Το βιβλίο του Νικόλα Μανιτάκη για το Γαλλικό Ινστιτούτο έχει πίσω του ένα ρωμαλέο ερευνητικό έργο. Στηρίζεται σε μια ενδελεχή έρευνα των πηγών, που χρησιμοποιεί εντυπωσιακό σε όγκο αρχειακό (και όχι μόνο) υλικό (αρχεία του ίδιου του ιδρύματος αλλά και γαλλικά διπλωματικά αρχεία, προσωπικά αρχεία, ημερολόγια, αυτοβιογραφικά κείμενα, ημερήσιο και περιοδικό Τύπο της εποχής κ.λπ.). Αξιοποιώντας το πλούσιο αυτό υλικό, παρουσιάζει λεπτομερώς και κατατοπιστικά την ιστορική διαδρομή του Γαλλικού Ινστιτούτου στην Ελλάδα σε βάθος πολλών δεκαετιών, επιτρέποντάς μας να κατανοήσουμε καλύτερα το ρόλο του ως εκπαιδευτικού και γενικότερα πολιτιστικού θεσμού. Πέρα από τη συμβολή της στην ιστορική μελέτη των ελληνογαλλικών σχέσεων (και ιδιαίτερα στην ιστορία της «πολιτιστικής διπλωματίας»), η έρευνα αυτή δίνει την ευκαιρία για μια ενδιαφέρουσα περιήγηση στην ελληνική πραγματικότητα, λειτουργώντας (όπως αναφέρει ο συγγραφέας) ως «καλειδοσκόπιο» μέσα από το οποίο αναδεικνύονται «σημαντικές πτυχές της ελληνικής κοινωνίας».
Η μελέτη παρακολουθεί το Γαλλικό Ινστιτούτο από το 1915 ώς το 1961, διάστημα που θεωρείται ξεχωριστή περίοδος. Το 1915, το ίδρυμα, που ώς τότε ήταν απλώς το σχολικό παράρτημα της Γαλλικής Σχολής Αθηνών («Σχολή Giffard»), ονομάζεται για πρώτη φορά «Ινστιτούτο» («Ανώτερο Ινστιτούτο Γαλλικών Σπουδών») και μετατρέπεται σε έναν νέου τύπου οργανισμό, με στόχο τη γενικότερη διάδοση της γαλλικής γλώσσας και κουλτούρας στον ελληνικό χώρο∙ ενώ το 1961 είναι η χρονιά όπου ολοκληρώνεται (για την ακρίβεια, διακόπτεται με έξωθεν παρέμβαση) η θητεία του «πρώτου και μακροβιότερου» διευθυντή του ιδρύματος Οκτάβ Μερλιέ (Octave Merlier: 1935-1961) και, μαζί του, τελειώνει μια πολύ σημαντική εποχή, η εποχή της ανόδου και της μεγάλης ακμής του Ινστιτούτου.
Η παραπάνω περίοδος είναι χωρισμένη σε τέσσερα μέρη: α) την εποχή της «ανάδυσης» (1915 έως 1940), β) τα χρόνια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου (1940-44), κατά τα οποία το ίδρυμα γνωρίζει απρόσμενη άνθιση, γ) τη «χρυσή εποχή» (1945-1967), κατά την οποία αναπτύσσεται ακόμα περισσότερο θεσμικά και γεωγραφικά και δ) το «τέλος εποχής» των ετών 1957-1961.
