Σύνδεση συνδρομητών

H Αριστερά και η βία

Σάββατο, 20 Απριλίου 2024 13:23
27 Σεπτεμβρίου 1989. Το πρωτοσέλιδο της εφημερίδας Καθημερινή για τη δολοφονία, την προηγουμένη, του βουλευτή της ΝΔ, Παύλου Μπακογιάννη, από την τρομοκρατική οργάνωση 17 Νοέμβρη.
Αρχείο The Books’ Journal
27 Σεπτεμβρίου 1989. Το πρωτοσέλιδο της εφημερίδας Καθημερινή για τη δολοφονία, την προηγουμένη, του βουλευτή της ΝΔ, Παύλου Μπακογιάννη, από την τρομοκρατική οργάνωση 17 Νοέμβρη.

50 χρόνια μεταπολίτευση: η Τρομοκρατία, οι Αγανακτισμένοι, η Μαρφίν και η κουλτούρα των καταλήψεων. Τεύχος 151

Μόνο εάν αντικατασταθούν η λέξη «ολιγαρχία» με το «όλοι εκτός ΚΚΕ» και η λέξη «λαός» με «το ΚΚΕ και τα στελέχη του», αντικατοπτρίζει, έστω και αμυδρά, η ιστοριογραφία της Αριστεράς, που αποτέλεσε το κυρίαρχο πολιτικό αφήγημα της Μεταπολίτευσης, την πραγματικότητα που έζησε η χώρα μας τον 20ό αιώνα.

Για παράδειγμα, το:

Η ελληνική ολιγαρχία και οι Άγγλοι ήθελαν να συνενώσουν τα δικτατορικά και δυναμικά στοιχεία και από τις δύο παρατάξεις, για να συντρίψουν το εργατικό και δημοκρατικό κίνημα και να επιβάλλουν φασιστικό καθεστώς

απηχεί καλύτερα την πραγματικότητα του 1935 εάν γραφτεί ως εξής:

Ο αστικός κόσμος ήθελε να συνενώσει τα λιγότερο διαλλακτικά στοιχεία και από τις δύο παρατάξεις, για να αδρανοποιήσουν το ΚΚΕ και να αποτρέψουν την εκδήλωση της σχεδιαζόμενης ανταρσίας για την κατάληψη της εξουσίας και την εγκαθίδρυση κομμουνιστικής δικτατορίας.

Το παραπάνω πρώτο απόσπασμα είναι από το βιβλίο Πώς φτάσαμε στην 4η Αυγούστου του δημοσιογράφου Σπύρου Λιναρδάτου, που διάβασα πρόσφατα[1].  Ο Λιναρδάτος θεωρεί ότι το ΚΚΕ του 1935 ανήκει στο «δημοκρατικό κίνημα». Στα χρόνια της Μεταπολίτευσης, το έργο του Από τον Εμφύλιο στη Χούντα, που βρίθει παρόμοιων θέσεων, καθιερώθηκε σαν έγκυρη πηγή της μεταπολεμικής ιστορίας και οι παραπομπές διαφόρων ιστορικών έργων στα βιβλία του Λιναρδάτου ανέρχονται σε εκατοντάδες.

Να και ένα απόσπασμα από το βιβλίο Μετέωρη χώρα του δημοσιογράφου Αντώνη Καρακούση[2], που αποτελεί την εκδοχή του για τα γεγονότα της Μεταπολίτευσης.  Το βιβλίο αρχίζει με μια δημόσια αυτοψυχανάλυση. Απολαύστε:

Το ερώτημα γιατί να είμαστε φτωχοί γεννήθηκε νωρίς, όταν στον πρώτο υποχρεωτικό τότε κυριακάτικο εκκλησιασμό κατεγράφη η διαφορά. Μόλις επτά χρονών, ένα βροχερό πρωινό του Οκτωβρίου βρέθηκα να σουλατσάρω μόνος στο προαύλιο του δημοτικού, να τσαλαβουτάω με κάτι παλιογαλότσες στα λασπόνερα, περιμένοντας τους συμμαθητές μου. Κουρεμένος με την ψιλή, χωρίς καπέλο ή σκουφί, με ένα πανωφόρι παλιό, που ποτέ δεν είχα συμπαθήσει, έμεινα κόκκαλο όταν είδα να ανεβαίνει τα μαρμάρινα σκαλιά του προαυλίου ο γιος του έφορα, φορώντας κουστούμι, παπιγιόν, ασπρόμαυρα παπούτσια και, άκουσον άκουσον, καπέλο με φτερό [...]. Ήταν η πρώτη επαφή με τον πραγματικό κόσμο, η πιο βαθιά ίσως συνειδητοποίηση της διαφοράς, της ανισότητας και το πρώτο, εάν μπορούμε να το ονομάσουμε, πολιτικό σκίρτημα.

Ο Καρακούσης, στην πρώτη σελίδα του βιβλίου του ανοίγει την ψυχή του και αποκαλύπτει στον αναγνώστη τις βαθύτερες αιτίες των πολιτικών του θέσεων:  «Γιατί να είμαστε φτωχοί;». Και η ζήλεια που νιώθει για το «άκουσον άκουσον, καπέλο με φτερό» που φοράει ο συμμαθητής του καθορίζει την πολιτική του κατεύθυνση.  Προς τα αριστερά. 

Μα, θα έλεγε κάποιος ψύχραιμος παρατηρητής, δεν γνωρίζουμε τι επαγγέλλεται ο πατέρας του Καρακούση.  Είναι αγρότης;  Πόσο μεγάλος είναι ο κλήρος του; Είναι κάποιου άλλου είδους επαγγελματίας;  Πόσα χρόνια παιδεία έχει; Ο «έφορας» σίγουρα είχε τελειώσει το εξατάξιο γυμνάσιο και, κατά πάσα πιθανότητα, και κάποια ανώτερη σχολή.  Ο πατήρ Καρακούσης;  Αδιάφορο. Οι εισοδηματικές διαφορές δεν καθορίζονται από αντικειμενικά κριτήρια, ικανότητες και εμπορεύσιμες δεξιότητες: ο ένοχος είναι –πρέπει να είναι– ο καπιταλισμός. Και η Δεξιά. Ο λόγος που ένας ανώτερος δημόσιος υπάλληλος έχει υψηλότερες αποδοχές από έναν αγρότη ή τεχνίτη στον Δομοκό τη δεκαετία του ‘60 είναι η εκμετάλλευση των εργαζομένων από τους καπιταλιστές.  Το ότι ο καπιταλισμός είναι το πιο αποτελεσματικό σύστημα οικονομικής οργάνωσης στην ιστορία του ανθρώπου για τη δημιουργία πλούτου και ευημερίας προφανώς δεν το διάβασε πουθενά ο Καρακούσης όσο καιρό φοιτούσε στο τμήμα Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Αθηνών.

 

Η αγράμματη «γενιά του Πολυτεχνείου»

Αυτού του είδους η ιστοριογραφία και η νοοτροπία που συνδέεται μ’ αυτή δημιούργησε το βασικό αφήγημα της Μεταπολίτευσης. Και αναρωτιέται κανείς, πώς έγινε και επιβλήθηκε αυτή η αστεία κοσμοθεωρία και αποτέλεσε το κυρίαρχο πνευματικό ρεύμα της Ελλάδας τα τελευταία 50 χρόνια; Πώς άνθρωποι με τέτοιες αντιλήψεις και ελλειμματική παιδεία επέβαλαν την ιδεολογία, την αισθητική και τον τρόπο ζωής τους στη χώρα;

Γιατί, μη γελιέστε: όλη «η γενιά του Πολυτεχνείου» που επικράτησε πολιτικά και πολιτιστικά στη Μεταπολίτευση παρόμοιου επιπέδου ήταν. Δεν το λέω εγώ.  Το «εξομολογήθηκε» ο Μίμης Ανδρουλάκης σε συνέντευξή του το 2003 στην τηλεόραση, για τα 30 χρόνια από το Πολυτεχνείο:  «Εμείς όλοι της γενιάς του Πολυτεχνείου είμαστε αγράμματοι.  Δε σπουδάσαμε. Δε διαβάζαμε. Πού χρόνος να διαβάσουμε; Αφού ασχολούμασταν με την επανάσταση».

Κι όμως, η Ελλάδα της Μεταπολίτευσης, και ειδικά μετά το 1981, έγινε «αριστερή χώρα».  Η Αριστερά απέκτησε φωτοστέφανο μάρτυρα και ακόμη και το κόμμα της Κεντροδεξιάς αναγκάστηκε να «τιμά τους αγώνες της Αριστεράς» για να μη χαρακτηρίζεται, από το σύνολο του Τύπου, της «διανόησης» (τα εισαγωγικά επίτηδες) και του καλλιτεχνικού κόσμου «φασίστες» και «δεξιοί».

Οι νικητές του εμφυλίου, που κράτησαν τη χώρα ελεύθερη και δημοκρατική, που την έβαλαν στην Ευρωπαϊκή Ένωση, που κατάργησαν τη μοναρχία και καταδίκασαν τους πρωτεργάτες της χούντας σε ισόβια κάθειρξη, έκλιναν το γόνυ στους φυσικούς και πολιτικούς απογόνους των δολοφόνων του ΕΛΑΣ και της ΟΠΛΑ που αιματοκύλησαν τη χώρα για να τη μετατρέψουν σε κομμουνιστική δικτατορία κατάσπαρτη με «λιβάδια του θανάτου» και που, το 1974, όταν τους νομιμοποίησε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, συνέχισαν να ονειρεύονται κολχόζ, πενταετή πλάνα και δικτατορίες του προλεταριάτου.

Πώς έγινε αυτό; Ποιος είναι ο λόγος ή οι λόγοι που αυτοί που έπρεπε να σκύψουν το κεφάλι και να πουν «συγγνώμη, σφάλαμε», σήκωσαν κεφάλι και κουνούσαν το δάχτυλο απειλητικά;

Κατά τη γνώμη μου ο λόγος είναι ένας: η βία.

