Σύνδεση συνδρομητών

Ο Χέγκελ του Μισέλ Φουκώ

Τετάρτη, 06 Σεπτεμβρίου 2023 15:05
Στις 14 Οκτωβρίου 1806, έλαβε χώρα η μάχη της Ιένας, ανάμεσα στη Μεγάλη Στρατιά του Ναπολέοντα Α΄ της Γαλλίας και τον πρωσικό στρατό του Φρειδερίκου Γουλιέλμου Γ΄. Η αποφασιστική ήττα που υπέστη ο πρωσικός στρατός οδήγησε στον μερικό διαμελισμό και την πολιτική υποταγή της Πρωσσίας στην Α΄ Γαλλική Αυτοκρατορία ώς το 1812. Τα κατορθώματα του Ναπολέοντα μεταμόρφωσαν την Ευρώπη και επηρέασαν την αντίληψη του Χέγκελ για την ιστορική εξέλιξη. Στην εικόνα, ο Ναπολέων συναντά τον Χέγκελ στην Ιένα, 1806, εικονογράφηση του Kurtz για το περιοδικό Harper's Weekly, τχ. 91, Ιούλιος 1895, σ. 209.
Harper's Magazine
Στις 14 Οκτωβρίου 1806, έλαβε χώρα η μάχη της Ιένας, ανάμεσα στη Μεγάλη Στρατιά του Ναπολέοντα Α΄ της Γαλλίας και τον πρωσικό στρατό του Φρειδερίκου Γουλιέλμου Γ΄. Η αποφασιστική ήττα που υπέστη ο πρωσικός στρατός οδήγησε στον μερικό διαμελισμό και την πολιτική υποταγή της Πρωσσίας στην Α΄ Γαλλική Αυτοκρατορία ώς το 1812. Τα κατορθώματα του Ναπολέοντα μεταμόρφωσαν την Ευρώπη και επηρέασαν την αντίληψη του Χέγκελ για την ιστορική εξέλιξη. Στην εικόνα, ο Ναπολέων συναντά τον Χέγκελ στην Ιένα, 1806, εικονογράφηση του Kurtz για το περιοδικό Harper's Weekly, τχ. 91, Ιούλιος 1895, σ. 209.

Ρόδα και αγκάθια του παρόντος. Ένα κείμενο από το αφιέρωμα του Books' Journal στον Χέγκελ, τχ. 143.  

Η αναγνώριση του Λόγου ως ρόδου στο σταυρό του παρόντος και η απόλαυση του παρόντος— τούτη η έλλογη επίγνωση είναι η συμφιλίωση με την πραγματικότητα την οποία παρέχει η φιλοσοφία σε όσους έχουν κάποτε νιώσει την εσώτερη παρότρυνση να εννοήσουν και αφενός μεν να διατηρήσουν την υποκειμενική ελευθερία τους στο πεδίο του υποστασιακού, αφετέρου δε να ευρεθούν με την υποκειμενική τους ελευθερία σε έναν χώρο, όχι του επιμέρους και του τυχαίου, αλλά εκείνου που υφίσταται καθ’ εαυτό και δι’ εαυτό.[1]

               Χέγκελ, « Πρόλογος», Αρχές της Φιλοσοφίας του Δικαίου, 1820

 

To 1971, στην εναρκτήρια διάλεξή του στο Κολλέγιο της Γαλλίας (Collège de France), που εκδόθηκε αργότερα με τον περίφημο τίτλο Η τάξη του λόγου, ο Φουκώ εντάσσει το έργο του στο πλαίσιο μιας εποχής, λέγοντας χαρακτηριστικά:

Η εποχή μας ολόκληρη, είτε διά της λογικής είτε διά της επιστημολογίας, είτε μέσω του Μαρξ, είτε μέσω του Νίτσε, προσπαθεί να ξεφύγει από τον Χέγκελ[2].

Τα λόγια του Φουκώ απηχούν μια ιδέα που εκφράζει ακόμα πιο πολεμικά ο Ντελέζ, γράφοντας: «η εποχή μας είναι μια εποχή γενικού αντι-εγελιανισμού»[3].

Αυτές οι δύο φράσεις σίγουρα δεν λένε το ίδιο πράγμα, αναγνωρίζουν όμως κάτι από κοινού: η εποχή μας χαρακτηρίζεται από τη σχέση της με τον Χέγκελ. Ενώ, σύμφωνα με τον Ντελέζ, η σχέση αυτή εκφράζει μια αντίθεση, μια μετωπική σύγκρουση, για τον Φουκώ είναι κάτι άλλο: μια προσπάθεια να ξεφύγουμε.

foucault

Φωτογραφία αρχείου

O Μισέλ Φουκώ. Με τη βοήθεια του γάλλου φιλόσοφου, ίσως πλέον έχουμε διαφύγει οριστικά από την επιβλητική φιγούρα του ανθρωπολόγου και εγκυκλοπαιδιστή Χέγκελ, ίσως έχουμε ταξιδέψει τόσο μακριά ώστε να μπορούμε τώρα να επιστρέψουμε εκεί όπου μας περιμένει: στο παρόν και στην πραγματικότητά μας, εκεί όπου η σκέψη προσπαθεί να δημιουργήσει ένα χώρο ελευθερίας και απόλαυσης.

