Σύνδεση συνδρομητών

Σάτιρα της σοβιετικής ευγονικής

Παρασκευή, 05 Ιουλίου 2024 11:51
O Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ το 1937.
Wikipedia
O Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ το 1937.

Μιχαήλ Μπουλγκάκωφ, Καρδιά σκύλου. Μια ιστορία τεράτων, μετάφραση από τα ρωσικά: Ελένη Μπακοπούλου, Αντίποδες, Αθήνα 20141, 20244, 168 σελ.

Michail Bulgakov, Η καρδιά ενός σκύλου, πρόλογος - μετάφραση: Παν. Σακέτας, επιμέλεια Λουκάς Αξελός, Στοχαστής, Αθήνα 1983 και 2009, 126 σελ.  

Η Καρδιά σκύλου, η σατιρική νουβέλα του Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ, γράφτηκε στις αρχές του 1925. Επρόκειτο να δημοσιευτεί σ’ ένα λογοτεχνικό περιοδικό στη Σοβιετική Ένωση, όμως η λογοκρισία το απέρριψε  κι έγινε  σαμιζντάτ, κείμενο που διανεμόταν υπόγεια ώς το 1987, τη χρονιά  που κυκλοφόρησε νόμιμα, περισσότερα από εξήντα χρόνια μετά τη συγγραφή του, ενώ προηγουμένως είχε μεταφραστεί στη Δύση. 

Η νουβέλα πολλές φορές γυρίστηκε ταινία για τον κινηματογράφο· στην Ιταλία (1976), στην ΕΣΣΔ (1988), στην Αμερική (2015). Επίσης, ανέβηκε στο θέατρο, διασκευάστηκε μέχρι και για μιούζικαλ, ενώ χρησιμοποιήθηκε ως λιμπρέτο για πολλές όπερες. 

Στη χώρα μας εκδόθηκε από δύο εκδοτικούς οίκους (η πρώτη έκδοση, το 1983, έγινε πριν ακόμα εκδοθεί στη Σοβιετική Ρωσία), ενώ τώρα παίζεται σε μια εξαιρετική θεατρική παράσταση που σκηνοθετεί η Έφη Μπίρμπα μ’ ένα καστ πολύ καλών ηθοποιών, με τον Άρη Σερβετάλη να καταφέρνει να υποδυθεί τον  σκύλο Σάρικ (πρωταγωνιστή του έργου), στο θέατρο Κιβωτός. Η παράσταση ακολουθεί τη μετάφραση της Ελένης Μπακοπούλου, στην έκδοση από τους Αντίποδες, με κάποιες αλλαγές, πρόσεξα π.χ. ότι η λέξη «μπαμπάκα» που χρησιμοποιεί ο σκύλος Σάρικ για να απευθυνθεί στον καθηγητή Φιλίπποβιτς έχει γίνει «πατερούλη», ενώ προστέθηκε δύο φορές η λέξη «χλωροφόρμιο».

 

Η αποτυχία του «Σοβιετικού Ανθρώπου»

Η ιστορία της νουβέλας, του Μπουλγκάκοφ εξελίσσεται στη Μόσχα τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1920[1], όταν υπάρχει έντονο πρόβλημα εξεύρεσης κατοικίας και λιμός[2]. Αφορά τις λύσεις που δίνει μέσω της κοινωνικής μηχανικής η συγκεκριμένη ολοκληρωτική πολιτική σ’ αυτά και σε άλλα κοινωνικά θέματα, με την προσπάθεια δημιουργίας «Νέου Ανθρώπου». 

Ο Μπουλγκάκοφ φαίνεται να λέει ότι καμιά εξωτερική επέμβαση δεν μπορεί ν’ αλλάξει τον άνθρωπο. Μια τέτοια προσπάθεια οδηγεί σε τερατογένεση, σε μια «ιστορία τεράτων», όπως χαρακτηριστικά την αποκαλεί στον υπότιτλο του βιβλίου.

