Σύνδεση συνδρομητών

«Την Ευγενία Γκραντέ ποιος θα την πάρει νύφη;»

Σάββατο, 30 Μαρτίου 2024 09:48
Η Ευγενία Γκραντέ, όπως την απέδωσε ο περουβιανός εικονογράφος Daniel Hernandez, για την έκδοση του βιβλίου του Μπαλζάκ στα αγγλικά από τον οίκο George Barrie & Son της Φιλαδέλφειας των ΗΠΑ. Η εικόνα παραδόθηκε το 1834, το βιβλίο εκδόθηκε το 1897.
Daniel Hernandez / Αrcadja
Η Ευγενία Γκραντέ, όπως την απέδωσε ο περουβιανός εικονογράφος Daniel Hernandez, για την έκδοση του βιβλίου του Μπαλζάκ στα αγγλικά από τον οίκο George Barrie & Son της Φιλαδέλφειας των ΗΠΑ. Η εικόνα παραδόθηκε το 1834, το βιβλίο εκδόθηκε το 1897.

Honoré de Balzac, Ευγενία Γκραντέ, μετάφραση από τα γαλλικά Μίνα Αδελάντε, Κίχλη, Αθήνα, 2023, 352 σελ.

Θεμελιωτής του ρεαλισμού στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι αρκείται στην πιστή απεικόνιση της πραγματικότητας, ακούραστος μέχρι εξαντλήσεως συγγραφέας με μεγάλη φαντασία αλλά πρωτίστως δεινός παρατηρητής της ανθρώπινης φύσης και γνώστης της ανθρώπινης ψυχής, ο Μπαλζάκ ξεκίνησε να γράφει την Ευγενία Γκραντέ το καλοκαίρι του 1833 και ολοκληρώνοντάς την είχε πια συλλάβει ένα μεγαλεπήβολο σχέδιο, τη σύνθεση ενός μωσαϊκού της ζωής στη Γαλλία, την εξαντλητική σκιαγράφηση ενός ολόκληρου κόσμου με πάνω από 2.000 χαρακτήρες, τις συνήθειες, τα πάθη και τις αδυναμίες αυτών των ανθρώπων που ξεπερνούν την εποχή τους. Η Ευγενία Γκραντέ είναι η πρώτη ψηφίδα αυτού του μωσαϊκού και, μαζί με την Ούρσουλα Μιερουέ και την Πιερρέτ, συνθέτουν την τριλογία της γαλλικής επαρχίας

Balzac 1

Louis-Auguste Bisson

Φωτογραφικό πορτρέτο του Μπαλζάκ από δαγγεροτυπία του 1842.

 

Όταν άρχισα να ζω με τον Ντοστογιέφσκι, είχε μόλις ολοκληρώσει τη μετάφραση της Ευγενίας Γκραντέ του Μπαλζάκ. Ο Μπαλζάκ ήταν ο αγαπημένος μας συγγραφέας· λέω «μας», γιατί τον διαβάζαμε με ανάλογο ενθουσιασμό και τον θεωρούσαμε τον σπουδαιότερο από κάθε άλλο γάλλο λογοτέχνη.[1]

Αυτά αναφέρει στα απομνημονεύματά του ο ρώσος λογοτέχνης και μεταφραστής Ντμίτρι Γκριγκόροβιτς. Ανακαλεί την εποχή που ο Ντοστογιέφσκι, αυτός που αποτύπωσε με μοναδικό τρόπο τη ρωσική ψυχή, καταπιάστηκε με τη μετάφραση πρωτίστως για βιοποριστικούς λόγους.[2] Το έργο με το οποίο ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του ως μεταφραστής δεν ήταν άλλο από το πολυδιαβασμένο μυθιστόρημα του γάλλου ομολόγου του, του Ονορέ ντε Μπαλζάκ, Ευγενία Γκραντέ (1833). Η μετάφραση δημοσιεύτηκε το 1844, σε δύο τεύχη του λογοτεχνικού περιοδικού Ρεπρτουάτ ι Παντέον, δίχως ωστόσο να αναφέρεται το όνομα του μεταφραστή.[3] Μάλιστα, όπως παραδεχόταν κι ο ίδιος ο Ντοστογιέφσκι, ο Μπαλζάκ υπήρξε μια από τις βασικότερες λογοτεχνικές του επιρροές.

