Σύνδεση συνδρομητών

Η μόδα Γκοσποντίνοφ

Τρίτη, 10 Οκτωβρίου 2023 10:36
O Γκιόργκι Γκοσποντίνοφ.
Yana Lozeva
O Γκιόργκι Γκοσποντίνοφ.

Georgi Gospodinov, Φυσικό μυθιστόρημα, μετάφραση από τα βουλγαρικά: Αλεξάνδρα Ιωαννίδου, Ίκαρος, Αθήνα 2020, 184 σελ.

Georgi Gospodinov, Περί φυσικής της μελαγχολίας, μετάφραση από τα βουλγαρικά: Αλεξάνδρα Ιωαννίδου, Ίκαρος, Αθήνα 2018, 336 σελ.

Georgi Gospodinov, Χρονοκαταφύγιο, μετάφραση από τα βουλγαρικά: Αλεξάνδρα Ιωαννίδου, Ίκαρος, Αθήνα 2021, 368 σελ.

Georgi Gospodinov, Εκεί όπου δεν είμαστε, μετάφραση από τα βουλγαρικά - ανθολόγηση: Αυγή Λίλλη, Ίκαρος, Αθήνα 2022, 168 σελ.

Και τα τρία πεζογραφικά βιβλία του Γκιόργκι Γκοσποντίνοφ είναι προκλητικά για τον αναγνώστη τους, γι’ αυτό άλλωστε και πολύ εύκολα από τη Βουλγαρία, όπου πρωτοκυκλοφόρησαν, γρήγορα έγιναν δημοφιλή παγκοσμίως. Το τρίτο μάλιστα απ’ αυτά, το Χρονοκαταφύγιο, μια αλληγορία για τη νοσταλγία του παρελθόντος και τη γοητεία που έχει, εξωραϊσμένη από τη μνήμη και συγκρινόμενη με το παρόν, τιμήθηκε με το Μπούκερ 2023. Ο Γκοσποντίνοφ είναι μόδα. Αλλά δεν είναι μόνο μόδα. Τα μυθιστορήματά του βρίσκονται στην αιχμή της εποχής μας, αναφέρονται στον κόσμο μας και στα στοιχήματα που τίθενται σε ατομική και σε κοινωνική κλίμακα. [ΤΒJ]

 Η παρουσίαση του Χρονοκαταφύγιου, του τρίτου μυθιστορήματος του γνωστότερου σύγχρονου συγγραφέα της Βουλγαρίας Γκεόργκι Γκοσποντίνοφ στη 19η Διεθνή Έκθεση Βιβλίου Θεσσαλονίκης, τον Μάιο 2023, έγινε με τρόπο πανηγυρικό, εν είδει προοικονομίας της βράβευσης που ακολούθησε. Όλοι στο κοινό, είτε το είχαν διαβάσει είτε όχι, ψιθύριζαν πως ο Γκοσποντίνοφ, ένας από τους σημαντικότερους, αν όχι ο σημαντικότερος εν ζωή συγγραφέας της «βαλκανικής λογοτεχνίας» (παρότι ο ίδιος αρνείται αυτόν τον όρο και μίλησε για «βαλκανική ευαισθησία»), «είναι αδιαμφισβήτητα το επόμενο Μπούκερ Λογοτεχνίας» (το ετήσιο βρετανικό λογοτεχνικό βραβείο Man Booker Prize for Fiction)· και επιβεβαιώθηκαν. Μετά την εκδήλωση, μεγάλο πλήθος στάθηκε υπομονετικά στην ουρά έξω από το περίπτερο των εκδόσεων Ίκαρος, που έχει εκδώσει και τα τρία μυθιστορήματά του καθώς και μια ανθολογία ποιημάτων του Γκοσποντίνοφ, για να υπογράψει ο συγγραφέας τα αντίτυπα των βιβλίων του ή/και για να φωτογραφηθούν μαζί του. Ήταν μια από εκείνες τις παρουσιάσεις βιβλίων που μετατράπηκε ευθύς αμέσως σε «ινσταγκραμικό γεγονός», αποδεικνύοντας για ακόμη μια φορά πως το παλιό μέσο, το βιβλίο, έχει εισβάλει στο καινούργιο, παρά τις δυσοίωνες προβλέψεις ότι θα αντικατασταθεί απ’ αυτό.