 

19ος αιώνας: ο άνθρωπος και η εγκυκλοπαίδειά του

Η προσπάθεια να ξεφύγει κανείς μπορεί να τον οδηγήσει σε πολλές εναλλακτικές στρατηγικές. Μπορεί να είναι μια απόπειρα διαφυγής ή μια προσπάθεια αποδέσμευσης: διαφεύγει κανείς όταν λύσει τα δεσμά του. Αν αυτό ήθελε να πει ο Φουκώ, τότε ίσως τα ερωτήματα που θα έθετε να ήταν: Πώς θα καταφέρουμε ο Χέγκελ να μη μας καθορίζει πια; Ποια κριτική πρέπει να ασκήσουμε στις έννοιες και τις θέσεις του για να σκεφτούμε διαφορετικά απ’ αυτόν πάνω στα ίδια θέματα, όπως η διαλεκτική, το κράτος, η συνείδηση ή η αρνητικότητα; Έθεσε ο Φουκώ αυτά τα ερωτήματα; Σίγουρα όχι ως τέτοια, και το έργο του δεν μοιάζει να είναι κάποιου είδους απάντησή τους. Ο Φουκώ, αντίθετα με τον Ντελέζ ή τον Αλτουσέρ, σπάνια μιλούσε για τον Χέγκελ· αυτό κάνει τις λίγες φορές που εκφράστηκε γι’ αυτόν τόσο σημαντικές, αλλά και αινιγματικές. Συχνά, απέναντι σε αυτόν «τον εχθρό», σιωπούσε και αντί για διαφυγή επέλεγε μάλλον τη μέθοδο της αποφυγής. Ο Χέγκελ δεν είναι όμως σχεδόν ποτέ εκεί που τον περιμένεις ή εκεί που τον αποφεύγεις. Αντιθέτως, ίσως τον συναντήσεις τυχαία κάπου ενώ νομίζεις πως έχεις ξεμπερδέψει μαζί του από καιρό. Αυτόν τον κίνδυνο τον γνώριζε πολύ καλά ο Φουκώ, και γι’ αυτό έλεγε:

Αυτή η προσφυγή μας κατά του Χέγκελ είναι ίσως άλλο ένα πονηρό τέχνασμα που μας αντιτάσσει ο ίδιος και στο πέρας του οποίου μας περιμένει, ακίνητος και αλλού[4].

Η «προσφυγή κατά του Χέγκελ» εντάσσεται, στο πλαίσιο του έργου του Φουκώ, σε μια γενικότερη κριτική της φιλοσοφίας του 19ου αιώνα. Αν ο Φουκώ σε κάποιον βαθμό προσπάθησε να ξεφύγει από τον Χέγκελ –και τον αιώνα του– είναι ίσως δείχνοντας πως κάποιες έννοιες αποτελούν από μόνες τους δεσμά, και η αποδέσμευση απ’ αυτές προϋποθέτει να τις αντικειμενοποιήσουμε και να τις αναλύσουμε ως λόγο (discours). Να κατανοήσουμε δηλαδή σε ποιο βαθμό ο ευρωπαϊκός 19ος αιώνας παρήγε μορφές αξεδιάλυτα συνδεδεμένης σκέψης και εξουσίας που ακόμα μας χαρακτηρίζουν, κατηγορίες μέσα από τις οποίες σκεφτόμαστε και διαμορφωνόμαστε έως και σήμερα.

Ο Φουκώ συνοψίζει αυτό το «τέχνασμα» του 19ου αιώνα μέσα από το τρίπτυχο ανθρωπολογία - εγκυκλοπαίδεια - φιλοσοφία της ιστορίας, ως θεμέλιο ενός λόγου του οποίου το εγελιανό σύστημα αποτελεί την κορωνίδα.[5] Μια κανονιστική έννοια του ανθρώπου και του ανθρώπινου Λόγου παράγει ένα σύστημα οργάνωσης όλων των επιστημών και τομέων της πραγματικότητας υπό τη μορφή εγκυκλοπαίδειας· αυτή, με τη σειρά της, μας επιτρέπει να ερμηνεύουμε, να ταξινομούμε, να οργανώνουμε, να θεραπεύουμε και να βελτιώνουμε καθετί που υπάρχει, ενώ μια φιλοσοφία της ιστορίας μάς διαβεβαιώνει πως βαδίζουμε στο δρόμο της προόδου του παγκόσμιου πολιτισμού. Έχουμε έτσι έναν όλο και πιο έλλογα οργανωμένο κόσμο: ορθολογικά πανεπιστήμια, δικαστήρια, σχολεία, νοσοκομεία, άσυλα, δημογραφικές πολιτικές. Διαπαιδαγωγούμε τα παιδιά, ακολουθούμε κανόνες υγιεινής, διαχωρίζουμε τα αντρικά από τα γυναικεία υπνοδωμάτια, πλένουμε τα χέρια μας πριν φάμε,[6] και η θανατική ποινή εφαρμόζεται σε κατάλληλα διαμορφωμένα δωμάτια, μακριά από ξύλινες εξέδρες και εξαγριωμένα πλήθη. Στον κόσμο αυτόν, το έλλογο είναι και γίνεται ολοένα και πιο πραγματικό, όπως θα έλεγε ο Χέγκελ.