Παρότι το έργο μεταφράστηκε από τον Ντοστογιέφσκι έντεκα χρόνια μετά την πρώτη του έκδοση και παρότι παραμένει έως σήμερα δημοφιλές ανάγνωσμα, ακολούθησαν μόλις τρεις μεταφράσεις του στα ρωσικά. Αντίθετα, χρειάστηκε να περάσουν πενήντα ολόκληρα χρόνια μέχρι να μεταφραστεί στην ελληνική γλώσσα, για πρώτη φορά το 1883, επίσης από ένα συγγραφέα (και πολιτικό), τον Άγγελο Βλάχο,[4] ενώ ακολούθησε η έκδοση παραπάνω από δέκα μεταφράσεων[5] και τουλάχιστον τριών παιδικών διασκευών, με γνωστότερη αυτή της Γεωργίας Δεληγιάννη-Αναστασιάδη (Μίνωας, 1964), χάρη στην οποία το γνώρισαν και το αγάπησαν γενιές και γενιές παιδιών κι εφήβων.

 

Γιατί ξανά Ευγενία Γκραντέ

Η τελευταία μετάφραση μας παραδόθηκε στο τέλος του προηγούμενου έτους από τη Μίνα Αδελάντε, σε μια έκδοση φροντισμένη από την Κίχλη, με πλούσια σχόλια της μεταφράστριας και με εισαγωγή και παράρτημα του Βαγγέλη Δουβαλέρη, ενώ τον τόμο συμπληρώνουν ένα ακόμη παράρτημα με αποσπάσματα κειμένων του Ιππόλυτου Ταιν και του Στέφαν Τσβάιχ για τον Μπαλζάκ και ένα συνοπτικό χρονολόγιο. Ποιο σκοπό όμως εξυπηρετεί η προσθήκη μιας νέας μετάφρασης του έργου; Και γιατί να διαβάσει ο αναγνώστης, που σήμερα κατακλύζεται σε καθημερινή βάση από δεκάδες προτάσεις κλασικών και νέων βιβλίων, την Ευγενία Γκραντέ;

Μοιάζει παράδοξο αλλά πολύ συχνά συμβαίνει το πιο πολυδιαβασμένο έργο ενός κλασικού συγγραφέα να μην είναι αυτό που τόσο ο ίδιος όσο και οι κριτικοί και οι θεωρητικοί της λογοτεχνίας θεωρούν πως είναι το αριστούργημά του. Νομίζω πως οι περισσότεροι κριτικοί θα συμφωνούσαν ότι το σπουδαιότερο έργο της Τζορτζ Έλιοτ είναι το Μίντλμαρτς, με τα Adam Bede και Felix Holt, the Radical (αμφότερα δεν έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά) να ακολουθούν. Ωστόσο, για πολλές δεκαετίες το μυθιστόρημά της που διαβαζόταν περισσότερο ήταν ο Σίλας Μάρνερ, ο υφαντής του Ράβελο, καθώς εν μέρει χάρη στην απλή πλοκή και τη μικρή του έκταση αποτελούσε ιδανική επιλογή για μαθητές. Αντίστοιχα, το γνωστότερο έργο του Μπαλζάκ, το έργο που διάβασαν όλοι οι Γάλλοι στα νεανικά τους χρόνια, παραμένει η Ευγενία Γκραντέ.