Ο Γκοσποντίνοφ δεν είναι άγνωστος στη μερίδα του ελληνικού κοινού που αγαπά τη λογοτεχνία. Μπορεί το πρώτο του βιβλίο, το Φυσικό μυθιστόρημα, να άργησε μια δεκαετία να εκδοθεί στα ελληνικά, αλλά τα επόμενα, το Περί φυσικής της μελαγχολίας (που μεταφράστηκε πρώτο το 2018) και το Χρονοκαταφύγιο (2020 στα βουλγαρικά, 2021 στα ελληνικά), όλα σε μετάφραση Αλεξάνδρας Ιωαννίδου, έτυχαν θερμής υποδοχής υπερκερνώντας επιφυλάξεις και προκαταλήψεις δεκαετιών στη χώρα μας για την καλλιτεχνική εν γένει, και τη λογοτεχνική ειδικότερα, παραγωγή των σλαβόφωνων γειτόνων μας. Γεννημένος στη Γιαμπόλ, και μεγαλωμένος στο Τοπολόβγκραντ, το παλιό Καβακλή στα σύνορα με την Τουρκία, ο συγγραφέας έκανε την εμφάνισή του στη λογοτεχνική σκηνή της Βουλγαρίας με δύο ποιητικές συλλογές που έλαβαν πολύ καλές κριτικές, προτού προχωρήσει στην έκδοση του πρώτου του πεζογραφήματος το 1999, οπότε και βρέθηκε στο προσκήνιο της νέας γενιάς του βούλγαρων συγγραφέων, της πρώτης μετά τη μετάβαση της χώρας στη δημοκρατία.

Η ποίηση του Γκοσποντίνοφ μοιράζεται κοινά στοιχεία με την πεζογραφία του, όπως θα διαπιστώσει ο έλληνας αναγνώστης που τον γνωρίζει ήδη ως μυθιστοριογράφο. Πρόσφατα κυκλοφόρησε μια αντιπροσωπευτική ανθολογία με ποιήματα από τις τέσσερις συλλογές (δύο προτού στραφεί στην πεζογραφία και δύο που έγραψε παράλληλα με τα μυθιστορήματά του), η επιλογή και η μετάφραση είναι της Αυγής Λίλλη. Η ποίησή του ενέχει κάτι το οικείο, έχεις την εντύπωση ότι μπορεί και να διαβάζεις ποιήματα σύγχρονων ελλήνων ποιητών. Είναι απόσταγμα στοχασμού και συνάμα σχόλιο επάνω στην πραγματικότητα της ζωής στη χώρα του, με ελεύθερο στίχο και σε γλώσσα καθημερινή, διόλου μελοδραματική, ακόμα κι όταν καταπιάνεται με τα μεγάλα θέματα της ποίησης όπως ο έρωτας, η απώλεια κι ο χρόνος.

 

Αναρχικό ντεμπούτο

Ο Γκοσποντίνοφ έκανε την είσοδό του στην πεζογραφία με ένα τολμηρό και πρωτότυπο έργο. Όταν το Φυσικό μυθιστόρημα κυκλοφόρησε στη Βουλγαρία, το 1999, χαρακτηρίστηκε «το πρώτο μυθιστόρημα της γενιάς του 1990», έγινε διεθνές μπεστ σέλερ, μεταφράστηκε σε 24 γλώσσες και σχεδόν αμέσως άρχισε να συμπεριλαμβάνεται σε προγράμματα σύγχρονης λογοτεχνίας και σλαβικών σπουδών πολλών πανεπιστημίων. «Αναρχικό - πειραματικό ντεμπούτο» χαρακτήρισε ο New Yorker το σύντομο αυτό μυθιστόρημα, ωστόσο σε κανένα σημείο του δεν εντοπίζονται οι ατέλειες ενός πρωτόλειου, πουθενά δεν θυμίζει ντεμπούτο, παρότι η παράξενη δομή και τα εκφραστικά του μέσα ενδεχομένως να ξενίσουν τον άπειρο αναγνώστη. Το έργο χρωστά τον τίτλο του στον Φουκώ, τον οποίο ο συγγραφέας αναφέρει στην επιγραφή: «Η φυσική ιστορία δεν είναι παρά η υποψηφιότητα του ορατού».