Επιτρέποντάς μας να κατανοήσουμε καλύτερα τη λειτουργία του Γαλλικού Ινστιτούτου Αθηνών, η μελέτη τοποθετεί το θεσμό στο πλαίσιο της γενικότερης πολιτιστικής πολιτικής της Γαλλίας και του αντίστοιχου ανταγωνισμού μεταξύ των ξένων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων στη χώρα μας. Όπως και όλα τα Γαλλικά Ινστιτούτα, που την ίδια περίοδο εμφανίζονται σε πολλές ευρωπαϊκές πόλεις, το Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών ιδρύεται για να υπηρετήσει μια πολιτική «πολιτιστικής διείσδυσης [της Γαλλίας] στο εξωτερικό», που «συνιστ[ούσε] έναν από τους βασικούς άξονες της γαλλικής εξωτερικής πολιτικής». Είναι ενδεικτικό ότι, ενώ πρόκειται για εκπαιδευτικό ίδρυμα, οι τακτικές οικονομικές χορηγίες από τη Γαλλία έρχονται από το υπουργείο Εξωτερικών. Παρόμοιο ρόλο βέβαια υπηρετούσαν και τα άλλα ξένα Ινστιτούτα στην Ελλάδα, για τον ανταγωνισμό με τα οποία το βιβλίο δίνει επίσης χρήσιμα στοιχεία.
Παρακολουθώντας την εκπαιδευτική δράση του Γαλλικού Ινστιτούτου, το βιβλίο μάς κατατοπίζει για την πορεία της γαλλομάθειας στην Ελλάδα αλλά και για τη θέση της στην ελληνική κοινωνία. Το Ινστιτούτο υπηρέτησε τη διδασκαλία της γαλλικής με τρόπο αποτελεσματικό και εν πολλοίς πρωτοπόρο, καλύπτοντας ανάγκες στις οποίες το ελληνικό κράτος αδυνατούσε να ανταποκριθεί. Οι δραστηριότητές του δεν περιορίζονταν σε γλωσσικά μαθήματα αλλά συμπεριλάμβαναν τη συστηματική κατάρτιση των εκπαιδευτικών (το περίφημο Cours Special, το οποίο για ένα διάστημα αναλαμβάνει και την κατάρτιση των καθηγητών της γαλλικής στα ελληνικά δημόσια σχολεία) και μια σειρά συναφών ενεργειών (εκπόνηση πρωτότυπου διδακτικού υλικού, υιοθέτηση σύγχρονων παιδαγωγικών μεθόδων, διοργάνωση συνεδρίων διδακτικής), που εξασφάλιζαν υψηλό επίπεδο διδακτικού έργου.
Σε πολλά σημεία φωτίζεται με γλαφυρό τρόπο η ζωή της ελληνικής κοινωνίας και ο ρόλος που διαδραμάτισε η εκμάθηση των γαλλικών, μέσω του Γαλλικού Ινστιτούτου, ως πνευματική τροφοδότηση σε δύσκολους καιρούς∙ όπως, για παράδειγμα, την περίοδο της Κατοχής στην Αθήνα, όταν, αντίθετα απ’ ό,τι θα περιμέναμε, ο αριθμός των εγγεγραμμένων μαθητών του Ινστιτούτου γνωρίζει εκρηκτική αύξηση και το ενδιαφέρον για μάθηση, αντί να υποχωρήσει υπό την πίεση μιας τραγικά δύσκολης καθημερινότητας, φαίνεται να αυξάνεται. Ή πάλι (ένα παράδειγμα εντυπωσιακό) όταν, κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου, εξόριστες γυναίκες στη Γυάρο ζητούν από μια συγκρατούμενή τους, πρώην καθηγήτρια του Ινστιτούτου, να οργανώσει γι’ αυτές μαθήματα γαλλικών.
Είναι ενδιαφέρον να δούμε, όπως λεπτομερώς παρουσιάζεται στο βιβλίο, ότι η γαλλομάθεια, που στις αρχές του αιώνα συνδέεται με τις κοινωνικές ελίτ και τα ευκατάστατα αστικά στρώματα (αποτελώντας εν πολλοίς τη «γλώσσα των σαλονιών»), προοδευτικά «εκδημοκρατίζεται» και διευρύνει την κοινωνική της βάση, λόγω βέβαια και των γενικότερων μετασχηματισμών της ελληνικής κοινωνίας αλλά και χάρη στις άοκνες ενέργειες του Γαλλικού Ινστιτούτου. Ακόμα και μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν τα γαλλικά χάνουν την κυρίαρχη θέση τους μεταξύ των ξένων γλωσσών στην Ελλάδα (κυρίως λόγω της πίεσης από την αγγλική γλώσσα), οι μαθητές του Ινστιτούτου πολλαπλασιάζονται και είναι περισσότερο διαφοροποιημένοι ως προς την προέλευσή τους (μαθητές και από την επαρχία, από νεαρότερες ηλικίες, αλλά και από τα δύο φύλα).
