Ο λόγος κατευθείαν στον Πολ Όστερ και ιδού οι πρώτες πρώτες αράδες τού νέου βιβλίου του, με την (ας το πω απ’ την αρχή) μεταφραστική δεινότητα της Ιωάννας Ηλιάδη:
Γεννημένος την Ημέρα των Νεκρών και νεκρός πέντε μήνες πριν από τα εικοστά ένατα γενέθλιά του, ο Στίβεν Κρέιν έζησε πέντε μήνες και πέντε μέρες από τον εικοστό αιώνα, πέθανε από φυματίωση προτού του δοθεί η ευκαιρία να οδηγήσει αυτοκίνητο ή να δει αεροπλάνο, να παρακολουθήσει μια ταινία να προβάλλεται στη μεγάλη οθόνη ή να ακούσει ραδιόφωνο, μια φιγούρα από έναν κόσμο ξεπερασμένο, ένας άντρας ο οποίος δεν αξιώθηκε το μέλλον που περίμενε τους συνομηλίκους του, κι όχι μόνο τις νέες εφευρέσεις και την κατασκευή των θαυμαστών εκείνων μηχανών, αλλά και τα φριχτά γεγονότα της εποχής, μεταξύ των οποίων ο αφανισμός δεκάδων εκατομμυρίων ζωών σε δύο παγκοσμίους πολέμους. Συγκαιρινοί του ήταν ο Ανρί Ματίς (είκοσι δύο μήνες μεγαλύτερός του), ο Βλαντιμίρ Λένιν (δεκαεπτά μήνες μεγαλύτερος), ο Μαρσέλ Προυστ (τέσσερις μήνες μεγαλύτερος) και αμερικανοί συγγραφείς όπως ο Γ. Ε. Μπ. Ντι Μπόις, ο Θίοντορ Ντάιζερ, η Γουίλα Κάθερ, η Γερτρούδη Στάιν, ο Σέργουντ Άντερσον και ο Ρόμπερτ Φροστ, όλοι εκ των οποίων συνέχισαν για καιρό την πορεία τους στον νέο αιώνα. Ωστόσο το έργο του Κρέιν, μακριά από την παράδοση αυτών που είχαν προηγηθεί, ήταν τόσο ριζοσπαστικό για την εποχή του, ώστε να θεωρείται πλέον ο πρώτος αμερικανός μοντερνιστής, ο άνθρωπος στον οποίο κατά κύριο λόγο οφείλουμε την αλλαγή στη θέαση του κόσμου μέσα από το πρίσμα του γραπτού λόγου.
Και ξανά ο Όστερ, λίγο πριν από το τέλος της ογκώδους βιογραφίας του Στίβεν Κρέιν (1871-1900), απότοκη κοπιώδους έρευνας, επισημαίνει:
Δεν ήταν κανένας, κι ύστερα ήταν κάποιος. Τον λάτρεψαν πολλοί, τον μίσησαν πολλοί, κι ύστερα εξαφανίστηκε. Τον ξέχασαν. Τον θυμήθηκαν. Τον ξέχασαν ξανά. Τον θυμήθηκαν ξανά, και τώρα, καθώς γράφω τις τελευταίες προτάσεις αυτού του βιβλίου τις πρώτες μέρες του 2020, τα βιβλία του λησμονιούνται και πάλι. Οι καιροί είναι σκοτεινοί στην Αμερική, οι καιροί είναι σκοτεινοί παντού, και καθώς συμβαίνουν τόσα πολλά που διαβρώνουν τις βεβαιότητές μας σχετικά με το ποιοι είμαστε και προς τα πού πηγαίνουμε, ίσως έχει έρθει η ώρα να ξεθάψουμε αυτό το φλεγόμενο αγόρι και να αρχίσουμε να το θυμόμαστε πάλι. Η πρόζα του εξακολουθεί να πετάει σπίθες, η ματιά του είναι ακόμα κοφτερή, το έργο του είναι αιχμηρό. Έχει τίποτα απ’ όλα αυτά την παραμικρή σημασία για κανέναν από εμάς; Αν έχει –και μπορεί κανείς μόνο να ελπίζει ότι αυτό είναι αλήθεια–, πρέπει να δώσουμε προσοχή.
Ο Κρέιν έζησε μόλις είκοσι εννιά χρόνια (1871-1900), αλλά έζησε μια ζωή γεμάτη, σε φρενιτιώδεις ρυθμούς. Θήτευσε ως δεινός ρεπόρτερ στο δημοσιογραφικό ρεπορτάζ, αναδείχτηκε σε οξυδερκή και δεινό πολεμικό ανταποκριτή, έγραψε ποιήματα, διηγήματα, μυθιστορήματα. Υπήρξε προδρομική μορφή λογοτεχνικών κινημάτων που θα ωρίμαζαν ύστερα από το θάνατό του, θανατόπληκτος εξάλλου ο ίδιος και φίλος κάποιων από τους κορυφαίους λογοτέχνες του καιρού του και του τόπου του, εκφραστής «του ανοιχτού πνεύματος της νέας εποχής», κατά την καίρια κρίση του στενού του φίλου και θαυμαστή του, Χ. Τζ. Γουέλς.
