια, στους λόφους γύρω από το χωριό. Τα ίδια ερωτήματα. Μπορούμε να βρούμε ένα κριτήριο για το πότε πρέπει να ενδίδουμε στη θέλξη μιας αυταπάτης και πότε να αντιστεκόμαστε στον πειρασμό μιας άλλης; Υπάρχει ένα ρήμα που πάντα προσπαθώ να αποφύγω και ποτέ δεν το καταφέρνω: εξαρτάται. Αλλά πριν καταφύγω σ’ αυτό το ρήμα, υπάρχει ένα πολύ πιο ουσιώδες θέμα που παρά λίγο να μου διαφύγει. Πρόκειται για τη διάκριση μεταξύ αυταπάτης και πεποίθησης. Από τη στιγμή που έχουμε να κάνουμε με πεποιθήσεις, το «εξαρτάται» εξαφανίζεται. Δεν μπορώ να μιλήσω για θεμιτές και μη θεμιτές πεποιθήσεις και πίστεις, είναι όλες αθέμιτες. Έχοντας κάνει αυτό το ξεκαθάρισμα, μπορώ να επανέλθω στο καταστάλαγμα που βιάστηκα να καταθέσω στις αρχές του σημειώματος, όμως με μια ουσιώδη συμπλήρωση: μην αισθάνεστε ένοχοι για τις αυταπάτες σας, εφ’ όσον τις αναγνωρίζετε ως αυταπάτες.
Ο διορθωτικός συντελεστής –1
Δεν θα επιμείνω στην τεράστια διαφορά μεταξύ του έχω «επίγνωση της αυταπάτης μου για κάτι» και του «πιστεύω σε κάτι», όλοι γνωρίζουμε περί τίνος πρόκειται. Για μένα η διαφορά τους είναι περίπου σαν την διαφορά μεταξύ του συν-άπειρου (+ ∞) και του μείον-άπειρου (–∞). Όταν πρωτοσυνάντησα αυτές τις έννοιες έμεινα αποσβολωμένος. Εν τάξει με το συν-άπειρο, κάτι μπορούσα να φανταστώ. Είχα κάπου διαβάσει μια παρομοίωση: Υπάρχει κάπου ένας συμπαγής γρανιτένιος βράχος μεγάλος όσο ο Όλυμπος· ένα πουλάκι έρχεται μια φορά κάθε χίλια χρόνια και ακονίζει το ράμφος του πάνω στο βράχο· όταν ο βράχος θα έχει λιώσει από την τριβή του ράμφους του πουλιού τότε θα έχει περάσει μια στιγμή της αιωνιότητας. Αλλά το μείον-άπειρο; Πώς είναι δυνατό να υπάρξει μείον-άπειρο; Τόλμησα να θέσω την απορία μου στον καθηγητή της 3ης γυμνασίου. Είναι απλό, μου είπε: πολλαπλασιάζεις το συν-άπειρο επί –1. Μου πήρε πολύ χρόνο για να συνειδητοποιήσω πόσο επιρρεπείς είμαστε στη χρήση του παράγοντα –1.
Θα μπορούσα να σταματήσω εδώ, έχοντας υπερασπισθεί την αυταπάτη μου: έχω επίγνωση του πράγματος, κρατώ στη τσέπη μου τον διορθωτικό συντελεστή –1. Όμως αναφέρθηκα στο Περί Θεού Αυταπάτη του Ντώκινς, προσθέτοντας ότι αν συμφωνήσω μαζί του –ότι όλα τα περί Θεού αποτελούν μια αυταπάτη – τότε δεν μπορεί να υπάρξει μεγαλύτερη αυταπάτη από αυτήν. Έφτασα τώρα στο σημείο που πρέπει να δώσω μια εξήγηση γιατί διατηρώ κάποια απόσταση από τον Ντώκινς. Έχοντας χαράξει μια παχιά γραμμή μεταξύ «επιγνωσμένης αυταπάτης» και «ακράδαντης πεποίθησης», μπορώ να πω ότι το βιβλίο του Ντώκινς μιλά, σχεδόν αποκλειστικά, για το δεύτερο, δεν αναφέρεται σε αυταπάτη αλλά σε πίστη. Από τη στιγμή που κανείς επιλέξει αυτό το σκέλος της διχάλας, ο δρόμος είναι σχετικά βατός, είτε προτιμήσει να συμφωνήσει ή να διαφωνήσει με τον Ντώκινς.