Ωστόσο, το Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών δεν υπήρξε μόνο εκπαιδευτικό ίδρυμα∙ υπήρξε επίσης σπουδαίος φορέας πολιτισμού, που προσέφερε τεράστιες υπηρεσίες στην πνευματική ζωή της Ελλάδας. Ακριβώς αυτή την πολυσχιδή, ευρύτερα πολιτιστική δράση του και το διάλογό της με την ιστορική πραγματικότητα της εποχής αναδεικνύει η παρούσα μελέτη.
Γαλλικός πολιτισμός και Ελλάδα
Ήδη από το 1918 το Ινστιτούτο διοργανώνει δημόσιες διαλέξεις, οι οποίες πυκνώνουν και εμπλουτίζονται θεματικά κατά τη διάρκεια της Κατοχής, παρά τις αντίξοες συνθήκες. Η εποχή της μεγάλης ακμής για την πολιτιστική δράση του ιδρύματος όμως είναι τα μεταπολεμικά χρόνια. Η πολιτιστική συγκομιδή κατά την περίοδο αυτή περιλαμβάνει έναν εντυπωσιακό πλούτο εκδηλώσεων, καθιστώντας το Ινστιτούτο πραγματικό «φάρο πολιτισμού» σε μια εποχή ιδιαίτερα δύσκολη για την Ελλάδα: εβδομαδιαίες διαλέξεις, συναυλίες, προβολές ταινιών, εκθέσεις εικαστικές και φιλολογικές, επισκέψεις σημαντικών προσωπικοτήτων της γαλλικής πνευματικής ζωής (μεταξύ άλλων του Πωλ Ελυάρ, το 1946, και του Αλμπέρ Καμύ, το 1955). Οι εκδηλώσεις αυτές έχουν μεγάλη απήχηση, προσελκύοντας χιλιάδες επισκέπτες, ενώ πολλές από αυτές φέρνουν το αθηναϊκό κοινό σε επαφή με την γαλλική καλλιτεχνική πρωτοπορία (όπως τους κυβιστές εικαστικούς Φερνάν Λεζέ και Ζακ Βιγιόν, στους οποίους αφιερώθηκαν ξεχωριστές εκθέσεις, αλλά και τους Πικάσο, Ματίς, Μπρακ κ.ά., έργα των οποίων συμμετείχαν στην περίφημη έκθεση Hommage a la Grèce [Φόρος τιμής στην Ελλάδα] του 1949.)
Ακόμα, η δράση του Γαλλικoύ Ινστιτούτου Αθηνών περιλαμβάνει τη στέγαση και υποστήριξη (διοικητική και οικονομική) του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών (πρόκειται για το γνωστό και σημαντικό ερευνητικό ίδρυμα που είχε συσταθεί από τη Μέλπω Λογοθέτη-Μερλιέ, σύζυγο του Οκτάβ Μερλιέ) και, τέλος, την εξαιρετική προσφορά του στον εκδοτικό τομέα, με την ίδρυση τυπογραφείου και τη δημοσίευση μεγάλης σειράς αξιόλογων έργων, από γάλλους και από έλληνες συγγραφείς. Το επιστέγασμα αυτής της δραστηριότητας υπήρξε η έκδοση ενός (γαλλόφωνου) Αναλυτικού Δελτίου Ελληνικής Βιβλιογραφίας, που αποτελεί την πρώτη συστηματική καταγραφή της ελληνικής βιβλιοπαραγωγής (μια ανεκτίμητη συνεισφορά στις νεοελληνικές σπουδές). Στο ευρύτερα πολιτιστικό έργο του ιδρύματος ανήκει επίσης η αποστολή ελλήνων σπουδαστών στο Παρίσι και η χορήγηση υποτροφιών σε έλληνες συγγραφείς και καλλιτέχνες, για σύντομη παραμονή στη Γαλλία (σε όσους επωφελήθηκαν, συγκαταλέγονται ο Νίκος Καζαντζάκης και ο Οδυσσέας Ελύτης).
