Σύνδεση συνδρομητών

Μια αναμέτρηση με το γήρας

Δευτέρα, 24 Ιουλίου 2023 00:04
H Ελίζαμπεθ Στράουτ.
Fabio Rava / flickr
H Ελίζαμπεθ Στράουτ.

Elizabeth Strout, Όλιβ, ξανά, μετάφραση από τα αγγλικά Μαργαρίτα Ζαχαριάδου, Άγρα, Αθήνα 2022, 342 σελ.

Η Όλιβ Κίττριτζ είναι δύσκολη γυναίκα. Μια οξύθυμη ηλικιωμένη από το Μέην. Ηλικιωμένη, ζει τα γηρατειά, τις επιπτώσεις τους, στοχάζεται γι’ αυτά, μιλάει γι’ αυτά. Δεν είναι ούτε παρωδία (όπως τα ήθελε η Μποβουάρ) ούτε μακελειό (όπως τα χαρακτήριζε ο Φίλιπ Ροθ). Είναι μια περίοδος της ζωής με ενδιαφέρον και νέες συγκινήσεις. Ιδίως όταν τα περιγράφει μια δεξιοτέχνης. [ΤΒJ]

Ακριβώς δύο χρόνια μετά την πρώτη της εμφάνιση στην ελληνική βιβλιαγορά, η Όλιβ Κίττριτζ, μια γυναίκα που δύσκολα περιγράφεται και ακόμη πιο δύσκολα γίνεται συμπαθής, εισβάλλει ξανά στις βιβλιοθήκες μας μέσα από το νέο μυθιστόρημα της Ελίζαμπεθ Στράουτ (γενν. 1956) με τρόπο θριαμβευτικό.[i] Όπως και στο προηγούμενο βιβλίο που, όταν πρωτοεκδόθηκε πριν από δεκαπέντε χρόνια την έκανε παγκοσμίως γνωστή, χαρίζοντάς της το Πούλιτζερ μυθοπλασίας 2009, με ηρωίδα μια από τις πιο εκκεντρικές, δύστροπες, ειλικρινείς, γενναίες, ευέξαπτες και (ενίοτε) αυταρχικές λογοτεχνικές μορφές της σύγχρονης λογοτεχνικής σκηνής, η Στράουτ χρησιμοποιεί ξανά τη φόρμα των μικρών ιστοριών στις οποίες η Όλιβ άλλοτε συμμετέχει δυναμικά και άλλοτε πραγματοποιεί «cameo εμφανίσεις», ως μια ακόμη από τους κατοίκους του Κρόσμπυ του Μέην, της επινοημένης μικρής παραθαλάσσιας πόλης της. Η μεγαλόσωμη, σοφή αλλά τραχιά, ηλικιωμένη πια συνταξιούχος καθηγήτρια μαθηματικών δεν πρωταγωνιστεί σε καθεμιά από τις δεκατρείς ιστορίες του μυθιστορήματος. Σε κάποιες μάλιστα ο ρόλος της είναι εντελώς περιφερειακός, με αποτέλεσμα ο αναγνώστης να αναρωτηθεί αν πρωταγωνιστής του έργου είναι πράγματι εκείνη ή το Μέην –ο τόπος όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε η συγγραφέας και ζει η Όλιβ– και οι άνθρωποί του.

Οι ιστορίες του Όλιβ, ξανά εκτυλίσσονται χρονολογικά, ως επί το πλείστον, καθώς η Όλιβ γερνά, από τα 70 έως τα 80 της, και πλήττεται ολοένα και περισσότερο από τα σωματικά και συναισθηματικά δεινά που συνοδεύουν το γήρας. Δεν είναι απαραίτητο να έχει διαβάσει κανείς το Όλιβ Κίττριτζ[ii] προτού πιάσει στα χέρια του αυτό το βιβλίο, είναι όμως βέβαιο πως όταν το κλείσει θα το αναζητήσει. Η Στράουτ έχει έναν ιδιαίτερο τρόπο να κάνει ενδιαφέρον το συνηθισμένο, να πλάθει καλές ιστορίες που σε κάνουν να στοχαστείς επάνω στην πολυπλοκότητα των ανθρώπινων σχέσεων και κυρίως επάνω στο νόημα της ζωής και όσων αυτή περιλαμβάνει: θετικές και αρνητικές εμπειρίες, χαρά, (κατα)θλίψη, οικογενειακές τριβές, απιστία και συζυγικά μυστικά, ταξικό και φυλετικό ρατσισμό, μοναξιά, αρρώστιες, ζήλια, πόνο, δάκρυα, γέννα και θάνατο και το ιδιόμορφο ταξίδι προς την αποδοχή και την αγάπη· των άλλων και του εαυτού μας. Η ενδοσκόπηση και η φιλοσόφηση της ζωής βρίσκονται σε πρώτο πλάνο, εις βάρος καμιά φορά της πλοκής. Η εξερεύνηση της ανθρώπινης ψυχής γίνεται με χιούμορ, με μια πολλές φορές ωμή, αλλά καλοδεχούμενη ειλικρίνεια που μαρτυρά μια σπάνια διεισδυτική ματιά.