Βρίσκω το άλλο σκέλος της διχάλας πιο ενδιαφέρον, πιο προκλητικό. Αλλά και πιο δύσκολο. Ευτυχώς δεν είναι η πρώτη φορά που με προβληματίζει. Στο βιβλίο μου Όταν ο Χότζας συνάντησε τον Αϊνστάιν[9], αναφέρθηκα, μεταξύ άλλων «τετραγώνων», και στο τετράγωνο (πίστη, +/–) x (θρησκεία, +/–). Διέζευξα, δηλαδή, την πίστη από τη θρησκεία και ισχυρίστηκα ότι οι δυο ετερώνυμες περιπτώσεις (+/– , πιστός και άθρησκος, και –/+, άπιστος και θρησκευόμενος) δεν σπανίζουν στις σύγχρονες κοινωνίες, ίσως μάλιστα να είναι τόσο συχνές όσο και οι ομώνυμες (+/+, πιστός και θρησκευόμενος, –/–, άπιστος και άθρησκος). Έχοντας με αυτόν τον τρόπο μεταπηδήσει από την πίστη στην θρησκεία μέσω της χρήσης του παράγοντα –1, μπορώ τώρα, σ’ αυτό το σημείωμα, να διακρίνω τρεις συνιστώσες σ’ αυτό που εκλαμβάνουμε σήμερα ως θρησκεία (χωρίς να έχουμε αισθήματα ενοχής): την υπερφυσική, την συμπεριφοριστική και την πολιτισμική. Η πρώτη ταυτίζεται με το δογματικό και λατρευτικό μέρος της θρησκείας. Η δεύτερη αναφέρεται σε κώδικες συμπεριφοράς, τους οποίους η θρησκεία περιτυλίγει, δευτερογενώς, με τον πέπλο του δόγματος προκειμένου να επιβάλει την εφαρμογή τους αφού κατά το πλείστον είναι αναγκαίοι για μια λειτουργική κοινωνία. Δύσκολα θα βρούμε μια θρησκεία που να μην έχει καταφύγει στον υπερφυσικό κόσμο προκειμένου να ρυθμίσει τα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο άνθρωπος στον φυσικό κόσμο. Η τρίτη συνιστώσα, η πολιτισμική, περιλαμβάνει όλα εκείνα τα στοιχεία της θρησκείας που βαθμηδόν ενσωματώνονται στην παράδοση και στον πολιτισμό ενός τόπου και τον συνοδεύουν για πολλές γενιές.
Η παράδοση
Η διάκριση των τριών συνιστωσών, μολονότι με πολλές επικαλύψεις, μας επιτρέπει να ερμηνεύσουμε τη ρευστή σχέση μεταξύ θεϊσμού, θρησκευτικότητας και πολιτισμού. Είναι απολύτως φυσικό να περιμένουμε ότι ο βαθμός στον οποίο βιώνονται οι τρεις συνιστώσες διαφέρει από άτομο σε άτομο. Ο αθεϊστής και ο αγνωστικιστής είναι εξ ορισμού μη θρησκευόμενοι. Αλλά τούτο ισχύει μόνο στο βαθμό που οι τρεις συνιστώσες είναι αδιαχώριστες. Αν μετριάσουμε αυτήν την απαίτηση, τότε δημιουργείται χώρος «θρησκευτικότητας» για τον αγνωστικιστή, ακόμα και για τον αθεϊστή. Και οι δυο απορρίπτουν εξ ολοκλήρου το υπερφυσικό κομμάτι της θρησκείας αλλά μπορούν να συμμετέχουν στο συμπεριφοριστικό και, πολύ περισσότερο, στο πολιτισμικό. Με αυτή την έννοια, όλοι είμαστε θρησκευόμενοι γιατί όλοι είμαστε προϊόντα της παράδοσης μέσα στην οποία γεννηθήκαμε – και η παράδοση είναι κάτι μεγαλύτερο από τη θρησκεία.
