Σύνδεση συνδρομητών

«Πολύ αργά για χορούς· τραγούδα»

Παρασκευή, 05 Ιουλίου 2024 11:21
Η Μάργκαρετ Άτγουντ το 2022.
Collision Conf
Η Μάργκαρετ Άτγουντ το 2022.

Margaret Atwood, Φλέγοντα ερωτήματα, μετάφραση από τα αγγλικά: Βάσια Τζανακάρη, Ψυχογιός, Αθήνα 2024, 544 σελ.

Margaret Atwood, Ο θόρυβος της αγάπης, μετάφραση από τα αγγλικά: Μυρσίνη Γκανά, Ψυχογιός, Αθήνα 2024, 157 σελ.

Η Μάργκαρετ Άτγουντ, αυτή η «τρομακτική γιαγιούλα μάγισσα» όπως την έχουν πει εχθροί κυρίως της χειραφετημένης παρουσίας της, είναι μια μηχανή της συγγραφής. Εκτός από την καθαυτό πεζογραφική της δουλειά, παρεμβαίνει συνεχώς σε εφημερίδες και περιοδικά ενώ γράφει και ποιήματα, με τα οποία ξεκίνησε. Η τρίτη της συλλογή δοκιμίων και η πρόσφατη ποιητική της συλλογή, που κυκλοφόρησαν και στα ελληνικά, μας γνωρίζουν μια σχετικώς άγνωστη όψη μιας δαιμόνιας, παρεμβατικής γυναίκας. [ΤΒJ]

Στα τέλη του 2016, όταν ξεκίνησαν τα γυρίσματα της τηλεοπτικής μεταφοράς του The Handmaids Tale (Η ιστορία της θεραπαινίδας),[i] του δημοφιλέστερου μυθιστορήματος της δις βραβευμένης με Booker καναδής συγγραφέως Μάργκαρετ Άτγουντ, σχεδόν κανένας από τους δημιουργούς της δεν πίστευε πως ο Ντόναλντ Τραμπ θα κέρδιζε τις εκλογές και θα γινόταν ο 45ος πρόεδρος των ΗΠΑ. Λίγο μετά την απρόσμενη (;) επικράτησή του, η ανησυχία για το τι μέλλει γενέσθαι κορυφώθηκε και, ώς την άνοιξη του 2017, που η σειρά προβλήθηκε από το Hulu, αρκετές πληθυσμιακές ομάδες είχαν αρχίσει να φοβούνται, δικαιολογημένα ή μη, ότι ο δυστοπικός κόσμος που έπλασε η φαντασία της Άτγουντ το μακρινό 1985 έχει ήδη αρχίσει να ανατέλει. Παρότι πρόκειται για ένα βαθιά φεμινιστικό μυθιστόρημα επιστημονικής μυθιστορίας (όπως διευκρινίζει εμφατικά πολύ συχνά η ίδια η συγγραφέας, διακρίνοντάς το από το είδος της επιστημονικής φαντασίας), για ένα έργο που η Άτγουντ έγραψε αντλώντας υλικό από όσα είχαν ήδη υποστεί οι εκπρόσωποι του φύλου της σε κάποιο μέρος του πλανήτη, κάποια ιστορική περίοδο, με σκοπό να σατιρίσει διάφορους κοινωνικούς, οικονομικούς και θρησκευτικούς θεσμούς της δεκαετίας του 1980, δεν ήταν λίγοι οι δημοσιογράφοι, δημοσιολόγοι, κοινωνιολόγοι ή επιστήμονες του πολιτισμού που –ενίοτε κινδυνολογώντας– προέβησαν σε εκτενείς παραλληλισμούς  της κατάστασης που περιγράφεται στο βιβλίο με την κατάσταση που επικρατούσε εκείνο το διάστημα στις ΗΠΑ, όταν και άνοιξε η συζήτηση για τον περιορισμό του δικαιώματος στην άμβλωση με συλλογιστική που θύμιζε επιστροφή στις πουριτανικές αξίες της Νέας Αγγλίας του 17ου αιώνα.

Αρκετά γνωστή στη χώρα μας, συγγραφέας περισσότερων από 70 έργα[ii], η Άτγουντ, ως ένθερμη Δημοκρατική, με συνεντεύξεις, ομιλίες, παρεμβάσεις και σχολιασμούς στα ΜΜΕ ή μέσω του λογαριασμού της στο twitter, έκρουσε όχι μία και δύο, αλλά πολλές φορές των κώδωνα του κινδύνου που διατρέχουν οι δημοκρατίες από μια τέτοια πολιτική νοοτροπία. Λίγες ημέρες πριν από την εκλογή του Τραμπ, στην ομιλία της με τίτλο «Κρεμόμαστε από μια κλωστή», στο Τορόντο, για τα δικαιώματα των γυναικών, ανέφερε χαρακτηριστικά:

