Στην αρχή της ιστορίας (μια φορά κι έναν καιρό) βλέπουμε έναν νέο που προτιμούσε τα σύννεφα από τα φιλιά:
ΣΥΝΝΕΦΑ, Πλατεία Ακακιών 1944
Το σύννεφο πιο μαγικό κι απ’ το φιλί
Μ’ έκανε να αποσπαστώ απ’ το στόμα σου
Έτσι που το ’δα με την κόχη του ματιού·
Ήταν μια στιγμιαία προδοσία
Απ’ τις γνωστές των ποιητών.
Γιατί ποιος απ’ τους υπαρκτούς θνητούς ανθρώπους
Αν όχι κάποιος ποιητής
Μα κι απ’ τους άλλους τους πλασματικούς
Που συναντούμε στα βιβλία, ποιος άφησε ποτέ
Ένα φιλί για ένα σύννεφο;
Ας φανταστούμε λοιπόν ότι αυτός ο νέος κάποια στιγμή ερωτεύεται, αλλά ερωτεύεται κατά λάθος, από παρεξήγηση. Και θα μας εξηγήσει ο ίδιος στο ποίημα αυτή την παρεξήγηση:
ΟΜΟΡΦΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΙΟΛΟΥ
Είπες: Για κοίτα τι ομορφιά, για κοίτα,
Υψώνοντας τα μάτια στην Ακρόπολη.
Κι εγώ νομίζοντας πως εννοούσες τα μαβιά
Σύννεφα πάνω από το Ερέχθειο
Συμφώνησα με βλέμμα υγρό.
Και μόνο δέκα χρόνια αργότερα
Κατάλαβα την παρεξήγηση, που αντανακλούσε
Δυο αντίθετα βιώματα του ωραίου.
Κι όμως χάρη σ’ αυτήν αγαπηθήκαμε
Με τις γνωστές συνέπειες.
Η ιστορία συνεχίζεται σε ένα σπίτι, όπου φαντάζομαι αυτούς τους δύο να μένουν μαζί:
ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΑΣ
Η μουσική της χαραμάδας, λίγες νότες κι η ερημιά
Στη σκάλα με το κρύο – θα κατεβαίναμε
Όταν ακούστηκε πίσω μας ο διάδρομος την τελευταία στιγμή
Με βήματα που σέρνονταν μες στο σκοτάδι.
Ακολουθεί μια χαρούμενη σκηνή μέσα σε αυτό το σπίτι:
ΣΚΑΝΔΑΛΟ
Στη μέση μιας επείγουσας δουλειάς της στην κουζίνα ή κάπου αλλού μα και δημόσια ακόμη
(Σε μια δεξίωση, εορτή, κηδεία) κι ενόσω ο Κόσμος συνεχίζει την πορεία του
Με τις πολεμικές συγκρούσεις, το χτύπημα ενός τηλεφώνου, έναν τυφώνα,
Ένα γενναίο βρισίδι στον δρόμο, ένα θανατικό χολέρας, μια πρώιμη πεταλούδα στο δωμάτιο,
Παρατώντας κι εγώ την όποια μου ασχολία, τη διακόπτω τρυφερά μα τελετουργικά
Και την τραβώ στην αγκαλιά μου πριν καν σκεφτεί να μου εναντιωθεί.
Αντίθετα, έτοιμη θαρρείς, μου παραδίνεται· κι έτσι όπως είμαστε όρθιοι κι οι δυο
Θα ’λεγες πως χορεύουμε στους ήχους μιας ασύλληπτης απ’ όλους μουσικής,
Όπως και πράγματι· κι αυτό παρά την τέλεια ακινησία των σωμάτων
Ομόλογη της τέλειας σιωπής μας, ιδίως της απουσίας εξηγήσεων προς τον Κόσμο – σκέτο σκάνδαλο!
Αλλά εξηγήσεων, γιατί; Μήπως ο Κόσμος έδωσε ποτέ εξηγήσεις σε κανέναν
Ώστε κι εμείς να του χρωστάμε τώρα δα εξηγήσεις γι’ αυτόν τον σιωπηλό εναγκαλισμό;
Η ιστορία τελειώνει κάπως ανατριχιαστικά, είναι λίγο spooky το τέλος, διότι το μεταφρασμένο ποίημα του Ρόμπερτ Φροστ, που ακολουθεί, έχει τίτλο «Ο φόβος του σπιτιού». Κι εδώ θα ήθελα να πω πως όταν ένας ποιητής μεταφράζει ένα ποίημα, πολλές φορές εύχεται να το είχε γράψει ο ίδιος, και δεν κάνει τίποτε άλλο όταν το μεταφράζει από το να το ξαναγράφει: το γράφει δηλαδή από την αρχή, σα να ’ναι δικό του, στη δική του γλώσσα. Με αυτό λοιπόν το ποίημα θα τελειώσει η ιστορία:
Ο ΦΟΒΟΣ ΤΟΥ ΣΠΙΤΙΟΥ
Το μάθημά τους το’χαν μάθει, ήτοι
Πάντα τη νύχτα όταν γυρίζαν σπίτι
Στην ερημιά, κι ήταν το σπίτι δίχως
Φωτιά και φωτισμό, σαν σκέτος τοίχος,
Ξεκλείδωναν την πόρτα δίχως βιάση
Να δώσουν τον καιρό για να το σκάσει
Αν κάποιος ήταν μέσα, όταν σαν νύξη
Θ’ άκουγε το κλειδί που πάει ν’ ανοίξει…
Και προτιμώντας τα έξω τα σκοτάδια
Από τη μέσα σκοτεινιά (την άδεια;)
Μάθαν ν’ αφήνουν διάπλατη τη θύρα
Ώσπου να βρουν να ανάψουν τον λαμπτήρα.