 

Η δύσκολη Όλιβ

Χριστέ μου, είσαι δύσκολη γυναίκα, Όλιβ, τόσο αναθεματισμένα δύσκολη…

Με αυτά τα λόγια ξεκινά ο Τζακ, ο δεύτερος σύζυγος της Όλιβ, χήρος κι αυτός, συνταξιούχος καθηγητής του Χάρβαρντ, την πρόταση γάμου που της κάνει με επιτακτικό ύφος, καταλήγοντας «Γιατί εγώ σ’ αγαπώ και δεν έχουμε πολύ χρόνο» (σελ. 252).

Πράγματι, η Όλιβ είναι δύσκολη. Στο γεγονός όμως ότι παραμένει η οξύθυμη ηλικιωμένη από το Μέην χρωστά την απήχησή του και αυτό το βιβλίο, παρότι εδώ είναι πρόδηλη η πρόθεσή της να αγαπήσουν την ξεροκέφαλη Όλιβ ακόμη και οι πιο δύσπιστοι αναγνώστες, εστιάζοντας στα στοιχεία που την κάνουν συμπαθή και αμβλύνοντας τις παραξενιές της έτσι όπως μας συστήθηκε στο πρώτο βιβλίο. Η Στράουτ έχει πλάσει έναν μοναδικό, sui generis χαρακτήρα, όπως ο Φάλσταφ ή η Μπέκυ Σαρπ, που άλλοτε μας εκπλήσσει ευχάριστα και άλλοτε μας εξαγριώνει, έναν ανθρωπότυπο που παραπλήσιό του κάπως κάποτε έχουμε συναναστραφεί αλλά δύσκολα θα φανταζόμασταν πως θα μπορούσε να τοποθετηθεί ως κεντρικός ήρωας μιας ιστορίας – μάλλον θα τον συναντούσαμε σε δευτερεύοντα ρόλο μιας αντι-ηρωίδας ή μιας «παράξενης γριάς». Παρότι μεγαλώνει και ωριμάζει, η ηρωίδα της Στράουτ δεν ωριμάζει με τον τρόπο που θα περιμέναμε. Στιγμές μοιάζει σοφότερη, σαν να έχει «μαλακώσει» ή να είναι πιο συναισθηματική κι ευαίσθητη, αν όχι ευάλωτη, μεμιάς όμως επιστρέφει η παλιά καλή, η φαινομενικά σκληρή Όλιβ που με τις παρατηρήσεις της θα έκανε τον politically correct γείτονά της να της κόψει την καλημέρα.

Γερνώντας, η Όλιβ εξακολουθεί να είναι γεμάτη αντιθέσεις, ανασφάλειες, προκαταλήψεις, ευέξαπτη, στρυφνή, κυνική και αυστηρή γυναίκα, αλλά όλο και πιο συχνά στοργική και συγκαταβατική με τους γείτονές της. Καθώς τα χρόνια περνούν, το ενδιαφέρον της για τους άλλους αυξάνεται. Ιστορίες τρίτων γεμίζουν τα κενά της ζωής της. Ιστορίες οικείων, όπως αυτή του νέου της συζύγου που τον καταδιώκουν οι ενοχές για την παλιά εξωσυζυγική σχέση του με μια αριβίστρια κατά πολύ νεότερή του συνάδερφο και τις συνέπειες που αυτό είχε στην καριέρα και στη σχέση με τη νεκρή πρώτη του σύζυγο, ή όπως αυτή του δεύτερου γάμου του γιου της και των νέων μελών της οικογένειάς του. Αλλά και ιστορίες πρώην μαθητριών της όπως της Λάιζα, της νεαρής ντομινατρίξ που μια φράση της Όλιβ μέσα στην τάξη τη σημάδεψε και τη βοήθησε να βρει τον εαυτό της, ή της Μπέττυ, της νοσηλεύτριας που η Όλιβ αρχικά δεν συμπαθεί γιατί αντιμετωπίζει ρατσιστικά την κενυάτισσα συνάδελφό της και έχει ένα αυτοκόλλητο του Τραμπ (παρότι δεν κατονομάζεται) στον προφυλακτήρα του φορτηγού της, στη συνέχεια όμως αντιμετωπίζει με αληθινή αγάπη και κατανόηση τη συναισθηματική αγκίστρωση από τον έρωτα για το λυκειάρχη του σχολείου τους που κράτησε άσβεστο μέσα της επί δεκαετίες. Η Όλιβ πλέον δεν εξαντλεί την αυστηρότητά της στους άλλους, αλλά αρχίζει να στρέφει περισσότερο τα βέλη της προς τον εαυτό της, καθώς έχει βγάλει συμπεράσματα για τη δική της ζωή που δεν είναι και τόσο ευχάριστα.