 

Η κυριαρχία της αριστερής βίας

Το ανιστόρητο και παραμορφωτικό αφήγημα της Αριστεράς στη Μεταπολίτευση κυριάρχησε με τη χρήση της βίας ως μέσου άσκησης πολιτικής, γιατί το Κέντρο και η Δεξιά αρνήθηκαν να εμπλακούν σε βίαιη αντιπαράθεση. Δεν υπήρχε λόγος. Το διακύβευμα δεν ήταν πια η επιβίωση της δημοκρατίας (προεδρικής ή βασιλευομένης) ή η διαφύλαξη του αστικού καθεστώτος από κομμουνιστική ανταρσία: οι κομμουνιστές δεν ήταν οπλισμένοι και δεν είχαν υποστήριξη και ενθάρρυνση από ξένες δυνάμεις, όπως το 1943-49. Το διακύβευμα της πολιτικής αντιπαράθεσης στη Μεταπολίτευση, επί της ουσίας, ήταν το ύψος των φορολογικών εσόδων και η κατανομή τους. Η Ελλάδα είχε γίνει μια κανονική, δυτική χώρα.

Όμως, η Αριστερά, που από το 1974 έως το 1993 περιλάμβανε και το ΠΑΣΟΚ, πολιτεύτηκε με εργαλείο τη βία. Βία παντού και με κάθε αφορμή. Στα πανεπιστήμια. Στα συνδικάτα. Στους δρόμους.  Στα σχολεία. Στον Τύπο και στην τέχνη.  Οι «αντιφρονούντες» υπέστησαν «διώξεις» και βία. Αποκλείστηκαν από τα αμφιθέατρα.  Χτίστηκαν μέσα στα γραφεία τους. Λοιδορήθηκαν και παραμερίστηκαν από τον Τύπο. Οι δήθεν κατατρεγμένοι αριστεροί, που έκαναν μεγάλες περιουσίες τη δεκαετία του 1960 και του 1970, έγιναν οι μεγιστάνες του Τύπου που στήριξαν το ΠΑΣΟΚ και το αριστερό αφήγημα από το 1977 και μετά.

Παρότι, δήθεν, η Δεξιά απέκλεισε τους αριστερούς από το Δημόσιο και ζητούσε πιστοποιητικά φρονημάτων για διορισμό, μετά το 1979 το Δημόσιο παρέλυσε από τις απεργίες που οργάνωσαν το ΠΑΣΟΚ και η Αριστερά για να πλήξουν τις κυβερνήσεις της ΝΔ.  Από τις αρχές Δεκεμβρίου 1980 έως τα τέλη του Ιανουαρίου 1981, η ΟΛΜΕ έκλεισε γυμνάσια και λύκεια για 45 μέρες: η μεγαλύτερη απεργία δημοσίων υπαλλήλων στην ιστορία της χώρας. Ποιοι τις έκαναν αυτές τις απεργίες;  Οι «δεξιοί» δημόσιοι υπάλληλοι, που είχαν προσκομίσει πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων;

Υπουργοί και βουλευτές του ΠΑΣΟΚ και της Αριστεράς διορίστηκαν στο Δημόσιο (υπουργεία, τράπεζες, πανεπιστήμια) και έκαναν περιουσίες επί χούντας.  Ο Γιώργος Γεννηματάς, γόνος επιφανούς δεξιάς οικογένειας της Μεσσηνίας, διορίστηκε στην Αγροτική Τράπεζα όταν διοικητής της ήταν ο επικεφαλής των Ταγμάτων Ασφαλείας στην Αχαΐα το 1943-44. Και μετά, το 1974, έγινε εκ των ηγετών της «αριστερής τάσης» του ΠΑΣΟΚ.

Η 17 Νοέμβρη, γέννημα θρέμμα των ακραίων αριστερών οργανώσεων της δεκαετίας του 1960 και του 1970, δολοφονούσε Έλληνες και ξένους, κεντρώους και δεξιούς, από το 1975 έως το 2003. Το ΚΚΕ εξαπέλυε τα «ΚΝΑΤ» στα ΑΕΙ τη δεκαετία του 1970 και του 1980 και ξυλοκοπούσαν όσους αντιδρούσαν στις προθέσεις του. Ο υπουργός του ΣΥΡΙΖΑ που καταγγέλλεται από τον Τύπο και την κοινωνία για τον «αψύ» τρόπο του, ηγείτο των ομάδων κρούσης της Πανσπουδαστικής στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου τη δεκαετία του 1980[3]. Άπειρα τα παραδείγματα[4].

Θυμηθείτε όλες τις πορείες για το Πολυτεχνείο κατά τη Μεταπολίτευση που κατέληξαν σε επεισόδια, οδομαχίες, τραυματισμούς ή θανάτους, καταστροφή περιουσιών, καταστροφή των κτιρίων του ΕΜΠ. Θυμηθείτε τον τρόπο με τον οποίον έγιναν προβληματικές δεκάδες ιδιωτικές επιχειρήσεις μετά το 1981. Θυμηθείτε τη βία που άσκησαν οι συνδικαλιστές του ΚΚΕ στη ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη του Περάματος και την οδήγησαν στον μαρασμό[5].  Θυμηθείτε την ψυχολογική και πολιτική βία που άσκησε η εφημερίδα Αυριανή εναντίον δικαίων και αδίκων[6].  Θυμηθείτε τους πράσινους συνδικαλιστές, συγκεντρωμένους στα πεζοδρόμια της Βασιλίσσης Σοφίας, που απειλούσαν με βία τους βουλευτές του ΠΑΣΟΚ οι οποίοι προσέρχονταν στη Βουλή για την τρίτη ψηφοφορία για εκλογή Προέδρου Δημοκρατίας τον Μάιο 1985[7]. Θυμηθείτε ότι ακόμα και ο Διονύσης Σαββόπουλος, μετά το Κούρεμα, αναγκάστηκε να φύγει από την Ελλάδα γιατί δεν έβρισκε δουλειά[8]. Θυμηθείτε τη βία «των Σταμουλοκολλάδων» εναντίον των ιδιοκτητών αστικών λεωφορείων το 1991[9]. Θυμηθείτε τη διακοπή ρεύματος στο διάδρομο προσγείωσης του αεροδρομίου του Ελληνικού από τους συνδικαλιστές της Υπηρεσίας Πολιτικής Αεροπορίας[10]. Θυμηθείτε τα βίαια επεισόδια στο Ηράκλειο Κρήτης για να εμποδιστεί η προεκλογική ομιλία του πρωθυπουργού Γεωργίου Ράλλη πριν από τις εκλογές του 1981[11]. Θυμηθείτε τον κίνδυνο που διέτρεξε ο Απόστολος Κακλαμάνης[12] και τον ξυλοδαρμό του Κωστή Χατζηδάκη το 2011[13].  Θυμηθείτε τους νεκρούς εργαζόμενους της Marfin[14].

Θυμηθείτε το κτίριο του ΚΚΕ στον Περισσό, ένα πραγματικό φρούριο, σχεδιασμένο για να αντέξει πολιορκία, και το modus operandi του κόμματος στη Μεταπολίτευση:  «Πρώτον, δεν αναγνωρίζουμε το σύνταγμά σας και το πολίτευμά σας. Δεύτερον, κάνουμε ό,τι θέλουμε και εάν τολμάτε ελάτε στον Περισσό να μας κάνετε έλεγχο»[15].

Γιατί συνέβη αυτό; Γιατί κατάφερε η Αριστερά να ασκήσει βία για να επιβάλει το αφήγημά της; Αυτό είναι ένα ερώτημα που τέθηκε συχνά μετά το 1981, χωρίς να βρει ικανοποιητική απάντηση.

 

Η ευρωπαϊκή στροφή της Κεντροδεξιάς

Κατά τη γνώμη μου, αυτό έγινε επειδή ο κόσμος που ταυτίστηκε με τους νικητές του εμφυλίου, μετά το 1974 γύρισε την πλάτη του στο παρελθόν και αρνήθηκε να εμπλακεί εκ νέου στη μιζέρια του Εθνικού Διχασμού και του Εμφυλίου. Γιατί άλλωστε να το έκανε; Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής γύρισε στην Ελλάδα, έκανε τη δημοκρατική επανάσταση του 1974 που έθεσε τέλος στο πολιτειακό, στον Εμφύλιο και στη δικτατορία μέσα σε μερικούς μήνες και, μετά, ξεκίνησε αμέσως τον τιτάνιο αγώνα της ένταξης της χώρας μας στο κλαμπ των βιομηχανικών χωρών της ευρωπαϊκής Δύσης. Η πραγματικά προοδευτική Ελλάδα έστρεψε το βλέμμα προς το μέλλον – και προς τα βορειοδυτικά.

Η Αριστερά ουσιαστικά έμεινε μόνη της, να κυνηγάει την ουρά της στα στενά των Εξαρχείων, στα πνιγμένα στον καπνό και στη βρώμα από τα ξεχειλισμένα τασάκια σε αίθουσες με κορνίζες φωτογραφιών ΕΛΑΣιτών και του Μαρξ στους τοίχους, και σε πορείες και διαδηλώσεις. Αφέθηκε στους δρόμους να μάχεται τις συγκρούσεις της δεκαετίας του 1940. Εγκαταλείφθηκε σε έναν κυκεώνα ομφαλοσκόπησης που είχε αποτέλεσμα να θυσιαστούν χιλιάδες δέντρα, για να παραχθούν αμέτρητοι τόνοι χαρτί προκειμένου να τυπωθούν αμέτρητα βιβλία, που ρωτούσαν, όλα, τα ίδια δύο πράγματα: «Τι κάναμε λάθος τον Δεκέμβρη;» και «Πώς θα αποχωρήσουμε από την κόλαση της Δύσης για να γίνουμε σοσιαλιστικός παράδεισος όπως η Αλβανία;» Κολοκύθια με τη ρίγανη, δηλαδή.  Και αυτό δεν αφορούσε μόνο το ΚΚΕ και την κομμουνιστική Aριστερά:  ένα σημαντικό κομμάτι του ΠΑΣΟΚ, μετά την ίδρυση του το 1974, σχεδίαζε παράνομη, ένοπλη δράση για την «επανάσταση»[16].

Η πολιτική, η πραγματική πολιτική, αυτή που έφερνε αποτελέσματα στη ζωή των πολιτών και άλλαζε το υπόδειγμα της κοινωνίας και της οικονομίας, ασκείτο στις Βρυξέλλες και στα γραφεία του Καραμανλή, του Ράλλη και του Κοντογιώργη, δηλαδή της ομάδας που έδωσε εμφατική απάντηση στο προαιώνιο εθνικό μας δίλημμα «Ανατολή ή Δύση;» με: «Ναι! Δύση!».

