Σύνδεση συνδρομητών

Δύο νήματα και ένας λυμένος κόμπος

Τρίτη, 09 Απριλίου 2024 12:24
24 Ιουλίου 1974, Αθήνα. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, περιβαλλόμενος από αστυνομικούς, έχει μόλις αποβιβαστεί από το αεροπλάνο που τον μετέφερε από το Παρίσι. Η χούντα είναι παρελθόν, αρχίζει ο κύκλος της μεταπολίτευσης.
Anefo
24 Ιουλίου 1974, Αθήνα. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, περιβαλλόμενος από αστυνομικούς, έχει μόλις αποβιβαστεί από το αεροπλάνο που τον μετέφερε από το Παρίσι. Η χούντα είναι παρελθόν, αρχίζει ο κύκλος της μεταπολίτευσης.

Πού πηγαίνει η Μεταπολίτευση;, εισαγωγή - επιμέλεια: Δημήτρης Χριστόπουλος. Πόλις, Αθήνα 2023, 136 σελ.

Η Δημοκρατία της Μεταπολίτευσης είναι ένα πολίτευμα συμπεριληπτικής πνοής. Ξεκίνησε με την επαναφορά στη νομιμότητα των κομμουνιστικών κομμάτων και συνεχίστηκε οκτώ χρόνια μετά με την ισότιμη ένταξη του εαμικού κόσμου στο πολιτικό σύστημα. Στο ίδιο πλαίσιο εντάσσεται –αν και άγαρμπη– η καύση των φακέλων το 1989. Το νήμα αυτό όχι μόνο δεν κόπηκε, αλλά δυναμώνει.

1.

Μπαίνουμε στον εορτασμό των 50 χρόνων της μεταπολίτευσης κυριολεκτικά με ένα πάρτι συμπερίληψης οργανωμένο από την ιδρυτική της παράταξη. Λίγο πριν κλείσει η προηγούμενη χρονιά, η ελληνική πολιτεία ολοκλήρωσε το μεγαλύτερο σύγχρονο πρόγραμμα παροχής άδειας διαμονής σε αλλοδαπούς. Αν και ακόμα δεν μπορεί να γίνει ο σχετικός υπολογισμός, βάσιμα υπολογίζουμε ότι δεκάδες χιλιάδες αλλοδαποί συμπολίτες μας θα αποκτήσουν νόμιμη διαμονή στη χώρα με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την εκπαίδευση των παιδιών τους, την οικογενειακή τους επανένωση, τα δικαιώματά τους στη θρησκευτική και λατρευτική ελευθερία αλλά και τη δυνατότητά τους για συνδικαλιστική δράση προς υπεράσπιση των εργασιακών τους δικαιωμάτων. Η ψήφιση του μέτρου συνδυάστηκε με συμβολική φόρτιση αντάξια των επικείμενων πεντηκοστών γενεθλίων. Η κυβέρνηση απαίτησε κομματική πειθαρχία από τους βουλευτές της με αποτέλεσμα το νομοσχέδιο να ψηφιστεί από το σύνολο των δυνάμεων του δημοκρατικού τόξου και να απομονωθούν (μαζί με τον Αντώνη Σαμαρά) οι τρεις κοινοβουλευτικές εκδοχές της Ακροδεξιάς.

Ακολουθεί ο γάμος των ομόφυλων ζευγαριών και το δικαίωμά τους στην τεκνοθεσία. Δεν χρειάζονται πολλά λόγια για να τονιστεί η σημασία της ένωσης και αυτού του μοιρασμένου ουρανού της χώρας, όπως θα έλεγε η Ανατολικογερμανίδα Κρίστα Βολφ, που στα πέτρινα χρόνια του κομμουνισμού έγραφε για τον μοιρασμένο ουρανό της δικής της πατρίδας. Η γιορτή ολοκληρώνεται με την επιστολική ψήφο, που δίνει τη δυνατότητα πολιτικής συμμετοχής σε ευρύτατα στρώματα πολιτών και ιδίως όσα αποκλείονται από την πρόσβαση στο θεμελιώδες δικαίωμα της ψήφου για εργασιακούς λόγους.