Η μελέτη του Νικόλα Μανιτάκη αναδεικνύει εύστοχα δύο πολύ σημαντικά χαρακτηριστικά της παραπάνω δράσης του Ινστιτούτου: α) τη βαθύτερη σύνδεση με την ελληνική κοινωνία και τον ξεκάθαρα «φιλελληνικό» προσανατολισμό του ιδρύματος και β) την πολιτική διάσταση αυτής της σύνδεσης, αλλά και της γενικότερης γαλλο-ελληνικής επικοινωνίας την οποία υπηρετεί το Ινστιτούτο την ίδια εποχή.
Ήδη κατά τη διάρκεια της Κατοχής, υπό την προσωρινή διεύθυνση του Ροξέ Μιλλιέξ [Roger Milliex], ξεκινά ένα άνοιγμα προς τη σύγχρονη ελληνική διανόηση και καλλιτεχνική πρωτοπορία, όταν καλούνται να παρουσιάσουν το έργο τους σημαντικοί έλληνες λογοτέχνες (όπως ο Τάκης Παπατσώνης, ο Ηλίας Βενέζης, ο Οδυσσέας Ελύτης), ενώ παρέχεται στέγη στη θεατρική ομάδα του Γιώργου Σεβαστίκογλου (συνεργάτη του Καρόλου Κουν και από τους πρώτους εισηγητές της μεθόδου Στανισλάβσκι στον ελληνικό χώρο). Τα επόμενα χρόνια θα γίνει ολοένα και πιο φανερός ο προσανατολισμός προς τον νεοελληνικό πολιτισμό, σε μια πολιτιστική επικοινωνία αμφίδρομη. Οι εκδηλώσεις γίνονται με τη συνεργασία πολλών ελλήνων διανοουμένων, συχνά με θέματα αποκλειστικά ελληνικά. Παραδείγματα αποτελούν η ομιλία του καθηγητή Φαίδωνα Κουκουλέ για τη μοναστική ζωή στο Βυζάντιο αλλά και του Τάκη Παπατσώνη για τα ομηρικά έπη, οι σπουδαίες εκθέσεις για δύο «εθνικούς» ποιητές της Ελλάδας, τον Αριστοτέλη Βαλαωρίτη (1956) και τον Διονύσιο Σολωμό (1957), που μεταφέρθηκαν και σε αρκετές πόλεις της επαρχίας, εικαστικές εκθέσεις από έλληνες καλλιτέχνες [όπως αυτή του ζωγράφου Γουναρόπουλου (1957) ή η συλλογική έκθεση ελληνικής σκηνογραφίας (1959-1960)]. Αλλά και στον τομέα των εκδόσεων, τα ελληνικά θέματα καταλαμβάνουν περίοπτη θέση: ας αναφέρουμε, μεταξύ άλλων, το Ετυμολογικό Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής, το μείζον εκδοτικό γεγονός του Αναλυτικού Δελτίου της Ελληνικής Βιβλογραφίας, που είδαμε παραπάνω, αλλά και πολλές μεταφράσεις ελλήνων λογοτεχνών στα γαλλικά (μάλιστα, στην περίπτωση του Γιώργου Σεφέρη έχουμε έκδοση ποιημάτων του μεταφρασμένων και στα αγγλικά). Το Γαλλικό Ινστιτούτο φαίνεται να υπηρετεί τη μετακένωση όχι μόνο της γαλλικής κουλτούρας στην Ελλάδα αλλά και της ελληνικής στη Γαλλία. O νεοελληνιστής Μερλιέ, που επεδίωκε συνειδητά να καταστήσει το Ινστιτούτο «κέντρο μελέτης του νεοελληνικού πολιτισμού», υποστηρίζει ανοιχτά προς τους ανωτέρους του τη «διπλή αποστολή» του Ινστιτούτου: να υπηρετεί τόσο τη Γαλλία όσο και την Ελλάδα, φέρνοντας σε επαφή τις δύο κουλτούρες σε βάση αμοιβαιότητας και ισοτιμίας, μια πολιτική που θεωρεί ότι εναρμονίζεται με τις «ευγενέστερες παραδόσεις της Γαλλίας».