Τα παραπάνω δεν ισοδυναμούν, βέβαια, με εξαγνισμό της παράδοσης. Κάθε παράδοση είναι φορτωμένη με στοιχεία από τα οποία πρέπει να απαλλαγεί και σ’ αυτά περιλαμβάνονται και μερικά από αυτά που δίνουν το θρησκευτικό χρώμα κάθε τόπου και χρόνου. Αναφέρομαι σε έθιμα και συνήθειες, πολλές φορές με δογματική περιβολή, που με το χρόνο χάνουν τη χρησιμότητά τους και μετατρέπονται σε κοινωνικά βάρη. Όμως ο νους μου πάει συχνά στον πολύ αγαπητό μου Γκαρθία Λόρκα και διερωτώμαι πώς θα αισθανόταν απέναντι στο κίνημα, στην πατρίδα του, για την κατάργηση της ταυρομαχίας. Για μένα είναι εύκολο να συμφωνήσω με το κίνημα, αλλά εγώ δεν μεγάλωσα στην Ανδαλουσία του Μεσοπολέμου. Είναι σχετικά εύκολο να αποφασίσει κανείς για το προς τα πού πρέπει να δείχνει το βέλος της κοινωνικής αλλαγής (εδώ, στην κατάργηση της ταυρομαχίας), αλλά χρειάζεται πολλή προσοχή στην ταχύτητα της αλλαγής. Τα κοινωνικά φαινόμενα ωριμάζουν σαν τους καρπούς των δέντρων και όσα από αυτά έχουν θρησκευτικό άρωμα ωριμάζουν με ιδιαίτερα βραδύ ρυθμό. Δεν υπάρχει τρόπος βίαιης ωρίμανσης. Και όταν κοπούν πρώιμα είναι στυφά. Σ’ αυτό συμφωνεί και η εξέλιξη, σαν φαινόμενο και σαν θεωρία.
Με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, το «εξαρτάται» βρήκε τρόπο να εισχωρήσει στο δοκίμιο και μάλιστα στο τέλος του, με κίνδυνο να αχρηστεύσει το μήνυμα που θέλει να στείλει. Ευτυχώς, υπάρχει ο διορθωτικός συντελεστής -1[10].
[1] Thomas Henry Huxley (1825-1895). Άγγλος βιολόγος, γενάρχης της οικογενείας Huxley με πολλά επιφανή μέλη (όπως ο συγγραφέας και φιλόσοφος Aldous Huxley και ο Andrew Huxley, Νόμπελ ιατρικής). Υπήρξε ένας από τους πιο ένθερμους υποστηρικτές της θεωρίας του Δαρβίνου και έγινε διάσημος από τον παρακάτω διάλογο (η ακριβής φρασεολογία δεν σώζεται, όμως έχει σωθεί η ουσία) σε μια δημόσια συζήτηση για τον δαρβινισμό με «αντίπαλο» τον επίσκοπο Samuel Wilberforce (1805- 1873). Wilberforce: «Μήπως θα μπορούσε ο αξιότιμος κ. Χάξλεϋ να μας πληροφορήσει από πού έλκει την πιθηκική του καταγωγή, από την πλευρά της μάνας του ή του πατέρα του;». Huxley: «Δεν αισθάνομαι την παραμικρή ντροπή για το γεγονός ότι πριν κάποιες χιλιάδες γενιές εγώ και ο χιμπατζής είχαμε έναν κοινό πρόγονο. Όμως θα αισθανόμουν ντροπή αν ένας πρόγονός μου χρησιμοποιούσε ένα λογοπαίγνιο όπως αυτό του ευσεβέστατου κ. Γουίλμπερφορς για να ευτελίσει μια μεγάλη επιστημονική πρόταση».