Αυτή η «έλλογη» οργάνωση του κόσμου, στη βάση μιας ιδέας της ανθρώπινης φύσης, δεν αντικατοπτρίζει για τον Φουκώ μια καθολική και δι-ιστορική αλήθεια, δεν πραγματοποιεί μια πανανθρώπινη αξία: εμφανίζεται σταδιακά από τα τέλη του 17ου αιώνα και γνωρίζει το απόγειό της τον 19ο. Αποτελεί μια ιστορική διαδικασία μέσα από την οποία οι ευρωπαϊκές κοινωνίες αλλάζουν δραστικά και γίνονται, μέσα σε λιγότερα από διακόσια χρόνια, αυτό που σήμερα γνωρίζουμε, ενάντια στην πολιτιστική και εθνική ετερότητα, όπως και απέναντι στο μεσαιωνικό τους παρελθόν, μέσα από μια ολοένα αυξανόμενη πειθάρχηση των σωμάτων και των ζωών των ανθρώπων. Με τις ιστορικές αναλύσεις της τρέλας, της σεξουαλικότητας, της φυλακής και της επιτήρησης στην κλασική εποχή, ο Φουκώ έδειξε ίσως την έξοδο από κάποια φιλοσοφικά δωμάτια που άρχιζαν να γίνονται ασφυκτικά – και σε κάποια από τα οποία είχαμε κρεμάσει το πορτρέτο του Χέγκελ στον τοίχο. Υπήρξε άραγε ο Χέγκελ για τον Φουκώ κάτι παραπάνω από έναν ακόμη φιλόσοφο του 19ου αιώνα; Η κριτική του τρίπτυχου «ανθρωπολογίας - εγκυκλοπαίδειας - φιλοσοφίας της ιστορίας» σίγουρα τον αφορά και τον συμπεριλαμβάνει. Μήπως όμως δεν τον εξαντλεί; Με ποια έννοια ίσως ο Χέγκελ να έχει διαφύγει προ πολλού και να μας περιμένει «ακίνητος και αλλού»;

 

Το ιστορικό υπερβατολογικό

«Προσπάθησα να απελευθερωθώ από αυτούς που καθόρισαν την πανεπιστημιακή μου μόρφωση, στην αρχή της δεκαετίας του 1950: τον Χέγκελ και τη φαινομενολογία», παραδέχεται ο Φουκώ το 1978. Πιστός και αγαπημένος μαθητής του μεγάλου γάλλου εγελιανού μελετητή και μεταφραστή του Χέγκελ, του Jean Hyppolite, ο Φουκώ είχε υποστηρίξει το 1949 μια μεταπτυχιακή εργασία με τίτλο «Η συγκρότηση ενός υπερβατολογικού στη Φαινομενολογία του Πνεύματος». Εκεί εξέταζε το εγελιανό πρόβλημα της εμπειρίας της συνείδησης και των ιστορικών δομών κατανόησης του κόσμου. Όπως επισημαίνει ο Πιερ Μασερέ, ο Φουκώ «βγήκε» από τον Χέγκελ όχι μόνο επειδή ξέφυγε απ’ αυτόν, αλλά και επειδή απ’ αυτόν προήλθε[7].

Επηρεασμένος από τον Γκαστόν Μπασελάρ που υποστήριξε στη Φιλοσοφία τού όχι (La philosophie du non, 1940) ότι οι κατηγορίες της καντιανής Κριτικής του Καθαρού Λόγου αποτελούν μια επεξεργασία των βασικών αρχών της νευτώνειας φυσικής και δεν μπορούν να εφαρμοστούν στη φυσική της θεωρίας της σχετικότητας και στην κβαντική φυσική, ο Φουκώ προσπάθησε σε αυτή την εργασία να θέσει το ερώτημα της ιστορικότητας του υπερβατολογικού με σημείο εκκίνησης τον Χέγκελ. Κάνοντας τον Χέγκελ να μιλήσει μια γλώσσα που δεν είναι δική του αλλά του Καντ, ο Φουκώ ζητά από τον Καντ να απαντήσει σε ερωτήματα του Χέγκελ. Για τον νεαρό Φουκώ, «υπερβατολογική» δεν είναι πια συγκεκριμένα η φιλοσοφική γνώση που μπορούμε να αποκτήσουμε σχετικά με τον τρόπο γνώσης μας των αντικειμένων, αλλά κάθε είδους συνθήκη δυνατότητας της εμπειρίας, της γνώσης και της σκέψης.