Έχουμε 19 Οκτωβρίου 2016, οι εκλογές των ΗΠΑ απέχουν μόλις είκοσι μέρες και κατά τη διάρκεια του προεκλογικού αγώνα γίναμε μάρτυρες μιας έκρηξης μισογυνισμού που έχουμε να δούμε από τις δίκες των μαγισσών του δέκατου έβδομου αιώνα, η οποία συνοδεύτηκε από μια πολύ σοβαρή διαδικτυακή προσπάθεια με απώτερο στόχο την κατάργηση της 19ης τροπολογίας – της τροπολογίας στο σύνταγμα των Ηνωμένων Πολιτειών που κατοχύρωσε για τις γυναίκες στις ΗΠΑ το δικαίωμα ψήφου. Ας μας τσιμπήσει κάποιος να ξυπνήσουμε. (σ. 379)

Το κείμενο αυτό, μαζί με άλλα εξήντα ένα (συμπεριλαμβανομένης της «Εισαγωγής» που είναι ιδιαίτερα κατατοπιστική ως προς το σκεπτικό οργάνωσης του βιβλίου και σχολιάζει αναδρομικά την πορεία συγγραφής των κειμένων), περιλαμβάνεται στη συλλογή δοκιμίων και άλλων κειμένων της Άτγουντ με τίτλο Φλέγοντα ερωτήματα. Πρόκειται για την τρίτη συλλογή δοκιμίων και κειμένων της και για την πρώτη που κυκλοφορεί στα ελληνικά σε προσεγμένη μετάφραση της Βάσιας Τζακανάρη.[iii]

Οι τρεις ογκώδεις τόμοι δοκιμίων που έχει δημοσιεύσει μέχρι σήμερα η Άτγουντ καλύπτουν ο καθένας μια μεγάλη, περίπου εικοσαετή, περίοδο των συμβολών της στη λογοτεχνική κριτική και των παρεμβάσεών της σε κοινωνικοπολιτικά ζητήματα. Η πρώτη συλλογή, με τίτλο Second Words, καλύπτει το διάστημα από τις αρχές του 1960 ώς το 1983 και περιλαμβάνει κατά κύριο λόγο λογοτεχνικές κριτικές της καναδής συγγραφέως σε έργα άλλων λογοτεχνών. Η δεύτερη, με τίτλο Writing with Intent ή Moving Targets (όπως κυκλοφόρησε στον Καναδά), περιλαμβάνει κείμενα που δημοσίευσε το διάστημα 1983-2005 και, τέλος, τα Φλέγοντα ερωτήματα, περιέχουν κείμενα που γράφτηκαν από το 2004 ώς το 2021. Η θέση των δοκιμίων και των άλλων κειμένων που η Άτγουντ επέλεξε να συμπεριλάβει σε αυτούς τους τρεις τόμους είναι συμπληρωματική προς το λογοτεχνικό της έργο, δίχως αυτό να συνεπάγεται πως ο αναγνώστης που δεν είναι εξοικειωμένος με αυτό δεν μπορεί να τα απολαύσει εξίσου.

 

«Τρομακτική γιαγιούλα μάγισσα»

Ήδη στην πρώτη συλλογή δοκιμίων και κειμένων της, η Άτγουντ επισημαίνει πως είναι πρωτίστως ποιήτρια και μυθιστοριογράφος και δευτερευόντως κριτικός· έτσι αυτοπροσδιορίζεται και σήμερα, παρότι αναγνωρίζει πως την αντιμετωπίζουν πια ως μια αξιοσέβαστη ηλικιωμένη που χαίρει αναγνώρισης και εκτίμησης γενικά, που είναι σύμβολο για ορισμένους ή μια «τρομακτική γιαγιούλα μάγισσα» για κάποιους άλλους. Πράγματι, έχει μετατραπεί πλέον σε μια επιδραστική περσόνα, ειδικά σε ζητήματα που άπτονται του φεμινισμού, των ανθρώπινων δικαιωμάτων και του περιβάλλοντος. Είτε ως κειμενογράφος, είτε ως προσκεκλημένη σε συνέδρια, είτε στον Τύπο, παρεμβαίνει με λόγο, ως γυναίκα διανοούμενη, στα παραπάνω ζητήματα όταν θεωρεί πως είναι ύψιστης προτεραιότητας και πιστεύει πως «έχει κάτι να πει» συμπληρωματικά προς το μυθιστορηματικό της έργο.