Αναγνώστης τεσσάρων ετών
Ο Κρέιν γεννήθηκε τον Νοέμβριο του 1871 στο Νιούαρκ του Νιου Τζέρσι, όπως άλλωστε και ο Όστερ. Ήταν το τελευταίο από τα δεκατέσσερα παιδιά του μεθοδιστή ιερέα Τζόναθαν Τόουνλι Κρέιν και της βαθύτατα θρησκευόμενης Μαίρη Έλεν Πεκ – ο Κρέιν, πάντως, δεν κληρονόμησε τη θρησκευτικότητα των γονιών του. Στα τέσσερά του ήδη διάβαζε μυθιστορήματα· παρότι φιλάσθενος, στα έξι του κάπνισε τσιγάρο και ήπιε μπίρα· και τα Χριστούγεννα του 1879 έγραψε το πρώτο του ποίημα, παρακαλώντας έμμετρα τους γονείς του να του δωρίσουν, μέρες που ήταν, ένα σκυλάκι. Σε όλη τη διαδρομή του βίου του αγάπησε πολύ τα ζώα, λάτρευε την ιππασία και γενικώς προέκρινε τη ζωή στην ύπαιθρο. Έμεινε ορφανός από πατέρα το 1880 και η μητέρα του, για να συντηρήσει την πολυμελή οικογένεια, συνεργάστηκε με περιοδικά των μεθοδιστών, αλλά και με την Tribune της Νέας Υόρκης και την Press της Φιλαδέλφειας.
Το 1883, η μητέρα του αγόρασε ένα σπίτι στο θέρετρο Άσμπερι Παρκ στο Νιου Τζέρσι, «την καλοκαιρινή Μέκκα του αμερικανικού μεθοδισμού», όπου ο έφηβος Στίβεν Κρέιν ξεκίνησε τη συγγραφική του καριέρα, «σκαρώνοντας στις καλοκαιρινές διακοπές μικρά σατιρικά κείμενα για έναν από τους αδελφούς του, τον Τάουνλι (μεγαλύτερό του κατά δεκαοχτώ χρόνια), ο οποίος διηύθυνε ένα τοπικό πρακτορείο ειδήσεων».
Εν τω μεταξύ, ο θάνατος μπήκε πιο δραματικά στη ζωή της οικογένειας Κρέιν. Το 1884, ο Στίβεν έχασε την εικοσιοκτάχρονη αδελφή του Άγκνες από μηνιγγίτιδα· και το 1886, τον εικοσιοτριάχρονο αδελφό του Λούθερ, που σκοτώθηκε κάτω από τους τροχούς ενός τρένου εν κινήσει το οποίο τον παρέσυρε ενώ εργαζόταν ως σηματωρός.
Το 1886 ήταν χρονιά δυσφορίας για τον Στίβεν. Ήταν και χρονιά διακεκομμένης φοίτησης, αφού είχε ξεκινήσει να σπουδάζει μηχανικός στο Λαφαγιέτ, όπου έκανε μόνο ένα εξάμηνο, ενώ το επόμενο εξάμηνο βρέθηκε στο Σίρακιουζ, όπου γράφτηκε σε ένα και μοναδικό μάθημα, ασχολούμενος κυρίως με την ομάδα μπέιζμπολ. Οι σπουδές δεν του πήγαιναν.
Στη συνέχεια, ο Στίβεν Κρέιν επέστρεψε νότια, στο Άσμπερι Παρκ και στη Νέα Υόρκη. Θυμόταν το Πορτ Τζάρβις, το μέρος όπου είχε μετατεθεί ο πατέρας του όταν ο Στίβεν ήταν επτά χρόνων. Κι η επιστροφή του στη Νέα Υόρκη συνοδευόταν από μια ισχυρή απόφαση, να γίνει συγγραφέας. Μέτρησε τον εαυτό και είδε ότι θα τα κατάφερνε. Ήταν μια απόφαση ζωής. Διάλεξε ένα δύσκολο επάγγελμα, μάλλον ελπίζοντας να βιοποριστεί με αξιοπρέπεια. Το 1891 θα ήταν γι’ αυτόν έτος αποφάσεων.
Και για τη λογοτεχνία ήταν σημαντικό έτος. Όπως λέει ο Όστερ, «στις 28 Σεπτεμβρίου 1891, σε απόσταση λίγων τετραγώνων από το μέρος όπου σύντομα θα ζούσε ο Κρέιν στο Μανχάταν, πέθανε παραγνωρισμένος και σχεδόν ξεχασμένος ο Χέρμαν Μέλβιλ». Και στις 10 Νοεμβρίου, χιλιάδες χιλιόμετρα ανατολικά, πέθανε στη Μασσαλία, σε ηλικία τριάντα επτά ετών, ο Αρθούρος Ρεμπώ. Αλλά τελικά το θανατικό έγγιξε ακόμα μια φορά τον Κρέιν. Είκοσι επτά μέρες μετά το θάνατο του Ρεμπώ, η 64άχρονη μητέρα του Κρέιν πέθανε από καρκίνο. Λυπηρό, αλλά πλέον ήταν πιο ελεύθερος να ακολουθήσει τις επιλογές του. Και η βασική επιλογή, ελέχθη πιο πάνω, ήταν η δημοσιογραφία.
Ήταν η δουλειά για την οποία, θα έλεγε κανείς, είχε γεννηθεί. Στη διαδρομή του, όμως, αφέθηκε να παρασυρθεί από τις αντιφάσεις της προσωπικότητάς του, συνδυάζοντας τις, ας πούμε, ευκολίες του δημοσιογραφικού λόγου (αν και ο ίδιος βασάνιζε κάθε του πρόταση πριν τη δημοσιεύσει) με το πηγαίο λογοτεχνικό του ταλέντο, χάρη στο οποίο μπόρεσε να καταβυθιστεί στα έγκατα μιας ζωής βιωμένης όλο πάθος, της δικής του και των ηρώων του. Και οι μεν ήρωές του ήταν πεπρωμένο τους να μείνουν στην αθανασία. Εκείνος πάλι, κι ας μην το ήξερε, δεν είχε πολύ χρόνο μπροστά του.