[2] John Burdon Sanderson Haldane (1892-1964). Ο επιφανέστερος της οικογένειας Haldane, άγγλος φυσιολόγος, γενετιστής και μαθηματικός, ένας από τους πρώτους που έδωσε μαθηματική μορφή στην θεωρία του Δαρβίνου, διάσημος για το πηγαίο και καυστικό χιούμορ του. Η απάντησή του σε ερώτηση δημοσιογράφου αν θα έδινε τη ζωή του για τη ζωή της βασίλισσας, «θα έδινα όλη μου τη ζωή αν η βασίλισσα ήταν μονοζυγωτική αδελφή μου, αλλά μόνο τη μισή ζωή μου αν ήταν απλώς αδελφή μου, και μόνο το 1/8 αν ήταν ξαδέλφη μου», υπήρξε η πρώτη σύνδεση της γενετικής συγγένειας με την εξελικτική ανάδυση του αλτρουισμού. Τις παραμονές του θανάτου του συνέθεσε την ωδή στον καρκίνο του παχέος εντέρου (Cancer’s a Funny Thing).
[3] William Donald Hamilton (1936-2000). Άγγλος φυσιοδίφης, κορυφαίος θεωρητικός εξελικτικός βιολόγος του 20ού αιώνα, θεμελιωτής της θεωρίας της κοινωνιοβιολογίας.
[4] Edward Osborne Wilson (1929-2021). Αμερικανός εντομολόγος, οικολόγος και από τους σημαντικότερους εξελικτικούς βιολόγους, θεωρείται ο πατέρας της κοινωνιοβιολογίας. Τα βιβλία του αποτελούν δείγματα γραφής επιστήμης και εκλαΐκευσης της επιστήμης. Αναφέρω ενδεικτικά: Sociobiology: The New Synthesis, 1975 (Κοινωνιοβιολογία, Σύναλμα, 2000), On Human Nature, 1979 (Για την Ανθρώπινη Φύση, Σύναλμα, 1998), Consilience: The Unity of Knowledge, 1998 (Σύναλμα, Σύναλμα, 1999).
[5] Richard Dawkins (1941 -). Δεινός εκλαϊκευτής της γονιδιο-κεντρικής θεωρίας της εξέλιξης, που απέκτησε «εν μια νυκτί» διεθνή φήμη από το βιβλίο του The Selfish Gene, 1976 (Το Εγωιστικό Γονίδιο, Κάτοπτρο 2008, Τεσσαρακονταετής Επετειακή Έκδοση, Κάτοπτρο, 2017). Διαπρύσιος κήρυκας του αθεϊσμού διέγειρε ιδιαιτέρα καυστικά σχόλια με το βιβλίο του The God Delusion, 2006 (Η περί Θεού Αυταπάτη, Κάτοπτρο, 2007).
[6] Alister McGrath, The Dawkins Delusion? Atheism Fundamentalism and the Denial of the Divine, 2007 (Η αυταπάτη του Dawkins. O Αθεϊστικός Φονταμενταλισμός και η Άρνηση του Θείου, Ψυχογιός, 2008).
[7] Λ. Ζούρος, Ας συμφιλιωθούμε με τον Δαρβίνο, σ. 335-351, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2009.
[8] Για τη σημασία του «μοντέλου» ως εργαλείου ερμηνείας του κόσμουμέσα από τη διαδικασία «υπόθεση - έλεγχος - υπόθεση - έλεγχος…» (κατά βάση, το κατά Popper υποθετικο-αφαιρετικό μοντέλο), βλέπε Stephen Hawking and Leonard Mlodinow, The Grand Design, 2010 (Το Μεγάλο Σχέδιο: Νέες Απαντήσεις στα έσχατα Ερωτήματα της Ζωής, Κάτοπτρο, 2010).
[9] Λ. Ζούρος, Όταν ο Χότζας συνάντησε τον Αϊνστάιν, σ. 88-102. Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2018.
[10] Ζήτησα από τον Θεοδόση Π. Τάσιο να δεχθεί αυτό το δοκίμιο ως ένα είδος πασχαλινού δώρου μαζί με έναν σαρακοστιανό χαιρετισμό: χαίρε δένδρον αγλαόκαρπον εξ ου τρέφονται πολλοί.