Η επιλογή των κειμένων που κατέληξαν σε αυτόν τον τόμο δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Στο διάστημα των 20 ετών που μεσολάβησε από την προηγούμενη συλλογή έγραφε κατά μέσον όρο 40 κείμενα, που σημαίνει πως τα 65 που επελέγησαν προέκυψαν από ένα σύνολο περισσότερων από 700 κείμενα. Το ίδιο διάστημα δημοσίευσε έξι μυθιστορήματα, δύο συλλογές διηγημάτων και δύο ποιητικές συλλογές. Τα κείμενα του πυκνογραμμένου, άνω των 500 σελίδων, βιβλίου με τον εύστοχο αν και όχι πρωτότυπο τίτλο είναι ταξινομημένα σε πέντε ενότητες, όχι θεματικές αλλά με χρονολογική σειρά (επιλογή που δημιουργεί μια αίσθηση ανακολουθίας και επανάληψης), και καλύπτουν μια περίοδο που περιλαμβάνει σημαντικές αλλαγές και προκλήσεις σε προσωπικό και σε διεθνές επίπεδο: τα επακόλουθα της 11ης Σεπτεμβρίου, την οικονομική κρίση, την προεδρική θητεία του Μπαράκ Ομπάμα, την κλιματική αλλαγή, την ολοκλήρωση της τριλογίας της για την κλιματική αλλαγή, τη διάγνωση του συντρόφου της Γκρέιαμ Γκίμπσον με άνοια, την τηλεοπτική μεταφορά της Ιστορίας της θεραπαινίδας και τη συγγραφή των Διαθηκών, την προεδρική θητεία του Τραμπ, το κίνημα #Metoo, το θάνατο του Γκίμπσον και τα ογδοηκοστά γενέθλιά της και, βέβαια, την πανδημία. Από τα 62 κείμενα του βιβλίου (δοκίμια, ομιλίες, κριτικές, αφιερώματα, νεκρολογίες), τα 34 αναφέρονται στην τέχνη (κυρίως στη λογοτεχνία και ένα στη μουσική), τα 6 σχολιάζουν-αναλύουν δικά της έργα, τα 18 αποτελούν κριτική ή εισαγωγή σε έργα άλλων λογοτεχνών (μεταξύ άλλων: Η Άννα των αγρών της Λούσι Μοντγκόμερι, όπου πρωτοτυπεί εστιάζοντας στον χαρακτήρα της Μαρίλα, της θετής μητέρα της μικρής ηρωίδας, και Ο εικονογραφημένος άνθρωπος του Ρέι Μπράντμπερι)[iv] και άλλα 10 αποτελούν μια γενική παρουσίαση, αν όχι σκιαγράφηση, των πορτρέτων ορισμένων σημαντικών συγγραφέων (Σαίξπηρ, Κάφκα, Γκαμπριέλ Ρουά κ.ά.) με την ενθουσιώδη ματιά της Άτγουντ. Τα υπόλοιπα ασχολούνται, είτε αποκλειστικά είτε συνδυαστικά, με τη βιολογία, το περιβάλλον και το γυναικείο ζήτημα. Σε πολλά κείμενα, αναστοχαστικά και σπανίως νοσταλγικά, εκθέτει σκέψεις για την πορεία της, στη συγγραφή και στη ζωή. Δύο κείμενα αφορούν τη σχέση της τέχνης με την πολιτική, καθώς, όπως παραδέχτηκε ήδη το 1982,[v] παρότι ξεκίνησε ως απολιτική συγγραφέας, στην πορεία κατέληξε, όπως οι άλλοι λογοτέχνες, χωρίς να θεωρεί τον εαυτό της πολιτικό παράγοντα, να περιγράφει τον κόσμο γύρω της: φράση που μαρτυρά πολλά για τον τρόπο που θεωρεί πως η λογοτεχνία δεν μπορεί παρά να είναι πολιτική. Ωστόσο, δεν παρασύρεται σε κάποιο «πρέπει» ούτε δεσμεύεται αναλαμβάνοντας κάποιο «χρέος»: αυτή η στάση «διαρρηγνύει το δεσμό ανάμεσα σ’ εμένα, τη συγγραφέα, και εσένα, Μυστηριώδη Αναγνώστη», τη μεταξύ τους σχέση εμπιστοσύνης. Το γράψιμο καθαυτό, για την Άτγουντ, είναι ήδη μια σοβαρή επιδίωξη για να επιφορτίζουμε το συγγραφέα με την επιτέλεση άλλων ρόλων:

Αν εγώ επιτρέψω σε αυτή τη φωνή [που εμπιστεύεσαι] να γίνει η πειθήνια μαριονέτα μιας ομάδας που έχει συγκεκριμένη ατζέντα, έστω και αξιόλογη, εσύ πώς μπορείς να την πιστέψεις; (σελ. 176)

Τα Φλέγοντα ερωτήματα είναι ένα βιβλίο που χρειάζεται το χρόνο του. Μπορεί να παραμείνει υπομονετικά σε μια γωνιά ανάγνωσης στο σπίτι μας ώστε να ανατρέχουμε σε αυτό κάθε που έχουμε την ανάγκη να διαβάσουμε κάτι έξυπνο και σύντομο: η έκταση των κειμένων ποικίλλει, από ένα σημείωμα μιας σελίδας σε μια μελέτη 25 σελίδων για την Γκαμπριέλ Ρουά. Δεν είναι όλα τα κείμενα ισάξια ή εξίσου θελκτικά για το γούστο του κάθε αναγνώστη: αυτός που προτιμά τα κείμενα για την τέχνη της συγγραφής μπορεί να προσπεράσει εκείνα για τα ζόμπι και το αντίθετο – ή και να τα διαβάσει, γιατί το καθένα από αυτά αντανακλά τη σπιρτάδα του πνεύματος της Άτγουντ και την ικανότητά της να προκαλεί το συνωμοτικό μειδίαμα ακόμη και του πιο στριφνού αναγνώστη. Απολαμβάνουμε μια Άτγουντ που σχολιάζει χωρίς ενδοιασμούς τους πολιτιστικούς πολέμους και την κλιματική κρίση, τη μόδα και τον φεμινισμό, τον Σαίξπηρ και τη ζωή σε καραντίνα. Τα πιο ανησυχητικά από τα ερωτήματα στα οποία επανέρχεται ξανά και ξανά είναι δύο: γιατί έχουμε την εντύπωση πως φθάνουμε στο τέλος του κόσμου και γιατί η ανθρωπότητα δεν κάνει κάτι για να σταματήσει αυτή την πορεία προς την καταστροφή.

