Οφείλω στη Μαρία Λαϊνά τη μαγεία αυτής της συνάντησης που, παραδόξως, δεν έχει καν αποδεικτικά στοιχεία, εφόσον, άγνωστο γιατί, το συγκεκριμένο άρθρο της στήλης «Πεντάλ» δεν περιλαμβάνεται στον τόμο Θυμάσαι τι είναι ποίηση; των εκδόσεων Πατάκη, παρότι εντάσσεται χρονικά στην περίοδο κατά την οποία είχαν δημοσιευτεί τα υπόλοιπα άρθρα του τόμου. Η ποίηση (και μάλιστα με ερωτηματικό, καθώς τα κείμενα χαρακτηρίζονται στην έκδοση ως μικρά πεζά) της Παπαγεωργίου εκ πρώτης όψεως φέρει στοιχεία που δύσκολα ανιχνεύονται στην ποίηση της Λαϊνά. Θέλοντας, ως εκ τούτου, να μαντέψω τι είδε η Μαρία στη Νίκη-Ρεβέκκα που την εντυπωσίασε, βάλθηκα να διαβάζω τα ποιήματα της καθεμιάς και να ψάχνω μια κορδέλα που να τα ενώνει. Ε, λοιπόν, δεν τη βρήκα αυτήν την κορδέλα – ή μήπως τη βρήκα;
ΜΑΡΙΑ:
Σώζεται η αρχή απ’ τους μηρούς
σε άτονο γαλάζιο
τμήμα ποδιού ακόσμητο προς τα αριστερά
και τμήμα απολήξεως φορέματος.
Στο δέρμα διακρίνονται γραμμές
κυρίως οξυκόρυφες.
Ο χώρος του λαιμού διακόπτεται
απ’ τον αριστερό βραχίονα
που φέρεται προς τα επάνω
ενώ μονάχα το δεξί στήθος δηλώνεται
με ελαφρά καμπύλωση.
Από το κάτω μέρος του προσώπου
λείπει το μεγαλύτερο κομμάτι.
Κόκκινα τρίγωνα ή τόξα
σ’ όλο το άσπρο του βολβού.
Σώζεται επίσης η κορδέλα των μαλλιών
και η στροφή του σώματος
που ασφαλώς προϋποθέτει
ανάλογες κινήσεις των χεριών.
Λείπει το έδαφος του έρωτα.
(«Τοιχογραφία», Δικό της, εκδ. Κείμενα, 1985)
ΝΙΚΗ-ΡΕΒΕΚΚΑ:
Ζω ολομόναχη μέσα σε ένα τεράστιο σπίτι. Δεν υπάρχει κανείς να μου ξεκουμπώσει, στην πλάτη, τα ψηλά κουμπιά. Όταν δένω σφιχτά, το πρωί, την κορδελίτσα που φορώ
στο λαιμό μου, δεν υπάρχει κανείς να τη χαλαρώσει, το βράδυ. Παλεύω μονάχη μου μπροστά στον καθρέφτη. Τα νύχια μου ανάβουν. Οι κόρες των ματιών μου γίνονται δυό αχινοί. Τότε ο κόμπος, μονάχος του, χαλαρώνει. Γλιστρούν απ’ τα δάχτυλα τα σφιχτά δακτυλίδια. Μαντίλια, σεντόνια, χαλαρώνουν σε σύννεφα μες στα συρτάρια. Φελλοί σφηνωμένοι από χρόνια, μες στα μπουκάλια, πετιούνται με φόρα.
(«Φελλοί», Του λιναριού τα πάθη, εκδ. Άγρα, 1986)