Γι’ αυτό στη Μεταπολίτευση η Αριστερά «αλωνίζει» και το αφήγημά της κυριάρχησε στις εφημερίδες, στα κανάλια και στα αμφιθέατρα. Γιατί ήταν ακίνδυνο, εκτός θέματος και, για άλλη μια φορά, τίποτε παραπάνω από μια εξωφρενική και, εκ των υστέρων, ψυχαγωγική, για μας τους υπόλοιπους, θεωρία συνωμοσίας.

Οι άνθρωποι που κέρδισαν τις εκλογές του 1974 και κυβέρνησαν ώς το 1981 ζούσαν στο μέλλον και όχι στον Εθνικό Διχασμό και στον Εμφύλιο. Γι’ αυτό, κατά τη γνώμη μου, δεν ενεπλάκησαν στη συνθηματολογία που επέβαλε το ΠΑΣΟΚ και η Αριστερά στη Μεταπολίτευση, που επιχείρησε να χαρακτηρίσει τη ΝΔ ως «μη δημοκρατικό κόμμα» σε αντίθεση με το μετά το 1981 κυβερνών κόμμα και την Αριστερά που αυτοπροσδιορίζονταν ως «δημοκρατικές δυνάμεις». Αυτή δεν ήταν αριστερή συνθηματολογία: ήταν η αναβίωση του Εθνικού Διχασμού.

Όταν η ΕΡΤ της εποχής μιλούσε για «ΠΑΣΟΚ και άλλες δημοκρατικές δυνάμεις», το «δημοκρατικές» δεν αναφερόταν στην προσήλωση στη δημοκρατία, σε αντίθεση με τη «φασιστική» ή «δικτατορική» Δεξιά. Ο όρος παρέπεμπε στον Εθνικό Διχασμό:  «δημοκρατικά», από το 1915 έως το 1967, λέγονταν τα κόμματα που ήταν εναντίον της μοναρχίας, όχι όσα δεν ήταν υπέρ της δικτατορίας. Το ΚΚΕ μόνο δημοκρατικό κόμμα δεν ήταν (και δεν είναι). Όσο για τους βενιζελικούς Φιλελεύθερους, από το 1922 έως το 1937 οργάνωσαν τρία στρατιωτικά πραξικοπήματα και, από το 1933 και μετά, φλέρταραν με το φασισμό του Μουσολίνι.  Άρα, το «δημοκρατικό», όσον αφορά και αυτούς, μόνο στη θέση τους έναντι της μοναρχίας μπορεί να αναφέρεται. Και το ΠΑΣΟΚ αυτοπροβαλλόταν ως συνέχεια του βενιζελικού Κέντρου...

 

Κίνητρα και περιορισμοί του κοινοβουλευτισμού

Η Κεντροδεξιά αρνήθηκε να εμπλακεί στη βία που άσκησε η Αριστερά στη Μεταπολίτευση και για έναν ακόμη λόγο. Επιτρέψτε μου μια σύντομη ιστορία:

Ήταν λίγο πριν από τη χρεοκοπία του 2009. Περιμένοντας το ασανσέρ στο ισόγειο ενός κτιρίου που στεγάζει μια ΔΕΚΟ, συζητούσα με ένα στέλεχός της για κάποιο θέμα της τότε επικαιρότητας. Επειδή υπήρχε ένα πρόβλημα στον οργανισμό που θα μπορούσε να λυθεί με μια απλή παρέμβαση του αρμόδιου υπουργού, εξέφρασα την απορία μου γιατί η παρέμβαση αυτή δεν γινόταν. Ο συνομιλητής μου μου είπε:

«Οι υπουργοί είναι στη θέση τους δύο ή τρία χρόνια. Νομίζεις ότι θέλουν να είναι κάθε βράδυ στα κανάλια λόγω απεργιών, καταλήψεων, βίαιων επεισοδίων και αναταραχής που είναι αποτέλεσμα αποφάσεων τους; Νομίζεις ότι το να σπάνε αυγά και να δημιουργούν αναταραχή τους κάνει υπουργήσιμους στον επόμενο ανασχηματισμό;»

Σώπασα.

Αυτός, λοιπόν, είναι ο άλλος λόγος. Όταν δεν είσαι διατεθειμένος να ασκήσεις βία γιατί έτσι θα υπονομεύσεις την πολιτική καριέρα σου, η άλλη πλευρά, που δεν έχει κανένα πρόβλημα ή ενδοιασμό να ασκήσει βία, έχει κερδίσει – τις εντυπώσεις. Ίσως όχι την ουσία και ίσως όχι την πραγματική πολιτική: ούτε από το ΝΑΤΟ βγήκε η χώρα ούτε από την ΕΟΚ. Μάλιστα, από το 1992 και μετά ιδιωτικοποιήθηκαν σχεδόν όλες οι ΔΕΚΟ και ο δυτικός προσανατολισμός της χώρας επί της ουσίας δεν κινδύνευσε ούτε όταν κυβέρνησαν οι μάρτυρες υπεράσπισης της 17 Νοέμβρη. Όπως και μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Κεντροδεξιά ήταν ο πολιτικός νικητής και της Μεταπολίτευσης: η Ελλάδα που ζούμε σήμερα είναι η Ελλάδα που οραματίστηκε και σχεδίασε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής.

Όμως, ο δρόμος ώς εδώ ήταν επίπονος και αγωνιώδης. Η πολιτική ζωή της χώρας μετά το 1974, αν και υποδειγματικά δημοκρατική και φιλελεύθερη, αμαυρώθηκε από τη βία που άσκησε η πλευρά των ηττημένων του εμφυλίου και από τον αναθεωρητισμό για τα όσα έγιναν τη δεκαετία του 1940 – αναθεωρητισμό που, στην πραγματικότητα, υπήρξε το κυρίαρχο αφήγημα της Μεταπολίτευσης.

 

Παραμύθια για μικρά παιδιά – και ΚΝίτες

Το αφήγημα του ΚΚΕ και της Αριστεράς για την ιστορία της σύγχρονης Ελλάδος είναι τόσο απλοϊκό και παιδαριώδες που μπορεί να συνοψισθεί σε μια παράγραφο:

Ο ξεσηκωμός του 1821 ήταν ταξικός.  Ο λαός μάτωσε και κέρδισε την ελευθερία του αλλά οι κοτζαμπάσηδες έφεραν τον Όθωνα και τους Βαυαρούς για να επιβάλλουν την κυριαρχία τους στο λαό. Η φτώχεια στην οποία ζούσε ο λαός οφειλόταν στην εκμετάλλευση της άρχουσας τάξης και στην κλοπή της υπεραξίας της εργασίας των εργαζομένων από τους καπιταλιστές. Ο λαός, που στενάζει, προσπαθεί να αποτινάξει τα δεσμά των δυναστών του, αλλά αυτοί, με τη συνδρομή των ιμπεριαλιστών της Δύσης, πάντα καταφέρουν να καταπνίγουν κάθε απόπειρα απαλλαγής από την καταπίεση και την εκμετάλλευση.  Το 1941 ο λαός ξεσηκώθηκε εναντίον του φασισμού αλλά οι μοναρχοφασίστες και οι Γερμανοτσολιάδες έπνιξαν τη λαϊκή επανάσταση των βουνών στο αίμα με τη βοήθεια των ιμπεριαλιστών.

Αυτές τις ανιστόρητες ανοησίες δίδασκαν και διδάσκουν στους ΚΝίτες και στους Ρηγάδες (σήμερα: νεολαίους του ΣΥΡΙΖΑ) οι ινστρούχτορές τους και αυτό είναι το αφήγημα που καθόρισε την περιρρέουσα ατμόσφαιρα της Μεταπολίτευσης.

Πρόκειται για το αφήγημα του Σβώλου, του Βάρναλη, του Λουντέμη, του Βουρνά, του Τσίρκα, του Λιναρδάτου, του Καρακούση, του Δελαστίκ, του Ξυδάκη, του Φλάισερ. Με άλλα λόγια, ό,τι να ’ναι.  Απλοϊκά αφηγήματα για ευκολοσυγκίνητους εφήβους που περιβλήθηκαν τον μανδύα της, δήθεν, σοβαρότητας του «ιστορικού υλισμού» και σερβιρίστηκαν σαν θέσφατο από τους, κατά Μίμη Ανδρουλάκη, ημιαγράμματους βετεράνους του «Πολυτεχνείου».  Πώς το είπε ο μπάρμαν σύμβουλος του Τσίπρα;  «Όταν εμείς διαβάζαμε Μαρξ και Μπακούνιν, εκείνοι διάβαζαν ΚΛΙΚ»...

 

Μια ψύχραιμη ματιά, χωρίς ιδεολογίες

Ο ελληνικός λαός δεν ήταν φτωχός τα πρώτα 100 χρόνια της σύγχρονης Ελλάδας γιατί «οι καπιταλιστές εκμεταλλεύονταν την υπεραξία που δημιουργούσαν οι εργάτες και οι αγρότες με την εργασία τους». Ούτε καπιταλιστές υπήρχαν τα πρώτα 100 χρόνια ούτε προλετάριοι. Η χώρα δεν είχε βιομηχανία για να υφίστανται τέτοιου είδους οικονομικές σχέσεις.  Ο ελληνικός λαός ήταν φτωχός γιατί η Ελλάδα ήταν φτωχή χώρα.
Όταν δημιουργήθηκε, το 1830, η Ελλάδα είχε 700 χιλιάδες κατοίκους.  Δεν είχε ούτε ένα χιλιόμετρο δρόμων. Ούτε ένα λιμάνι. Ούτε ένα νοσοκομείο. Ούτε ένα πανεπιστήμιο.  Η όποια παραγωγική της βάση ήταν κατεστραμμένη ύστερα από 10 χρόνια πολέμου και το πέρασμα του Ιμπραήμ. Δεν είχε καμία πολιτική παράδοση αυτοδιάθεσης και δημοκρατικής διακυβέρνησης. Δεν είχε κυβερνητικά κτίρια.  Ούτε σύστημα φορολογίας. Ούτε κτηματολόγιο. Ούτε εμπορικές σχέσεις με το εξωτερικό.  Η Ελλάδα το 1830 ήταν η πιο εξαθλιωμένη και απελπισμένη γωνιά της Ευρώπης. 

