Η ιστορία είναι ένας εφιάλτης απ’ τον οποίο προσπαθώ να ξυπνήσω.
Τζαίημς Τζόυς
Ο θάνατος φτεροκοπούσε χαρούμενα πάνω από τα νοσοκομεία.
Σαρλ Μπωντλαίρ
Όταν στο τέλος του βιβλίου, η Άιλις, με τα δύο παιδιά της (από τα τέσσερα) που έμειναν ζωντανά, επιβιβάζεται στην προσφυγική βάρκα, δεν βρίσκεται πια σε κάποια ακτή της Ιρλανδίας, αλλά χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά – κάπου στη Λιβύη.
«Αν κάτι μου έμαθε αυτό το βιβλίο είναι ότι για να μπεις σε ένα καρυδότσουφλο και να βγεις στη φουρτουνιασμένη θάλασσα, όπως οι χιλιάδες πρόσφυγες που εμείς οι Δυτικοί βλέπουμε στην τηλεόραση, πρέπει πρωτύτερα να έχεις αποσυνδεθεί από κάθε πτυχή της ταυτότητάς σου, μέχρι να πάψεις να είσαι ένα άτομο μέσα σ’ ένα κοινωνικό σύνολο, μέχρι να γίνεις ένα τίποτα, τότε μόνο θα μπεις στη βάρκα», λέει ο 46χρονος ιρλανδός συγγραφέας Πολ Λιντς. Αυτή η ακραία αντιμετάθεση είναι το βασικό «επίτευγμα», αν μπορούμε να το ονομάσουμε έτσι, του πέμπτου βιβλίου του, το οποίο τιμήθηκε με το βραβείο Booker για το 2023.
Το Τραγούδι του προφήτη δεν είναι δυστοπία, ούτε φανταστική περιπέτεια, ούτε εσχατολογική ιστορία αποκάλυψης, αλλά ένα «τρομαχτικό ταξίδι του χαμού»[2] που καταλήγει στην άκρη της νύχτας· πρόκειται για το γκρέμισμα μιας Ουτοπίας: αυτή της «φιλελεύθερης», «ανεκτικής» και «ορθολογικής» (όλα σε εισαγωγικά) κοινωνίας της Δύσης όπου ζούμε –με ελαφρές αναταράξεις– την ήσυχη ζωή μας.
Μια δημοκρατία της Δυτικής Ευρώπης με εγκατεστημένους και λειτουργικούς θεσμούς, νόμους και ρυθμιστικούς κανόνες συνύπαρξης και συμβίωσης των κατοίκων της, μεταλλάσσεται σταδιακά σε δικτατορικό καθεστώς, καθώς τα πράγματα αρχίζουν να εκτρέπονται και, με βάση έναν κατ’ επίφαση Νόμο Έκτακτης Ανάγκης, να υποκύπτουν στον έλεγχο ενός απρόσωπου κρατικού μηχανισμού. Η πρώτη αντίδραση είναι: «αυτά δεν γίνονται εδώ»[3], ενώ την ίδια στιγμή αυτά που δεν γίνονται εδώ, συμβαίνουν ήδη – ακριβώς εδώ. Το κράτος παρουσιάζεται ως ενσάρκωση του Κακού, ως μια υποχθόνια μηχανή καθυπόταξης της ελεύθερης βούλησης. Σ’ αυτή την προσομοίωση του αδύνατου, τίποτα το απίθανο δεν υπάρχει, καθώς τα πάντα μπορούν να συμβούν (και συμβαίνουν) και αυτό τονίζει ακόμα περισσότερο τον τρόμο που εκπέμπει το βιβλίο. Ο Λιντς καταφέρνει να αιχμαλωτίσει τον αναγνώστη (σχεδόν τον χειραγωγεί – ποιητική αδεία, όπως συμβαίνει για παράδειγμα σε κάποιες ταινίες του Μίκαελ Χάνεκε).