Σε πρώτο επίπεδο, το Φυσικό μυθιστόρημα πραγματεύεται ένα κοινότοπο βίωμα-θέμα: το διαζύγιο του αφηγητή από τη σύζυγό του, Έμμα, η οποία περιμένει το παιδί ενός άλλου άνδρα. Σε αυτό το τόσο προσωπικό, πολυεπίπεδο –όπως όλα του– μυθιστόρημα όλοι σχεδόν οι ήρωες είναι alter-egos, κομμάτια του συγγραφέα – ίσως μια έμμεση σκόπιμη παραπομπή στα πολλά πρόσωπα του Πεσσόα. Ο αναγνώστης πολύ γρήγορα διαπιστώνει πως ο κεντρικός ήρωας φέρει το όνομα Γκοσποντίνοφ, είναι συντάκτης εφημερίδας και παραλαμβάνει το λογοτεχνικό έργο ενός άλλου Γκοσποντίνοφ που εστιάζει στη διάλυση του γάμου του. Το ίδιο όνομα έχει και ο άστεγος που συναναστρέφεται ο αφηγητής κι έπειτα ένας περίεργος κηπουρός που ζει σε έναν άγριο κήπο στο χωριό του και στέλνει επιστολές για να προειδοποιήσει τον ΟΗΕ ότι η παγκόσμια ισορροπία βρίσκεται σε κίνδυνο. Ο Γκεόργκι Γκοσποντίνοφ είναι ένα πρόσωπο που κατακερματίζεται κι αλλάζει μορφές:

Τον ρώτησα άλλη μια φορά πώς τον έλεγαν. «Γκεόργκι Γκοσποντίνοφ». «Έτσι λένε εμένα!» έβαλα σχεδόν τις φωνές. «Το ξέρω» ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους εκείνος. «Παλιότερα διάβαζα εφημερίδα. Γνωρίζω ακόμα εφτά ανθρώπους με αυτό το όνομα». (σελ. 17)

Ο αφηγητής-κεντρικός ήρωας φαίνεται πως πάσχει από διαταραχή ελλειμματικής προσοχής, στην οποία μπορούν να αποδοθούν οι παρεκβάσεις, οι ανάκατες σκέψεις και ο παραληρηματικός, χειμαρρώδης μονόλογός του, η αποσπασματικότητα και ο συνειρμικός λόγος που παρασύρει τον αναγνώστη και που αποδίδει με μεγάλη ευστοχία η Αλεξάνδρα Ιωαννίδου. Στον πεζογράφο Γκοσποντίνοφ φαίνεται πως αρέσει να παίζει και να πειραματίζεται με τη γλώσσα και τις τεχνικές της αφήγησης, με τα επίπεδα του χρόνου και του ύφους, πλάθοντας ένα ποιητικό, φιλοσοφημένο, βαθιά υπαρξιακό έργο, ενίοτε μελαγχολικό, ενίοτε χιουμοριστικό και σαρκαστικό, υιοθετώντας στοιχεία τόσο μεταμοντέρνα όσο και νατουραλιστικά. Το δύσκολο βίωμα του χωρισμού και της μετοίκισης, της δυσκολίας να ξεκινήσεις τη ζωή σου από την αρχή, των αισθημάτων του κενού και της θλίψης, της σύγχυσης και της ματαίωσης που προκαλούν οι σχέσεις μας με τους άλλους εμπλουτίζονται από αναμνήσεις από τα χρόνια του υπαρκτού σοσιαλισμού στη Βουλγαρία, αναστοχασμό επάνω σε γεγονότα, χρονογραφήματα, παρεκβάσεις, μύθους, λίστες, μεταπλαστικές σκέψεις, ιδέες και επιστημονικές γνώσεις, αλλά και απεικονίσεις στιγμών της καθημερινότητας ειπωμένων έτσι ώστε να μαρτυρούν την οξυδέρκεια, την παρατηρητικότητα και τον ευφάνταστο τρόπο σκέψης του συγγραφέα. Το Φυσικό μυθιστόρημα είναι ένα έργο προσανατολισμένα στον άνθρωπο, στα δράματα της γήινης ζωής, ιδιωτικής και μη, με τις περιγραφές της ζωής στη Βουλγαρία να απεικονίζουν μια χώρα σε μαρασμό: μιλά για καλοντυμένους ανθρώπους που ψάχνουν στα σκουπίδια, για ταρίφες ταξί που κοστίζουν το μισό ενός μέσου μισθού, για την αδιαφορία της αστυνομίας στις διαρρήξεις.