Τα πρώτα 100 χρόνια της ύπαρξής της στηρίχτηκε στο εμπόριο, στην παραγωγή σταφίδας και καπνού και στην εξόρυξη μεταλλευμάτων για συνάλλαγμα. Δεν συμμετείχε στη βιομηχανική επανάσταση.  Ο μόνος τρόπος για να πάει κάποιος από την Αθήνα στη Θεσσαλονίκη ή στην Καλαμάτα ή στην Πάτρα ήταν με καράβι απ’ τον Πειραιά. Μετά, ώς τη δεκαετία του 1950, με το τρένο. Δεν υπήρχαν δρόμοι και υποδομές. Όχι γιατί «τα έτρωγαν οι πολιτικοί με τους εργολάβους», αλλά γιατί η χώρα δεν παρήγαγε αρκετό πλούτο για να έχει πλεόνασμα και να επενδύσει σε κεφαλαιουχικά αγαθά.

Ο εθνικός πλούτος δημιουργείται από την παραγωγή προϊόντων και υπηρεσιών προστιθέμενης αξίας: δηλαδή, πράγματα που θέλει να αγοράσει ο κόσμος και αφήνουν σημαντικό κέρδος. Για να παραχθούν αυτά χρειάζονται μηχανήματα, πρώτες ύλες, κτίρια, δρόμοι, λιμάνια, θεσμοί, κ.λπ. Για να υπάρξουν όλα αυτά, επί πολλά χρόνια, στο παρελθόν, η χώρα έπρεπε να καταναλώνει λιγότερα από όσα παρήγαγε, και τη διαφορά (δηλαδή, την αποταμίευση) να την έχει επενδύσει σε όλα τα παραπάνω (μηχανήματα, εργοστάσια, δρόμους κ.λπ.). Αυτό απαιτεί χρόνο και είναι μια διαδικασία που δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί με ένα νόμο και ένα άρθρο. Στα οικονομικά αυτό λέγεται «ανάπτυξη».

Η Ελλάδα του 1830 και του 1860 και του 1900 ήταν μια χώρα που παρήγαγε κυρίως αγροτικά προϊόντα και εξήγαγε σταφίδα, καπνό και ανεπεξέργαστα ορυκτά. Οι αποταμιεύσεις που θα μπορούσαν να επενδυθούν σε κεφαλαιουχικά αγαθά και υποδομές ήταν ισχνές γιατί η παραγωγή της ήταν αγροτική και υποτυπώδης. Ούτε ναυτιλιακός στόλος υπήρχε τότε, ούτε τουρισμός, ούτε βιομηχανική παραγωγή. Οι κεφαλαιαγορές ήταν στα σπάργανα παγκοσμίως και ο δανεισμός ήταν σποραδικός και με δρακόντειους όρους. Αυτή είναι η πηγή της «φτώχειας» των Ελλήνων τις πρώτες δεκαετίες της ύπαρξης της σύγχρονης Ελλάδος, όχι «ο καπιταλισμός και η εκμετάλλευση». Για την ακρίβεια, όπως είμαι βέβαιος θα χαίρονταν πολύ να εξηγήσουν στα στελέχη του Περισσού οι κινέζοι σύντροφοί τους, ο καπιταλισμός είναι ο μόνος τρόπος για να ξεφύγει μια κοινωνία από τη βαθιά και εκτεταμένη φτώχεια σε σύντομο χρονικό διάστημα

Οι άλλες ευρωπαϊκές χώρες, τον 19ο αιώνα και έκτοτε, είχαν υποδομές, εργοστάσια και οργανωμένη διοίκηση γιατί ήταν αποικιακές δυνάμεις και συσσώρευσαν κεφάλαιο, που δημιουργούσε πλούτο, εκμεταλλευόμενες τη δωρεάν ή φτηνή εργασία δουλοπάροικων ιθαγενών στην Αφρική, την Ασία και τη Νότιο Αμερική.  Η Ελλάδα δεν εκμεταλλεύθηκε ποτέ την εργασία άλλων λαών για να πλουτίσει.  Ό,τι χτίσαμε το χτίσαμε μόνοι μας.

Το Παρίσι, το Λονδίνο, οι Βρυξέλλες, η Λισαβώνα, η Μαδρίτη, που επισκέπτονται οι Έλληνες και θαυμάζουν, δεν χτίστηκαν από την εργασία των λαών τους. Χτίστηκαν από την εργασία εκατομμυρίων σκλάβων και δουλοπάροικων στην Αϊτή, στο Κονγκό, στην Ινδονησία, στην Ινδία, στην Ινδοκίνα και αλλού.

Το 1792, όταν επαναστάτησαν οι σκλάβοι της Αϊτής, το 40% του κρατικού προϋπολογισμού της Γαλλίας προερχόταν από τη φορολόγηση και τη δασμολόγηση του προϊόντος των φυτειών (στρατοπέδων εργασίας...) ζαχαροκάλαμου της νήσου της Καραϊβικής. Το 1861, όταν ξέσπασε ο αμερικανικός εμφύλιος πόλεμος, η συνολική αξία των 4,5 εκατομμυρίων μαύρων σκλάβων που παρήγαγαν το βαμβάκι που αποτελούσε την πρώτη ύλη για τα εργοστάσια του Μάντσεστερ, του Λίβερπουλ και της Νέας Αγγλίας ξεπερνούσε την αξία όλων των κεφαλαιουχικών αγαθών που υπήρχαν τότε στις ΗΠΑ, δηλαδή όλων των δρόμων, των λιμανιών, των σιδηροδρόμων, των εργοστασίων, των μηχανημάτων κ.λπ. Και το κόστος κτήσης των σκλάβων αυτών για τους Αμερικανούς ήταν σχεδόν μηδενικό, επειδή οι περισσότεροι ήταν δεύτερης και τρίτης και τέταρτης και πέμπτης γενιάς σκλάβοι. Ή, αλίμονο, προϊόν βιασμού της σκλάβας μητέρας τους από τον ιδιοκτήτη της.

 

Ένας αιώνας αποσταθεροποίηση

Fast forward στο 1918.  Συνεπαρμένοι από τα κοσμοϊστορικά γεγονότα που εκτυλίσσονταν στη Ρωσία, κάποιοι τυχάρπαστοι φοιτητές, καπνεργάτες, λιμενεργάτες, κουρείς κ.ά. στον Πειραιά, στον Βόλο και στην Καβάλα αποφασίζουν ότι η φτώχεια τους είναι αποτέλεσμα καταπίεσης και εκμετάλλευσης των βιομηχάνων και των καπιταλιστών (που η Ελλάδα δεν είχε...). Διάβασαν την (ο Θεός να την κάνει) ανάλυση του Μαρξ για τις ανεπτυγμένες βιομηχανικές οικονομίες της Αγγλίας και της Γερμανίας και τον τσελεμεντέ του Λένιν για το πώς θα καταλάβουν την εξουσία και αποφάσισαν ότι περιγράφει την κατάσταση στην Ελλάδα και ότι οι ίδιοι είναι οι –αυτεπάγγελτοι και αυτοανακηρυχθέντες– «πρωτοπόροι της εργατικής τάξης» που θα ανατρέψουν το «σάπιο καπιταλιστικό καθεστώς». Απόδειξη ότι στην Ελλάδα υπήρχε «σάπιο καπιταλιστικό καθεστώς»; Μα το ότι υπήρχαν πλούσιοι και φτωχοί. Αυτό, εξάλλου, έλεγε η «ανάλυση» του Μαρξ: όπου υπήρχαν πλούσιοι και φτωχοί, αυταπόδεικτα οι πλούσιοι εκμεταλλεύονταν τους φτωχούς, γι’ αυτό ήταν πλούσιοι.  Από εκείνη τη στιγμή αρχίζει η αποσταθεροποίηση της χώρας και τα δεινά που την ταλάνισαν για τα επόμενα 100 χρόνια. 

Το ΚΚΕ ήταν, επί της ουσίας, παράρτημα του ΚΚ της Σοβιετικής Ένωσης.  Χρηματοδοτείτο από τη Μόσχα και εκτελούσε τις εντολές της Μόσχας. Το κόμμα που κατηγορούσε τους αντιπάλους του ότι ήταν «ξενόδουλοι» και «λακέδες των Άγγλων και των Αμερικανών» ήταν η μοναδική πολιτική δύναμη στην ιστορία της Ελλάδος που εκπορευόταν αποκλειστικά από το εξωτερικό, πάντοτε εξυπηρετούσε συμφέροντα ξένης χώρας, δεν δίστασε να υποστηρίξει τον ακρωτηριασμό της χώρας επειδή αυτή ήταν η πολιτική της Μόσχας και να εξαπολύσει αδελφοκτόνο εμφύλιο πόλεμο γιατί αυτό απαιτούσε η εξωτερική πολιτική της ΕΣΣΔ εκείνη τη στιγμή[17].

Το ΚΚΕ ιδρύθηκε για να ανατρέψει την αστική δημοκρατία[18] και να επιβάλει, με τη βία, δικτατορικό καθεστώς αιματηρού ξεκαθαρίσματος λογαριασμών των κομμουνιστών με όσους ευημερούσαν. Στο φυλλάδιο Η Προλεταριακή Επανάσταση και ο Αποστάτης Κάουτσκι (Νοέμβριος 1918) ο Λένιν καθοδηγούσε:

Η δικτατορία είναι εξουσία που βασίζεται άμεσα στη βία και δεν υπόκειται σε νομικούς περιορισμούς. [...] Η επαναστατική δικτατορία του προλεταριάτου είναι εξουσία που αποκτάται και διατηρείται με τη χρήση βίας, του προλεταριάτου εναντίον της αστικής τάξης, εξουσία που δεν περιορίζεται από νόμους.

Αυτή ήταν η ιδεολογία του ΚΚΕ το 1918 και αυτοί ήταν οι στόχοι και οι επιδιώξεις του. Αυτό εισέπραττε ο πολιτικός κόσμος και ο ελληνικός λαός ως ιδεολογική πλατφόρμα και στρατηγική του νεοσύστατου κόμματος: ένας επαναστατικός πολιτικός σχηματισμός που είχε στόχο τη βίαιη (δηλαδή, την αιματηρή) ανατροπή του κοινοβουλευτισμού και την επιβολή μιας βίαιης, χωρίς κανόνες, δικτατορίας στην οποία το «προλεταριάτο» θα εξαφάνιζε την «αστική τάξη».