Όπως και στις προηγούμενες συλλογές δοκιμίων της, η Άτγουντ αξιολογεί πολλά βιβλία, αναφέρεται στο πώς επηρέασαν τη δική της πορεία και δεν διστάζει να παραδεχτεί ότι «της την έδωσαν» (σελ. 301) οι αρνητικές κριτικές για την Ιστορία της θεραπαινίδας στους Times και τον New Yorker.[vi] Πέρα από τις απόψεις της για την τέχνη, τις σύγχρονες φεμινίστριες και το κίνημα του #Metoo, η Άτγουντ λειτουργεί πολλάκις ενδοσκοπικά  και, με μεγάλη ειλικρίνεια και παρότι δεν έχει σκοπό να αυτοβιογραφηθεί, μας χαρίζει βινιέτες της δικής της ζωής με μνήμες και συναρπαστικές λεπτομέρειες από την παιδική της ζωή (οι βόλτες στα δάση του Καναδά με τον πατέρα της, οι καταστροφικές στυλιστικές επιλογές της, η ενασχόληση με τις κάρτες Ταρώ) μέχρι το θάνατο του συντρόφου της το 2019: υπ’ αυτή την έννοια, το σπουδαιότερο πορτρέτο που σκιαγραφεί στο βιβλίο αυτό δεν είναι εκείνα των αγαπημένων της Άλις Μονρό (τα δοκίμιά της για τη Μονρό είναι από τα καλύτερα για την Καναδή βραβευμένη με Νόμπελ συγγραφέα που έχουν γραφεί) ή της βιολόγου Ρέιτσελ Κάρσον, αλλά το δικό της. Επιπλέον, κείμενα όπως το «Είμαι κακή φεμινίστρια;», που προέκυψε από την άρνησή της να αποδεχτεί τη δικαιοσύνη του όχλου σε ζητήματα σεξουαλικής παρενόχλησης, είναι αναστοχαστικά για τη δική της πνευματική πορεία και θέση απέναντι στην πραγματικότητα όπως τείνει να διαμορφωθεί.

 

Μια ζωή χειρόγραφα

Μια από τις βασικές συνεισφορές του βιβλίου είναι το φως που ρίχνει στην πλούσια συγγραφική προϊστορία της Άτγουντ. Αρκετά από τα κείμενα εμπλουτίζουν το πεζογραφικό και ποιητικό της έργο: μιλά για τις επιρροές της και τις πεποιθήσεις που την οδήγησαν στη συγγραφή των μυθιστορημάτων της, για το τι συνέβαινε όταν έγραφε το καθένα απ’ αυτά και την επίδραση των εκάστοτε συνθηκών και γεγονότων, αναφέρεται στο πώς επηρεάστηκε από την υποδοχή που επιφύλαξαν κοινό και κριτική στα έργα της, εξηγεί τη θέση των μυθολογικών μορφών ή των ζόμπι σε κάποια απ’ αυτά, μιλά για την επιλογή της να γράψει το πρώτο βιβλίο του project «Μελλοντική Βιβλιοθήκη» (πρόκειται για αδημοσίευτα έργα δημοφιλών συγγραφέων που θα μείνουν σφραγισμένα ώς το 2114, οπότε και θα τυπωθούν σε χαρτί που θα προκύψει από τα χίλια δέντρα που φυτεύτηκαν γι’ αυτό το σκοπό σε νορβηγικό δάσος). Επιπλέον, διαπιστώνουμε τη διαρκή ανησυχία της για τα ηθικά ζητήματα που εγείρει η μυθοπλασία της, τη βαθιά της πεποίθηση για την κυκλική φύση των κάθε λογής κρίσεων που πλήττουν την ανθρωπότητα και την αφοσίωσή της στην ιστορία και την ανάγκη της να μελετά σε βάθος το ιστορικό πλαίσιο στο οποίο τοποθετεί τα αφηγήματά της που δεν εντάσσονται στην κατηγορία της επιστημονικής μυθιστορίας. Τέλος, μαθαίνουμε πως Η Ιστορία της θεραπαινίδας ήταν προϊόν της προσπάθειάς της να πλάσει μια δυστοπία, έντονα επηρεασμένη από το 1984 του Όργουελ, γραμμένη ωστόσο, σε αντίθεση προς την πλειονότητα των δυστοπιών, από την οπτική μιας γυναίκας, ενώ δεν θα μπορούσαν να λείπουν τα σχόλια για το αγαπημένο της θέμα που επανέρχεται ως μοτίβο σε αρκετά μυθιστορήματά της, που δεν είναι άλλο από την ανάγκη του ανθρώπου να πλάθει και να αφηγείται ιστορίες, να εντοπίζει ή να εφευρίσκει μια πλοκή, έναν σκοπό της ζωής.