Θα μείνω στην υπόθεση του γάμου των ομόφυλων ζευγαριών και της τεκνοθεσίας από αυτά γιατί συμβάλλει με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο στην απαξίωση όχι μόνο του διχαστικού εκκλησιαστικού λόγου, αλλά και ίδιας της Εκκλησίας της Ελλάδος, η οποία βρίσκεται αντιμέτωπη με μια υπερκομματική πλειοψηφία του πολιτικού συστήματος. Κατά την εκτίμησή μου, η εξέλιξη αυτή φέρνει πιο κοντά τον χωρισμό εκκλησίας - κράτους, γιατί γίνεται οικουμενικά κατανοητό ότι η εκκλησία δεν δικαιούται να παρεμβαίνει σε πολιτικές ατομικών δικαιωμάτων. Τολμώ να πω ότι η στάση αυτή της εκκλησίας είναι συμπληρωματική της αμέσως προηγούμενής της κατά την περίοδο της πανδημίας. Ήταν ίσως η πρώτη φορά που εξαιτίας της εσωτερικής της πολυφωνίας –μάλλον κακοφωνίας– η εκκλησία δεν συστρατεύτηκε με το ελληνικό κράτος σε μια εθνικών διαστάσεων μάχη, ανεχόμενη στους κόλπους της ανιστόρητες συνωμοσιολογικές φωνές και αντιεπιστημονικές προσεγγίσεις κατά του εμβολιασμού και των υγειονομικών πολιτικών.

 

2.

Το δεύτερο νήμα, που συνδέει το πρώτο και το δεύτερο μισό του αιώνα της μεταπολιτευτικής δημοκρατίας βρίσκεται στον καμβά των λεγόμενων εθνικών θεμάτων. Θυμίζω ότι η μεταπολίτευση ξεκίνησε σε συγκυρία επιχειρησιακής κατάρρευσης των ενόπλων δυνάμεων, πράγμα που ολοκλήρωσε και την ιδεολογική απαξίωση του στρατού. Σε εκείνες, λοιπόν, τις συνθήκες του 1974, η κυβέρνηση εθνικής ενότητας του Καραμανλή αποφάσισε την επιλογή του μη πολέμου στο Κυπριακό, όσο και αν αυτή αναπόφευκτα οδηγούσε σε εδαφική συρρίκνωση του ευρύτερου ελληνισμού. Σε πολύ διαφορετικές συνθήκες, βέβαια, είκοσι χρόνια μετά, στην κρίση των Ιμίων, ίδια ήταν και η επιλογή της κυβέρνησης Σημίτη. Από τότε εμπεδώνεται η ανάγκη να εγκαταλειφθεί το δόγμα της ακινησίας (αυτό που χοντρικά ονομάζουμε δόγμα Μολυβιάτη) στην εξωτερική πολιτική και τεκνοθετούνται πιο ενεργητικές πολιτικές για τη διασφάλιση των εθνικών συμφερόντων. Θυμίζω την πολιτική του Ελσίνκι, την ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση, το σχέδιο Άναν. Ακριβώς αυτό το νήμα –όχι χωρίς να έχουν προηγηθεί οπισθοδρομήσεις– γίνεται σιγά σιγά ο μίτος, που θα βγάλει τις ελληνοτουρκικές σχέσεις από τον τωρινό λαβύρινθο με την ελπίδα να τις οδηγήσει στο ασφαλές λιμάνι της Χάγης. Στη μαραθώνια αυτή πορεία ρόλο συναινετικού λαγού (με τη θετική έννοια: χωρίς λαγό δεν κερδίζονται οι κούρσες των μεγάλων αποστάσεων) έπαιξε η Συμφωνία των Πρεσπών. Η αριστερή κυβέρνηση συνήψε μια σημαντική διεθνή συμφωνία, την οποία η τότε δεξιά αντιπολίτευση –όσο και αν διαφώνησε μαζί της– δήλωσε ότι θα την τιμήσει. Ό,τι δηλαδή δεν έγινε με τις αμέσως προηγούμενες μεγάλες διεθνείς συμφωνίες της χώρας –τα μνημόνια της περιόδου 2011-2014–, που τελούσαν υπό τη διαρκή αμφισβήτηση της αριστερής αντιπολίτευσης με τις γνωστές συνέπειες.