Η εγελιανή απάντηση στο ερώτημα «ποιες κατηγορίες καθορίζουν τη γνώση και την εμπειρία του κόσμου που έχει το υποκείμενο;» είναι κορυφαίας σημασίας για τον Φουκώ. Μέσα από την οδύσσεια της Φαινομενολογίας, ο Χέγκελ δείχνει πως αυτές οι δομές δημιουργούνται κάθε φορά από την εκάστοτε σχέση υποκειμένου-αντικειμένου, στην οποία εντάσσεται μια συνείδηση και δημιουργεί μια αλήθεια. Οι μορφές της συνείδησης και του πνεύματος στον Χέγκελ δεν είναι πλέον καθαρά γνωσιακές: είναι ιστορικά καθορισμένες συνθήκες μέσα από τις οποίες ένα υποκείμενο σχετίζεται με τον κόσμο. Η ολοκλήρωση της εγελιανής Φαινομενολογίας με μια «απόλυτη γνώση», που δεν είναι άλλη από την επίγνωση την ίδια αυτής της δομικής αλληλεπίδρασης υποκειμένου-αντικειμένου, επιτρέπει στον Χέγκελ να διαφύγει από τους ιστορικούς περιορισμούς που ο ίδιος περιέγραψε και να κατασκευάσει ένα Σύστημα της Επιστήμης. Η σκέψη του Χέγκελ είναι έτσι για τον Φουκώ –όπως ήταν νωρίτερα και για τον Χάιντεγκερ– η τελευταία, μεγαλειώδης και μεγαλομανής προσπάθεια της φιλοσοφίας να εκφράσει το σύνολο της πραγματικότητας και να παραγάγει ένα σχήμα κατανόησης όσων την καθορίζουν, προκειμένου να τα υπερβεί. Σχετικά με το εγελιανό εγχείρημα του 1807, ο Φουκώ θα πει πολλά χρόνια αργότερα:

Εκεί βρίσκεται το πρόβλημα της δυτικής φιλοσοφίας – πώς μπορεί ο κόσμος να είναι αντικείμενο γνώμης και πεδίο δοκιμασίας για το υποκείμενο; […] εάν αυτή είναι η πρόκληση της δυτικής φιλοσοφίας, καταλαβαίνετε βεβαίως γιατί η Φαινομενολογία του Πνεύματος είναι το απόγειο αυτής της φιλοσοφίας[8].

Πώς μπορεί η φιλοσοφία να ερμηνεύσει, να εκλογικεύσει και να δώσει ένα καθολικό νόημα στο επιμέρους, στην τραγικότητα, στο παράλογο, στη βία και στην τυχαιότητα της εμπειρίας, της ζωής και της ύπαρξης;

 

Λογική και ύπαρξη, λόγοι και αρχαιολογία

Ο Φουκώ γνωρίζει τη φιλοσοφία του Χέγκελ, μέσα από την ανάγνωση του Jean Hyppolite, του συγγραφέα του Δομή και γένεση της Φαινομενολογίας του Πνεύματος και του Λογική και ύπαρξη. Για τον Hyppolite, η εγελιανή διαλεκτική δεν είναι παρά μια προσπάθεια της φιλοσοφίας να κινηθεί στα όρια ανάμεσα στο φιλοσοφικό και το μη-φιλοσοφικό στοιχείο και να εγγράψει μέσα της την εμπειρία, τη ζωή και την ιστορία. Για δέκα χρόνια, ώς τη δεκαετία του 1960, ο Φουκώ εμβαθύνει σε αυτό το ερώτημα, απομακρυνόμενος από τον Χέγκελ, χωρίς όμως ακόμη να ξεφεύγει πλήρως. Θέτει το ερώτημα για τον Λόγο στη νεωτερικότητα με έναν παράδοξο τρόπο: αντί να εξετάσει τις συνθήκες δυνατότητας του Λόγου, εξετάζει την ανάδυση των νεωτερικών εννοιών της τρέλας και του παραλογισμού, τις ιστορικές εμπειρίες στις οποίες αντιστοιχούν, και τις πραγματικές διαδικασίες εξαίρεσής τους από το πεδίο του έλλογου. Δημοσιεύει την Ιστορία της τρέλας το 1961, για την οποία θα γράψει λίγο αργότερα στον Hyppolite:

Έγνεψα όταν μια μέρα είπατε ότι το βιβλίο μου [Η ιστορία της τρέλας] ήταν εγελιανό, αλλά κατά βάθος ήμουν συγκινημένος: αυτό που θα μπορούσε στο βιβλίο αυτό να είναι φιλοσοφικό [...] ήταν κάτι δικό σας[9].