Η πρόζα της Άτγουντ είναι καθαρή και απλή, αλλά εφευρετική και παιγνιώδης παρά την –ή, ίσως, σκοπίμως ως αντίβαρο στη– σοβαρότητα των θεματικών που πραγματεύεται. Το ύφος ποικίλλει ανάλογα με την αφορμή συγγραφής του κάθε κειμένου ή με το κοινό στο οποίο απευθύνονται οι ομιλίες της, και κατά κανόνα είναι προφορικό και διασκεδαστικό, ενίοτε δηκτικό. Οι παραπομπές σε λόγια τρίτων είναι ακριβείς, όπως περιμένει κανείς από μια συγγραφέα που στα πρώτα χρόνια της καριέρας της δίδαξε και στο πανεπιστήμιο. Διορατική και σπιρτόζα, αν και σε ορισμένα κείμενα ελαφρώς παρεκκλίνει ή πλατειάζει, η Άτγουντ αποδεικνύεται για ακόμη μια φορά όχι μόνο ενημερωμένη για τα ζητήματα στα οποία τοποθετείται αλλά και κατασταλαγμένη. Άλλωστε, κουβαλά πίσω της πολλά χρόνια ενασχόλησης όχι μόνο με την τέχνη της συγγραφής αλλά και με την κοινωνική πραγματικότητα, καθώς δεν ζει απομονωμένη στο σπιτάκι του συγγραφέα κάπου μέσα στο δάσος, αλλά έχει βάλει το δικό της λιθαράκι στην εξέλιξη του δεύτερου κινήματος του φεμινισμού και του περιβαλλοντικού-οικολογικού κινήματος.

Το σημαντικότερο προσόν της ως δοκιμιογράφου είναι πως δεν τοποθετεί τον εαυτό της στη θέση της αυθεντίας. Παρά τις βεβαιότητές της, όπως η αναγκαιότητα του φεμινισμού και η πάλη για τα ανθρώπινα δικαιώματα, η καταδίκη κάθε μορφής λογοκρισίας, ή η ανάγκη να ανατραπεί με κάθε κόστος η οικολογική καταστροφή, η Άτγουντ γράφει ως συνετή και μετριοπαθής διανοούμενη. Επιχειρεί να στοχαστεί αυτόνομα και ανεξάρτητα, όσο αυτό είναι δυνατόν, να θέσει τα ερωτήματα που «καίνε» πρωτίστως στον ίδιο της τον εαυτό και, αντί να γεμίσει τ’ αυτιά των αναγνωστών της με έτοιμες απαντήσεις, να τους προκαλέσει να αναμετρηθούν οι ίδιοι με τα ερωτήματα.

 

Και τα νέα της ποιήματα

Μαζί με τα δοκιμιακά γραπτά της, ο εκδοτικός οίκος της στην Ελλάδα εξέδωσε και την τελευταία ποιητική συλλογή της Μάργκαρετ Άτγουντ. Με ποιήματα, όπως το παρακάτω:

Αυτά είναι τα αργοπορημένα ποιήματα.

Τα περισσότερα ποιήματα φτάνουν αργά

βεβαίως: πολύ αργά,

όπως το γράμμα ναυτικού

που φτάνει αφού αυτός έχει πνιγεί.

Πολύ αργά για να χρησιμέψουν σε κάτι, αυτά τα γράμματα,

έτσι και τα αργοπορημένα ποιήματα.

                                                         («Αργοπορημένα ποιήματα»)

Αν και δεν είναι ιδιαίτερα γνωστό στους έλληνες αναγνώστες, η Άτγουντ ξεκίνησε τη λογοτεχνική της πορεία ως ποιήτρια. Την αυτοέκδοση της πρώτης της ποιητικής συλλογής με τίτλο Double Persephone (1961) ακολούθησαν άλλες πέντε,[vii] στην πλειονότητά τους από μικρούς ανεξάρτητους εκδοτικούς οίκους, ώς το 1969 που κυκλοφόρησε το πρώτο της μυθιστόρημα Η φαγώσιμη γυναίκα (The Edible Woman) και, παρότι καθιερώθηκε εντέλει ως πεζογράφος, συνέχισε να δημοσιεύει, έστω και πολύ πιο αραιά, ποιητικές συλλογές ή μεμονωμένα ποιήματα σε ανθολογίες και περιοδικά.