Στον εκκολαπτόμενο συγγραφέα απέμεναν όχι περισσότερα από οκτώμισι χρόνια ζωή. Σε αυτό το σύντομο διάστημα παρήγαγε ένα αριστουργηματικό μυθιστόρημα, Το κόκκινο σήμα του θάρρους (στα ελληνικά σε δύο εκδόσεις, σε μετάφραση Νίκου Παναγιωτόπουλου και με εισαγωγή του Νίκου Μπακουνάκη, Μεταίχμιο, 2019· και με τίτλο Κόκκινο παράσημο ανδρείας, σε μετάφραση και με επίμετρο της Κατερίνας Σχινά, Διαλέγεσθαι, 2019), δύο θαυμάσιες και τολμηρές αφηγηματικά νουβέλες, Μάγκι: ένα κορίτσι του δρόμου και Το Τέρας, περίπου τριάντα διηγήματα ψιλοκεντημένα, λόγου χάριν τη «Βάρκα στο πέλαγος», όπου ναυαγοί αβοήθητοι παραδέρνουν, Θεού απόντος και φύσεως αδιαφορούσης, και το «Μπλε ξενοδοχείο» όπου, όπως σημειώνει η Κατερίνα Σχινά, «οι άνθρωποι χαρακτηρίζονται καταδικασμένοι “ψείρες γαντζωμένες σ’ έναν γλόμπο χαμένο στο διάστημα». Παρήγαγε ακόμα μερικά «από τα πιο άγρια ποιήματα του δέκατου ένατου αιώνα» (Οι μαύροι καβαλάρηδες, Ο πόλεμος είναι καλός, έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά από τον Γιώργο Μπλάνα, αν και έχουν δημοσιευτεί μόνο διαδικτυακά). Στα ποιήματά του, ο Κρέιν ρητά εξεγείρεται εναντίον του Θεού της Παλαιάς Διαθήκης, διότι «ο Θεός κωφεύει στις εκκλήσεις των ανθρώπων για ελεημοσύνη»). Επίσης, παρήγαγε περισσότερα από διακόσια δημοσιογραφικά κείμενα, πολλά εκ των οποίων στέκονται επάξια δίπλα στο αφηγηματικά του έργο.
Πρόκειται, λοιπόν, για ένα ιδιοφυές «φλεγόμενο αγόρι», η πορεία του οποίου διακόπηκε απότομα και πρόωρα. Ή, αν θέλετε, η περίπτωση Κρέιν είναι η αμερικανική απάντηση στον Τζον Κητς και στον Πέρσυ Σέλλεϋ, στον Μότσαρτ και στον Σούμπερτ… Ο Στίβεν Κρέιν, δηλαδή, ήταν ένα «φλεγόμενο αγόρι», και εξακολουθεί να φλέγεται εκατόν είκοσι τρία χρόνια μετά το θάνατό του.
Στοιχειωμένος από το θάνατο
Ο Κρέιν είχε έρθει από νωρίς σε επαφή με την εμπειρία του θανάτου. Στα εννιά του παραλίγο να πνιγεί κολυμπώντας σε ένα ποτάμι. Και κινδύνεψε ξανά να πνιγεί σε ένα ναυάγιο ανοιχτά της Φλόριντα το 1897. Είδαμε επίσης το θανατικό να επισκέπτεται τα αδέλφια του. Επίσης, στο Νιου Τζέρσι, Κρέιν παρόντος, μια γυναίκα μαχαιρώθηκε θανάσιμα από τον εραστή της. Παρ’ όλα αυτά, παρά το θάνατο που στοίχειωνε τη ζωή του, ο Κρέιν ζούσε υπηρετώντας στρατηγικά τη ζωή, αν και κατά έναν τρόπο βρισκόταν διαρκώς στο μεταίχμιο ζωής και θανάτου.
Βεβαίως, δεν ξέρουμε πώς έζησε. Ό,τι έγραψε είναι επινοημένο, δεν έγραψε για το εαυτό του, ελάχιστα τεκμήρια περίσσεψαν της δικής του ζωής, ενώ παρά τη διαδεδομένη συνήθεια της εποχής του όσοι τουλάχιστον έγραφαν να κρατούν ημερολόγιο, αυτός δεν φαίνεται να κράτησε ημερολογιακές σημειώσεις. Έτσι ο Όστερ έπρεπε να «διαβάσει» τον συγγραφέα του Κόκκινου σήματος του θάρρους μέσα από το έργο του – έργο που, παρά τις πιεστικές συνθήκες του βίου του, δηλαδή την απερίγραπτη σπατάλη που είχε αποτέλεσμα συχνά πυκνά να επιβιώνει σε συνθήκες ανέχειας–, το οποίο σε γενικές γραμμές είναι υψηλής αφηγηματικής στάθμης. Ο Όστερ προσεγγίζει τον Κρέιν, και το δηλώνει, «όχι ως ειδικός ή μελετητής, αλλά ως ηλικιωμένος συγγραφέας που αισθάνεται δέος μπροστά στην ιδιοφυΐα ενός νεαρού λογοτέχνη».