Αυτό που θα μπορούσε να είναι ακόμη φιλοσοφικό στη φουκωική Ιστορία της τρέλας αντηχεί τη φωνή του Jean Hyppolite και μέσω αυτής του Χέγκελ. Στον επικήδειό του για τον Jean Hyppolite, ο Φουκώ γράφει: « Όλα τα προβλήματά μας [..] αυτός τα κατέστησε τέτοια για εμάς. […] Αυτός τα διατύπωσε σε αυτό το κείμενο, το Λογική και ύπαρξη, που είναι ένα από τα μεγάλα έργα της εποχής μας[10]». Σύμφωνα με τον Hyppolite, η φιλοσοφία του Χέγκελ είναι μια διαρκής, ακούραστη προσπάθεια να εντάξει στο πεδίο ενός διευρυμένου Λόγου την ύπαρξη ως μη-φιλοσοφία. Για να ξεπεράσει τα όρια του Χέγκελ και του Hyppolite, o Φουκώ αναλαμβάνει να μελετήσει πλέον τις ιστορικές συνθήκες συγκρότησης των λόγων (discours) πέρα από την έννοια του Λόγου. Εφόσον ο Χέγκελ αποτελεί «απόγειο της δυτικής φιλοσοφίας», η ανάγκη να υπερβούμε την εγελιανή προοπτική μάς ωθεί αναγκαστικά εκτός της κλασικής φιλοσοφίας, προς την αρχαιολογία της γνώσης, τις ιστορικο-φιλοσοφικές έρευνες πάνω στα είδη επιστημών και τις συνθήκες ανάδυσης των θετικοτήτων (positivités) τομέων όπως η ιατρική, η βιολογία, η πολιτική οικονομία κ.λπ. Όπως γράφει στην Αρχαιολογία της γνώσης (1969), η «θετικότητα» παίζει το ρόλο ενός πρίσματος που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε ιστορικό a priori, καθώς μέσα από την ανάλυσή της κατανοούμε πώς διάφορα είδη λόγου δομούν την πραγματικότητα και παράγουν αλήθεια. Αυτή η διαδικασία παραγωγής της αλήθειας ξεφεύγει –μέσω του Νίτσε– από τον Χέγκελ. Δεν μπορεί πια να αρθρωθεί σε ένα ενιαίο σχήμα νοήματος, σε έναν απόλυτο φιλοσοφικό Λόγο, αλλά μετατρέπεται σε ανάλυση ιστορικά δεδομένων λόγων που μας καθορίζουν.

 

«Ποιοι είμαστε;»: νιτσεϊκός, εγελιανός, καντιανός Φουκώ

Όπως γράφει η Judith Revel,

Σε αντίθεση με ό,τι θα πίστευε κανείς, δεν χρειάστηκε στον Φουκώ να επιλέξει ανάμεσα στον Χέγκελ και τον Νίτσε [..] Πολύ περισσότερο το ζήτημα γι’ αυτόν ήταν να σκεφτεί μαζί την ιστορία και την απαρέγκλιτη ελευθερία των ανθρώπων, τους ιστορικούς προσδιορισμούς που διασχίζουν τις ζωές μας και το άπειρο περιθώριο δράσης μας, τον τρόπο με τον οποίο η ιστορία μάς κάνει να είμαστε αυτό που είμαστε και τη δυνατότητα που έχουμε, ταυτόχρονα και χωρίς καμία αντίφαση, να πράττουμε την ιστορία[11].

Ο σκοπός της ανάλυσης των ιστορικών προσδιορισμών μας δεν είναι άλλος από την δράση πάνω σε αυτές, την προσπάθεια να γνωρίσουμε αυτό που είμαστε στο παρόν και τον τρόπο που συγκροτηθήκαμε έτσι για να δημιουργήσουμε πιο ελεύθερες συνθήκες, λόγους, πρακτικές και μορφές ζωής. Το 1984, λίγο πριν πεθάνει, ο Φουκώ θα εγγράψει, με το κείμενο Τι είναι Διαφωτισμός;[12] το έργο του σε μια προσπάθεια της νεωτερικής φιλοσοφίας να κατανοήσει το ιστορικό παρόν της και να «εξέλθει» απ’ αυτό. Τα λόγια με τα οποία ο Χέγκελ διατυπώνει το πρόβλημα του παρόντος ως αποστολή της φιλοσοφίας στον Πρόλογο των Αρχών της φιλοσοφίας του Δικαίου μοιάζουν εμβληματικά:

Η αποστολή της φιλοσοφίας είναι να εννοήσει αυτό που είναι, διότι αυτό που είναι είναι ο Λόγος. Όσον αφορά τα άτομα, το καθένα είναι ούτως ή άλλως τέκνο της εποχής του. Έτσι και η φιλοσοφία είναι η εποχή της, συνειλημμένη μέσα σε διανοήματα. Είναι εξίσου ανόητο να φαντάζεται κανείς ότι οποιαδήποτε φιλοσοφία μπορεί να υπερβεί τον παρόντα κόσμο της, όσο και ότι ένα άτομο μπορεί να υπερπηδήσει την εποχή του[13].