Δεκατρία χρόνια μετά την έκδοση της τελευταίας της ποιητικής συλλογής (The Door, 2007), η Άτγουντ παρέδωσε στο κοινό της τον Θόρυβο της Αγάπης (Dearly, 2020). Είναι η πρώτη της ποιητική συλλογή που κυκλοφορεί στα ελληνικά, σε προσεγμένη μετάφραση από τη Μυρσίνη Γκανά. Η συγγραφέας επανέρχεται σε γνωστές της θεματικές, όπως τα γηρατειά και η σωματική κατάπτωση, ο θάνατος των οικείων, η απουσία, ο χρόνος, το περιβάλλον, η θλίψη, η χαρά και η δυνατότητα εύρεσης της ελπίδας ακόμη και σε χρόνους σκοτεινούς, αλλά και η πατριαρχία, τα δικαιώματα των γυναικών και των ζώων, τα περιβαλλοντικά ζητήματα και η κλιματική αλλαγή, οι ρόλοι των φύλων. Προϊόν δεκαετούς και πλέον βιωματικής και ιδεολογικής τριβής με τις θεματικές αυτές, η συλλογή αποτελεί απόσταγμα συμπυκνωμένης σοφίας που η συγγραφέας, η οποία διανύει την ένατη δεκαετία της ζωής της, χαρίζει απλόχερα στους αναγνώστες της.

Η συλλογή διαιρείται σε πέντε μέρη και είναι “in absentia” αφιερωμένη στον σύντροφό της και πατέρα της κόρης της, τον επίσης συγγραφέα Γκρέιαμ Γκίμπσον, που τα τελευταία χρόνια της ζωής του (2017-2019) έπασχε από αγγειακή άνοια. Ωστόσο, η Άτγουντ δεν αναλώνεται στη νοσταλγία της κοινής ζωής και δεν εστιάζει αποκλειστικά στην απώλεια του αγαπημένου, αλλά τον αντιμετωπίζει σαν έναν ολόκληρο κόσμο που εξαϋλώνεται (και ξεθωριάζει, όπως και το νόημα των τόσων λέξεων), αποδίδοντας φόρο τιμής στην ίδια την ατομική ύπαρξη. Και γι’ αυτόν η κατάληξη θα ήταν, όπως είναι και στο ποίημα για τη μητέρα της («Θύελλα»), μια χαμηλόφωνη αναπάντητη διερώτηση: «Γιατί δεν μπορώ να την αφήσω να φύγει;» Με απόσταση λεκτικής ασφάλειας από κάθε αυταπάτη, τον σκέφτεται σαν τον «αόρατο άνθρωπο» και αυτό που βλέπει, σχεδόν αντανακλαστικά, είναι «το σχήμα μιας απουσίας»:

Είσαι εσύ στο μέλλον,

το ξέρουμε και οι δύο.

Θα είσαι εδώ, αλλά όχι εδώ,

μια μυϊκή μνήμη, όπως το να κρεμάς ένα καπέλο

σε έναν γάντζο που δεν υπάρχει πιά.

                                            («Αόρατος άνθρωπος»)

Η επώδυνη ενδοσκόπηση δεν καθιστά την Άτγουντ έγκλειστη, ούτε στο συναίσθημα, ούτε στην ποίηση, ούτε και στον προσωπικό της μικρόκοσμο. Είναι παράλληλη με την εσωτερική της εξέγερση ενάντια λ.χ. στην κατάχρηση της φύσης: ο δικός της «Άλμπατρος» δεν μπορεί να είναι πια σαν του Μπωντλαίρ, αλλά κείτεται γυμνός, ανοιγμένο κουφάρι γεμάτο χρωματιστά αντικείμενα, ενώπιον του κυρίαρχου ανθρώπου· ή, ενάντια στους άνδρες λυκανθρώπους, με μια ειρωνική περιγραφή των γυναικών που σαν να βγήκε από τη δεκαετία του ’60:

Μακρυπόδαρες γυναίκες τρέχουνε μέσα από χαράδρες

με γούνινες φόρμες, μια αγέλη βιτσιόζικων

μοντέλων με σαδο-συνολάκια της γαλλικής Vogue

και ρετουσαρισμένη βραχυπρόθεσμη μνήμη,

έχουν ξεχυθεί χωρίς κυρώσεις σε ένα μακελειό.

                                           («Νεότερα στοιχεία για τους λυκανθρώπους»)

Δεν ξεχνάει τις χαμένες γυναίκες, αν και με απλουστευτική και γι’ αυτό εύληπτη ρητορική, που διόλου τυχαία γίνεται τραγούδι – ένα ακόμη τεκμήριο για τη συζήτηση περί φεμινισμού στο έργο της:

Τόσο πολλές αδελφές σκοτωμένες

Μέσα στα χρόνια, χιλιάδες χρόνια

Σκοτωμένες από φοβισμένους άνδρες

που ήθελαν να είναι ψηλότεροι

Μέσα στα χρόνια, χιλιάδες χρόνια

τόσο πολλές αδελφές χάθηκαν

                                           («Άσματα για δολοφονημένες αδελφές, 6»)

Όπως συμβαίνει και σε προγενέστερες συλλογές της, από τις σελίδες του βιβλίου παρελαύνουν γνωστά ιστορικά πρόσωπα όπως η Φρίντα Κάλο, αλλά και μυθικές φυσιογνωμίες όπως η μάντισσα Κασσάνδρα που «σκέφτεται να αρνηθεί το χάρισμα» για χάρη του σεξ[viii], ζόμπι, λυκάνθρωποι και οι αγαπημένοι της εξωγήινοι, οι παρατηρήσεις των οποίων για την ανθρώπινη φύση και τον υλικό μας κόσμο είναι ξεκαρδιστικά διεισδυτικές. Ενδοσκοπική, καυστική και διασκεδαστική, η γραφή της πηγάζει από ένα σημείο εσωτερικής ισορροπίας από το οποίο τίποτα, ούτε καν ο θάνατος, δεν είναι πια σε θέση να τη μετακινήσει.