Πέρα από την παραπάνω πολιτική στο χώρο του πολιτισμού, οι στενοί δεσμοί του Γαλλικού Ινστιτούτου με την ελληνική κοινωνία σφυρηλατούνται, από το 1940 και μετά, μέσα από τις ιδιαίτερες ιστορικές και πολιτικές περιπέτειες της Ελλάδας εκείνης της εποχής. Είναι ένα στοιχείο το οποίο παρουσιάζεται με ενάργεια από το βιβλίο, αποτελώντας μια από τις πιο ενδιαφέρουσες πλευρές του.
Το γόητρο του Γαλλικού Ινστιτούτου Αθηνών αυξάνει στη διάρκεια της Κατοχής, καθώς ο διευθυντής του (όπως και άλλοι καθηγητές) συνδέονται με τη γαλλική Αντίσταση (ο Μερλιέ μάλιστα συλλαμβάνεται από τις δυνάμεις Κατοχής και εκτοπίζεται από το καθεστώς του Βισύ στη Γαλλία)∙ ο υποδιευθυντής Ροζέ Μιλλιέξ, από την άλλη, έχει επαφές με κύκλους του ΕΑΜ, προσφέροντας καταφύγιο σε διωκόμενους πατριώτες στο χώρο του Ινστιτούτου, ενώ αναλαμβάνει και άλλες πρωτοβουλίες αλληλεγγύης προς τον χειμαζόμενο αθηναϊκό λαό, όπως η διενέργεια εράνων. Αλλά και οι πολιτιστικού περιεχομένου συναντήσεις που φιλοξενούνταν (κρυφά από τις κατοχικές δυνάμεις) στο χώρο του Ινστιτούτου την ίδια περίοδο (εκτός από το θέατρο, περιλαμβάνονταν και τακτικές αναγνώσεις αντιστασιακής λογοτεχνίας) αποτελούσαν, κατά την έκφραση του Μερλιέ, πράξεις «πνευματικής αντίστασης». Και το 1945-46, στο ξέσπασμα του Εμφυλίου, το Ινστιτούτο στέλνει στη Γαλλία ως υποτρόφους 200 νέους Έλληνες/Ελληνίδες, πολλοί από τους οποίους είναι αριστερών φρονημάτων (126 είναι επιβάτες του περίφημου πλοίου Ματαρόα: ανάμεσά τους η Έλλη Αλεξίου, ο Κορνήλιος Καστοριάδης, ο Νίκος Σβορώνος, ο Κώστας Αξελός, κ.ά.).
Για τη σχετική του δραστηριότητα και την όλη ευνοϊκή διάθεση προς την Αριστερά, το ίδρυμα δέχεται, τα χρόνια του Εμφυλίου αλλά και αργότερα, σφοδρές επικρίσεις από μέρος του Τύπου και του πολιτικού κόσμου (αναφέρεται συχνά και ως «το Κόκκινο Ινστιτούτο»). Ας σημειωθεί ενδεικτικά ότι, το 1947, ο βουλευτής Αργολίδας Δημήτρης Παπαδημητρίου, από το κόμμα των Εθνικών Φιλελευθέρων, καταγγέλλει τους Μερλιέ και Μιλλιέξ για «αντεθνική» δράση και απαιτεί τη σύλληψή τους. Μάλιστα, ο Ροζέ Μιλλιέξ έμεινε 9 μήνες (1945-46) μακριά από την Ελλάδα, καθώς οι ελληνικές αρχές του απαγόρευαν την είσοδο. Κατά το διάστημα αυτό, πάντως, αφιερώθηκε θερμά σε μια απολύτως «εθνική» (με ελληνικά κριτήρια) δράση: να ενημερώσει τους Δυτικοευρωπαίους για τον ηρωικό αγώνα του ελληνικού λαού ενάντια στις κατοχικές δυνάμεις, με μια σειρά από ομιλίες σε Γαλλία και Βέλγιο (εξέδωσε μάλιστα και ένα βιβλίο για το θέμα, με τίτλο Στο σχολείο του ελληνικού λαού [A l’Εcole du peuple Grec]).