Μπορεί να μην μπορούμε να υπερπηδήσουμε την εποχή μας, προς ένα νοσταλγικό παρελθόν ή ένα ουτοπικό μέλλον, μπορούμε όμως, από τον Χέγκελ μέχρι τον Φουκώ, να γνωρίσουμε αυτό που είναι. Για τον Χέγκελ το πρώτο καθήκον που επιβάλλεται στη φιλοσοφία είναι το να προσδιορίσει το σήμερα και το τώρα της στη μοναδικότητά του, να άρει την ιστορική στιγμή στη συνείδηση του εαυτού της, να συλλάβει και να εκφράσει την εποχή της και την πραγματικότητα μέσα σε σκέψεις. Σε αντίθεση με τον Καντ, για τον οποίο αυτή η έκφανση της φιλοσοφίας δεν ήταν παρά περιφερειακή και δευτερεύουσα λειτουργία, ο Χέγκελ είναι ο πρώτος που όχι απλά θα ασκήσει συνειδητά τη φιλοσοφία ως «παροντισμό» (presentism), αλλά και θα συμπεριλάβει αυτό το χαρακτηριστικό στον ορισμό της[14]. Ο «φιλόσοφος του Βερολίνου» εκφράζει με τόσο χαρακτηριστικό τρόπο αυτή τη διάσταση της φιλοσοφικής σκέψης που μπορούμε να πούμε πως εγκαινιάζει έναν νέο τρόπο άσκησης της φιλοσοφίας στην ύστερη νεωτερικότητα, μια στάση ή ένα φιλοσοφικό ήθος τα οποία ώς τις μέρες του ήταν ανήκουστα[15].

Αυτή την αποστολή ή στάση ο Φουκώ την αποκαλεί «διάγνωση του παρόντος» και αναγνωρίζει σε αυτήν έναν από τους κορυφαίους ρόλους της φιλοσοφίας από τον Καντ, τον Χέγκελ και τον Νίτσε μέχρι τον Χάιντεγκερ, τον Αντόρνο ή τον ίδιο.

«Τι είμαστε σήμερα»; Και αυτό είναι, κατά την άποψή μου, το πεδίο του ιστορικού στοχασμού μας πάνω σε εμάς τους ίδιους. Ο Καντ, ο Φίχτε, ο Χέγκελ, ο Νίτσε, ο Μαξ Βέμπερ, ο Χούσερλ, ο Χάιντεγκερ, η Σχολή της Φρανκφούρτης προσπάθησαν να απαντήσουν σε αυτό το ερώτημα. Ως μέρος αυτής της παράδοσης, ο σκοπός μου είναι επομένως να δώσω πολύ μερικές και προσωρινές απαντήσεις σε αυτό το ερώτημα μέσω της ιστορίας της σκέψης ή, πιο συγκεκριμένα, μέσω της ιστορικής ανάλυσης των σχέσεων μεταξύ των μορφών στοχασμού και των πρακτικών μας στη δυτική κοινωνία[16].

Την ίδια περίπου περίοδο θα δηλώσει, σε μια συνέντευξη στο Πανεπιστήμιο της Λουβαίν, σχετικά με τον γερμανικό Διαφωτισμό, την Aufklärung:

Μου φαίνεται ότι η φιλοσοφία απέκτησε μια διάσταση τότε και ότι της ανοίχτηκε ένα συγκεκριμένο καθήκον, το οποίο είχε αγνοήσει ή δεν υπήρχε γι’ αυτήν πριν, αλλά που είναι να πει «ποιοι είμαστε;», να πει «ποιο είναι το παρόν μας;» και «τι είναι αυτό στο σήμερα» [...] είναι ένα ερώτημα, που αρχίζει να έχει νόημα για τον Καντ, όταν αναρωτιέται «τι είναι Διαφωτισμός» και είναι ένα ερώτημα που είναι, με αυτή την έννοια, το ερώτημα του Χέγκελ, «τι είναι το τώρα;», είναι και το ερώτημα του Νίτσε. Νομίζω ότι η φιλοσοφία – μεταξύ των διαφορετικών λειτουργιών που μπορεί και πρέπει να έχει, έχει και τούτην: να επερωτά αυτό που είμαστε, στο παρόν και στην πραγματικότητά μας. Είναι αλήθεια ότι, κατά μίαν έννοια, γύρω από αυτό θέτω το ερώτημα μου, και σε αυτόν το βαθμό είμαι νιτσεϊκός, ή εγελιανός ή καντιανός[17].