«Κάτι μπήκε μέσα στο σπίτι»
Η αφήγηση, με τη φόρμα μιας μέγγενης που ο συγγραφέας χειρίζεται με μεγάλη δεξιοτεχνία, αρχίζει να σφίγγει (χωρίς ούτε στιγμή να χαλαρώνει) τον κλοιό, ναρκοθετώντας την καθημερινότητα της οικογένειας Στακ. Ο Λιντς αρχίζει να ξετυλίγει την μεγάλη εικόνα μιας κοινωνίας που κατρακυλά στην άβυσσο μέσα από το πυρηνικό της κύτταρο. Πώς προσλαμβάνεται και τι συνέπειες προκαλεί αυτό που συμβαίνει, στην καθημερινότητα μιας εξαμελούς μεσοαστικής οικογένειας του Δουβλίνου η ζωή της οποίας βγαίνει ξαφνικά ένα βράδυ από τις ράγες και εκτροχιάζεται;
Αυτή η δραματουργική επιλογή αποδεικνύεται εξόχως αποτελεσματική, γιατί μας βάζει πιο βαθιά μέσα στο πρόβλημα, καθώς αυτοί οι άνθρωποι της διπλανής πόρτας γίνονται πιο εύκολα εμείς. Και ακριβώς εκεί, στην οικογενειακή εστία, στο πιο μύχιο, πρώτο και τελευταίο καταφύγιο κάθε ανθρώπου επί γης, είναι το σημείο απ’ το οποίο εισβάλλει το Κακό και μάλιστα με τον πιο αδιάφορο και συνηθισμένο τρόπο: το κτύπημα της πόρτας· «κάτι μπήκε μέσα στο σπίτι» μονολογεί η κεντρική ηρωίδα όταν οι δύο ασφαλίτες φεύγουν· κάτι σκοτεινό. Και αυτό το κάτι δεν είναι κάποιος κλέφτης, αλλά το κράτος το ίδιο αυτοπροσώπως, που τους κλέβει την ίδια τους τη ζωή χρησιμοποιώντας τις εγγενείς μορφές καταστολής που κάθε κράτος (δημοκρατικό ή όχι) διαθέτει: έλεγχο, βία, φόβο, τιμωρία. H Άιλις, μητέρα τεσσάρων παιδιών και μικρομάνα, σύζυγος, εργαζόμενη (μικροβιολόγος), κόρη και νοικοκυρά είναι μια συνηθισμένη γυναίκα πολλαπλών ρόλων της εποχής μας και, ταυτόχρονα, μια δύναμη της φύσης που κουβαλά στους ώμους της το βάρος όλου του κόσμου – του δικού της κόσμου: με ακατάβλητο ψυχικό και ηθικό σθένος είναι η μηχανοδηγός της αφήγησης και παλεύει με πρώτη ύλη την απόγνωση και την «ελπίδα που έχει δοθεί μονάχα για τους απελπισμένους» να κρατήσει την οικογένειά της ενωμένη και ασφαλή: αυτός είναι ο αγώνας και η αγωνία της, από την αρχική σελίδα, όταν ανοίγει την πόρτα στους άντρες της Garda (Μυστική Υπηρεσία Εθνικής Ασφάλειας), βάζοντας άθελά της μέσα στο σπίτι το σκουλήκι του φόβου, μέχρι την τελευταία, όταν επιβιβάζεται στη βάρκα με τα παιδιά της και με προορισμό το άγνωστο. Δεν είναι ηρωικός χαρακτήρας αλλά μια γυναίκα που μάχεται για όσα της ανήκουν – και γι’ αυτό αρνείται να συμμορφωθεί προς τας υποδείξεις: πηγαίνει ξανά και ξανά με το μωρό στην αγκαλιά, στην Garda, στο στόμα του λύκου, για να διαμαρτυρηθεί για τον εξαφανισμένο άντρα της· παραβιάζει την απαγόρευση κυκλοφορίας γιατί «ζούμε ακόμα σ’ ένα Κράτος Δικαίου ή μήπως όχι;» άρα δικαιούται να βγει έξω και να ψάξει να βρει γάλα για το μωρό της· να επισκεφτεί και να φροντίσει τον ηλικιωμένο πατέρα της που ζει μόνος και βρίσκεται σε κατάσταση αρχικής άνοιας, χωρίς όμως να δώσει την απαιτούμενη προσοχή στα λόγια του που φτάνουν κατευθείαν στο πυρήνα της κατάστασης: «αν αλλάξουν αυτοί που έχουν τον έλεγχο των θεσμών, αλλάζουν αυτοί που έχουν τον έλεγχο των γεγονότων, αλλάζει η δομή της πίστης, ο έλεγχος αυτού για το οποίο όλοι συμφωνούμε, είναι απλό, Άιλις, πολύ απλό, η Ένωση αυτό κάνει, προσπαθεί ν’ αλλάξει αυτό που εσύ κι εγώ ονομάζουμε πραγματικότητα…». Διασχίζει τη γέφυρα που βάλλεται από οβίδες και πυρά ελεύθερων σκοπευτών, πηγαίνοντας τρελαμένη από το ένα νοσοκομείο στο άλλο για να αντικρίσει τελικά το αποτρόπαιο πρόσωπο της φρίκης στο άψυχο κορμί του 13χρου γιου της – στις πιο πυρακτωμένες και τρομακτικές σελίδες του βιβλίου. Η εμμονή της στη διατήρηση της καθημερινής ρουτίνας («ετοιμαστείτε, ελάτε να φάτε πρωινό, τα σχολεία και τα μαγαζιά θα ανοίξουν, δεν μπορεί να συνεχιστεί άλλο αυτό»), όταν όλα γύρω της καταρρέουν, είναι ο τρόπος της να ξεπεράσει τον πόνο της απώλειας και να πείσει τον εαυτό της ότι τελικά όλα θα πάνε καλά και ότι η ζωή θα επανέλθει σε μια κανονικότητα, ακόμα κι όταν οι πολεμικές συγκρούσεις διεξάγονται στο κατώφλι του σπιτιού της. Κι όταν τα πράγματα αρχίζουν να παίρνουν «την κατηφόρα τη μεγάλη»[4] και η μέρα δεν είναι πια μέρα και τα πάντα αρχίζουν να αιμορραγούν σκοτάδι, ακούμε τις σκέψεις της να βουλιάζουν μέσα στο έλος του φόβου, καθώς το σκουλήκι ροκανίζει τα θεμέλια του τελευταίου καταφύγιου:
Ήρθε η αυγή, αλλά όχι η μέρα, η μέρα το ’χει σκάσει, τώρα το βλέπει, τώρα το καταλαβαίνει, το φως που νικάει το σκοτάδι είναι ψέμα, αλήθεια είναι μόνο η νύχτα, αυτή παραμένει αληθινή κι ακλόνητη, τώρα καταλαβαίνει ότι μάζεψε τα παιδιά στην αγκαλιά της ξέροντας πως η υπόσχεση της προστασίας ήταν ψεύτικη, αυτό το σπίτι δεν είναι πια καταφύγιο.