Με αφορμή την εξωτερική πολιτική θα τολμήσω να σκιαγραφήσω μια λανθάνουσα σταθερά της μεταπολιτευτικής δημοκρατίας. Η ελληνική κοινωνία δεν έπαψε ποτέ να είναι συντηρητική, με την έννοια της δυσανεξίας σε μεταρρυθμιστικές πολιτικές. Οι μεγάλοι εκσυγχρονιστές πολιτικοί από το 1974 και μετά, δηλαδή ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, ο Κώστας Σημίτης και τώρα ο Κυριάκος Μητσοτάκης (δεν συγκαταλέγω στους εκσυγχρονιστές, παρά την τεράστια συμβολή του στον θεσμικό εκδημοκρατισμό, τον Ανδρέα Παπανδρέου, γιατί θεμελιώδες στοιχείο του εκσυγχρονισμού είναι η κοστολόγηση της ασκούμενης πολιτικής), έχουν κοινό χαρακτηριστικό ότι εκβιάζουν το πλειοψηφικό εσωτερικό και εσωκομματικό τους ακροατήριο να αποδεχθεί τις μεταρρυθμιστικές πολιτικές μέσω της επίτευξης στόχων αδιαμφισβήτητης γεωπολιτικής αναβάθμισης της χώρας. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής επέλεξε την ένταξη της χώρας στην τότε ΕΟΚ, ο Κώστας Σημίτης την ένταξη στην ευρωζώνη αλλά και την αλλαγή υποδείγματος στις ελληνοτουρκικές σχέσεις και ο Κυριάκος Μητσοτάκης την επίλυση των ελληνοτουρκικών σχέσεων – ή τουλάχιστον εκείνου του ιδιαίτερα ευαίσθητου τμήματός τους, που απελευθερώνει αναπτυξιακές προοπτικές. Και οι τρεις επιλογές δύσκολα μπορούν να χαρακτηριστούν πλειοψηφικές στο εσωτερικό των κομμάτων τους.

Η συνθήκη αυτή οδήγησε σε συγκεκριμένους συμβιβασμούς. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής συνδύασε την ένταξη στην ΕΟΚ με μια διόγκωση της οικονομικής δραστηριότητας του κράτους μέσω εθνικοποιήσεων, οι οποίες εξυπηρέτησαν τις πελατειακές ανάγκες του πλειοψηφικού στελεχικού δυναμικού του κόμματός του. Ο Κώστας Σημίτης στην πορεία προς το ευρώ παραχώρησε τις μίζες εξοπλισμών και το χειρισμό του χρηματιστηρίου στα στελέχη του κόμματος, αλλά και οικονομικά προνόμια στις ομογάλακτες συνδικαλιστικές ελίτ του δημόσιου τομέα. Αντίστοιχα, ο Κυριάκος Μητσοτάκης δείχνει να έχει παραχωρήσει τη διαχείριση κομματιών του ΕΣΠΑ και τοπικών πολιτικών στη δική του εσωκομματική αντιπολίτευση. Η πρόβλεψή μου είναι ότι αυτή η συνθήκη δεν θα μακροημερεύσει γιατί το μεσαίο στελεχικό δυναμικό της κυβερνητικής παράταξης στο κράτος και την τοπική αυτοδιοίκηση, προσκολλημένο σε πελατειακές λογικές, αποδεικνύεται ανίκανο να αντιμετωπίσει τις νέες προκλήσεις, ιδίως της κλιματικής αλλαγής.