Το ΚΚΕ που γνωρίζουμε σήμερα δημιουργήθηκε το 1924, όταν διασπάστηκε το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Ελλάδος (ΣΕΚΕ) με αφορμή το θέμα της Μακεδονίας.  Εν συντομία, οι Βούλγαροι διεκδικούσαν περισσότερα εδάφη στην κοιλάδα του Αξιού, στην οποία κυριαρχούσαν η Σερβία και η Ελλάδα μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους. Οι Σοβιετικοί από τη μεριά τους ήθελαν να έχουν πολιτικό έλεγχο στα Βαλκάνια. Από το 1922, η Κομμουνιστική Διεθνής (Κομιντέρν[19]), της οποίας ηγείτο ο Βούλγαρος Γκεόργκι Δημητρώφ, προωθούσε σχέδιο δημιουργίας Βαλκανικής Ομοσπονδίας, που αργότερα ονομάσθηκε «ανεξάρτητη Μακεδονία», την οποία θα αποτελούσαν η Βουλγαρία, η νότια Σερβία και οι ελληνικές Μακεδονία και Θράκη.

Η ηγεσία του ΣΕΚΕ αντέδρασε, γιατί η υιοθέτηση μιας τέτοιας θέσης θα ισοδυναμούσε με πολιτική αυτοκτονία στην Ελλάδα που προσπαθούσε να συνέλθει από τη Μικρασιατική Καταστροφή. Στα τέλη του 1924, το Σοβιετικό ΚΚ έστειλε αντιπροσώπους στην Αθήνα (μεταξύ των οποίων και τον Νίκο Ζαχαριάδη, ο οποίος τότε ήρθε για πρώτη φορά στην Ελλάδα), ανέτρεψαν την ηγετική ομάδα του ΣΕΚΕ και ανέλαβαν την ηγεσία, αφού το μετονόμασαν σε Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδος.  Λίγες μέρες μετά (14/12/2024) ο Ριζοσπάστης δημοσιεύει το μανιφέστο του 3ου Συνεδρίου του ΣΕΚΕ/ΚΚΕ, που έγινε στα τέλη Νοεμβρίου. Στο τέταρτο κεφάλαιο, το οποίο τιτλοφορείται «Ανεξαρτησία στη Μακεδονία και τη Θράκη», γίνεται λόγος για «Ευρωπαίους μιλιταριστές» που «έδρασαν στη Μικρασία, τα Βαλκάνια και την Ουκρανία», για την «Ελληνική μπουρζουαζία» που «χρησιμοποίησε 300 χιλιάδες απελπισμένους πρόσφυγες για ν’ αποικίσει (σσ!) τη Μακεδονία» και συνεχίζει:

Η ντόπια μπουρζουαζία είναι εθνικός δυνάστης και καταπιεστής του Μακεδονικού και Θρακικού λαού και συγχρόνως ο κοινωνικός δυνάστης της εργατικής τάξης και των φτωχών αγροτικών και προσφυγικών μαζών. Αν δεν συντρίψουμε τον εθνικό ζυγό της ντόπιας μπουρζουαζίας που βαρύνει τη Μακεδονία και τη Θράκη δεν μπορούμε να τσακίσουμε τον κοινωνικό ζυγό της ίδιας μπουρζουαζίας που βαρύνει πάνω σε μας.

Το μανιφέστο καταλήγει:

Να γιατί αγωνιζόμαστε για την ένωση των 3 τμημάτων της Μακεδονίας και της Θράκης και για την ενιαία και ανεξάρτητη κρατική τους ύπαρξη. Να γιατί ζητάμε Εθνικά Συμβούλια Προσφύγων μέσα στην ανεξάρτητη και ελεύθερη Μακεδονία να μοιράσουν μόνα τους τις γαίες μεταξύ των προσφύγων σύμφωνα με τα συμφέροντα του φτωχού αγροτοπροσφυγικού πληθυσμού της χώρας. Να πώς θα σωθούν οριστικά οι χιλιοδυστυχισμένοι πρόσφυγες της Μακεδονίας.

Η πολιτική τάξη της χώρας, φυσικά, αντέδρασε. Λίγο μετά τη νίκη του στις εκλογές του 1928, ο Ελευθέριος Βενιζέλος έφερε στη Βουλή ένα νομοσχέδιο με τον τίτλο «Περί μέτρων ασφαλείας του κοινωνικού καθεστώτος και προστασίας των ελευθεριών των πολιτών».  Ο Νόμος αυτός προέβλεπε ποινή φυλάκισης τουλάχιστον έξι μηνών για όποιον, κατά το άρθρο 1 παράγραφο 1,

επιδιώκει την εφαρμογή ιδεών εχουσών ως έκδηλο σκοπό την διά βιαίων μέσων ανατροπή του κρατούντος κοινωνικού συστήματος ή την απόσπαση μέρους εκ του όλου της επικρατείας, ή ενεργεί υπέρ της εφαρμογής αυτών προσηλυτισμό. 

Δηλαδή, στρεφόταν ειδικά εναντίον του ΚΚΕ (εξ ου και «ιδιώνυμο»), το οποίο ιδρύθηκε για να προωθήσει την απόσχιση της Μακεδονίας και της Θράκης και την ενσωμάτωσή τους σε ένα σλαβικό βαλκανικό κράτος, υπό την κυριαρχία της Βουλγαρίας και υπό την επιρροή της ΕΣΣΔ, και με δηλωμένο σκοπό τη βίαιη ανατροπή της δημοκρατίας και την επιβολή κομμουνιστικής δικτατορίας – σύμφωνα με τα λεγόμενα του ίδιου του ΚΚΕ[20]

Στα τέλη του 1929 ξεσπάει η μεγάλη χρηματοοικονομική κρίση στις ΗΠΑ και ο κόσμος μπαίνει στην εποχή του Μεγάλου Κραχ (Great Depression). Ακολουθούν δέκα χρόνια κατάρρευσης του βιοτικού επιπέδου του ελληνικού λαού, αντίστοιχης με την κατάρρευση που γνώρισαν τότε, λόγω της πρωτοφανούς κρίσης, τα εισοδήματα και το βιοτικό επίπεδο των λαών όλων των χωρών του κόσμου.  Το 1933, η ανεργία στις ΗΠΑ ήταν άνω του 25% ενώ η κρίση στη Γερμανία ήταν τόσο καταστροφική που οδήγησε στην άνοδο του Ναζιστικού Κόμματος του Χίτλερ στην εξουσία, στις εκλογές του Ιουλίου 1932, όταν κέρδισε το 37% των ψήφων και 230 έδρες στην Μπούντεσταγκ.
Το ΚΚΕ, όπως και τα ΚΚ σχεδόν όλου του κόσμου, βρήκαν πρόσφορο έδαφος για να διασπείρουν τις οικονομικές και πολιτικές ανοησίες τους. Με αφορμή μια πρωτοφανή οικονομική ύφεση που, εκ των υστέρων, αποδείχτηκε ότι οφειλόταν στη χρεοκοπία μεγάλου αριθμού μικρών τοπικών τραπεζών των ΗΠΑ και σε κακή διαχείριση των δημόσιων οικονομικών λόγω συντηρητικών ιδεοληψιών σχετικά με τη σημασία των δημοσιονομικών ελλειμμάτων, οι κομμουνιστές υποκίνησαν βίαιες ταραχές με απώτερο στόχο την αποσταθεροποίηση των δυτικών καθεστώτων και την ανάληψη της εξουσίας.

Το 1936, εν μέσω του παγκόσμιου οικονομικού κραχ και αποπληθωρισμού, το ΚΚΕ[21], που είχε πάρει 5,76% των ψήφων στις εκλογές του Ιανουαρίου 1936, απαιτεί τετραπλασιασμό των αποδοχών των καπνεργατών και οργανώνει βίαιες διαμαρτυρίες, που είχαν αποτέλεσμα νεκρούς και τραυματίες σε Θεσσαλονίκη, Βόλο, Πάτρα, Καβάλα, Δράμα, Ξάνθη, Σέρρες, Καλαμάτα κ.α. Στη Θεσσαλονίκη οι διαδηλωτές προσπάθησαν να καταλάβουν κρατικά κτίρια και συγκρούσθηκαν με δυνάμεις της χωροφυλακής επί μέρες. Τελικά, η πόλη κηρύχθηκε σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης και τέθηκε υπό τον έλεγχο του στρατού για να αποκατασταθεί η τάξη.

Το Μάρτιο του 1936, το ΚΚΕ δίνει οδηγίες στις οργανώσεις βάσης να προετοιμαστούν για ένοπλο αγώνα και παράνομη δραστηριότητα. Στις 28 Μαρτίου, ο Ριζοσπάστης δημοσιεύει πρόσκληση του ΚΚΕ προς «τον Ελληνικό λαό» σε «παλλαϊκούς αγώνες» εναντίον των «κομμάτων της πλουτοκρατίας» και των «βενιζελικών που στηρίζουν την κυβέρνηση και την αντιλαϊκή πολιτική της». Τον Ιούνιο ζήτησε από τα μέλη των κομμουνιστικών πυρήνων να «συλλάβουν τους αξιωματικούς φασιστικών πεποιθήσεων και να ενωθούν με τις μάζες για την ανατροπή του καθεστώτος»[22], σχεδίαζε δηλαδή βίαιη επέμβαση στις ένοπλες δυνάμεις της χώρας και κατάληψη της εξουσίας.

Στα τέλη Ιουνίου, η κυβέρνηση Μεταξά εξέδωσε διάταγμα που επέβαλε την υποχρεωτική διαιτησία στις εργατικές διαφορές και απαιτήσεις, με στόχο την πολιτική εξομάλυνση έναντι της αναταραχής και της αποσταθεροποίησης που υποκινούσε το ΚΚΕ. 