Ο Κρέιν, που πέθανε φυματικός είκοσι οκτώ χρόνων, πρόλαβε να ζήσει μια ζωή «παράξενη και μοναδική, που τη χαρακτήριζαν τα παράτολμα εγχειρήματα, η συχνά εξουθενωτική ένδεια και μια πεισματική, ανυποχώρητη αφοσίωση στη συγγραφική του κλίση, που συχνά τον έσπρωχνε από τη μία απίθανη και επισφαλή κατάσταση στην άλλη». Χειρίστηκε με μεγάλη επιδεξιότητα, τα πλέον διαφορετικά θέματα γράφοντας από διηγήματα με ήρωες μικρά παιδιά και βασανισμένους μποέμ καλλιτέχνες μέχρι τα οπιοποτεία της Νέας Υόρκης ή της συνθήκες σε ένα ανθρακωρυχείο στην Πενσιλβάνια. Αλλά μπήκε και σε μεγάλα μπλεξίματα, ας δούμε μερικά:
*Στα είκοσί του, έγραψε ένα αμφιλεγόμενο άρθρο το οποίο έφερε αναταραχή λίγο πριν τις προεδρικές εκλογές του 1892. Επρόκειτο για μια προσωπική δημόσια διαμάχη του με την Αστυνομική Υπηρεσία της Νέας Υόρκης, που τελικά κατέληξε το 1896 στην αποπομπή από την πόλη.
*Έζησε σε σχέση ελεύθερης συμβίωσης με την ιδιοκτήτρια του πλέον κακόφημου σπιτιού στο Τζακσονβίλ.
*Εργάστηκε ως πολεμικός ανταποκριτής κατά τη διάρκεια του ισπανοαμερικανικού πολέμου στην Κούβα, στη διάρκεια του οποίου επανειλημμένως βρέθηκε αντιμέτωπος με διασταυρούμενα πυρά.
Ακόμα κι έτσι, όμως, και παρά τα μπλεξίματά του, όπως ο Αρθούρος Ρεμπώ κατάφερε να ταξιδέψει πολύ: στις αρχές του 1895 έφυγε για ένα μεγάλο ταξίδι στις δυτικές πολιτείες της Αμερικής (Νεμπράσκα, Νέα Ορλεάνη, Τέξας) και στο Μεξικό όπου εντυπωσιάστηκε από την αξιοπρέπεια των χωρικών, με την υποχρέωση να γράψει ρεπορτάζ. Η χάρη του έφτασε μέχρι τα άγρια, ακόμα εκείνη την εποχή, Βαλκάνια, όπου το 1897 κάλυψε ως πολεμικός ανταποκριτής τον Ελληνοτουρκικό Πόλεμο του 1897.
Η εποχή του Στίβεν Κρέιν ήταν εποχή καινοτομιών και εισαγωγής νεωτερισμών. Τους νεωτερισμούς αυτούς, κατακτήσεις του μοντέρνου πνεύματος, τους καταλογογραφεί με μεγάλη επιμέλεια ο Πολ Όστερ. Δεν είναι και λίγοι: από το αγκαθωτό συρματόπλεγμα μέχρι την ηλεκτρική καρέκλα, τον ασύρματο τηλέγραφο, την κόκα-κόλα, τη φωτογραφική κινηματογραφική κάμερα, τον κινητήρα εσωτερικής καύσης, τη μυγοσκοτώστρα, αλλά και τη λινοτυπική μηχανή, χάρη στην παραγωγή τους άλλαξε σε μεγάλο βαθμό η ζωή των ανθρώπων. Ο Κρέιν δεν απολάμβανε απλώς να ζει την εποχή του που η τεχνολογία άλλαζε πολλά, ως μοντερνιστής συνέβαλε και ο ίδιος στις αλλαγές. Το μοντέρνο πνεύμα της εποχής του αποτυπώνεται και ασφαλώς αποθεώνεται στο έργο του και δεν είναι τυχαίο ότι το υλικό της δουλειάς του το θαύμαζαν σπουδαίοι συγγραφείς, ανάμεσα στους οποίους ο Χ. Τζ. Γουέλς αλλά και ο Χένρι Τζέιμς, που θρήνησε τον πρόωρο θάνατό του, και ο Τζόζεφ Κόνραντ, ο πιο στενός του φίλος.
Μπόουερι, Νέα Υόρκη
Το πρώτο του μυθιστόρημα, Μάγκι: ένα κορίτσι του δρόμου, όπου αξιοποίησε επιτόπια έρευνα στο τότε κακόφημο Μπόουερι της Νέας Υόρκης, εκδόθηκε το 1893, ιδίοις αναλώμασι, με το ψευδώνυμο Τζόνστον Σμιθ. Πρόκειται για έμμεση καταγγελία των κοινωνικών και ταξικών ιεραρχήσεων με κεντρική ηρωίδα ένα φτωχό κορίτσι που αναγκάζεται να εκπορνευτεί για να επιβιώσει. Ιδού πώς ξεκινάει το πέμπτο κεφάλαιο του βιβλίου:
Το κορίτσι, η Μάγκι, άνθιζε μέσα σ’ έναν λασπόλακκο. Μεγαλώνοντας έγινε το πιο σπάνιο και θαυμαστό γέννημα των φτωχογειτονιών, ένα όμορφο κορίτσι.
Δεν φαινόταν να κυλάει στις φλέβες της ούτε ίχνος από τη βρομιά της Ραμ Άλεϊ. Οι αμπελοφιλόσοφοι του επάνω, του κάτω και του ίδιου ορόφου απορούσαν μ’ αυτό.