Ένας σκύλος πεθαίνει από την πείνα και την κακοπέραση, μέχρι που ο διάσημος και ισχυρός εντός του  καθεστώτος επιστήμονας της ευγονικής ανανέωσης, ο Φιλίπ Φιλίπποβιτς Πρεομπραζένσκι, μαζί με τον βοηθό του, τον δόκτορα Μπρόμενταλ (πρόσωπα που, ίσως από μία πλευρά, να συμβολίζουν εκείνα του Λένιν και του Στάλιν ή την ίδια την επανάσταση), αναλαμβάνουν να τον ταΐσουν και ακολούθως να κάνουν ένα πείραμα: του μεταμοσχεύουν υπόφυση και όρχεις[3], με σκοπό αφενός να τον αναζωογονήσουν, αφετέρου μέσω αυτού να ελέγξουν κατά πόσον οι κομμουνιστικές ιδέες μέσω της ευγονικής μπορούν να αποκτήσουν βιολογικό υπόβαθρο. 

Το κείμενο μπορεί να διαβαστεί πολλαπλά. Σε πρώτο επίπεδο, ως απλή μαύρη κωμωδία. Κατόπιν όμως, ως μια επιστημονική  φαντασία για τις συνέπειες της ευγονικής ή ακόμη  και ως πολιτική σάτιρα του μπολσεβικισμού – και όλα αυτά μπορούν να αναγνωσθούν μαζί. 

Σατιρίζεται η πρώιμη πολιτική των μπολσεβίκων για τη δημιουργία του «Νέου Ανθρώπου», η προσπάθεια μετάβασης από το σκύλο-λαό στον «νέο Σοβιετικό άνθρωπο», ενώ επισημαίνεται η απόλυτη αποτυχία της πολιτικής αυτής. 

Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί ως αλληγορικό εύρημα τη βιολογική δημιουργία του «Νέου Σοβιετικού Ανθρώπου», από έναν ημιθανή αδέσποτο σκύλο (αγαπημένο εύρημα του συγγραφέα, που το χρησιμοποιεί και στο έργο του Μαιτρ και Μαργαρίτα,  καθώς δίνει βιολογική υπόσταση στον Σατανά, όπως αποκαλούσαν οι Σοβιετικοί τη Δύση). 

Η σάτιρα του Μπουλγκάκοφ στοχεύει σε όλους και σε όλα της νέας κατάστασης, ίσως ακόμη και στον ίδιο τον εαυτό του, και αναδεικνύει τα αδιέξοδα των πολιτικών της Σοβιετικής Επανάστασης.  

Από το πείραμα δημιουργείται ένα τέρας απεχθές στους ίδιους τους δημιουργούς του. Περιγράφονται με λεπτομέρειες η κατάσταση του σκύλου πριν, οι τεχνικές της επέμβασης και η προοδευτική μεταμόρφωσή του σ’ έναν χυδαίο άνθρωπο. Ενώ, μετά την επιτυχία της μεταμόσχευσης αλλά την οικτρή αποτυχία της δημιουργίας «Νέου Ανθρώπου», η εκ νέου μετατροπή  του σε σκύλο εμφανίζεται ως φυσικό γεγονός.  

Σ’ αυτή την ιστορία, ο Μπουλγκάκοφ πετυχαίνει να συνδυάσει τις δύο αντιθέσεις του, αυτή εναντίον της ευγονικής των μεταμοσχεύσεων κάποιων διάσημων σοβιετικών γιατρών της εποχής με εκείνη εναντίον της πολιτικής και πολιτισμικής ευγονικής των μπολσεβίκων για τη δημιουργία ενός Νέου Ανθρώπου που του δόθηκε το όνομα «Σοβιετικός»[4]

Γρήγορα, πάντως, ο όρος Σοβιετικός Άνθρωπος απέκτησε αρνητική φόρτιση στη Ρωσία και σήμαινε το αντίθετο από αυτό που επιδιωκόταν, ενώ το καθεστώς επέστρεψε αναγκαστικά στην αντίληψη του σκύλου-λαού και κατέφυγε στη Νέα Οικονομική Πολιτική, ώστε ο σκύλος να έχει κάτι περισσότερο να φάει. 