Σύμφωνα με αυτές τις φράσεις, στον βαθμό που προσπαθούμε ακόμη να γνωρίσουμε το ιστορικό μας είναι, είμαστε ακόμη εγελιανοί, αλλά και καντιανοί και νιτσεϊκοί. Ο Φουκώ, πιστός (ή και δέσμιος) του αντι-εγελιανού πνεύματος της εποχής του, αποδίδει τη διαγνωστική λειτουργία της φιλοσοφίας παρεμπιπτόντως και στον Χέγκελ, μετακινώντας άλλοτε την καταβολή της ώς τον Καντ ή αναβάλλοντάς την μέχρι την άφιξη του Νίτσε. Όμως, παρά την ασυνείδητη τάση ή τη σκόπιμη πρόθεση του Φουκώ να σχετικοποιήσει τη συμβολή του Χέγκελ σε αυτή την παράδοση, η ίδια η συνάρθρωση των ετερογενών Καντ και Νίτσε ως σημείων γένεσης ενός νέου φιλοσοφικού λόγου υποδηλώνει αυτό που αποσιωπά ή παραγνωρίζει: την πρωταρχική σημασία του Χέγκελ –μεταξύ Καντ και Νίτσε– στον επαναπροσδιορισμό της θέσης της φιλοσοφίας στη νεωτερικότητα. Ο αναγνώστης, αλλά και ο ιστορικός της φιλοσοφίας, θα κληθούν να αποτιμήσουν τη σημασία της εγελιανής «παροντιστικής» μεσολάβησης ανάμεσα στην καντιανή κριτική φιλοσοφία, στραμμένη προς το κανονιστικό μέλλον μιας αιώνιας ειρήνης[18], και τη νιτσεϊκή, μεταρομαντική γενεαλογία των ανεπίκαιρων στοχασμών[19].

Το φιλοσοφικό παρόν μας μοιάζει πάντως να έχει ήδη στρέψει τα μάτια του προς τον Χέγκελ. Ενώ οι καντιανές σπουδές διατηρούν γαλήνια το ακαδημαϊκό τους κύρος και η μετα-δομιστική επικαιρότητα του Νίτσε φαίνεται να φθίνει γεωμετρικά, λαμβάνει χώρα παγκοσμίως μια πραγματική αναγέννηση των εγελιανών σπουδών και μια δίχως προηγούμενο επικαιροποίηση του εγχειρήματος του Χέγκελ μέσα από την κριτική θεωρία της αναγνώρισης, τη φιλοσοφία της γλώσσας, τις μετα-μεταφυσικές (post-metaphysical) αναγνώσεις της εγελιανής Λογικής, τον νεοπραγματισμό, την κοινωνική οντολογία και τη θεωρία της επιτελεστικότητας (performativity).

Αν για τον Χέγκελ η αποστολή της φιλοσοφίας ήταν να αναγνωρίσει στο ιστορικό παρόν ως ρόδο τον Λόγο, δηλαδή να εννοήσει την ελευθερία ως αυτό που υπάρχει, πέρα από το επιμέρους και το τυχαίο, για τον Φουκώ το διακύβευμα ήταν ακριβώς το αντίθετο: να γνωρίσει το ακανθώδες τυχαίο και επιμέρους των λόγων, τις θετικότητες που πάντα πληγώνουν τα χέρια του φιλοσόφου. Για τον Φουκώ, η προσπάθεια να εννοήσουμε αυτό που είναι πραγματικά σήμαινε να «ξεφύγουμε» οριστικά από τον Χέγκελ. Υπό αυτή την έννοια, μπορεί σήμερα, εφόσον προσπαθούμε ακόμη να διαφεύγουμε από τον Χέγκελ, να είμαστε φουκωικοί. Ή ακόμη, μπορεί και να έχουμε, με τη βοήθεια του Φουκώ, διαφύγει οριστικά από την επιβλητική φιγούρα του ανθρωπολόγου και εγκυκλοπαιδιστή Χέγκελ και να έχουμε ταξιδέψει τόσο μακριά ώστε να μπορούμε τώρα να επιστρέψουμε εκεί όπου μας περιμένει: στο παρόν και στην πραγματικότητά μας, εκεί όπου η σκέψη προσπαθεί να δημιουργήσει ένα χώρο ελευθερίας και απόλαυσης. Η δυνατότητά μας σήμερα να δούμε πλέον ξεκάθαρα ως προς τι ο Φουκώ μπορεί να υπήρξε εγελιανός είναι ίσως ένα σημάδι πως δεν είμαστε πια αρκετά φουκωικοί. Μπορούμε πλέον να δούμε στην ιστορία της αλλά και στη διαχρονικότητά της αυτή την αποστολή που καθορίζει τη νεωτερικότητα από τον Φουκώ μέχρι τον Χέγκελ: την αναγκαία ελευθερία μας να εννοήσουμε αυτό που είναι, να γνωρίσουμε αυτό που είμαστε, όχι ανιστορικά, αλλά στο παρόν.

 

 

[1] Χέγκελ, «Πρόλογος στη Φιλοσοφία του Δικαίου», Πρόλογοι και Εισαγωγές, μτφρ. Παναγιώτης Θανασάς, Ηράκλειο, ΠΕΚ, 2021, σ. 194.

[2] Michel Foucault, LOrdre du discours (leçon inaugurale au Collège de France), Παρίσι, Gallimard, 1971, σ. 74, στα ελληνικά: Η τάξη του λόγου. Εναρκτήριο μάθημα στο Collège de France. 1970, μτφρ. Μιχάλης Μαϊδάτσης, Αθήνα, Ηριδανός, 1978.