Όταν ήταν μικρή κι έπαιζε και τσακωνόταν με τα χαμίνια στον δρόμο, η βρομιά την έκρυβε. Καλυμμένη με κουρέλια και λίγδα, περνούσε απαρατήρητη.
Ήρθε ο καιρός όμως που οι νεαροί της γειτονιάς άρχισαν να λένε: «Τούτη η μικρούλα των Τζόνσον είναι πολύ νόστιμη». Εκείνη περίπου την εποχή ο αδελφός της της είπε: «Μαγκ, άκου τι σου λέω! Θα πας να πιάσεις δουλειά, γιατί αλλιώς θα σε πάρει ο διάολος!». Και βέβαια, τρέμοντας όπως όλες οι γυναίκες τον διάολο, η Μάγκι πήγε να πιάσει δουλειά.
Το κείμενο εκείνο, που ατύχησε απολύτως κυκλοφοριακά, προοιωνίζεται τα κορυφαία του έργα, Το κόκκινο σήμα του θάρρους και Στην πρώτη γραμμή (μετάφραση-επίμετρο: Ηλίας Μαγκλίνης, Μεταίχμιο, 2020). Το κόκκινο σήμα του θάρρους εκδόθηκε το 1895 και θεωρείται το πρώτο σύγχρονο πολεμικό μυθιστόρημα επειδή, παρότι ο συγγραφέας του, είκοσι τριών ετών, δεν είχε την παραμικρή προσωπική εμπειρία από τα πεδία των μαχών, εντούτοις κατάφερε να συλλάβει την ατμόσφαιρα του αμερικανικού Εμφυλίου και τον αντίκτυπό της στην ψυχοσύνθεση ενός νεαρού, άπειρου στρατιώτη. Το Στην πρώτη γραμμή, εκδόθηκε ένα χρόνο πριν από το θάνατό του και αναφέρεται στην εμπειρία του ίδιου του Κρέιν ως πολεμικού ανταποκριτή για λογαριασμό του New York Journal στον («ατυχή», όπως τον βαφτίσαμε οι Έλληνες, λόγω και της εθνικιστικής υστερίας που τον τροφοδότησε και της μεγάλης ήττας στην οποία πολύ γρήγορα κατέληξε) Ελληνοτουρκικό Πόλεμο του 1897, το οποίο κάλυψε μαζί με τη σύζυγό του Κόρα Τέιλορ, πρώτη παγκοσμίως γυναίκα πολεμική ανταποκρίτρια, δύο φορές κιόλας παντρεμένη και διευθύντρια πορνείου.
Πριν ευοδωθεί η σχέση του με την Κόρα Τέιλορ, είχε προηγηθεί ο άπελπις έρωτάς του για τη Χέλεν Τρεντ, αλλά και για τη Λίλυ Μπράντον Μουνρόε, την οποία ικέτεψε να το σκάσουν μαζί, αλλά οι γονείς της αντέδρασαν. Απογοητευμένος από εκείνες τις απόπειρες να κάνει σχέση, ο Κρέιν άρχισε να συχνάζει στο Μπόουερι, πόζαρε μάλιστα για έναν ζωγράφο – πολλές περιγραφές του στο μυθιστόρημά του για τον Αμερικανικό Εμφύλιο είναι εμποτισμένες από τη χρωστική της ζωγραφικής.
Τις ώρες της σχόλης ξεφύλλιζε περιοδικά που τότε αναφέρονταν συχνά στον εμφύλιο ως καθοριστικό επεισόδιο της πορείας για την ολοκλήρωση των Ηνωμένων Πολιτειών. Το διάστημα εκείνο φαίνεται ότι προετοίμαζε καιρό Το κόκκινο σήμα του θάρρους. Και οι αναγνώσεις του ήταν η μαγιά για το μυθιστόρημα, ένα «ψυχολογικό πορτρέτο του φόβου», το οποίο ολοκλήρωσε σε λιγότερο από ένα χρόνο εργαζόμενος πυρετωδώς κυρίως τις νυχτερινές ώρες. «Το κόκκινο σήμα του θάρρους γεννήθηκε από απόγνωση», επισημαίνει ο Όστερ και εξηγεί:
Ο Κρέιν ήταν άφραγκος και οι προοπτικές του να πάψει να είναι άφραγκος έδειχναν να λιγοστεύουν. Έγραφε ασταμάτητα, δίχως όμως οι προσπάθειές του να αποφέρουν κάποιο χειροπιαστό αποτέλεσμα και […] του ήταν δύσκολο να δημοσιεύσει σε εφημερίδες. Πέρα από τη Μάγκι, που είχε εξαντλήσει όλους τους οικονομικούς του πόρους, ολόκληρους τους δώδεκα μήνες του 1893 δεν κατάφερε να προωθήσει παρά μόνο τρία σύντομα κείμενα στο χιουμοριστικό περιοδικό Truth. […] Είναι όλα τους κείμενα μικρής σημασίας, που γράφτηκαν για λίγα εύκολα χρήματα και λίγο γέλιο.
Library of Congress, Washington, D.C. (LC-B8171-0560 DLC)
17 Σεπτεμβρίου 1862. Νεκροί στη μάχη του Αντιέταμ, στο Μέριλαντ. Η συγκεκριμένη μάχη είχε τόσο πολλές απώλειες και από τα δύο στρατόπεδα, γι’ αυτό η ημέρα εκείνη του Σεπτεμβρίου θεωρείται «η πιο αιματηρή ημέρα στην αμερικανική ιστορία». H φωτογραφία τραβήχτηκε από τον Alexander Gardner.