Η όλη αυτή «φιλελληνική» δράση του Γαλλικού Ινστιτούτου, το έκανε ιδιαίτερα αγαπητό στην ελληνική κοινωνία που, τα μεταπολεμικά χρόνια, επιδεικνύει μια εντυπωσιακή γαλλοφιλία, συνδέοντας τη Γαλλία με τις αξίες της δημοκρατίας και της ελευθερίας (όπως γράφει ο Κώστας Βάρναλης το 1945, με αφορμή την εθνική εορτή της Γαλλίας, «μαζί με τον γαλλικό λαό γιορτάζουμε κι οι περισσότεροι λαοί της Ευρώπης σαν συμπολεμιστές και σαν δημοκράτες»). Στο τέλος του πολέμου, η αίσθηση της κοινής τύχης των δύο λαών και αντίστασης στους κατακτητές είναι βέβαια ιδιαίτερα έντονη, όμως η ίδια φιλογαλλική στάση, όπως δείχνει η εξιστόρηση της δράσης του Γαλλικού Ινστιτούτου, θα κάνει την εμφάνισή της και τα επόμενα χρόνια. Είναι ενδιαφέρον ότι η επιθυμία για εκμάθηση της γαλλικής (και ο προσανατολισμός προς τη γαλλική κουλτούρα) παραμένει ισχυρή, στην Ελλάδα, τη δεκαετία του 1950, περίοδο κατά την οποία η πολιτικο-οικονομική δύναμη της Γαλλίας φθίνει, ενώ η αγγλική γλώσσα αποκτά την πρωτοκαθεδρία. Γι’ αυτό υπάρχουν και πρόσθετοι πολιτικοί λόγοι: ο γαλλικός πολιτισμός λειτουργεί ως αντίβαρο στην αγγλο-αμερικανική διείσδυση, σε μια εποχή κατά την οποία η πολιτική στάση της Βρετανίας και της Αμερικής ήταν, σε μεγάλο βαθμό, απεχθής στη χώρα μας. Από την άλλη, η πλούσια και ανιδιοτελής προσφορά του Γαλλικού Ινστιτούτου παραμένει ουσιαστικό στήριγμα της γαλλικής πολιτιστικής παρουσίας στην Ελλάδα, όσο και της ελληνικής πνευματικής ζωής τα δύσκολα μεταπολεμικά χρόνια. Ας σημειωθεί εδώ ότι, αν και το Ινστιτούτο συνεργάστηκε με ανθρώπους ποικίλων ιδεολογικών προσανατολισμών, το ότι τόλμησε να συμπεριλάβει και να προβάλει το έργο αριστερών καλλιτεχνών (Ελλήνων και ξένων) χωρίς αποκλεισμούς, μάλιστα καταφέρνοντας τελικά να κερδίσει την αναγνώριση και από τους συντηρητικούς κύκλους της χώρας, ήταν σπουδαία προσφορά στην ελληνική κοινωνία. Η Γαλλία, όπως εκπροσωπείται από το Γαλλικό Ινστιτούτο, αναγνωρίζεται ως φορέας πνευματικών αξιών, δημοκρατίας, ελευθερίας, δικαιοσύνης, ουσιαστικού φιλελληνισμού.