[3] Gilles Deleuze, Différence et répétition, PUF, 1968, σ. xix, στα ελληνικά: Διαφορά και επανάληψη, μτφρ. Κωνσταντίνος Μπούντας, Αθήνα, Εκκρεμές, 2019.

[4] ibid.

[5] Βλ. Τα κεφάλαια 7 και 9 του πρόσφατα δημοσιευμένου χειρογράφου του Foucault, O φιλοσοφικός λόγος (Le discours philosophique, François Ewald, Orazio Irrera, Daniele Lorenzini (επιμ.), Cours et travaux de Michel Foucault avant le Collège de France, Hautes Études / EHESS/ Gallimard/ Seuil, 2023).

[6] Όπως έδειξε σε μια παρόμοια κατεύθυνση και ο Norbert Elias στη Διαδικασία του πολιτισμού. Μία ιστορία της κοινωνικής συμπεριφοράς στη Δύση: Κοινωνιογενετικές και ψυχογενετικές έρευνες (1939), Αθήνα, Νεφέλη, 1997.

[7] Pierre Macherey, « Foucault serait-il sorti de Hegel ?» in Alain Brossait, Daniele Lorenzini (επιμ.), Foucault et... Les liaisons dangereuses de Michel Foucault, Παρίσι, Vrin, 2021, σ. 9-33.

[8] Michel Foucault, Μάθημα της 24ης Μαρτίου 1982, Η ερμηνευτική του υποκειμένου. Παραδόσεις στο Collège de France 1981-1982 (« Cours du 24 mars 1982 », L’herméneutique du sujet. Cours au Collège de France 1981-1982, επιμ. Frédéric Gros, Παρίσι, Seuil-Galllimard, 2001,σ. 467).

[9] Γράμμα της 15ης Απριλίου 1963 του Michel Foucault στον Jean Hyppolite, Αρχείο Jean Hyppolite, Βιβλιοθήκη της Ecole normale supérieure.

[10] Michel Foucault, «Jean Hyppolite. 1907-1968», Dits et Ecrits, I, Παρίσι, Gallimard-Quarto, 2001, σ. 779.

[11] Judith Revel, Ο Φουκώ με τον Μερλώ-Ποντύ. Πολιτική οντολογία, παροντισμός και ιστορία (Foucault avec Merleau-Ponty. Ontologie politique, présentisme et histoire), Παρίσι, Vrin, 2015, σ. 12.

[12] Michel Foucault, « Qu’est-ce que les Lumières ? », Dits et Ecrits, IV, οp.cit, σ. 562-578. Η ελαφρώς διαφορετική αγγλική εκδοχή του κειμένου (What is Enlightenment? in Paul Rabinow (επιμ.), The Foucault Reader, Νέα Υόρκη, Pantheon Books, 1984, σ. 32-50) έχει μεταφραστεί στα ελληνικά ως: Τι είναι Διαφωτισμός; μτφρ. Στέφανος Ροζάνης, Αθήνα, Έρασμος, 2003.

[13] Χέγκελ, Φιλοσοφία του Δικαίου, op.cit., σ. 194.

[14] Όπως έχει δείξει ο Emmanuel Renault στο βιβλίο του Να εννοήσουμε αυτό που είναι. Δοκίμιο για τον εγελιανό παροντισμό (Connaître ce qui est. Essai sur le présentisme hégélien), Παρίσι, Vrin 2015.

[15] Πάνω σε αυτό: Franck Fischbach, «Aufklärung και φιλοσοφική νεωτερικότητα: Ο Φουκώ ανάμεσα στον Καντ και τον Χεγκελ» («Aufklärung et modernité philosophique: Foucault entre Kant et Hegel» in Lectures de Michel Foucault. Τόμος 2: Foucault et la philosophie, Λυών, ENS Éditions, 2003).

[16] Michel Foucault, «Η πολιτική τεχνολογία των ατόμων» (« La technologie politique des individus»), Dits et Ecrits, IV, op.cit., σ. 814.

[17] Michel Foucault,  Συνέντευξη με τον André Berten, Louvain, 7 Μαΐου 1981, δημοσιευμένο στο Mal faire, dire vrai. La fonction de l’aveu en justice, F. Brion, E. Harcourt (επιμ.), Louvain-la-Neuve, Presses Universitaires de Louvain, 2012, σ. 235.

[18] Immanuel Kant, Για την αιώνια ειρήνη (Zum ewigen Frieden), στα ελληνικά Για την αιώνια ειρήνη, μτφρ. Λευτέρης Αναγνώστου, Άννα Ποτάγα, Αθήνα, Αλεξάνδρεια, 1992.

[19] Friedrich Nietszsche, Ανεπίκαιροι Στοχασμοί (Unzeitgemäße Betrachtungen), στα ελληνικά Παράκαιροι Στοχασμοί, μτφρ. Ζήσης Σαρίκας, Αθήνα, Πανοπτικόν, 2014.

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.