Οι κατηγορίες αυτές, που επινοήθηκαν μετά το τρομερό δυστύχημα και, ακόμα κι αν ίσχυαν, δεν θα μπορούσαν να αμφισβητήσουν τις αντικειμενικές συνθήκες εξαιτίας των οποίων έγινε η σύγκρουση των τρένων, είναι καθαρές θεωρίες συνωμοσίας. Στόχος της διάδοσής τους, να διαχυθεί η ατομική ευθύνη για συγκεκριμένες παραλείψεις των υπεύθυνων οι οποίοι ρύθμιζαν εκείνο το βράδυ την κυκλοφορία σε ένα σύστημα εξουσιαστικών και οικονομικών συμφερόντων. Δεν φταίνε κάποιοι συγκεκριμένοι που δεν έκαναν τη δουλειά τους, φταίει ένα σύστημα μεγαλύτερο, σημαντικότερο, ψηλότερα, που έχει πολλά να κρύψει. Η θεωρία αυτή διακινήθηκε επιδέξια από τον ακροδεξιό βουλευτή Βελόπουλο, αλλά εύκολα τα μισόλογά της, οι υπαινιγμοί της και οι κατηγορίες της υιοθετήθηκαν, εν όλω ή εν μέρει, από το σύνολο της αντιπολίτευσης. Ενόψει ευρωεκλογών, κάποιοι ελπίζουν να κεφαλαιοποιήσουν μια επινοημένη δυσαρέσκεια. Ελπίζουν σε χαμηλά ποσοστά της πλειοψηφίας για να μπορούν, στη συνέχεια, να μιλούν για απόσυρση της εμπιστοσύνης των πολιτών και να ζητούν εκλογές. Σε ένα νέο κλίμα τοξικότητας που θα συντηρεί ένας νέος λαϊκισμός και ένα νέο κύμα Αγανακτισμένων.
Στην ουσία, δηλαδή, σύσσωμη η αντιπολίτευση, επιδιώκει την αλλαγή της ατζέντας. Αντί για τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις, ζητεί επιστροφή στο κλίμα των Αγανακτισμένων της εποχής της χρεοκοπίας. Επιδιώκει τη δημιουργία κύματος δυσαρέσκειας, από το οποίο κάθε κόμμα ξεχωριστά ελπίζει να επωφεληθεί. Όχι με θετικές προτάσεις και προγράμματα αλλά λόγω μιας αναταραχής με ηθικολογικού τύπου αντιπαράθεση και με έμφαση στα συναισθήματα από το πένθος.
Με αντίστοιχες πρακτικές, που είχαν πάρει πάνδημο χαρακτήρα, από το 2010 έως το 2015, από την οιονεί χρεοκοπία και το πρώτο μνημόνιο δηλαδή έως την άνοδο στην εξουσία του συστήματος ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, η αντιπολίτευση των άκρων έβαλε σε βαθιά κρίση τη δημοκρατία, αφού επιχείρησε να συκοφαντήσει τις δυνάμεις που κυβέρνησαν από το 1974 ως αποκλειστικά υπαίτιες της οικονομικής κατάρρευσης της χώρας.
Από την κρίση αυτή, η χώρα άντεξε για δυο λόγους. Επειδή αυτοί που επωφελήθηκαν αντιλήφθηκαν έντρομοι ότι θα ήταν οι πρώτοι που θα πλήρωναν τις συνέπειες μιας κατάρρευσης λόγω της ενδεχόμενης εξόδου της Ελλάδας από την ευρωζώνη, πιθανόν και από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Και επειδή απέναντι στις σκοτεινές προοπτικές της χώρας πίεσαν ελάχιστοι πολίτες, λογικοί δημοκράτες ευρωπαϊστές με ρεαλιστική ματιά στα πράγματα. Οι πολίτες αυτοί, ακόμα και στις πιο δύσκολες στιγμές, παρέμειναν αντιΣΥΡΙΖΑ, όχι από μένος κατά της Αριστεράς αλλά ως δυνάμεις της λογικής απέναντι στα μέτωπα ανορθολογισμού στα οποία η Αριστερά είχε προσχωρήσει. Μέτωπα που απεργάζονταν το χάος, με αντίτιμο την εξουσία.