Πολλοί από τους αναγνώστες αυτού του σημειώματος θα εκπλαγούν να μάθουν ότι ο Μεταξάς επέβαλε δικτατορία την 4η Αυγούστου 1936 όχι γιατί ζήλευε τον Μουσολίνι ή γιατί ήταν «φασίστας», όπως υποστηρίζει ο Λιναρδάτος, αλλά γιατί το ΚΚΕ, αντιδρώντας στις πρωτοβουλίες της κυβέρνησης σχετικά με τα εργατικά και συνδικαλιστικά αιτήματα, κάλεσε τα συνδικάτα σε γενική πανελλαδική απεργία στις 5 Αυγούστου και σχεδίαζε να κάνει ό,τι προσπάθησε να κάνει και 8 χρόνια αργότερα, στις 3 Δεκεμβρίου 1944:  να ανατρέψει το καθεστώς με τη βία. Αυτή ήταν η αφορμή για την 4η Αυγούστου: η αποτροπή της απόπειρας βίαιης κατάληψης της εξουσίας που σχεδίαζε το ΚΚΕ.

Αξίζει εδώ να τονιστεί ότι τον Ιούνιο 1936, επί της ουσίας, ο Εθνικός Διχασμός είχε λήξει. Ο Βενιζέλος, εξόριστος στο Παρίσι, σε επιστολή προς τον Λουκά Κανακάρη-Ρούφο, στις 9 Μαρτίου 1936, έγραφε:

Δεν είναι ανάγκη να σου πω πόσο ζωηρή είναι η χαρά μου διότι ο Βασιλεύς αποφάσισε να πατάξει επιτέλους τις διαρκείς επεμβάσεις των στρατιωτικών παραγόντων, απομακρύνοντας από την κυβέρνηση, ύστερα από την τελευταία αυθάδεια τους τούς Παπάγο και Πλατή και αναθέτοντας το υπουργείο στρατιωτικών στον Μεταξά.  Με την ενέργεια του αυτή ο Βασιλεύς ανέκτησε πλήρως το κύρος του [...]. Ζήτω ο Βασιλεύς!

Στην τελευταία επιστολή που έγραψε προς το Κόμμα των Φιλελευθέρων, τον Ιούνιο, λίγο πριν πεθάνει, ο Βενιζέλος ανέφερε ότι η επιστροφή του Γεωργίου στο θρόνο θα επενεργήσει ευεργετικά για τη σταθερότητα της χώρας και ότι ο ίδιος ήταν αναφανδόν υπέρ της παλινόρθωσης της μοναρχίας. Και τελείωνε, πάλι, την επιστολή του με: «Ζήτω ο Βασιλεύς!».

Ο μόνος λόγος για τον οποίο επιβλήθηκε η δικτατορία της 4ης Αυγούστου ήταν η απειλή του ΚΚΕ.

Σχετικά με τη δεκαετία του 1940, το αφήγημα της μεταπολίτευσης έκανε το άσπρο μαύρο και τα πάνω ήρθαν κάτω. Στην κινηματογραφική ταινία που γυρίστηκε μετά τη μεταπολίτευση, Μάθε παιδί μου γράμματα[23], π.χ., μάθαμε ότι η Δεξιά κυνήγησε τους κομμουνιστές γιατί έκαναν αντίσταση ενώ οι δεξιοί συνεργάστηκαν με τους κατακτητές. Παράλληλα, εμποδίστηκε η προβολή της ταινίας Ελένη, στηριγμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Νίκου Γκατζογιάννη, που είπε την αληθινή ιστορία της δολοφονίας της μητέρας του συγγραφέα επειδή φυγάδευσε τα παιδιά της για να μην υποστούν το παιδομάζωμα του ΚΚΕ. Ο αρχηγός του λεγόμενου Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (ΔΣΕ) κάθισε στα έδρανα της Βουλής. Το ΚΚΕ συμπεριελήφθη στις «άλλες δημοκρατικές δυνάμεις». 

Ευτυχώς, ήρθε το 1989, άνοιξαν τα αρχεία της πρώην ΕΣΣΔ και των άλλων χωρών του σοβιετικού μπλοκ και όλη η αλήθεια για το 1943-49 αποκαλύφθηκε χωρίς αμφισβητήσεις. Ακόμα και αν κάποιος δεν άκουγε ειδήσεις, ο Τάκης Λαζαρίδης ανέλαβε να τους τα πει στο πρώτο πρόσωπο, με τη γλώσσα που καταλαβαίνουν[24].

Το φαντασιακό αφήγημα του ΚΚΕ για την ιστορία του μετά το 1949 αναφέρει ότι οι «δημοκρατικοί πολίτες» (δηλαδή οι οπαδοί του Στάλιν που αιματοκύλησαν τη χώρα το 1943-49) διώχθηκαν από τη Δεξιά. Η πραγματικότητα είναι ότι, ένα μήνα μετά τη λήξη των εχθροπραξιών στον Γράμμο, το ΚΚΕ έβγαλε ανακοίνωση με την οποία η ήττα του χαρακτηρίστηκε «προσωρινή» και καλούσε τους οπαδούς του να έχουν «το όπλο παρά πόδα». Με άλλα λόγια, έλεγε ότι τίποτε δεν τελείωσε και ότι ο εμφύλιος συνεχίζεται.

Ο Μπελογιάννης ήρθε στην Ελλάδα έπειτα από δύο χρόνια με σκοπό να στήσει δίκτυο κατασκοπείας υπέρ του ΚΚΕ και της ΕΣΣΔ: καταδικάσθηκε και εκτελέστηκε για κατασκοπεία, όχι γιατί ήταν αριστερός. Όλοι οι κομμουνιστές που δικάστηκαν, καταδικάστηκαν και είτε φυλακίστηκαν είτε εκτελέστηκαν από το 1945 μέχρι και μετά τη λήξη του Εμφυλίου δεν διώχθηκαν εξαιτίας των πολιτικών φρονημάτων τους.  Διώχθηκαν λόγω εγκλημάτων που διέπραξαν στη διάρκεια της κατοχής, των Δεκεμβριανών και του εμφυλίου.

Σύσσωμη η Αριστερά, συμπεριλαμβανόμενου του ΠΑΣΟΚ, μετά τη μεταπολίτευση προσπάθησε να πείσει τους εκλογικούς πελάτες της ότι, παρότι το ΚΚΕ αιματοκύλησε την Ελλάδα επί 6 χρόνια, προσπάθησε να τη διαμελίσει και εκτέλεσε εν ψυχρώ χιλιάδες Έλληνες στην προσπάθεια του να εγκαθιδρύσει σταλινική δικτατορία, οι νικητές έπρεπε, αμέσως μετά τη λήξη των εχθροπραξιών, να δώσουν το χέρι στους δολοφόνους σφετεριστές της ελευθερίας του ελληνικού λαού, να ανάψουν μια φωτιά σε ένα ξέφωτο της Πάρνηθας και να καθίσουν όλοι γύρω γύρω τραγουδώντας το «Κουμπαγιά». Απαίτησαν, με άλλα λόγια, οι οικογένειες και το περιβάλλον των δολοφονηθέντων των τριών γύρων του εμφυλίου πολέμου να γυρίσουν σελίδα και να ξεχάσουν ποιοι σκότωσαν τους συγγενείς και τους φίλους τους, το μόνο έγκλημα των οποίων ήταν ότι δεν ήταν κομμουνιστές. Και το απαίτησαν αυτό, όπως θα δούμε παρακάτω, ενώ συνέχισαν να ενεργούν για την ανατροπή της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και να είναι κατευθυνόμενοι από τη Μόσχα.

Επιπλέον, τη δεκαετία του 1950 και του 1960 ο κόσμος ζούσε εν μέσω του Ψυχρού Πολέμου. Οι ελληνικές κυβερνήσεις ζητούσαν πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων για το διορισμό στο Δημόσιο, γιατί το Δημόσιο ήταν αποδέκτης και φορέας πληροφοριών που σχετίζονταν με την άμυνα της χώρας και τις δραστηριότητες του ΝΑΤΟ. Θα ήταν αυτοκτονικό και εγκληματικά ανεύθυνο εάν, την εποχή εκείνη, επιτρεπόταν σε κομμουνιστές, που μερικούς μήνες ή χρόνια πριν είχαν πολεμήσει, οι ίδιοι ή συγγενείς τους, για να εντάξουν τη χώρα στο ανατολικό μπλοκ, να εργασθούν σε δημόσιες υπηρεσίες και να είναι σε θέση να διαπράξουν δολιοφθορές ή κατασκοπεία. 

Η Ελλάδα, στον τομέα αυτό, τα πήγε πολύ καλύτερα από πολλές άλλες χώρες, όπως, για παράδειγμα, η Βρετανία, ο αρχηγός της αντικατασκοπείας της οποίας ήταν πράκτορας των Σοβιετικών και υπουργοί των κυβερνήσεών της είχαν ερωμένες σοβιετικές κατασκόπους.

Όμως, αυτός ήταν ο μόνος ουσιαστικός περιορισμός. Αριστεροί έγιναν επιτυχημένοι επιχειρηματίες και κυριάρχησαν στην οικονομική ζωή της χώρας στη μεταπολίτευση με τα χρήματα που είχαν βγάλει όταν κυβερνούσε η Δεξιά όπου, δήθεν, όλα «τα ’σκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά». Η Αριστερά εκπροσωπούνταν στο ελληνικό Κοινοβούλιο με την ΕΔΑ, η οποία κυνηγήθηκε τόσο πολύ από τη Δεξιά που το 1958 έγινε αξιωματική αντιπολίτευση! Ο Μίκης Θεοδωράκης μεσουράνησε. Οι σημαντικότεροι σεναριογράφοι και σκηνοθέτες της Φίνος Φιλμ ήταν αριστεροί. Ο Γιούρι Γκαγκάριν περιέλαβε την Αθήνα στον παγκόσμιο γύρο του θριάμβου που έκανε μετά το διαστημικό ταξίδι του. Οι δολοφόνοι του Γρηγόρη Λαμπράκη και οι συνεργοί τους συνελήφθησαν, καταδικάστηκαν και φυλακίστηκαν.