Μάλιστα, όταν πρωτοεκδόθηκε το μυθιστόρημα γνώρισε τόσο μεγάλη αποδοχή και είχε τόσο μεγάλη εμπορική επιτυχία που ο ίδιος ο συγγραφέας της παραπονέθηκε. «Εκείνοι που με αποκαλούν Πατέρα της Ευγενίας Γκραντέ θέλουν να με μειώσουν», έλεγε. Και πρόσθετε: «Πρόκειται για αριστούργημα, το ξέρω, αλλά είναι ένα μικρό αριστούργημα· κι εκείνοι είναι αρκετά προσεκτικοί ώστε να μην αναφερθούν στα μεγάλα μου αριστουργήματα».[6] Συγκρινόμενο με τις Χαμένες Ψευδαισθήσεις και τον Μπαρμπα-Γκοριό, αυτό το σύντομο, με απλή πλοκή έργο που διαδραματίζεται στη γαλλική επαρχία κατά τη δεκαετία του 1820 μοιάζει να ωχριά πρόκειται όμως όντως για ένα «μικρό αριστούργημα», που αξίζει να διαβαστεί γιατί αγγίζει μια σειρά «μεγαθεμάτων» (για να δανειστούμε τον όρο του Δημήτρη Μαρωνίτη), όπως ο θεσμός της οικογένειας, ο γάμος, η θέση της γυναίκας, η πατριαρχία, ο ρόλος του χρήματος, και δεν αποτελεί απλώς μια ακόμη συμβατική ηθογραφία που ανασυστήνει πιστά την ατμόσφαιρα της εποχής και εξυπηρετεί ηθικοπλαστικούς σκοπούς.

Θεμελιωτής του ρεαλισμού στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι αρκείται στην πιστή απεικόνιση της πραγματικότητας, ακούραστος μέχρι εξαντλήσεως συγγραφέας με μεγάλη φαντασία αλλά πρωτίστως δεινός παρατηρητής της ανθρώπινης φύσης και γνώστης της ανθρώπινης ψυχής, ο Μπαλζάκ ξεκίνησε να γράφει την Ευγενία Γκραντέ το καλοκαίρι του 1833 και ολοκληρώνοντάς την είχε πια συλλάβει ένα μεγαλεπήβολο σχέδιο, τη σύνθεση ενός μωσαϊκού της ζωής στη Γαλλία, την εξαντλητική σκιαγράφηση ενός ολόκληρου κόσμου με πάνω από 2.000 χαρακτήρες, τις συνήθειες, τα πάθη και τις αδυναμίες αυτών των ανθρώπων που ξεπερνούν την εποχή τους. Σε αυτή την Ανθρώπινη Κωμωδία (La Comedie humaine – τίτλο που επέλεξε ο Μπαλζάκ για να «συνομιλήσει» με τη Θεία Κωμωδία του Δάντη) περιλαμβάνονται δεκάδες αφηγήματα.

Η Ευγενία Γκραντέ είναι η πρώτη ψηφίδα αυτού του μωσαϊκού και, μαζί με την Ούρσουλα Μιερουέ και την Πιερρέτ, συνθέτουν την τριλογία της γαλλικής επαρχίας και είναι βασικό κεφάλαιο στις Σκηνές της επαρχιακής ζωής (Scènes de la vie de province), που εντάσσονται στον κύκλο Σπουδές των ηθών (Études de mœurs). Είναι η ιστορία μιας νεαρής επαρχιώτισσας, εύπορης μα καταπιεσμένης, που συναντάμε τη στιγμή του πρώτου της ερωτικού σκιρτήματος, του γεγονότος που θα σφραγίσει τη μοίρα της. Ο τόπος που εκτυλίσσεται η πλοκή του έργου είναι το Σωμύρ, πόλη της δυτικής Γαλλίας. Κεντρικοί ήρωες τα μέλη της οικογένειας Γκραντέ: ο πατέρας, πρώην βαρελάς και πρώην δήμαρχος με μεγάλη περιουσία, η φιλήσυχη, υποτακτική σύζυγός του, η νεαρή κόρη του, Ευγενία, καθημερινή σύντροφος της μητέρας και μόνη αδυναμία του πατέρα της, και η ρωμαλέα Νανόν, η μοναδική υπηρέτρια της οικίας, alter-ego του φιλάργυρου αφεντικού της. Χαρακτηριστικός τσιγγούνης, ο καθόλου «γκράντε» Γκραντέ συσσωρεύει χρήματα, αγροικίες και αμπελώνες, ώς κι ένα εγκαταλελειμμένο αββαείο, ενώ την ίδια στιγμή επιβάλλει αυστηρή λιτότητα στις γυναίκες του σπιτιού με την καλόπιστη και αφελή υπηρέτρια να σιγοντάρει τον μόνο άνθρωπο που καταδέχτηκε να την πάρει στη δούλεψή του. Πονηρός, αυστηρός και υποκριτής όποτε το απαιτήσουν οι περιστάσεις, ο Γκραντέ καταφέρνει να ανελιχθεί και να αυξήσει την περιουσία του κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες. Η κοινωνική ζωή στο Σωμύρ είναι αυτή που συναντά κανείς στην τυπική γαλλική επαρχία. Οι δυο αντίπαλες μεταξύ τους μεγάλες οικογένειες της περιοχής, οι Ντε Γκρασσέν και οι Κρυσό, αποτελούν τη συνήθη συντροφιά των Γκραντέ. Σκοπός και των δύο οικογενειών, να βάλουν χέρι στην τεράστια κληρονομιά της Ευγενίας μέσω ενός επωφελούς γάμου, κατάσταση που πυροδοτεί τα κουτσομπολιά και θέτει το ερώτημα: ποιος θα κερδίσει το χέρι της Ευγενίας.