Χωρίς ανάσα
Η αφήγηση είναι τριτοπρόσωπη, οι διάλογοι ενταγμένοι στη ροή του μακροπερίοδου λόγου, η γραφή πυρετώδης και χωρίς παραγράφους, η ατμόσφαιρα κλειστοφοβική ακόμα και στους εξωτερικούς χώρους, λες κι ο ουρανός έχει γυρίσει ανάποδα όπως και οι ζωές των ηρώων· η γλώσσα (απολύτως ρεαλιστική) δεν παράγει την αίσθηση του ανοίκειου, γιατί αυτό που συμβαίνει είναι θαρρείς –μ’ έναν τρόπο παράξενο– έξω από το γλωσσικό πλέγμα, στον πραγματικό (πλήρως αναγνωρίσιμο) κόσμο της καθημερινότητας και τον οποίο οι λέξεις αναπαριστούν με ανατριχιαστική ακρίβεια. Η χώρα γίνεται ένας ερειπιώνας και η πόλη ένα τοπίο ολέθρου (μιλάμε πάντα για το Αγαπημένο Βρωμοδουβλίνο[5] με πλήθος οδόσημα, περιοχές, πλατείες, γέφυρες και συνοικίες που κατονομάζονται). Άνθρωποι εξαφανίζονται, κυβερνητικοί στρατιώτες και αντάρτες (tale quale - καμιά διαφορά ανάμεσά τους, όψεις της ίδιας βαρβαρότητας) εμφανίζονται, δικαιώματα και αυτονόητες ελευθερίες καταργούνται – και «ο θάνατος το στρώνει»[6] καθώς ξεσπά το πιο άγριο είδος πολέμου: εμφύλιος.
Απουσιάζει παντελώς κάθε αιτιοκρατικό στοιχείο, ιδεολογικό υπόβαθρο ή πολιτική αναφορά σχετικά με την εγκαθίδρυση της τυραννίας ή της εξίσωσης των εξεγερμένων με τους τυράννους. H απάντηση του συγγραφέα στο πώς και στο γιατί αυτής της πτώσης στο κενό του ολοκληρωτισμού και της μεταλλαγής ενός τυπικού δυτικοευρωπαϊκού δημοκρατικού καθεστώτος σε δικτατορία έρχεται από τον 19ο αιώνα και από Το κόκκινο και το μαύρο του Ανρί Μπελ, ευρύτερα γνωστού ως Σταντάλ:
Η πολιτική είναι μια πέτρα δεμένη γύρω από το λαιμό της λογοτεχνίας που την πνίγει σε λίγα λεπτά.
Η ζωή γίνεται ένας μεθοριακός σταθμός στην άκρη του πουθενά , ένας θολός βυθός, μια «έρημη αποβάθρα της μνήμης» και η απέναντι ακτή, κρυμμένη κι άφαντη. Όλα κλειστά, με στρώματα στα παράθυρα, με τα παιδιά στο σπίτι των Στακ να κοιμούνται κάτω από τη σκάλα και ό,τι έχει απομείνει να βρίσκεται καταχωνιασμένο στο πατάρι:
Μια αίσθηση πως το πατάρι δεν ανήκει στο σπίτι, υπάρχει ξέχωρα, μόνο του, προθάλαμος της σκοτεινιάς και της αταξίας, λες κι είναι το σπίτι της ίδιας της μνήμης, και βλέπει μπροστά της ό,τι έχει απομείνει από τους νεότερους εαυτούς τους, τους βρίσκει εκεί διπλωμένους, πακεταρισμένους μέσα σε κουτιά και σε σακούλες, ξεχασμένους στο χάος άλλων χαμένων και ξεχασμένων εαυτών, σκόνη κατακάθεται πάνω στα χρόνια που έχουν ζήσει, τα χρόνια που έχουν ζήσει γίνονται σιγά σιγά σκόνη, τι θα μείνει και τι λίγα θα ξέρουν οι άλλοι για μας, για ό,τι ζήσαμε, μέχρι ν’ ανοιγοκλείσεις τα μάτια σου θα ’χουν όλα ξεχαστεί.
Ότι συμβαίνει στους ήρωες που δεν έχουν χώρο να σταθούν και ν’ αναπνεύσουν, το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και στον αναγνώστη: «Ώστε οι αναγνώστες μου δεν μπορούν να πάρουν ανάσα; Μπράβο, αυτό ήθελα! Γιατί ούτε και οι ήρωες του βιβλίου μπορούν», είπε ο συγγραφέας σε συνέντευξή του, όταν ήρθε στη χώρα μας για την προώθηση του Προφήτη, σε μια προκλητική αλλά και αληθινή ατάκα. Η γραμμική και ταχύρρυθμη εξέλιξη της πλοκής σε ό,τι αφορά την αλληλουχία των γεγονότων (όλα συμβαίνουν πολύ γρήγορα) συμπυκνώνει τον αφηγηματικό χρόνο, ανεβάζοντας ταυτόχρονα την ένταση και το σασπένς στο κόκκινο· σαν ένα τρένο που αναπτύσσει συνεχώς και συνεχώς ταχύτητα μέχρι να μην μπορείς να δεις τίποτα από τον έξω κόσμο, παρά μόνο την ψυχική άβυσσο που ανοίγεται και διαρκώς μεγαλώνει μέσα σου.