Επιτομή του κλίματος αυτού, του είδους της σύνδεσης μεταξύ Ελλάδας και Γαλλίας την οποία οικοδομεί το Ινστιτούτο, αποτελεί η περίφημη έκθεση Φόρος τιμής στην Ελλάδα, που διοργανώθηκε το 1949. Τότε, με πρωτοβουλία –αρχικά– του Ροζέ Μιλλιέξ, 46 πρωτότυπα έργα σύγχρονων καλλιτεχνών, σε μεγάλο βαθμό μάλιστα καλλιτεχνών της πρωτοπορίας [Πάμπλο Πικάσο, Ζωρζ Μπρακ, Ανρί Ματίς, Φρανσίς Πικαμπιά, Αντρέ Μασόν κ.ά.], έρχονται (από το 1948) στην Ελλάδα ως μόνιμες δωρεές, προς τιμήν του ελληνικού λαού για τους ηρωικούς αγώνες του κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ενάντια στον φασισμό και εκτίθενται στο κτίριο της οδού Σίνα, πριν αποθηκευτούν –ουσιαστικά: καταχωνιαστούν– στην Εθνική Πινακοθήκη). To σχόλιο ενός ξένου διπλωμάτη με αφορμή την παραπάνω έκθεση συνοψίζει ολόκληρη τη δράση του Γαλλικού Ινστιτούτου αυτών των χρόνων: «Οι Γάλλοι έρχονται να δώσουν ένα παράδειγμα ευφυΐας, γενναιοδωρίας και ειλικρινούς φιλίας, όχι μεταξύ των κρατών, αλλά μεταξύ των λαών».
Ευρωπαϊκός ουμανισμός
Μεταξύ των λαών. Τα κράτη δεν αποδείχθηκαν το ίδιο γενναιόδωρα. Είναι εντυπωσιακό ότι ενώ το Γαλλικό Ινστιτούτο κατορθώνει να γίνει αποδεκτό (και μάλιστα να βραβευτεί) και από το συντηρητικό πολιτικό καθεστώς της μετεμφυλιακής Ελλάδας, κάμπτοντας τις όποιες αντιρρήσεις, όπως παρουσιάζει τεκμηριωμένα το βιβλίο (ο Μερλιέ παρασημοφορείται το 1956 από την ελληνική κυβέρνηση, με το «μετάλλιο του Ταξιάρχη του Τάγματος του Φοίνικος» αλλά και το 1958 με αργυρό μετάλλιο από την Ακαδημία Αθηνών), το σπουδαίο έργο του τελικά σταματά με ενέργειες της γαλλικής κυβέρνησης. Μετά από επικρίσεις και καταγγελίες της γαλλικής πρεσβείας, με την οποία η διεύθυνση του Ινστιτούτου έχει από καιρό έρθει σε σύγκρουση, ο διευθυντής Οκτάβ Μερλιέ και ο υποδιευθυντής Ροζέ Μιλλιέξ παύονται από τη θέση τους. Βασική μομφή εναντίον τους είναι ο «άκρατος φιλελληνισμός» του ιδρύματος. Αν και στο υπόστρωμα της διαμάχης υπάρχουν και προσωπικές αντιδικίες ή αντιζηλίες (όπως, λ.χ. τα παράπονα του διευθυντή της Γαλλικής Σχολής), η διαφοροποίηση του Γαλλικού Ινστιτούτου από μια «ιμπεριαλιστικού» τύπου πολιτική, κατά την προώθηση του γαλλικού πολιτισμού στην Ελλάδα, ήταν αυτή που ενόχλησε τους πολιτικούς τους προϊστάμενους.