Η άφιξη ενός ξένου έρχεται να ταράξει τα νερά. Ο Κάρολος, παρά τη στενή συγγένεια (ξάδερφος της Ευγενίας, γιος του αδερφού του Γκραντέ), είναι άγνωστος. Τον έστειλε ο χρεοκοπημένος πατέρας του στο Σωμύρ για να μη βρίσκεται στο Παρίσι όταν αποφάσιζε, όπως το σχεδίαζε, να αυτοκτονήσει. Ο νεαρός δανδής γοητεύει με τους τρόπους του όλες τις κυρίες του σπιτιού και κερδίζει τη συμπάθειά τους. Δεν ισχύει όμως το ίδιο με τον πατέρα Γκραντέ ο οποίος, αντί να του σταθεί, σχεδιάζει να τον στείλει στις Ινδίες για να απαλλαγεί από τη φροντίδα του. Οι δυο νέοι ερωτεύονται και η Ευγενία δίνει στον Κάρολο ως βοήθημα ένα σημαντικό ποσό που είχε αποταμιεύσει. Όταν το πληροφορείται ο πατέρας της, έξαλλος, την τιμωρεί κλειδώνοντάς τη στο δωμάτιό της για καιρό και παρέχοντάς της ελάχιστη τροφή. Η στάση του αλλάζει μόνο όταν η σύζυγός του αρρωσταίνει βαριά και ο συμβολαιογράφος Κρυσό τον πληροφορεί πως κληρονόμος της διόλου ευκαταφρόνητης προίκας της είναι όχι ο ίδιος αλλά η κόρη τους. Της υπόσχεται μάλιστα πως θα της επιτρέψει να παντρευτεί τον Κάρολο όταν αυτός επιστρέψει. Θα έχει άραγε ευτυχή κατάληξη ο έρωτας των δυο νέων;

 

Μια ρεαλιστική τοιχογραφία

Η Ευγενία Γκραντέ προοριζόταν να συμπεριληφθεί στις Σκηνές της ιδιωτικής ζωής (Scènes de la vie privée) της Ανθρώπινης Κωμωδίας, αλλά ο συγγραφέας της επέλεξε τελικά να την κατατάξει στις Σκηνές της επαρχιακής ζωής, λόγω του ότι αποτελεί μια μελέτη της διασύνδεσης και της αλληλεπίδρασης της ιδιωτικής ζωής των Γκραντέ και της δημόσιας ζωής της κοινότητας του Σωμύρ.[7] Πρόκειται για ένα αυτοτελές επεισόδιο της ανθρώπινης κωμωδίας, για μια ματιά στην κοινωνία της εποχής μέσα από ένα οικογενειακό δράμα και μια ερωτική ιστορία, που φωτίζεται όμως εκ των υστέρων από τον συνολικό σκοπό τον οποίο εξυπηρετεί η τεράστια αυτή ομάδα έργων.