Πρόκειται για μια λογοτεχνική εμπειρία που ανοίγει χάσματα και δημιουργεί ρωγμές, που δεν παρηγορεί, που δεν λυτρώνει αλλά σε οδηγεί εκεί όπου δεν μπορείς να πας, καθότι η αυθεντική τέχνη είναι τέτοια μονάχα όταν αποσταθεροποιεί τον αναγνώστη στερώντας του τις βεβαιότητες με τις οποίες πορεύεται στον κόσμο. Μια δυσφορία, σχεδόν ψυχοσωματική, σ’ αρπάζει από το λαιμό από την πρώτη σελίδα και η ανάγνωση σε παγιδεύει, θαρρείς σε υπνωτίζει, γίνεται μια φυλακή απ’ την οποία δεν μπορείς ούτε και θες να βγεις (αν και το προσπαθείς συνεχώς), καθώς υπάρχει μια πρωτόφαντη αίσθηση περιπλάνησης σε βομβαρδισμένα άγνωστα εσωτερικά τοπία, στα απώτατα όρια του εαυτού· εκεί όπου τα όποια σύνορα δεν είναι παρά ένας σωρός ερείπιων θαμμένων στη μέση της ερήμου.
Το Τραγούδι του προφήτη μιλά για την ανθρώπινη συνθήκη σε κατάσταση πολιορκίας και εμφύλιου σπαραγμού και έρχεται από ένα παράλληλο σύμπαν που βρίσκεται σε απόσταση αναπνοής απ’ το δικό μας· ένα σύμπαν κατοικημένο από περιοχές που κοιμούνται και ξυπνούν αγκαλιά με τον θάνατο, όπως η Γάζα, η Ουκρανία, η Συρία, η Μιανμάρ και πλείστες άλλες χώρες του κόσμου-σκουπιδοτενεκέ στον οποίο ζούμε· ένα σύμπαν που μοιάζει μακρινό, αλλά είναι απίστευτα κοντά μας, δίπλα μας κι εντός μας.
[1] Τίτλος μυθιστoρήματος του Joseph Roth (Der stumme Prophet, 1966), μετάφραση: Σωτήρης Χαλικιάς, εκδ. Οδυσσέας. (Το βιβλίο αυτό που θεωρούνταν χαμένο για δεκαετίες, με βάση τις έρευνες, πρέπει να γράφτηκε μεταξύ του 1927 και του 1930).
[2] Νίκος Καββαδίας, από το ποίημα με τίτλο «Θεσσαλονίκη» της ποιητικής συλλογής Πούσι, 1947.
[3] Τίτλος μυθιστορήματος του Sinclair Lewis (It can’t happen here, 1935), μετάφραση Νίκος Α. Μάντης, εκδ. Καστανιώτη.
[4] Aπό το τραγούδι «Το μονοπάτι», στίχοι αδελφοί Γιαννακόπουλοι και Αλέκος Σακελλάριος, μουσική Γιώργος Μουζάκης, ερμηνεία Βίκυ Μοσχολιού.
[5] Τίτλος βιβλίου του Άρη Μαραγκόπουλου για τους Τόπους και τις Γλώσσες στον Οδυσσέα του Τζαίημς Τζόυς, εκδ. Κέδρος.
[6] Γιάννης Βαρβέρης, από το ομότιτλο ποίημα της ποιητικής συλλογής Ο θάνατος το στρώνει.