 

3.

Τελειώνω με τον λυμένο κόμπο που δεν είναι άλλος από τη σταδιακή απεξάρτηση των αναδιανεμητικών πολιτικών από τη γενιά του Πολυτεχνείου. Εξηγούμαι προκαταρκτικά ότι ως γενιά πολυτεχνείου δεν εννοώ το κίνημα που αναπτύχθηκε στο τέλος της χούντας και, ακόμη κι αν δεν οδήγησε άμεσα στην πτώση της, θεμελίωσε τη δημοκρατία που ξέρουμε και ζούμε. Τεκνοθετώ, λοιπόν, το σχήμα που πρόσφατα παρουσίασε ο Κωστής Κορνέτης εξηγώντας το ρόλο της εξέγερσης του Πολυτεχνείου στη διαμόρφωση του πιο προοδευτικού πολιτικού συστήματος το οποίο γνώρισε η χώρα. Αντιμετωπίζω, όμως, τη λεγόμενη γενιά του Πολυτεχνείου με όρους διαγενεακής αλληλεγγύης και στηρίζω το συλλογισμό μου στην παρατήρηση ότι η γενιά που βρέθηκε στα πράγματα μετά την πτώση της χούντας ήταν ηλικιακά εξαιρετικά νέα και δεν είχε πίσω της συγκροτημένη άλλη γενιά, επειδή η περίοδος της δικτατορίας αποστράτευσε ή και απαξίωσε το παλαιό πολιτικό δυναμικό. Ακριβώς γι’ αυτό διατήρησε την πολιτική της ηγεμονία για ιδιαίτερα μεγάλο χρονικό διάστημα, ίσως το μεγαλύτερο από οποιαδήποτε άλλη γενιά στη σύγχρονη πολιτική ιστορία, αποτρέποντας τη διαδικασία της διαδοχής της. Η μακρόχρονη διατήρηση στην πολιτική ηγεμονία είχε αποτέλεσμα, από τα μέσα της δεκαετίας του 1990, την επιβολή πολιτικών με τις οποίες πρωτίστως εξασφαλίστηκε η οικονομική της ευημερία, αδιαφορώντας για την κατασπατάληση των πόρων που έπρεπε να διατεθούν στις επόμενες γενιές. Οι πολιτικές αυτές είναι ιδιαίτερα εμφανείς στο πεδίο της κοινωνικής ασφάλισης, στη μισθολογική πολιτική για τους δημόσιους υπάλληλους, καθώς και στην εργασιακή πρόσβαση και στην υπηρεσιακή εξέλιξη στον στενό και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα. Χαρακτηριστικό της πολιτικής δύναμης αυτής της γενιάς είναι η πλήρης αποτυχία της κυβέρνησης Σημίτη να επιβάλει μια ήπια ασφαλιστική μεταρρύθμιση (τη γνωστή μεταρρύθμιση Γιαννίτση - Σπράου). Οι συνέπειες αυτών των επιλογών φάνηκαν, όταν η χώρα βρέθηκε αντιμέτωπη με την οικονομική κρίση που οδήγησε στα μνημόνια. Αν κάτι μπορούμε να κρατήσουμε από τις μνημονιακές πολιτικές είναι η κατάργηση των όρων ενός ετεροβαρούς κοινωνικού συμβολαίου, που είχε εξασφαλίσει για τον εαυτό της εκείνη η γενιά αδιαφορώντας για τη διαγενεακή αειφορία.