Ο Μπαλζάκ, με «αδυσώπητη ειλικρίνεια»,[8] αφηγείται την ιστορία της Ευγενίας με το χαρακτηριστικό γλαφυρό του ύφος, σκιαγραφώντας αριστοτεχνικά τη βουκολική ζωή στη γαλλική επαρχία και τη νοοτροπία των κατοίκων της, τόσο διαφορετική και ενίοτε τόσο όμοια με των Παριζιάνων· με τα κουτσομπολιά, τις κακίες, τις ίντριγκες, τα επιφανειακά ενδιαφέροντά και την πάση θυσία επιδίωξη πλουτισμού. Βίαια πάθη, ψυχρός υπολογισμός και συμφέροντα, απότομοι, δεσποτικοί και ανέντιμοι χαρακτήρες έρχονται σε αντίθεση με την επιφανειακά ήρεμη ειδυλλιακή ζωή της εξοχής, όπως την οραματίζονταν οι Παριζιάνοι. Προς τέρψη των φυσιογνωμιστών και όχι μόνο, ο συγγραφέας πλάθει με μαεστρία τις μορφές των ηρώων, έτσι που τα χαρακτηριστικά τους να αντανακλούν τα στοιχεία του χαρακτήρα και την ψυχοσύνθεσή τους.

 

Ανατόμος των ευγενών

Επιπλέον, ο Μπαλζάκ αξιοποιεί τη φύση και τα επαρχιακά ήθη ως σημαντικά στοιχεία της ιστορίας κι όχι συμβατικά, ως «ντεκόρ». Γραμμένο στις αρχές της δεκαετίας του 1830, μετά την Ιουλιανή Επανάσταση που οδήγησε στην οριστική ανατροπή των Βουρβόνων και στην άνοδο στην εξουσία του Οίκου της Ορλεάνης, το μυθιστόρημα περιλαμβάνει αρκετούς χαρακτήρες που σκαρφίζονται τρόπους οικονομικής, πολιτικής και κοινωνικής ανόδου και προβολής υπό ένα καθεστώς που ανήκε ήδη στο παρελθόν, με προεξέχουσες μορφές τον μπαρμπα-Γκραντέ και τον Κάρολο, τον κομψευόμενο παριζιάνο ευγενή. Όπως στα περισσότερα έργα της Ανθρώπινης Κωμωδίας, ο Μπαλζάκ ειρωνεύεται με λεπτό, εξαίσιο τρόπο την εγγενή ματαιοδοξία και τη ματαιότητα των προσπαθειών τους, τονίζοντας τον καθοριστικό ρόλο που παίζει το χρήμα στις ζωές τους, σε τέτοιο σημείο που η πολυάριθμη αυτή ομάδα έργων του να έχει παρομοιαστεί με ένα σώμα, στο οποίο αντί για αίμα κυλά το χρήμα.[9] «Ποτέ η σάτιρά του δεν είναι τόσο κοφτερή και τόσο πικρή η ειρωνεία του, όπως όταν περιγράφει τους άντρες και τις γυναίκες που συμπαθεί περισσότερο, τους ευγενείς», θα τον επαινούσε ο Ένγκελς.[10]