Με το Όλιβ, ξανά η Στράουτ έχει πετύχει κάτι ξεχωριστό: να πλάσει ένα σπονδυλωτό μυθιστόρημα φτιαγμένο από δεκατρία μικρά διηγήματα, από λεπτές (σφιχτές και λακωνικές) αλλά χορταστικές φέτες ζωής, που κάλλιστα μπορούν να διαβαστούν ξεχωριστά δίχως να αφήνουν την αίσθηση έλλειψης εσωτερικής συνοχής στον αναγνώστη και, συνάμα, δένονται περίτεχνα σαν κομμάτια ενός μεγάλου παζλ και συναπαρτίζουν μια ιστορία που διατηρεί το εύρος και το βάθος ενός μυθιστορήματος. Το Όλιβ, ξανά είναι ένα βιβλίο σαν την κεντρική του ηρωίδα: τολμηρά αν όχι ωμά ειλικρινές, με εξαιρετικές παρατηρήσεις και απεικονίσεις της σύγχρονης καθημερινότητας των απλών πολιτών στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, στη Νέα Αγγλία, που όμως μοιάζουν τόσο οικείες στον έλληνα αναγνώστη, ακόμη και σε αυτόν που δεν διατηρεί ενεργό ρόλο στην κοινότητά του και δεν ενδιαφέρεται για τα προβλήματα του γείτονα και του διπλανού του – γιατί το ανθρώπινο παραμένει πάντοτε οικείο. Στο Όλιβ, ξανά ανακαλύπτουμε την ομορφιά του συνηθισμένου, το δράμα και το γέλιο που αναδύονται απ’ αυτό. Η γραφή της Στράουτ είναι πυκνή, μεστή, αλλά ρέουσα και απλή, πλάθει αληθοφανείς, ζωντανούς και σύνθετους χαρακτήρες και ρεαλιστικές ιστορίες. Παρά την οικονομία της πρόζας της, δίνει έμφαση στο χρώμα, το φως και τους συμβολισμούς τους και εμπλουτίζει την αφήγηση με διάσπαρτες ελκυστικές πινελιές που αποδεικνύουν το ταλέντο της στις περιγραφές. Διαβάζουμε για παράδειγμα (σελ. 235):

Η Όλιβ χάζευε τη θάλασσα. Τα νερά είχαν κατέβει, και τα φύκια απλώνονταν παντού σαν σκληρά χτενισμένα μαλλιά. Τα πλοία που ήταν δεμένα στον κόλπο έστεκαν με χάρη, με τα λεπτά τους κατάρτια να δείχνουν στον ουρανό σαν μικρά μικρά καμπαναριά.

Η Μαργαρίτα Ζαχαριάδου για ακόμη μια φορά παραδίδει ένα άρτιο κείμενο στα ελληνικά, αν και έχουν ξεφύγει μια δυο αστοχίες που σε κάνουν να ανατρέξεις στο πρωτότυπο.