Ανυπέρβλητο ποιητικό έπος
Ο Κρέιν είχε ένα πάθος με τον πόλεμο. Όπως σημειώνει ο Όστερ, στα νιάτα του ήθελε να πάει στο Γουέστ Πόιντ, τη φημισμένη Στρατιωτική Ακαδημία, αλλά ένας από τα αδέλφια του με μεγάλη επιρροή πάνω του τον απέτρεψε. Του είπε ότι ήταν μάλλον απίθανο να γίνει πόλεμος στην εποχή τους, έτσι τι νόημα είχε να γίνει στρατιωτικός; Περιττό να τονιστεί, γράφει ο Όστερ, ότι αυτό δεν εμπόδισε τον Κρέιν να συνεχίσει να απασχολείται με τον πόλεμο και τους στρατιώτες.
Γράφοντας λοιπόν Το κόκκινο σήμα του θάρρους έκανε κάτι παραπάνω από το κέφι του. Το αποτέλεσμα τον δικαίωσε. Αμέσως μετά την ολοκλήρωση του βιβλίου, αγόρασε τα δικαιώματα της πρώτης δημοσίευσής του σε συνέχειες η εφημερίδα Philadelphia Press. Το βιβλίο έτυχε θερμής, ενθουσιώδους, υποδοχής, όχι μόνο από τους αναγνώστες αλλά και από σπουδαίους ομοτέχνους του. Ο Τζόζεφ Κόνραντ, λόγου χάριν, επισήμανε ότι το Κόκκινο σήμα έσκασε στους λογοτεχνικούς κύκλους «με την ένταση και τη δύναμη μιας οβίδας δώδεκα ιντσών με πολύ μεγάλη εκρηκτική δύναμη». Κι ο Χεμινγουέι μιλούσε για «ανυπέρβλητο ποιητικό έπος». Έτσι ο Κρέιν βρέθηκε με ένα μπεστ σέλερ που το ζητούσαν οι πάντες και, μεταξύ 1895 και 1896, το βιβλίο ανατυπώθηκε δεκαπέντε φορές. Ο συγγραφέας, εντελώς ξαφνικά, είχε πια γίνει διάσημος και αποδεκτός.
Στο Κόκκινο σήμα, μοναχικοί στρατιώτες, ο καθένας και η καταδική του μοίρα –αφθονούν οι βιβλικές αναφορές στο κείμενο–, ψηλαφούν την ομίχλη καθώς βαδίζουν τυλιγμένοι στο πέπλο της, με την ηθική ευθύνη αλλά και την αριστεία της ανδρείας να γίνονται κυρίαρχα μοτίβα: «Είχε επιτελέσει τα σφάλματά του στο σκοτάδι, οπότε παρέμενε ακόμα άνδρας». Ο τόνος είναι υποβλητικός. Παραθέτω ένα απόσπασμα από την έκδοση που αποδίδει τον τίτλο σε Κόκκινο παράσημο ανδρείας, στη μετάφραση της Κατερίνας Σχινά:
Καθώς βάδιζε στο σκιασμένο από πλατιά κλαδιά μονοπάτι, ανάμεσα στους συντρόφους του που χαζοκουβέντιαζαν, το φάσμα της σκληρότητάς του δεν τον άφηνε να ησυχάσει. Είχε κολλήσει πάνω του και σκοτείνιαζε την εικόνα των περιβεβλημένων χρυσό και πορφύρα κατορθωμάτων του. Όπου κι αν στρέφονταν οι σκέψεις του, το σκυθρωπό φάντασμα εκείνης της εγκατάλειψης μέσα στα χωράφια τον ακολουθούσε. Έριχνε λαθραίες ματιές στους συστρατιώτες του, βέβαιος ότι πρέπει να διέκριναν στην έκφρασή του τα σημάδια αυτής της καταδίωξης. Όμως εκείνοι περπατούσαν βαριά και ακανόνιστα, και η γλώσσα τους πήγαινε ροδάνι, καθώς συζητούσαν για την τελευταία σύγκρουση. […] Για ώρα, η επίμονη ανάμνηση του κουρελιασμένου στρατιώτη ρούφηξε κάθε ικμάδα από τις φλέβες του νεαρού. Έβλεπε καθαρά το τρομερό του σφάλμα και φοβόταν πως θα είχε μπροστά του όλη του τη ζωή. Δεν έπαιρνε μέρος στην κουβέντα των συντρόφων του, ούτε τους κοίταζε, ούτε καν τους αναγνώριζε· πότε πότε μονάχα τους έριχνε φευγαλέες ματιές, με την υποψία ότι έβλεπαν ξεκάθαρα τις σκέψεις του και σκάλιζαν κάθε λεπτομέρεια της σκηνής με τον κουρελιασμένο στρατιώτη.
Σιγά σιγά βρήκε τη δύναμη να παραμερίσει το αμάρτημά του. Και επιτέλους τα μάτια του φάνηκε ν’ ανοίγουν και να βλέπει αλλιώς τα πράγματα, Διαπίστωσε ότι μπορούσε να ανακαλέσει την αναίδεια και τον στόμφο που τον χαρακτήριζαν παλιότερα και να τα δει όπως πραγματικά ήταν. Και τώρα χαιρόταν ανακαλύπτοντας ότι πια τα απεχθανόταν.