Ο πατέρας Γκραντέ έχει αποκτήσει την περιουσία του εκμεταλλευόμενος τις μοναδικά ευνοϊκές συνθήκες της πρώτης επανάστασης για καιροσκοπισμό εις βάρος της παλιάς αριστοκρατίας και του κλήρου. Σατιρίζοντας και καταδικάζοντας τον γκροτέσκο αυτό χαρακτήρα, που ωστόσο είναι μια από τις κεντρικότερες μορφές του έργου (τόσο που κατά τον Goyon θα μπορούσε κάλλιστα να πάρει τη θέση του κεντρικού ήρωα και το μυθιστόρημα να εκδοθεί με τον τίτλο Μπάρμπα-Γκραντέ [Père Grandet][11]) και τους όμοιούς του, θα έλεγε κανείς πως ο Μπαλζάκ πράγματι ηθικολογεί. Η άποψη αυτή ενισχύεται από το ότι επαινεί την ανιδιοτέλεια και την υπέρβαση της φιλαργυρίας εκ μέρους μιας κόρης μεγαλωμένης από έναν μονομανή με το χρήμα πατέρα. Το μυθιστόρημα εύλογα αξιοποιήθηκε κατά κόρον ως διδακτικό μυθιστόρημα για νέους, με την Ευγενία να αποτελεί υπόδειγμα για τις νεαρές κοπέλες – δάνεισε ακόμη και το όνομά της σε γαλλικό οίκο μόδας. Ο αναγνώστης παρακολουθεί με αμείωτο ενδιαφέρον την πορεία και τη διαμόρφωση ενός χαρακτήρα καταπιεσμένου, μιας γυναίκας που ο πρώτος και μοναδικός της έρωτας της δίνει το θάρρος να αντιταχθεί στον τυρρανικό πατέρα, στην πανουργία όμως του οποίου θα υποταχθεί ακόμη κι όταν της δοθεί η δυνατότητα να αυτονομηθεί. Η πιο μεγαλειώδης πράξη της αγνής και παρθενικής ηρωίδας, που ο Μπαλζάκ δεν διστάζει να παρομοιάσει με την Πηνελόπη, την Αφροδίτη της Μήλου, τη Μαργαρίτα του Φάουστ και την Παρθένο Μαρία, είναι για τον συγγραφέα της όχι οι φιλανθρωπίες στις οποίες επιδίδεται όταν κληρονομεί πια την πατρική περιουσία, αλλά το ότι απαρνείται τον αγαπημένο της για να διευκολύνει την ευτυχία του – ή αυτό που ο υπερφίαλος νεαρός αντιλαμβάνεται ως ευτυχία. Οι διδαχές του φιλάργυρου πατέρα της Ευγενίας ηττώνται τελικά από τις χριστιανικές αρχές που της ενέπνευσε η μητέρα, επιλογή πλήρως εναρμονισμένη με την ιδεολογία του δημιουργού της, κάτι που θα επιβεβαιώσει και ο ίδιος:

Ο χριστιανισμός, και κυρίως ο καθολικισμός, όπως είπα και στον Γιατρό της επαρχίας, καθώς είναι ένα πλήρες σύστημα για την καταστολή των διεφθαρμένων τάσεων του ανθρώπου, είναι το πιο σημαντικό στοιχείο της κοινωνικής τάξης.[12]

Επιστρέφοντας στο αρχικό ερώτημα, γιατί να διαβάζουμε σήμερα την Ευγενία Γκραντέ, τη διαβάζουμε «γιατί είναι κλασικός Μπαλζάκ», γιατί φιλοτεχνώντας το λεπτομερές πορτρέτο μιας ρομαντικής ηρωίδας του 19ου αιώνα, ο δημιουργός της συνεχίζει να συγκινεί τον αναγνώστη, είτε αυτός είναι εξοικειωμένος είτε όχι με το ύφος του. Τη διαβάζουμε γιατί, ακόμη κι όταν ηθικολογεί, δεν μπορούμε παρά να εκτιμήσουμε και να απολαύσουμε το ειρωνικό ύφος, την ευστοχία και τη διεισδυτικότητα των παρατηρήσεων του Μπαλζάκ, ιδιαίτερα όταν αναφέρεται στον διαρκώς αυξανόμενο ρόλο του χρήματος στην κοινωνία και στις θεμελιώδεις αλλαγές που επέφερε στις συνήθειες και την ψυχολογία του ατόμου.

Και τελικά, τον διαβάζουμε γιατί, δυστυχώς, πολλά από τα κεντρικά θέματα που θίγει παραμένουν –έστω και με άλλη μορφή– επίκαιρα έως και σήμερα. 

 

[1] Όπως παραθέτει ο Donald Rayfield, “Dostoyevsky’s Eugénie Grandet”, Forum for Modern Language Studies 20/2 (1984) 133-142, σελ. 133.

[2] Julia Titus, Dostoevsky as a translator of Balzac, Academic Studies Press, Boston 2022, σελ. xiv. Η Titus πιθανολογεί πως αιτία για αυτή την επιλογή του Ντοστογιέφσκι ήταν η επίσκεψη του Μπαλζάκ στην Αγία Πετρούπολη το 1843.

[3] Marthe Blinoff, «Dostoievski et Balzac», Comparative Literature 3/4 (1951) 342-355, σελ. 343.

[4] Η μετάφραση ξεκίνησε να δημοσιεύεται στην εφημερίδα Εστία σε δεκατρείς συνέχειες, αλλά δεν ολοκληρώθηκε.