Για ακόμη μια φορά αποδεικνύεται αδύνατο για την Άτγουντ να αντισταθεί σε ένα πετυχημένο λογοπαίγνιο, σε ένα λεπτοδουλεμένο αστείο – καθώς γυρίζεις τις σελίδες σχεδόν τη φαντάζεσαι να σου κλείνει παιχνιδιάρικα το μάτι. Η επιλογή των ποιημάτων –όλα σε ελεύθερο στίχο– μάλλον ήταν δύσκολη και, παρά την ύπαρξη μοτίβων, το αποτέλεσμα είναι μια ετερόκλητη συλλογή με έντονο το προσωπικό στοιχείο που κερδίζει τον αναγνώστη χάρη στην επιτυχημένη συνύπαρξη μιας υπερφυσικής - μυθολογικής εικονοποιίας και στιγμών διαυγούς προβληματισμού. Τα πιο ανάλαφρα ποιήματα της συλλογής είναι, με μερικές εξαιρέσεις, και τα πιο πετυχημένα. Με το γνωστό σκωπτικό και ακριβές της ύφος, γνωστό από τα δοκίμια, τα διηγήματα και τα μυθιστορήματά της, την άψογη επιλογή λέξεων, τη βασανιστική λεπτομέρεια, η Άτγουντ διαμορφώνει λεκτικές γεωμετρίες που δύσκολα θα αφήσουν ανικανοποίητο τον αναγνώστη, παρότι η συλλογή είναι άνιση και δεν περιλαμβάνει αυτά που θα θυμόμαστε ως τα λαμπρότερα ποιήματά της.

 

Η ποιητική μετάφραση

Όσο κλισέ κι αν ακούγεται, πιστεύω πως, παρότι τη γνωρίζουμε, συχνά παραβλέπουμε τη δυσκολία του μεταφραστή να μεταφέρει σε μια άλλη γλώσσα το ύφος, τα λογοπαίγνια, την ατμόσφαιρα του πρωτότυπου. Στην ποίηση, η δυσκολία αυτή είναι ενίοτε ανυπέρβλητη. Όσοι έχουν διαβάσει τις προγενέστερες ποιητικές συλλογές και τα διηγήματα της καναδής συγγραφέως στο πρωτότυπο θα συμφωνήσουν μαζί μου πως το παιχνίδι των λέξεων και των νοημάτων στο οποίο επιδίδεται με μαεστρία η Άτγουντ θα έχαναν κάτι από τη σπιρτάδα τους στη μετάφραση. Με τα δικά της λόγια, μεταφρασμένα ωστόσο: «Οι πιο μικρές λεπτομέρειες είναι αυτές που εκτρέπουν τους μεταφραστές» («Εξαιρετικά»). Στο Θόρυβο της Αγάπης, το στρωτό, απλό ύφος της παραμένει άλλοτε περιπαικτικό, άλλοτε σκοτεινό, σχεδόν ερμητικό, άλλοτε μελαγχολικό, αλλά δεν φαίνεται να δυσκολεύει την πεπειραμένη μεταφράστρια Μυρσίνη Γκανά (ποιήτρια η ίδια), που μας χαρίζει μια αξιόλογη, όσο το δυνατόν πιστότερη στο ύφος της συγγραφέως, μετάφραση.

Τα ποιήματα του Θορύβου της αγάπης γράφηκαν μεταξύ 2008 και 2019, όταν «τα πράγματα έγιναν πιο σκοτεινά στον κόσμο. Επίσης, μεγάλωσα. Άνθρωποι πολύ κοντινοί μου πέθαναν» (σ. 14). Χωρίς να πετύχουν ή να σκοπεύουν την πλήρη απογύμνωση του στίχου, στο ταξίδι τους προς «τον πυρήνα της ανθρώπινης ύπαρξης», χωρίς κάποια μεταφυσική διαφυγή, κάποιες φορές υπερβαίνουν τους γνωστούς δυισμούς της Άτγουντ (άνδρας/γυναίκα, άνθρωπος/φύση κ.ά.) και καταλήγουν σε μια προσγειωμένη προτροπή:

Είναι αργά, πολύ αργά –

πολύ αργά για χορούς.

Παρ’ όλα αυτά, τραγούδα ό,τι μπορείς.

Άναψε το φως: τραγούδα διαρκώς,

τραγούδα: Διαρκώς.