Παρουσιάζοντας εμπεριστατωμένα την ιστορία του Γαλλικού Ινστιτούτου Αθηνών κατά την παραπάνω περίοδο, το βιβλίο αναδεικνύει τη σπουδαία κοινωνική διάσταση της παιδευτικής του λειτουργίας, ως αποτέλεσμα της βαθύτερης σύνδεσής του με την ελληνική κοινωνία και τους εθνικούς πόθους και προσανατολισμούς του ελληνικού λαού∙ όχι, όπως εύστοχα επισημαίνει ο συγγραφέας, τους στόχους της επίσημης ελληνικής εξωτερικής πολιτικής (η οποία θα ήταν άλλωστε υποταγμένη πειθήνια στους αντίστοιχους στόχους της γαλλικής κυβέρνησης, σύμφωνα με το δόγμα «ανήκομεν στη Δύση» και λόγω της ιδεολογικής πολιτιστικής υποτέλειας που αποτελούσε –ενδεχομένως αποτελεί– χαρακτηριστικό της ελληνικής πολιτικής ελίτ). Σε χρόνια δύσκολα για την Ελλάδα, το Γαλλικό Ινστιτούτο ανέπτυξε μια ιδιαίτερη δυναμική, που του έδωσε η συνάντηση με την πολιτιστική παράδοση του ελληνισμού και τις ηθικές και πνευματικές δυνάμεις που αναπτύχθηκαν κατά την περίοδο της Εθνικής Αντίστασης∙ σε μια κοινωνία τραυματισμένη από τον Εμφύλιο, ταλαιπωρημένη από τις κακουχίες της μεταπολεμικής περιόδου (την οικονομική καχεξία, την πολιτική ανελευθερία, την καταστολή), η οποία όμως στάθηκε ικανή να εμπνεύσει τους σπουδαίους ανθρώπους που βρέθηκαν τότε στο τιμόνι του Ινστιτούτου, ώστε να την υπηρετήσουν με τρόπο ανιδιοτελή και καρποφόρο.
Πέρα από την άλλη προσφορά της, η πολύτιμη μελέτη του Νικόλα Μανιτάκη επιτρέπει να εξαχθούν δύο σημαντικά συμπεράσματα (με ιδιαίτερη αξία για μας σήμερα): Πρώτον, ο σπουδαίος ρόλος της γαλλικής παιδείας αλλά και γενικότερα της παιδείας ως μέσου (πνευματικής) αντίστασης, ως τροφοδότη της ζωής στην πιο ουσιαστική της διάσταση, ως ψυχικού ερείσματος σε δύσκολους καιρούς. Κι ακόμα, το θαύμα που μπορεί να αποτελέσει κάποτε η βαθύτερη συνάντηση δύο πολιτισμών, όπως υποδειγματικά καταδεικνύει η ιστορία του Γαλλικού Ινστιτούτου Αθηνών και, πιο συγκεκριμένα, πώς η συνάντηση/αλληλεπίδραση με το ξένο μπορεί να τεθεί στην υπηρεσία του εθνικού, όταν υπάρχει η βάση της ισοτιμίας, του αμοιβαίου σεβασμού και της συστράτευσης σε κοινές ανθρωπιστικές αξίες.
Τα παραπάνω συνοψίζει όμορφα ένα κείμενο της δοκιμιογράφου και μεταφράστριας Λύντιας Στεφάνου (μαθήτριας στο Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών τη δεκαετία του 1940) που, σε ένα από τα πολλά παραθέματα τα οποία καίρια θέτει στη διάθεσή μας το βιβλίο, παρουσιάζει τις αναμνήσεις της από το Ινστιτούτο ως εξής:
Ο διωγμός της παιδείας [την περίοδο της Κατοχής] ήταν ένα από τα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν για την εξάρθρωση του ελληνισμού. Τότε ακριβώς συνέβη το παράδοξο […]: η δίψα της νεολαίας για μάθηση αντί να ελαττωθεί πολλαπλασιάστηκε. […] Οι πιο τυχεροί βρήκαν πνευματική τροφή και στέγη στο Γαλλικό Ινστιτούτο της Αθήνας, όπου μια ομάδα Γάλλων καθηγητών έδινε τη δική της μάχη του ευρωπαϊκού ουμανισμού. […] Περισσότερο από σχολή, ένας ναός όπου θυμούμαι σαν σήμερα κορυφαίο τον Ροζέ Μιλλιέξ να κηρύσσει την ποίηση, […] τον έρωτα της ελευθερίας, την ελπίδα σ’ ένα καλύτερο μέλλον.