[5] Ο Πέτρος Παπαδόπουλος, «Ανήκω στην αντιπολίτευση που λέγεται ζωή», Διαβάζω 60 (1983) 25-28, σελ. 25, εκτιμά ότι οι πολλές κακές μεταφράσεις είχαν αποτέλεσμα τη μικρή απήχηση του Μπαλζάκ στο ελληνικό κοινό. Από τις μεταφράσεις της Ευγενίας Γκραντέ: Κωνσταντίνος Θ. Παπαλεξάνδρου (Ελευθερουδάκης, 1930 – τουλάχιστον τέσσερις επανεκδόσεις σε άλλους εκδότες και μία «προσαρμογή» της στη δημοτική!), Ιουλία Δαβάρα (Αλικιώτης, 1950), Άγγελος Νίκας (Τέχνη, 1953 – τουλάχιστον τέσσερις επανεκδόσεις σε άλλους εκδότες), Αλίκη Βρανά (Άγκυρα, 1973), Νίκος Αργυρόπουλος (Πέλλα, χ.χ.), Κώστας Θεοφάνους (Ζαχαρόπουλος, 197;, 2022), Διονυσία Μπιτζιλέκη (Θεμέλιο, 1983 και ανατυπώσεις – Το Βήμα, 2011), Φώντας Κονδύλης (Πατάκη, 1995), Ειρήνη Αλεξοπούλου (DeAgostini Hellas, 2006), Γιολάντα Πέγκλη (Αγγελάκη, 2018). Η Πολυξένη Μυρίλλα στη διδακτορική της διατριβή, Συγκριτική μεταφρασιολογική προσέγγιση των ελληνικών μεταφρασμάτων του έργου  Eugénie Grandet του Honoré de Balzac (Ιόνιο Πανεπιστήμιο, Κέρκυρα 2010), αξιολογεί συγκριτικά τις τέσσερις σημαντικότερες έως τότε (Μπιτζιλέκη, Κονδύλη, Βρανά και Παπαλεξάνδρου) και προκρίνει την παλιότερη του Παπαλεξάνδρου.

[6] Mary F. Sandars, Honore de Balzac, His Life and Writings, P. Stanley, London 1904, <"Chapter VIII". https://en.wikisource.org/wiki/Honore_de_Balzac,_His_Life_and_Writings/Chapter_VIII#cite_ref-12>. Βλ., γενικότερα, Nadine Satiat, Μπαλζάκ ή η μανία της γραφής, μτφρ. Ευγενία Τσελέντη, Τραυλός, Αθήνα 2001.

[7] Christopher Prendergast, Introduction, στο: Eugenie Grandet, Oxford World’s Classics, Oxford 1990.

[8] Για να θυμηθούμε τον Λούκατς, που έγραψε τις πιο φιλοσοφικές σελίδες για τον Μπαλζάκ στις Μελέτες για τον Ευρωπαϊκό Ρεαλισμό, μτφρ. Τίτος Πατρίκιος, Εκδοτικόν Ινστιτούτον Αθηνών, Αθήνα 1957.

[9] Πέτρος Παπαδόπουλος, «Ανήκω στην αντιπολίτευση που λέγεται ζωή», Διαβάζω 60 (1983) 25-28, σελ. 28.

[10] Φρίντριχ Ένγκελς, «Ο ρεαλισμός του Μπαλζάκ», στο: Καρλ Μαρξ & Φρίντριχ Ένγκελς, Κείμενα για την τέχνη, μτφρ. Γιάννης Χρυσικόπουλος, Εξάντας, Αθήνα 1975, σελ. 134. Η κατανόηση της «αντίφασης» του πολιτικά συντηρητικού Μπαλζάκ με τον, αντικειμενικά υπονομευτικό της αστικής τάξης, «ρεαλισμό» του ήταν ένα κλασικό πρόβλημα της μαρξιστικής αισθητικής.

[11] Bernard Guyon, “Balzac ‘invente’ les Scènes de la vie de province”, Mercure de France 333 (1958), σελ. 478.

[12] «Préface», Scènes de la vie privée, τόμ. 1, Houssiaux, Paris 1855, σελ. 23.

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.