 

Τρία αποσπάσματα

Ενδεικτικά, από το βιβλίο αναδημοσιεύονται, στη μετάφραση της Ελένης Μπακοπούλου, τρία σημεία. Η περιγραφή της αρχικής κατάστασης του «σκύλου», η περιγραφή του αποτελέσματος του πειράματος και η περιγραφή της κατάληξης μετά την κοινωνική αποτυχία. 

Η αρχική κατάσταση του σκύλου

Α-α-α-α-γαβ-γαβ-γαάβ-αα! Κοιτάξτε με, κοιτάξτε με, σβήνω! Σ’ αυτήν εδώ την πόλη, κάτω από το υπόστεγο, η χιονοθύελλα ψέλνει το αναψιμάρι μου κι εγώ θρηνώ μαζί της. Είμαι χαμένος, χαμένος. Ένας μάγειρας με λερό σκούφο, ο μάγειρας της Πρότυπης Καντίνας Σίτισης, των υπαλλήλων του Κεντρικού Συμβουλίου Λαϊκής Οικονομίας, με κατάβρεξε με ζεματιστό νερό και τσουρούφλισε την αριστερή πλευρά μου. Τι κτήνος και είναι προλετάριος σου λέει. Ω, θεέ μου, πόσο πονάω! Μέχρι το κόκαλο μ’ έσκαψε το κοχλαστό νεροζούμι. Και τώρα ουρλιάζω, ουρλιάζω, ουρλιάζω, αλλά σάμπως το ουρλιαχτό βοηθάει;

Τι τον πείραξα; Τι; Θα του φάω μήπως το Συμβούλιο της Λαϊκής Οικονομίας αν σκαλίσω λίγο στον σκουπιδοτενεκέ; Τι άπληστος παλιάνθρωπος! Προσέξτε καμιά φορά τη φάτσα του. Κακοποιός με σιδηρούν προσωπείο. Αχ, άνθρωποι, άνθρωποι!

Ήταν μεσημέρι όταν ο βλάκας  με περιέλουσε με το ζεματιστό νερό. Και τώρα έχει σουρουπώσει πια, τέσσερις η ώρα περίπου, απογευματάκι, κρίνοντας από την κρεμμυδίλα που ’ρχεται από τον πυροσβεστικό σταθμό της Πρετσίστενκα. Όπως γνωρίζετε οι πυροσβέστες δειπνούν με πλιγούρι. Ό,τι πιο παρακατιανό, κάτι σαν τα μανιτάρια. Οι γνωστοί μου σκύλοι στην Πρετσίστενκα έλεγαν πάντως ότι στη λεωφόρο Νεγκλίνι στο ρεστοράν  «Μπαρ» τρώνε ως πιάτο ημέρας μανιτάρια με πικάντικη σάλτσα, τρία ρούβλια και εβδομήντα πέντε καπίκια η μερίδα. Για τους λάτρεις βεβαίως, αλλιώς είναι σαν να γλείφεις γαλότσα. Α-α-ου-α-α-ου…  

 

Το αποτέλεσμα του πειράματος σύμφωνα με το ημερολόγιο του δόκτορος Μπρόμενταλ

8, Ιανουαρίου. Αργά το βράδυ καταλήξαμε σε διάγνωση. Ο Φ. Φ., σαν αληθινός επιστήμονας, παραδέχτηκε το λάθος του – η αλλαγή της υπόφυσης δεν αναζωογονεί τον οργανισμό αλλά προκαλεί τον απόλυτο εξανθρωπισμό (υπογραμμισμένο τρεις φορές). Αυτό δεν μειώνει καθόλου τη σημασία της  εκπληκτικής, συγκλονιστικής ανακάλυψης.

Σήμερα εκείνος περπάτησε για πρώτη φορά στο διαμέρισμα. Γελούσε στο διάδρομο κοιτώντας τον ηλεκτρικό λαμπτήρα. Στη συνέχεια, συνοδευόμενος από τον Φιλίπ Φιλίπποβιτς κι εμένα, μπήκε στο γραφείο. Στέκεται σταθερά στα πίσω (διαγραμμένο)… στα πόδια  του και δίνει την εντύπωση κοντού και κακοφτιαγμένου άντρα.