Η αμερικανίδα συγγραφέας έχει επαινεθεί για τον τρόπο που αντιμετωπίζει το βάθος και την πολυπλοκότητα της ανθρώπινης εμπειρίας και τη συμπόνια με την οποία μεταχειρίζεται τους ήρωές της.  Περιγράφει για παράδειγμα τη δυσαρέσκεια της Όλιβ στο baby shower που έχει προσκληθεί, τον απίστευτο τρόπο με τον οποίο ξεγεννά μια νεαρή κοπέλα, την αμηχανία, την αδεξιότητα και την αδυναμία της να συνδεθεί με τα παιδιά και τους προγόνους του γιου της, τη δυσπιστία της για την επιλογή της δεύτερης συζύγου του επειδή έχει παιδιά από διαφορετικούς άντρες και τολμά να θηλάζει δημόσια και τη συνήθειά της να σερβίρει την καθαρή, αλουστράριστη αλήθεια στους άλλους, την απόρριψη και την απαξίωση που εισπράττει από τη νέα οικογένεια του γιου της γιατί δεν προνόησε ούτε να έχει δημητριακά και γάλα για τα παιδιά, με τρόπο απλό, περιγραφικό και ουδέτερο, δίχως ποτέ να την κατακρίνει. Στο τέλος του βιβλίου, στη δύση της ζωής της Όλιβ, διαπιστώνουμε πόσο ξεχωριστή είναι και σε πόσα άτομα κατάφερε να έχει θετική επίδραση είτε ως γειτόνισσα, είτε ως δασκάλα, είτε ως φίλη, παρά τις όποιες παραξενιές και αδυναμίες που δεν της επέτρεψαν να συνδεθεί με τον τρόπο που θα ήθελε με τους άλλους και να είναι πρότυπο μητέρας, συζύγου, συναδέρφου, συμπολίτη.

 

Το γήρας

Η ιστορία της Όλιβ θα μπορούσε να χαρακτηριστεί «σπουδή στα γηρατειά», η Στράουτ όμως δεν τα αντιμετωπίζει ως «παρωδία της ζωής» όπως η Σιμόν ντε Μποβουάρ ή ως «μακελειό» όπως ο Φίλιπ Ροθ. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, που ιδιαίτερα μετά την επιτυχημένη τηλεοπτική μεταφορά του Όλιβ Κίττριτζ από το HBO το 2014  με την εξαιρετική (αν και όχι μεγαλόσωμη κατά την περιγραφή της Στράουτ) Frances McDormand στον πρωταγωνιστικό ρόλο, η ηρωίδα μας εμφανίζεται όλο και συχνότερα σε άρθρα, μελέτες και ανακοινώσεις συνεδρίων με θέμα την απεικόνιση του γήρατος στη λογοτεχνία. Με πολύ διαφορετικό, αλλά ισάξιο τρόπο με εκείνον του Ροθ, η ηρωίδα της Στράουτ, όπως οι άρρενες ήρωες του αμερικανοεβραίου ομοτέχνου της, συνειδητοποιεί με επίπονο τρόπο τη φθαρτότητα του νου και του σώματος των ηλικιωμένων συμπολιτών της, του δεύτερου συζύγου της και, αναπόδραστα, του δικού της. Ο Τζακ φορά προσωρινά σερβιέτες μετά την επέμβαση προστάτη στην οποία έχει υποβληθεί, ο σύζυγος της εργοδότριας της νεαρής Κέυλυ με τον οποίο ξεκίνησε με παράδοξο τρόπο η σεξουαλική αφύπνιση της μαθήτριας καταλήγει όπως και άλλοι ήρωες στο γηροκομείο (μάλιστα όχι στο καλύτερο της περιοχής, λόγω της αδιαφορίας της γυναίκας του), γνωστοί και γείτονες έρχονται αντιμέτωποι με διάφορες ασθένειες, αντιμετωπίζουν με γενναιότητα τον καρκίνο και περιμένουν να ξαναφυτρώσουν τα μαλλιά τους ή χάνουν ξαφνικά τη ζωή τους. Η ίδια η Όλιβ, έπειτα από ένα έμφραγμα και την παραμονή της στην Εντατική, αναγκάζεται να ζήσει για ένα διάστημα με τη διαρκή φροντίδα κατ’ οίκον νοσοκόμων. Όταν γίνεται καλύτερα, έπειτα από μια άσχημη πτώση στο μπαλκόνι, έρχεται αντιμέτωπη με την απόφαση που τρέμουν οι ηλικιωμένοι: αποχωρίζεται το σπίτι της. Η Στράουτ μιλά για τα γηρατειά με απροκάλυπτη ειλικρίνεια, τα περιγράφει με ρεαλιστικό τρόπο, φορές σαν μέσα από μεγεθυντικό φακό, εστιάζοντας στη σωματική αδυναμία και στο αίσθημα της μοναξιάς που τα συνοδεύει, στις διαψεύσεις που ακολουθούν την απόσυρση και την αναγκαστική προσαρμογή σε νέα δεδομένα, δίχως όμως να αφήνει μια άσχημη αίσθηση παρακμής. Διαβάζουμε:

«Όταν γερνάς», είπε η Όλιβ στην Άντρια αφού έφυγε η σερβιτόρα, «γίνεσαι αόρατος. Έτσι είναι. Αλλά αυτό είναι κατά κάποιο τρόπο και λίγο απελευθερωτικό». (σ. 244)

Στο τέλος του μυθιστορήματος η Όλιβ είναι πια 86 χρονών, έχει αποσυρθεί σε ένα συγκρότημα διαμερισμάτων για ηλικιωμένους, όπου μπορεί να διατηρεί ένα είδος αυτονομίας, και αναπτύσσει έναν απρόσμενα ζεστό φιλικό δεσμό με μια άλλη ένοικο, την Ίζαμπελ, γνωστή στους πιστούς αναγνώστες της από το πρώτο έργο της Στράουτ, που επίσης είχε μια δύσκολη σχέση με τη μητέρα και τη μοναχοκόρη της. Η Όλιβ δεν διστάζει πια να παραδεχτεί σε τρίτους (στο γιατρό της, στην Ίζαμπελ) τα λάθη της ως σύζυγος και μητέρα, παρότι απολαμβάνει το ότι ο γιος της, με τον οποίο είχε αποξενωθεί, την επισκέπτεται και τη στηρίζει όσο ποτέ άλλοτε. Σιγά σιγά δείχνει να αποδέχεται εκτός από τη σωματική φθορά (δεν μπορεί να οδηγήσει τη νύχτα και τόσο αυτή όσο και η Ίζαμπελ έχουν πια ανάγκη τις πάνες ακράτειας) και το επικείμενο πέρασμα στην άλλη όχθη. Ευτύχημα παραμένει το γεγονός ότι διατηρεί την πνευματική της διαύγεια, στο βαθμό που εν είδει απολογισμού, στην τελευταία σελίδα, γράφει στη γραφομηχανή της και παραδέχεται στον αναγνώστη: «Δεν έχω ιδέα ποια υπήρξα. Ειλικρινά δεν καταλαβαίνω το παραμικρό». Στο σημείο που αφήνουμε την Όλιβ φαντάζει αδύνατο πια να ξαναείναι κεντρική ηρωίδα ενός ακόμη μυθιστορήματος. Η πιο πρόσφατη, σύντομη, εμφάνισή της έγινε στο τελευταίο έργο της Στράουτ με τίτλο Lucy by the Sea (2022), που ευελπιστούμε ότι θα μεταφραστεί στα ελληνικά. Ίσως όμως και να κάνει ξανά το πέρασμά της σε κάποιο από τα επόμενα έργα της συγγραφέα, αφού είναι κάτι που η Στράουτ το συνηθίζει[iii]. Αδημονούμε!  

 

[i] Elizabeth Strout, Olive, Again, Νέα Υόρκη: Random House, 2019.

[ii] Όλιβ Κίττριτζ, μτφ. Μαργαρίτα Ζαχαριάδου, Άγρα, Αθήνα: 2020· και ως Ο κόσμος της κυρίας Όλιβ, μτφ. Βίκυ Δέμου, Άγκυρα, 2010. Από τα εννέα μυθιστορήματά της έχουν εκδοθεί στις εκδόσεις Άγρα, επίσης σε μετάφραση της Ζαχαριάδου: Το όνομά μου είναι Λούσυ Μπάρτον (2019),  Όλα γίνονται (2021) και αναμένεται το Ω, Ουίλλιαμ. Τέλος, το Amy and Isabelle κυκλοφόρησε ως Ένα ανεξάρτητο κορίτσι, μτφ. Γιάννης Κανταράς, Λιβάνης, 1999.

[iii] Εκτός από την Ίζαμπελ, που μαζί με την κόρη της Έιμυ ήταν οι κεντρικές ηρωίδες του πρώτου μυθιστορήματος της Στράουτ, Amy and Isabelle (1998), στην ιστορία με τίτλο «Εξόριστοι» συναντάμε τους Τζιμ και Μπομπ Μπέρτζες από το μυθιστόρημα της Στράουτ The Burgess Boys (2013).

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.