Από πού προκύπτει ότι η Ελλάδα ήταν «κουτσή δημοκρατία» το 1950-67 προσωπικώς ακόμη δεν το έχω καταλάβει. Ποιες ήταν «αρτιμελείς δημοκρατίες» εκείνη την περίοδο; Η Αμερική, που το 15% του πληθυσμού δεν είχε δικαίωμα ψήφου και άνθρωποι έχαναν τις δουλειές τους και την κοινωνική τους υπόσταση εάν είχαν παρευρεθεί έστω και σε μια συνάντηση κομμουνιστών προ 20ετίας; Η Γερμανία, η δημόσια διοίκηση της οποίας στελεχωνόταν από ναζί και προσπαθούσε να κουκουλώσει το άμεσο παρελθόν της με πέπλο σιωπής; Η Αγγλία και η Γαλλία, που πολεμούσαν εναντίον «ιθαγενών» στην Ινδοκίνα, στην Αλγερία, στην Κένυα, στην Κύπρο για να μη χάσουν τα τελευταία κομμάτια των αποικιακών αυτοκρατοριών τους; Η Σουηδία, που απολάμβανε την ευημερία από την οικονομική συνεργασία της με τον Χίτλερ το 1939-45; Η Ισπανία και η Πορτογαλία, που ήταν στρατιωτικές δικτατορίες; Ή η Ελβετία, όπου οι γυναίκες δεν ψήφιζαν – ώς τo 1971;  Για να μη μιλήσουμε, βέβαια, για όλες τις χώρες από τον Δούναβη μέχρι το Βλαδιβοστόκ...

Κλείνοντας αυτή την ενότητα, δύο παρατηρήσεις. Πρώτον, όλα τα μέτρα περιορισμού και καταστολής του ΚΚΕ και των εγκληματιών του 1943-49 που εφάρμοσαν ο Ελληνικός Συναγερμός και η ΕΡΕ το 1952-63 είχαν θεσμοθετηθεί από τις κυβερνήσεις του Κέντρου, του 1948-52. Μάλιστα, ο Καραμανλής μείωσε στη διάρκεια της θητείας του τον αριθμό των εκτοπισμένων από περίπου 4.000 σε περίπου 900. Δεύτερον, ας αναλογιστεί ο καλοπροαίρετος αναγνώστης ότι εναλλακτικά στην «κουτσή δημοκρατία» του 1950-67 θα είχαμε μια σταλινικού τύπου δικτατορία με δεκάδες χιλιάδες νεκρούς, χωρίς βιομηχανία και υποδομές, που θα καλλιεργούσε πορτοκάλια και ροδάκινα για να τα ανταλλάσσει με Niva και ρωσικό πετρέλαιο. Οι θρήνοι της Αριστεράς για το «μεταπολεμικό κράτος της Δεξιάς» αυτό υπονοούν ως εναλλακτική πραγματικότητα.

 

Επίλογος

Στην αρχή του επιλόγου μου, παραθέτω τη δημόσια προτροπή του βενιζελικού Μαύρου Καβαλάρη και μεταπολεμικού κεντρώου πρωθυπουργού Νικολάου Πλαστήρα προς την κυβέρνηση Ιωάννη Μεταξά να επιβάλει αμέσως δικτατορία, όπως δημοσιεύθηκε στις εφημερίδες της 29ης Ιουνίου 1936 και αναπαράγεται από τον Λιναρδάτο (σελ. 256):

Κατά τας ημέρας αυτάς διαδίδονται πολλά περί εγκαθιδρύσεως εις την Ελλάδα δικτατορίας εκ μέρους των κυβερνητών σήμερον. Θα ήταν αλήθεια ευχής έργον εάν ήταν δυνατό να πραγματοποιηθή η ιδέα αυτή το ταχύτερον [...]. Εάν το σημερινό καθεστώς έχει προσανατολισθή προς αυτήν την κατεύθυνσι και αισθάνεται ότι έχει στους κόλπους του τα απαραίτητα στοιχεία και τον άνδρα ο οποίος θα αποτελέση τον ιθύνοντα νουν και έχει την ικανότητα και την δύναμι για να άρει τις αιτίες που κρατούν τον λαό σε δύο συγκρουόμενες μερίδες, δεν πρέπει ούτε για μια στιγμή να διστάση, διότι οι καιροί ου μενετοί.

Επιστροφή στο βιβλίο του Σπύρου Λιναρδάτου Από τον Εμφύλιο στη Χούντα[25], στο οποίο υπάρχει μια αναφορά στην αρχή αυτού του κειμένου. Στον τρίτο τόμο του έργου, έπειτα από πολλές παραγράφους καταγγελίας της κυβέρνησης Καραμανλή και των υπουργών της ότι άδικα κατηγορούν την ΕΔΑ ως εμπροσθοφυλακή του ΚΚΕ και της σοβιετικής πολιτικής, στην ενότητα «Νέοι διωγμοί εναντίον της Αριστεράς» (σελ. 112) γράφεται ότι η ΕΔΑ αποφάσισε οι συνεργαζόμενοι με αυτήν βουλευτές στις εκλογές του 1958 να μην ενσωματωθούν στην κοινοβουλευτική της ομάδα αλλά να αποτελέσουν ξεχωριστή ομάδα ή κόμμα. Το θέμα αυτό, γράφει ο Λιναρδάτος, ετέθη προς έγκριση από την ΕΔΑ προς το ΚΚΕ (που είναι παράνομο και εξόριστο στην ΕΣΣΔ) και το ΚΚΕ το υπέβαλλε προς έγκριση στο... σοβιετικό ΚΚ. Ο Λιναρδάτος, μάλιστα, παραθέτει στο βιβλίο του ολόκληρη την απάντηση των σοβιετικών κομμουνιστών προς το ΚΚΕ για την κοινοβουλευτική στρατηγική της ΕΔΑ. Και προσθέτει ότι το ΚΚΕ και η ΕΔΑ υιοθέτησαν την οδηγία του Σοβιετικού ΚΚ για δημιουργία «κομματικού κέντρου» του ΚΚΕ στην Ελλάδα, αρμοδιότητα του οποίου θα ήταν η επιτόπου επεξεργασία της πολιτικής της ΕΔΑ. Σημειώνει ακόμα μάλιστα ότι στάλθηκαν στελέχη από τη Μόσχα για να δημιουργηθεί το κέντρο αυτό.

Και παρακάτω (σελ. 250), σε αναφορά στο συνέδριο της ΕΔΑ που έγινε στα τέλη Νοεμβρίου 1959, ο Λιναρδάτος γράφει: «Ταυτόχρονα έχουν γίνει νέα βήματα για την πλαισίωση όλων των οργανώσεων της ΕΔΑ από στελέχη του ΚΚΕ. Στην πραγματικότητα, η επιλογή των βασικών στελεχών των οργάνων [της ΕΔΑ] γίνεται από το Π.Γ. του ΚΚΕ».  Όμως, κατά τον Λιναρδάτο, η «Δεξιά εδίωκε» την ΕΔΑ και οποιαδήποτε προσπάθεια να συνδεθεί η ΕΔΑ με το ΚΚΕ και την ΕΣΣΔ ήταν προβοκάτσια και μέρος των «διωγμών εναντίον της Αριστεράς»[26].

Πραγματικά θα ήθελα να ξέρω, ο εκδοτικός οίκος που κυκλοφόρησε το τετράτομο έργο του στη Μεταπολίτευση ασχολήθηκε καθόλου με την επιμέλειά του; Και, εάν ναι, την επιμέλεια την έκανε κάποιος έμπειρος άνθρωπος που καταλάβαινε τι διάβαζε ή κάποιο στέλεχος του ΚΚΕ;

Τέλος, ένα απόσπασμα από τη σελίδα 133 του βιβλίου του Καρακούση, μνημείο κακοήθους προπαγάνδας και παραπλάνησης:

Πλήθος θερμοκέφαλων ήρθε τότε [σ.σ. χειμώνας 1990, απαρχή κύματος μετανάστευσης από τις ανατολικές χώρες] στο προσκήνιο. Ο Νικ Γκέιτς, επί το ελληνικότερο Νίκολας Γκατζογιάννης, ένας Ελληνοαμερικανός με επαφές στο Αμερικανικό σύστημα, που τα προηγούμενα χρόνια είχε προκαλέσει το Ελληνικό κοινό με τη συγγραφή της Ελένης, ενός βιβλίου που περιγράφει την ιστορία της Βορειοηπειρώτισσας μητέρας του, θα εγκατασταθεί στην Ελλάδα, εμφανιζόμενος πέραν των άλλων και ως φορέας ή καλύτερα γνώστης της αμερικανικής πολιτικής στη Βαλκανική.

Ο Γκατζογιάννης ήταν δημοσιογράφος των New York Times, δεν ήταν «ένας Ελληνοαμερικανός με επαφές στο Αμερικανικό σύστημα».  Το βιβλίο του έγινε μπεστ σέλερ στην Ελλάδα όταν, μεταφρασμένο από τον Αλέξανδρο Κοτζιά, κυκλοφόρησε το 1983. Οι μόνοι που «προκλήθηκαν» από την έκδοσή του ήταν οι κομμουνιστές, που καταγγέλλονται στο βιβλίο ως δολοφόνοι. Η μητέρα του δεν ήταν «Βορειοηπειρώτισσα», ήταν Ηπειρώτισσα από το Λιά Θεσπρωτίας. Το βιβλίο δεν ήταν «για τη μητέρα του», ήταν για τη δολοφονία της μητέρας του από τους άνδρες του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας γιατί φυγάδευσε τα παιδιά της προς την ελεύθερη Ελλάδα πριν προλάβουν να της τα πάρουν και να τα στείλουν στο ανατολικό μπλοκ.

***

Ευτυχώς, η εποχή της κυριαρχίας του αριστερού αφηγήματος φθίνει ή έχει τελειώσει.  Τα μπεστ σέλερ αυτού του κατεστημένου, τα χρόνια που έρχονται, θα διδάσκονται ως παραδείγματα του πώς να μη γράφει κανείς την ιστορία και ως κειμήλια μιας περιόδου κατά την οποία η μισή χώρα προχωρούσε προς το ευρωπαϊκό μέλλον της και η άλλη μισή, με ρετσίνες και σέρτικα Λαμίας σε ταβέρνες στα Πατήσια, προσπαθούσε, για 40 χρόνια, να απαντήσει στο κοσμολογικό ερώτημα «γιατί δεν κατέβηκε ο Άρης το Δεκέμβρη στην Αθήνα»...