Το κίνημα εκείνο, ένα μέτωπο αντιΣΥΡΙΖΑ, αλλά ταυτόχρονα μέτωπο κατά του ανορθολογικού αντισυστημισμού, της βίας που έφερνε και της υπόσχεσης καταστροφής, στήριξε το μνημόνιο του ΠΑΣΟΚ και του Γιώργου Παπανδρέου, στήριξε την κυβέρνηση Παπαδήμου, στήριξε την κυβέρνηση Σαμαρά - Βενιζέλου (την οποία εγκατέλειψε η ΔΗΜΑΡ), διαδήλωσε στο Σύνταγμα με τους Μένουμε Ευρώπη, αγωνίστηκε για να υπερισχύσει το Ναι στο δημοψήφισμα του 2015 και, όταν στη ΝΔ εξελέγη ο Κυριάκος Μητσοτάκης, επένδυσε στη δυναμική της παρουσίας του για να απαλλαγεί η χώρα από τους ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ και τη «στασιμοχρεοκοπία» (κατά τον όρο του Ευάγγελου Βενιζέλου). Η νίκη Μητσοτάκη, οι κατευθύνσεις της πρώτης κυβερνητικής θητείας του, η διεύρυνση της πλειοψηφίας του στις περσινές εκλογές επανέφεραν στην Ελλάδα τη διασαλευθείσα σταθερότητα, πάνω στα βήματα της οποίας υπήρχε περιθώριο εξυγίανσης του πολιτικού παιχνιδιού: ζητούμενο ήταν και παραμένει η δημιουργία τουλάχιστον δύο μεγάλων κομμάτων με δυναμική εναλλαγής στην εξουσία, που δεν θα διακυβεύσουν εκ νέου το χαρακτήρα του πολιτεύματος.
Δυστυχώς, ούτε η Αριστερά ούτε το ΠΑΣΟΚ κατανόησαν το ζητούμενο της νέας περιόδου. Γι’ αυτό η σταθερότητα είναι ακόμα κυρίαρχο αίτημα. Ο αντισυστημισμός και η αμφισβήτηση του δυτικού προσανατολισμού της χώρας, συνεχίζει να εμπνέει τις πολιτικές της Αριστεράς ενώ μοιάζει να έχει κυριαρχήσει και στο ΠΑΣΟΚ. Προφανώς, οι ίδιες κατευθύνσεις εμπνέουν και την Ακροδεξιά. Γι’ αυτό συνολικά τα κόμματα της αντιπολίτευσης δεν μιλούν για την Ελλάδα του σήμερα και του αύριο, αλλά επιστρατεύουν τα στερεότυπα και τις προγραμματικές ευκολίες του χρεοκοπημένου παρελθόντος, ελπίζοντας ότι έτσι θα ανοίξει ο δρόμος τους. Και χρησιμοποιούν την ίδιας καταγωγής εντυπωσιοθηρία της περιόδου των Αγανακτισμένων, με αντίπαλο τον Μητσοτάκη. Μη δυνάμενη η αντιπολίτευση να στηριχτεί σε μεταρρυθμιστική ταυτότητα, ξαναρίχνει την πολιτική αντιπαράθεση στην ευκολία της συγκίνησης. Και κρύβεται πίσω από τον ανθρώπινο πόνο των συγγενών θυμάτων του τραγικού σιδηροδρομικού δυστυχήματος στα Τέμπη, υπονομεύοντας με τη συνδρομή θεωριών συνωμοσίας τα δημοκρατικά θεμέλια της κοινωνίας μας: την ανάγκη η ανεξάρτητη δικαιοσύνη να κάνει απερίσπαστη τη δουλειά της. Επιδιώκοντας η δικαιοσύνη να απονέμεται είτε από τους πολιτικούς είτε από λαϊκά δικαστήρια – εργαλειοποιώντας, δηλαδή, για πολιτικά οφέλη την απονομή της.
Απέναντι σε αυτό το κλίμα εκ νέου υπονόμευσης της δημοκρατικής ομαλότητας από ανώριμα πολιτικά κόμματα και συστήματα, είναι προφανές ότι το χθεσινό αντιΣΥΡΙΖΑ μέτωπο, το μέτωπο εναντίον του ανορθολογισμού και της αποσταθεροποίησης, θα είναι πάντα εδώ. Έτοιμο να υπερασπίσει τους θεσμούς, τη δημοκρατία, τους κανόνες της. Και ασφαλώς, τον δημοκρατικό δρόμο.
Η πολιτική σταθερότητα είναι καταστατικό χαρακτηριστικό της κοινωνίας μας. Την έχουμε ανάγκη. Γι’ αυτό έχουμε ανάγκη πολιτικά κόμματα που θα στοχεύουν στην εναλλαγή της εξουσίας σε συνθήκες ομαλότητας, με τις ιδέες τους, τις αξίες τους και τα προγράμματά τους και όχι με την καλλιέργεια μαζικών ψυχώσεων και συνθηκών μίσους. Χωρίς σταθερότητα η χώρα θα είναι ευάλωτη σε όσους επωφελούνται από κάθε είδους συνθήκη ανωμαλίας.