                         («Αργοπορημένα ποιήματα»)

 

[i] Είχαν προηγηθεί η κινηματογραφική μεταφορά του μυθιστορήματος το 1990 από τον γερμανό σκηνοθέτη  Φόλκερ Σλέντορφ και το ανέβασμά του ως παράσταση όπερας το 2000 από τον σανό συνθέτη Poul Rouders. Το βιβλίο εκδόθηκε το 1985 και μεταφράστηκε για πρώτη φορά στα ελληνικά το 1989 από τον Παύλο Μάτεσι (για την Εστία) και το 2018 από τον Αύγουστο Κορτώ για τις εκδόσεις Ψυχογιός, ενώ το 2023 κυκλοφόρησε σε μορφή graphic novel, σε μετάφραση Παναγιώτας-Λητώς Ανδρέου με εικονογράφηση Ρενέ Νο, επίσης από τις εκδόσεις Ψυχογιός. Ορισμένα από τα εξαντλημένα πια από τις εκδόσεις Ωκεανίδα μυθιστορήματά της έχουν επανεκδοθεί, είτε στην ίδια είτε σε νέα μετάφραση από τις εκδόσεις Ψυχογιός, που τα τελευταία χρόνια εκδίδουν και τα νέα έργα της.

[ii] Για τον πλήρη βιβλιογραφικό κατάλογο, βλ. την επίσημη ιστοσελίδα της Άτγουντ <https://margaretatwood.ca>.

[iii] Ο καθ’ όλα επεξηγηματικός υπότιτλος Δοκίμια και περιστασιακά κείμενα, 2001-2021 (Burning Questions: Essays and Occasional Pieces, 2001-2021 είναι ο πλήρης τίτλος πρωτοτύπου) δυστυχώς απουσιάζει τόσο από το εξώφυλλο όσο και από τη σελίδα της ταυτότητας του βιβλίου. Μόνο στο εξώφυλλο είναι γραμμένη με μικρά στοιχεία η, μάλλον ασαφής εκεί, λέξη «Κείμενα».

[iv] Σε αντίθεση με τις άλλες συλλογές δοκιμίων της, η Άτγουντ εδώ επιλέγει (και μας δυσκολεύει) να τιτλοφορεί τις ενότητες αυτές μόνο με τον τίτλο του κρινόμενου έργου, χωρίς να αναφέρει το συγγραφέα του. Η μεταφράστρια παραθέτει στα ελληνικά μόνο τους τίτλους που έχουν ήδη μεταφραστεί.

[v] Margaret Atwood, “Introduction”, στο Second Words: Selected Critical Prose 1960-1982 (Toronto: Anansi, 2018, 1η έκδ. 1982), σ. 15.

[vi] Αναρωτιέται λοιπόν κανείς αν δεν «την πείραξε» ή αν απλώς προσπερνά την κρίση του Χάρολντ Μπλουμ ο οποίος, στη δεύτερη έκδοση του Margaret Atwood (Blooms’ Modern Critical Views), New York: Infobase Publications, 2009, σελ. vii, δεν βρίσκει πια στην Ιστορία της θεραπαινίδας παρά μόνο πολιτικο-κοινωνική αξία και υποτιμά την αισθητική αξία που της αναγνώριζε στην έκδοση του 1999.

[vii] Μετά τη δεκαετία του ’60 δημοσίευσε συνολικά άλλες δεκατέσσερις, μικρές ή μεγαλύτερες, συλλογές. Eυσύνοπτες κριτικές παρουσιάσεις των συλλογών της, εκτός από το Dearly, κάνουν η Kathryn VanSpanckeren, «Margaret Atwood’s Poetry: Voice and Vision», στο J. Brooks Bouson (επιμ.), Margaret Atwood, Ipswich, Mass.: Salem Press, 2012, σ. 125-152, και ο Branko Gorjup, «Margaret Atwood’s Poetry and Poetics», στο C. A. Howells (επιμ.), The Cambridge Companion to Margaret Atwood (2η έκδ.), Cambridge: Cambridge University Press, 2021, σ. 141-156. Η κριτική άρχισε να μελετά ουσιαστικά το ποιητικό έργο της Atwood μόλις από τη δεκαετία του ’90 και πιο εντατικά μετά το εμβληματικό The Door. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο H. Bloom, στoν τόμο Margaret Atwood (Blooms’ Modern Critical Views), New York: Infobase Publications, 2009, ανθολογεί μελέτες μόνο για τα μυθιστορήματά της και κρίνει προλογικά ότι τα χαρίσματα της Άτγουντ δεν έχουν ακόμη πραγματοποιηθεί στα έργα της.

[viii] Η Άτγουντ αρέσκεται στις επαναναγνώσεις των μύθων, με πιο γνωστό παράδειγμα την Πηνελοπιάδα (μετάφραση: Λεωνίδας Καρατζάς), Αθήνα: Ωκεανίδα, 2005. Βλ., λ.χ., Fiona Tolan, «Margaret Atwood’s Revisions of Classic Texts», στο Howells (επιμ.), ό., σ. 109-123.

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.