Αυτή η εσωτερική μεταλλαγή τον έκανε να νιώσει σιγουριά. Έναν ήρεμο ανδρισμό, όχι δογματικό ή αυταρχικό, αλλά σθεναρό και δυναμικό. Ήξερε πως πια δεν θα έτρεμε μπροστά σ’ αυτούς που θα τον καθοδηγούσαν, όπου κι αν στόχευαν. Είχε έρθει σε επαφή με το θάνατο και είχε ανακαλύψει ότι, τελικά, δεν ήταν παρά θάνατος, τίποτε σπουδαίο. Ήταν πια άνδρας.
Κι έτσι έγινε και μεταμορφώθηκε η ψυχή του καθώς διάβαινε τον αγρό του αίματος και της οργής. Ερχόταν από εκεί που τα άροτρα είχαν γίνει μαχαίρια και κατευθυνόταν προς τους ήρεμους λειμώνες – κι ήταν σαν τα μαχαίρια πια να μην υπήρχαν. Οι ουλές μαραίνονται σαν λουλούδια.
Ο Κρέιν δεν συμμετείχε, βέβαια, στον Αμερικανικό Εμφύλιο. Τον περιέγραψε κατά τον τρόπο του Σταντάλ (υπεύθυνος για την απόδοση της μάχης του Βατερλώ), και ήταν εύστοχος. Το αφήγημά του ήταν μια πολύ ώριμη εισαγωγή στον πόλεμο, στη φρίκη του, στην κόπωση, στις υστεροβουλίες του, στη στρατηγική της επιβίωσης, στο φόβο. Πολύ πραγματικός, κι ας ήταν ένας φανταστικός πόλεμος, στην περιγραφή του οποίου οδηγήθηκε μόνο από δημοσιογραφικά κείμενα.
Το βιβλίο αυτό άλλαξε τη ζωή του Στίβεν Κρέιν. Του χάρισε κάποια χρήματα (αν και σε όλη του τη ζωή τα οικονομικά προβλήματα τον ακολουθούσαν) αλλά κυρίως του χάρισε φήμη. Ωστόσο, το 1896, όταν υπερασπίστηκε στο δικαστήριο μια νεαρή χορεύτρια καμπαρέ που είχε συλληφθεί για ανήθικη συμπεριφορά, ο Τύπος ξεσηκώθηκε εναντίον του, ενώ την ενόχλησή του εξέφρασε και ο μετέπειτα πρόεδρος των ΗΠΑ, Τίοντορ Ρούσβελτ.
Η αποδοκιμασία αυτή συνέβαλε στην απόφασή του να φύγει. Υπήρχε πρόταση να πάει ως απεσταλμένος του Συνδικάτου Τύπου, στην Κούβα, όπου ήδη από το 1895 είχε ξεκινήσει ο αγώνας για την ανεξαρτησία του νησιού. Ευρισκόμενος σε επισταθμία στο Τζακσονβίλ της Φλόριντα, γνώρισε την Κόρα Τέιλορ. Θα έλεγε κανείς ότι η τύχη άρχισε να τον αντιμετωπίζει με ευμένεια. Ωστόσο, το πλοίο Κομοντόρε, με το οποίο ξεκίνησε για την Κούβα, δυο μέρες αργότερα βυθίστηκε. Ο Κρέιν διασώθηκε και αποτύπωσε αυτή του την εμπειρία στο αφήγημά του «Η ανοιχτή λέμβος». Το ναυάγιο απασχόλησε για πολλές μέρες τον Τύπο και ο Κρέιν ανεδείχθη σε ήρωα, με τη φήμη του αποκατεστημένη.
Στην Κούβα δεν κατόρθωσε να ξαναπάει. Έφυγε ωστόσο για την Ελλάδα, για λογαριασμό της New York Journal, εφημερίδας του μεγιστάνα του Τύπου, Ουίλιαμ Ράντολφ Χιρστ.
Στο Βελεστίνο
Το 1897, η Ελλάδα μπήκε απροετοίμαστη σε έναν πόλεμο με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, που τον παρακίνησαν εθνικιστικές ομάδες πίεσης και, ιδίως, ένα σωματείο που επικαλούνταν τα δίκαια του έθνους, η Εθνική Εταιρεία, η οποία, με πολυάριθμους οπαδούς στο στρατό, στον πνευματικό χώρο, στο δικαστικό σώμα και στις εφημερίδες οδήγησε το κλίμα στη σύγκρουση. Αφορμή ήταν το Κρητικό Ζήτημα και μια αποτυχημένη εξέγερση των Κρητών που επεδίωκαν να πάψει το νησί να είναι οθωμανική επαρχία. Οι Τούρκοι σύντομα επικράτησαν στα πεδία των μαχών οδηγώντας την Ελλάδα σε ατιμωτική υποχώρηση – και σε παρέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων, που επέβαλαν διεθνή οικονομικό έλεγχο.
Αλλά προφανώς ο Κρέιν, απεσταλμένος στην Ελλάδα της New York Journal, δεν είχε έρθει για να περιγράψει το πολιτικό πρόβλημα της σύγκρουσης αλλά την ίδια τη σύγκρουση. Το βιβλίο που προέκυψε από εκείνο το ταξίδι, Στην πρώτη γραμμή, πάντως, δεν είναι αμιγώς πολεμικό αφήγημα, αφού πρωτίστως ο συγγραφέας περιγράφει μια ιστορία αγάπης, ένα ρομάντζο: η «πρώτη γραμμή» είναι συγχρόνως η γραμμή των πρόσω και η πρώτη γραμμή «στο πεδίο μάχης του έρωτα», σύμφωνα με τη διατύπωση του Ηλία Μαγκλίνη από το Επίμετρο.