Γελούσε στο γραφείο. Το χαμόγελό του είναι κάπως δυσάρεστο και προσποιητό. Μετά έξυσε το σβέρκο του, κοίταξε ολόγυρα, και εγώ κατέγραψα μια καινούργια, καθαρά αρθρωμένη λέξη: «μπουρζουάδες». Έβριζε. Το βρίσιμό του ήταν μεθοδικό, αδιάκοπο, και ως φαίνεται απολύτως απερίσκεπτο. Είναι σαν φωνογράφος: λες και το πλάσμα αυτό είχε ακούσει κάπου νωρίτερα τις βρισιές, και αυτόματα, υποσυνείδητα τις είχε καταγράψει στο μυαλό του και τώρα τις ξερνάει κατά ριπάς. Αλλά εδώ που τα λέμε δεν είμαι ψυχίατρος που να με πάρει ο διάβολος!

Για κάποιο λόγο οι βρισιές προκαλούν στον Φιλίπ Φιλίπποβιτς βαρυθυμία. Είναι στιγμές που βγαίνει έξω από τη συγκρατημένη και ψυχρή παρατήρηση των  φαινομένων και μοιάζει να χάνει την υπομονή του. Έτσι, σε μια στιγμή που ο άλλος έβριζε, του φώναξε απότομα και νευρικά:

«Πάψε».      

Δεν έφερε κανένα αποτέλεσμα. 

Μετά τη βόλτα στο γραφείο, με κοινές προσπάθειες ο Σάρικ οδηγήθηκε στο ιατρείο.

Ύστερα είχαμε σύσκεψη με τον Φιλίπ Φιλίπποβιτς. Οφείλω να ομολογήσω ότι για πρώτη φορά είδα αυτόν τον γεμάτο αυτοπεποίθηση και εντυπωσιακά έξυπνο άνθρωπο μπερδεμένο. Σιγοτραγουδώντας, κατά τη συνήθειά του, ρώτησε: «Τί θα κάνουμε λοιπόν τώρα;» Και απάντησε μόνος του επί λέξει ως εξής: «Μοσκβέγια, μάλιστα… Στη Σεβίλλη, στη Γρανάδα[5]. Μοσκβέγια  αγαπητέ δόκτωρ…» Δεν κατάλαβα τίποτα. Μου εξήγησε: «Σας παρακαλώ Ιβάν Αρνόλντοβιτς να του αγοράσετε εσώρουχα, παντελόνι και σακάκι».   

 

Το τελικό αποτέλεσμα

Οι γκρίζες αρμόνικες των καλοριφέρ ζέσταιναν. Οι κουρτίνες έκρυβαν την πυκνή νύχτα της Πρετσίστενκα με το μοναχικό της άστρο. Το ανώτατο ον, ο μέγας ευεργέτης των σκύλων, καθόταν στην πολυθρόνα, ενώ ο σκύλος Σάρικ χαλάρωνε ξαπλωμένος στο χαλί κοντά στον δερμάτινο καναπέ. Από τις μαρτιάτικες ομίχλες τα πρωινά ο σκύλος υπέφερε από πονοκεφάλους που τον έσφιγγαν σαν μέγγενη πάνω στον δακτύλιο της ουλής του κεφαλιού. Το βράδυ όμως, χάρη στη ζεστασιά του περνούσαν. Τώρα ένιωθε όλο και καλύτερα, και οι σκέψεις στο σκυλίσιο κεφάλι κυλούσαν ομαλές και ζεστές.