 

 

[1]  Σπύρος Λιναρδάτος, Πώς φτάσαμε στην 4η Αυγούστου, Διάλογος, 3η έκδοση, 1978.

[2]  Αντώνης Καρακούσης, Μετέωρη χώρα, ΤΟ ΒΗΜΑ Βιβλιοθήκη, 2010.

[3]  «Παύλος Πολάκης: Η ιστορία του Σφακιανού από τον Αργουλέ μέχρι τα σαλόνια της εξουσίας»,
in.gr, 24 Απριλίου 2019, και «Ποιος είναι πραγματικά ο Π. Πολάκης;», Εφημερίδα των Συντακτών, 31 Δεκεμβρίου 2015.

[4] Στο σημείο αυτό, ας μου επιτραπεί μια προσωπική ανάγνωση. Τέλη Νοεμβρίου 1983.  Έχω γραφτεί στο πρώτο έτος του Τμήματος Οικονομικών Επιστημών του ΕΚΠΑ.  Ζητάω από τον γραμματέα του Ενιαίου Δημοσιογραφικού Οργανισμού Επικουρικής Ασφαλίσεως και Περιθάλψεως, που με γνωρίζει από μικρό παιδί, να μου βρει δουλειά μαθητευόμενου δημοσιογράφου για να βγάζω τα έξοδά μου. Με στέλνει στο Έθνος, ο αρχισυντάκτης του οποίου ήταν υφιστάμενος του πατέρα μου, σε άλλη εφημερίδα, τη δεκαετία του 1960.  Πάω στα γραφεία της Μιχαλακοπούλου ένα μεσημέρι, αυτός μου δίνει μερικά δημοσιογραφικά χαρτιά και μου ζητάει να γράψω λίγα πράγματα για μένα (πού πήγα σχολείο, πού μπήκα πανεπιστήμιο, τι εφημερίδες διαβάζω, κ.λπ.) και ένα ρεπορτάζ για κάποιο φανταστικό αυτοκινητιστικό δυστύχημα.  Έγραψα ότι διαβάζω Έθνος (που δε διάβαζα), Νέα, Καθημερινή και Μεσημβρινή. Την ώρα που έγραφα, σε ένα γραφείο, στη μισοάδεια αίθουσα σύνταξης της εφημερίδας, εμφανίζεται μαινόμενη η υπεύθυνη καλλιτεχνικού ρεπορτάζ και αρχίζει να ωρύεται: «Ποιος είναι αυτός ο Χορν που τόλμησε να αψηφήσει την Αιμιλία Υψηλάντη και δε διάβασε στους θεατές του θεάτρου του την ανακοίνωση του Συλλόγου Ηθοποιών για το Πολυτεχνείο;  Με ποιο δικαίωμα παράκουσε;  Νομίζει ότι είναι καλύτερός της;  Που η Υψηλάντη πήρε βραβείο από τη Σοβιετική Ένωση για την προσφορά της;  Αυτός τι έχει πετύχει;»  Μαινόμενη.  Έχω πάθει σοκ.  Ήμουν 18 χρονών αλλά ήξερα και τότε ότι ο Χορν ήταν ίσως ο κορυφαίος εν ζωή Έλληνας ηθοποιός.  Δίνω αυτά που έγραψα στον αρχισυντάκτη.  Τα διαβάζει και μου λέει:  «Πώς μπορώ να πω στον Φιλιππόπουλο (σ.σ. ο διευθυντής του Έθνους) να προσλάβει κάποιον που διαβάζει Μεσημβρινή, η οποία γράφει κάθε μέρα ότι το Έθνος είναι πράκτορας των Σοβιετικών; Ξαναγράψε το χωρίς τη Μεσημβρινή».  Το έκανα.  Και μετά πήγα πίσω στον κύριο που με έστειλε στο Έθνος, του είπα τι έγινε και τον παρακάλεσα να με στείλει κάπου αλλού γιατί στο Έθνος δεν θα άντεχα ούτε μια εβδομάδα. Όπερ και εγένετο.

[5]  «Το ΠΑΜΕ κάνει αντάρτικο για να υπογραφούν συμβάσεις», Το Βήμα, 25 Ιανουαρίου 2012.

[6]  Καρακούσης, ό.π., σ. 35.

[7]  Ο υπογράφων, με τη δημοσιογραφική ιδιότητα, ήταν έξω από τη Βουλή στις 29 Μαρτίου 1985, όταν έγινε η τρίτη ψηφοφορία για την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας και υπήρξε αυτόπτης μάρτυς της βίαιης ατμόσφαιρας που είχαν δημιουργήσει οι συγκεντρωμένοι στα πεζοδρόμια της λεωφόρου Βασιλίσσης Σοφίας, γύρω από την είσοδο του Κοινοβουλίου, εγκάθετοι του ΠΑΣΟΚ, και των απειλών που εκτόξευαν στους προσερχόμενους βουλευτές.

[8]  «Σαββόπουλος: Έπλαθα μέσα μου τα τραγούδια, σα να έκανα προσευχή», Philenews, 3 Απριλίου 2023.

[9]  «Το ξεβράκωμα των οδηγών ΣΕΠ στην Ομόνοια», Μηχανή του Χρόνου.

[10]  «Παραφροσύνη», Πτήση και Διάστημα, τχ. 120, Ιανουάριος 1995.

[11]  Γεώργιος Ράλλης, Πολιτικές Εκμυστηρεύσεις 1950-1989, Προσκήνιο, 1990, σ. 266.

[12]  «Τα ΜΑΤ φυγάδευσαν τον Απόστολο Κακλαμάνη», iNews.gr.com, 1 Μαΐου 2010.

[13]  «Πέντε χρόνια ατιμωρησίας από τη βία κατά Κ. Χατζηδάκη», Η Καθημερινή, 8 Νοεμβρίου 2015.

[14]  «Marfin: 12 χρόνια μετά οι νεκροί ακόμη περιμένουν δικαίωση», Τα Νέα, 5 Μαΐου 2022.

[15]  (α) Μάκης Μαΐλης, βουλευτής ΚΚΕ, συνέντευξη στο δελτίο ειδήσεων του Mega, 12 Απριλίου 2011 (https://www.youtube.com/watch?v=sHhtrXRblDo),  (β) Καταστατικό του ΚΚΕ, 14 Απριλίου 2013, Εισαγωγή, Παρ. Α, (γ) «Το ΚΚΕ αρνείται έλεγχο στα οικονομικά του και κατηγορεί το ΠΑΣΟΚ», Η Καθημερινή, 16 Ιουλίου 2009.

[16] Γιώργος Λακόπουλος, Το μυθιστόρημα του ΠΑΣΟΚ, TO BHMA  Βιβλιοθήκη, Φεβρουάριος 2010, σ. 84.

[17] Τάκης Λαζαρίδης, Ευτυχώς ηττηθήκαμε, σύντροφοι…, Επίκεντρο, όγδοη έκδοση, 2022.

[18] Μια ενδιαφέρουσα αλήθεια: από το 1844, όταν ψηφίστηκε το πρώτο σύνταγμα του ελληνικού κράτους και οι Έλληνες άρχισαν να εκλέγουν την κυβέρνηση και το Κοινοβούλιό τους, έως το 1967, όταν επιβλήθηκε η δικτατορία των συνταγματαρχών, η Ελλάδα ήταν κοινοβουλευτική δημοκρατία στα 112 από τα 123 αυτά χρόνια. Ουσιαστικά, η μόνη περίοδος που δεν υπήρχε Κοινοβούλιο ήταν το 1936-46.

[19] Κομιντέρν: το γραφείο του Σοβιετικού ΚΚ που συντόνιζε και καθοδηγούσε τα ΚΚ όλων των χωρών του κόσμου εκτός ΕΣΣΔ.

[20]   Φυσικά, τα μεταπολεμικά χρόνια, η ιδρυτική αυτή θέση του ΚΚΕ χαρακτηρίστηκε από το ίδιο ως «λάθος», όπως «λάθη» χαρακτηρίστηκαν τα Δεκεμβριανά, η δολοφονική δράση της ΟΠΛΑ, η μη συμμετοχή στις εκλογές του 1946 κ.λπ.

[21] Λιναρδάτος, ό.π., σελ. 229.

[22] Γιάννης Παπαθεοδώρου, Η Ιστορία του Κομμουνισμού στην Ελλάδα, Historia, 2023.

[23] Λαϊκή ταινία του Θόδωρου Μαραγκού, 1981.

[24] Τάκης Λαζαρίδης., ό.π.

[25] Σπύρου Λιναρδάτου, Από τον Εμφύλιο στη Χούντα, Το ΒΗΜΑ Βιβλιοθήκη, 4 τόμοι, 2009 - 2010.

[26] Να σημειωθεί εδώ κάτι που αποκρύπτεται επιμελώς από τους προπαγανδιστές της Αριστεράς:  το ΚΚΕ
κηρύχθηκε παράνομο στις 23 Δεκεμβρίου 1947. Ούτε τον Δεκέμβριο 1944, ούτε τον Μάρτιο 1946 που έγινε η επίθεση στο Λιτόχωρο, ούτε στον ενάμιση χρόνο που το ΚΚΕ πολεμούσε στα βουνά εναντίον της νόμιμης κυβέρνησης της χώρας.  Κηρύχθηκε παράνομο στις 23/12/1947 γιατί αυτή ήταν η ημέρα που ανακοινώθηκε η δημιουργία της «Κυβέρνησης του Βουνού», δηλαδή η ημέρα που το ΚΚΕ αμφισβήτησε έμπρακτα την εδαφική ακεραιότητα της χώρας και τη συνταγματική τάξη. Ώς εκείνη την ημέρα, τα γραφεία του ΚΚΕ στην οδό Όθωνος, στο Σύνταγμα, και του Ριζοσπάστη, στην οδό Σταδίου 10, λειτουργούσαν κανονικά, παρ’ όλο που το ΚΚΕ είχε εξαπολύσει αντάρτικο στα βουνά...

Περικλής Φ. Κωνσταντινίδης

Ιδρυτής και διευθύνων σύμβουλος της καναδικής επενδυτικής εταιρίας Syracuse Main, Inc. Έχει σπουδάσει οικονομικά (B.S., George Mason University) και χρηματοοικονομικά (M.S., University of Illinois at Urbana-Champaign, και Ph.D., University of Southern California).

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.