Το βιβλίο δεν διαθέτει τη δυναμική του Κόκκινου σήματος, αλλά ρέει απολαυστικά κυρίως χάρη στη μεγάλη δόση σαρδόνιου χιούμορ με το οποίο διανθίζονται οι περιγραφές του. Όπως ο Έντγκαρ Άλαν Πόε, έτσι κι ο Κρέιν, λέει ο Πολ Όστερ, αντιμετωπίστηκε, συχνά εσφαλμένα, ως «ένας σκοτεινός έμπορος φρίκης και μυστηρίου, όταν στην πραγματικότητα ήταν επίσης έξοχος χιουμορίστας – ο σκυθρωπός πεσιμιστής Κρέιν μπορούσε να είναι ξεκαρδιστικά αστείος όταν το επιθυμούσε».
Η πρώτη μάχη που παρακολούθησε επί ελληνικού εδάφους ο αμερικανός πολεμικός ανταποκριτής ήταν η τουρκική επίθεση εναντίον του στρατηγού Σμολένσκη στο Βελεστίνο, την οποία περιέγραψε με ακρίβεια και, συγχρόνως, με λυρισμό, ενώ εξέφρασε το θαυμασμό του για τον τρόπο με τον οποίο πολεμούσαν οι Έλληνες και για τον ηρωισμό τους. Κάποια στιγμή, υιοθετεί και ένα σκυλάκι που το βαφτίζει Βελεστίνο.
Αλλά, είπαμε. Το βιβλίο Στην πρώτη γραμμή είναι κυρίως ρομάντζο. Κλιμακώνεται και κλείνει σαν ρομάντζο, που εξελίσσεται στη δίνη ενός (τελικά) πολύ μακρινού πολέμου για τον συγγραφέα και τους αναγνώστες του:
Σ’ έναν απομονωμένο ορμίσκο […] η Μάρτζορι και ο Κόλμαν κάθονταν σιωπηλοί. Ο Κόλμαν βρισκόταν πιο κάτω από την κοπέλα και να ήθελε να την κοιτάξει θα έπρεπε να υψώσει κάπως το βλέμμα του. Εκείνη κοίταζε τη θάλασσα με το μυστηριακό γυναικείο βλέμμα της […]. Ευχήθηκε να του χάιδευε τα μαλλιά με το χέρι της. Τότε θα ήταν ευτυχισμένος. […] Καθώς το κεφάλι του άγγιξε το γόνατό της, η Μάρτζορι έμεινε ακίνητη αγναντεύοντας τη θάλασσα, Σε λίγο τα δάχτυλά της χώθηκαν απαλά στα μαλλιά του σ΄ένα αργό χάδι λίγο πάνω από το μέτωπο. Ο Κόλμαν κοίταξε ψηλά κι ανασήκωσε τα χέρια του με μια κραυγή γεμάτη συγκρατημένη λαχτάρα. «Και δεν σ’ έχω φιλήσει ακόμα…».
Οι τελευταίες σπίθες
Είπαμε προηγουμένως ότι εμπορική επιτυχία του Κόκκινου σήματος του θάρρους προσέδωσε κύρος στον Στίβεν Κρέιν και μια οικονομική ανάσα. Στην ουσία, όμως, και ο ίδιος αλλά και η οικογένειά του δεν κατάφεραν να ανακάμψουν οικονομικά. Η συγγραφική παραγωγικότητα του Κρέιν ήταν πληθωρική, αλλά όσα έσοδα κι αν είχε πάντα οι υποχρεώσεις ήταν μεγαλύτερες. Η οικονομική του κατάσταση ίσως ήταν ο λόγος που βρισκόταν συστηματικά στα μέτωπα, καλύπτοντας πολεμικές συγκρούσεις στην Αβάνα ή στην Ελλάδα.
Στο μεταξύ, όμως, η κλονισμένη υγεία του επιδεινώνεται. Η φυματίωση τον καταβάλλει σιγά σιγά, αλλά εκείνος επιμένει να γράφει πυρετωδώς, με μανία. Γράφει μια συλλογή διηγημάτων, αρχίζει το λεγόμενο «ιρλανδικό» μυθιστόρημά του, που εκδόθηκε το 1903, ύστερα από την τελευτή του, και ξεκινά να γράφει ένα βιβλίο για τις καθοριστικές μάχες στην Παγκόσμια ιστορία, το οποίο επίσης δημοσιεύθηκε μεταθανάτια. Καθώς ο δέκατος ένατος αιώνας ετοιμάζεται να παραδώσει τη σκυτάλη στον «αιώνα Ιανό», στον εικοστό, σε ένα πάρτι με φίλους κάνει την πρώτη του αιμόπτυση. Πεθαίνει λίγους μήνες αργότερα, στις 5 Ιουνίου 1900, σε ένα θέρετρο στον Μέλανα Δρυμό.
Πρόλαβε να ζήσει μόλις «πέντε μήνες και πέντε μέρες από τον εικοστό αιώνα». Αλλά αυτόν τον «αιώνα των άκρων» (κατά τη διατύπωση του Έρικ Χόμπσμπομ) τον σφράγισε αυτός ο άνθρωπος των άκρων, με τα έργα του. Έγραφε πυρετωδώς, ισορροπώντας ανάμεσα στον νατουραλισμό, τον ρεαλισμό στην αμερικανική εκδοχή του και τον ιμπρεσιονισμό, καθιστώντας τα όρια των λογοτεχνικών συμβάσεων διαπερατά και πορώδη. Προπαντός διαρκώς φλογισμένος και φλεγόμενος.