«Ήμουνα τόσο τυχερός, τόσο τυχερός», σκεφτόταν μισοκοιμισμένος, «απλώς απερίγραπτα τυχερός. Εδραιώθηκα πια σ’ αυτό το διαμέρισμα. Είμαι τελειωτικά πεπεισμένος ότι η καταγωγή μου δεν είναι και τόσο καθαρή. Το πράγμα δεν εξηγείται χωρίς πρόγονο δύτη. Η γιαγιά μου θεός σχωρέσ’ την ήταν ακόλαστη γυναίκα. Εδραιώθηκα. Βεβαίως, χρησιμοποίησαν για κάποιο λόγο το κεφάλι μου, αλλά θα γιάνει. Δεν χρειάζεται να ασχολούμαστε μ’ αυτό».

Κάπου μακριά, ντιντίνιζαν πνιχτά κάτι φιάλες.

Ο δαγκωμένος ταχτοποιούσε τα ντουλάπια στο ιατρείο.

Κι ο ασπρομάλλης θαυματοποιός  καθόταν και σιγοτραγουδούσε:

«Στις ιερές όχθες του Νείλου…»[6]

Ο σκύλος έβλεπε τρομακτικά πράγματα. Ο διακεκριμένος ανήρ έχωνε τα χέρια με τα λαστιχένια γάντια σ’ ένα δοχείο κι έβγαζε εγκεφάλους. Ο πείσμων άνθρωπος όλο και κάτι έψαχνε επίμονα μέσα τους, έκοβε, περιεργαζόταν, συνοφρυωνόταν και τραγουδούσε: 

«Στις ιερές  όχθες του Νείλου…» 

  

[1] Αρχές του 1924 πέθανε ο Λένιν.

[2] Το 1925 ήταν η αποκορύφωση της εφαρμογής της Νέας Οικονομικής Πολιτικής για να αντιμετωπιστεί ο λιμός στη χώρα.

[3] Στο ξεκίνημα της δεκαετίας του 1920, σοβιετικοί γιατροί και ιατρικοί ερευνητές προώθησαν την ευγονική, με την πεποίθηση ότι η επιλεκτική αναπαραγωγή που αυξάνει τα θετικά γενετικά χαρακτηριστικά και μειώνει τα αρνητικά χαρακτηριστικά στους ανθρώπους θα βελτίωνε την ποιότητα των μεταγενέστερων γενεών. Υποστήριζαν ότι οι κομμουνιστικές αξίες και τα ιδανικά ήταν κληρονομικά χαρακτηριστικά που θα μπορούσαν να περάσουν στις μελλοντικές γενιές και ενθάρρυναν όσους είχαν χαρακτηριστικά που θεωρούνταν επιθυμητά ν’ αναπαραχθούν για να βελτιώσουν τον σοβιετικό λαό: https://embryo.asu.edu/pages/heart-dog-1925-mikhail-bulgakov. Ακόμη, έφτασαν να πιστεύουν ότι οι αλλαγές θα μπορούσαν να επιτευχθούν με μεταμοσχεύσεις αδένων που σχετίζονται με τη συμπεριφορά.  

[4] Στα άρθρα και στις διαλέξεις του, ο κοινωνιολόγος Γιούρι Λεβάντα και τα μέλη της ομάδας τού Κέντρου Λεβάντα απέδωσαν στα τυπικά αρνητικά χαρακτηριστικά του Σοβιετικού Ανθρώπου, ο οποίος προέκυψε από τα εβδομήντα χρόνια του κομμουνισμού και όχι από την ευγονική, τα ακόλουθα: αδιαφορία για την ποιότητα της εργασίας του· κλοπή από χώρους εργασίας· έλλειψη πρωτοβουλίας και αποφυγή οποιασδήποτε προσωπικής ευθύνης· υποτιμημένες φιλοδοξίες· αδιαμαρτύρητη αποδοχή  οποιωνδήποτε ενεργειών των αρχών, προσαρμοστικότητα· προθυμία εκτέλεσης οποιωνδήποτε, ακόμη και ανήθικων, εντολών· τάση για ποτό· υποψία· πονηριά.

[5] Στίχοι από το λιμπρέτο της Αΐντας του Βέρντι, τους οποίους τραγουδάει συνεχώς ο καθηγητής Φιλίπ Φιλίπποβιτς. 

[6] Επίσης στίχοι από την Αΐντα, ό.π.

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.