Παράρτημα σε αυτό το κοινωνικό συμβόλαιο είναι η επιμέρους συμφωνία της δικαστικής εξουσίας με την πολιτική εξουσία. Η πρώτη κατάλαβε ότι χωρίς τη δική της συνδρομή και ανοχή είναι αδύνατο η δεύτερη να διατηρήσει τα προνόμια, αλλά και την ατιμωρησία της στις περιπτώσεις αποκάλυψης σκανδάλων. Πρόσφερε λοιπόν τη συνδρομή και την ανοχή της, με αντάλλαγμα δικά της οικονομικά και θεσμικά προνόμια άσχετα με την αποστολή της, δηλαδή τον αποτελεσματικό έλεγχο της εξουσίας και την προστασία των θεσμών. Ας μην περάσει απαρατήρητο ότι στα ανταλλάγματα αυτά περιλαμβάνεται και ο έλεγχος των ανεξάρτητων διοικητικών αρχών, η ηγεσία των οποίων παραχωρήθηκε στα αφυπηρετούντα στελέχη του δικαστικού σώματος. Με άλλα λόγια, αντί να θεσμοθετήσουμε αρχές ανεξάρτητες από κάθε εξουσία φτιάξαμε αρχές εξαρτημένες από τα στελέχη της πιο αποτυχημένης και αδιαφανούς εξουσίας.

Γίνεται λοιπόν κατανοητό ότι μάλλον δεν συμφωνώ καθόλου με τη διάχυτη αίσθηση των περισσότερων κειμένων του βιβλίου ότι τάχα η μεταπολιτευτική δημοκρατία βρίσκεται σε κρίση ή ότι ασθμαίνει ή ότι κάποιος θέλει να τελειώνει με αυτήν, υπό την πλάνη ότι η μεταπολίτευση είναι τάχα ο ελληνικός Μάης του ’68 – και ο Μητσοτάκης, ο Μακρόν που θέλει να την αποτελειώσει. Η προσωπική μου εκτίμηση είναι ότι η μεταπολιτευτική δημοκρατία διαθέτει πνοή γιατί παίρνει μεγάλες ανάσες από τη διακομματική παράδοση της συμπερίληψης και της διαρκούς προσπάθειας για τη γεωπολιτική αναβάθμιση της χώρας. Θα τα πάει ακόμα καλύτερα αν καταφέρει να θεμελιώσει και πολιτικές διαγενεακής αλληλεγγύης.

Θα τολμήσω βέβαια να πω ότι οι απαισιόδοξες νότες του βιβλίου οφείλονται στη δυσκολία των συγγραφέων να ανακαλύψουν έναν ρόλο για την Αριστερά στο δεύτερο μισό του αιώνα της μεταπολιτευτικής δημοκρατίας. Με το στίχο του Σαββόπουλου, ο ρόλος αυτός δεν θα βρεθεί με νέα «λόγια υπογραφών» μετά τα ανείπωτα, στα οποία έφτασε με την εμφάνιση Κασελάκη. Άλλως, με το μύθο του Άντερσεν, από ένα παιδί η αριστερή βασίλισσα αποδείχθηκε γυμνή γιατί τα ρούχα της μεταπολίτευσης δεν ήταν δικά της. Καλά της λέει ο Σαββόπουλος να μην πετάξει τίποτα, πλην όμως, κοιτώντας την κατάματα, συμπληρώνει:

πονώ για σένα που είναι η ώρα να το δεις,

δόξα είναι η ευθύνη της δικής μας αλλαγής.

 

*Επεξεργασμένο κείμενο που σε μια πρώτη μορφή διαβάστηκε στην παρουσίαση του βιβλίου, στις 27 Ιανουαρίου 2024, στο βιβλιοπωλείο Γιάφκα της Θεσσαλονίκης 

2015

Wikipedia

27 Ιουνίου 2015, Γαλάτσι, Αθήνα. Ουρά μπροστά σε μηχάνημα αυτόματης ανάληψης μετρητών, την ημέρα του δημοψηφίσματος που είχε προκηρύξει ο τότε πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας. Η επιβολή capital control είχε αναγκάσει τους Έλληνες να έχουν περιορισμένη πρόσβαση σε μετρητά αλλά, παρ’ όλα αυτά, το «Όχι» νίκησε και για ένα διάστημα η χώρα βρέθηκε μετέωρη, με αβέβαιη τη θέση της στην Ευρώπη, τη χρηματοδότησή της και την ασφάλειά της.

 

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.