Το μυθιστόρημα ξεκινά με τη βίαιη σκηνή του αποκεφαλισμού ενός περιστεριού από έναν δίσκο μουσικής. Όνειρο του αφηγητή ή σύμβολο του θανάτου του έγγαμου βίου του με την Έμμα; Τα έμβια όντα όμως δεν έχουν απλώς τον ρόλο συμβόλου σε αυτό το ιδιόμορφο αφήγημα. Πέρα από τις ανθρώπινες σχέσεις ο Γκοσποντίνοφ καταπιάνεται και με ζητήματα που αφορούν τη φύση ακόμη και τις φυσικές λειτουργίες του ανθρώπινου οργανισμού: διάσπαρτες πληροφορίες, άρθρα, σκέψεις και παρατηρήσεις σχετικά με τη βιολογία, τη βοτανολογία, την κηπουρική, τα βιβλία μαγειρικής και φυσικής ιστορίας, τη Βίβλο, την εντομολογία, τη μελισσοκομία αλλά και τις φυσικές ανάγκες του ανθρώπινου σώματος συμπληρώνουν το ψηφιδωτό του αμιγώς φυσικού του μυθιστορήματος. Χαρακτηριστικά παραδείγματα, ο συλλογισμός που αναπτύσσει για τη χρηστικότητα του «καμπινέ» και οι διαρκείς αναφορές σε εκπροσώπους του φιλοσοφικού νατουραλισμού όπως ο Εμπεδοκλής, ο Αναξαγόρας και ο Δημόκριτος αλλά και φυσικών ιστορικών-βοτανολόγων όπως ο Κάρολος Λινναίος. Οι άμεσες αναφορές σε στοχαστές συμπληρώνονται με τους Σουτς, Λυοτάρ και Ορτέγκα-υ-Γκασέτ, ενώ δεν λείπουν οι έμμεσες, υπαινικτικές συνδέσεις με τη σύγχρονη γαλλική φιλοσοφία.

Σε δεύτερο επίπεδο, το Φυσικό μυθιστόρημα είναι ένα μυθιστόρημα για την ίδια τη διαδικασία της γραφής· ο ίδιος ο αφηγητής του μοιάζει να λυτρώνεται με τη γραφή. Ο Γκοσποντίνοφ παραδίδει ένα σχόλιο για τη συγγραφή, για τον τρόπο που δημιουργείται ένα μυθιστόρημα, για το πώς επιλέγεται το θέμα, η αρχή ενός έργου και για το πώς οι λέξεις αποκτούν νόημα και σημασία. «Όταν ένας συγγραφέας δημιουργεί, βρίσκεται σε μια περίεργη, ενδιάμεση κατάσταση μεταξύ ζωής και θανάτου», έχει πει σε συνέντευξή του. Η ανάγνωση του έργου διευκολύνεται από τη δομή του, τα μικρά κεφάλαια που το κάνουν να μοιάζει μωσαϊκό μικροϊστοριών. Σε κάποιες αναφέρεται στο κεντρικό θέμα, την αδυναμία διαχείρισης του τραύματος του κατεστραμμένου γάμου, ενώ κάποια άλλα αποτελούν σύντομες αλληγορικές ιστορίες, όπως αυτή με την καλειδοσκοπική όραση της μύγας, για την αυθαιρεσία ή μη του γλωσσικού σημείου και τη χρήση των λέξεων με βάση το φύλο. Ο χαρακτήρας του είναι εξομολογητικός και το ύφος ζωηρό και προφορικό δημιουργώντας οικειότητα στον αναγνώστη. Ο Γκοσποντίνοφ χειρίζεται με επιδέξιο τρόπο το υλικό του: στην αφήγηση παρεμβάλλει κείμενα διαφόρων ειδών και συγγραφέων, μνημονεύει ταινίες, ποιήματα, μύθους, όνειρα, ιστορίες, αναδιηγήσεις, λαϊκές ρήσεις και συζητήσεις καφενείων που πλάθουν μια κοινή πολιτισμική ταυτότητα, ενώ δεν παραλείπει τις αναφορές στα συμβάντα-ορόσημα που συναθροίζουν την ιστορική μνήμη κυρίως του τόπου του.

 

Το πιο μελαγχολικό μέρος

«Τελικά ο πρωταγωνιστής μου προσπαθεί να πει μια ιστορία για αυτό ακριβώς το μέρος, το πιο θλιβερό μέρος, και να αντιμετωπίσει τις δικές του θλίψεις. Ή τουλάχιστον να τις βάλει σε τάξη και να τις περιγράψει», δήλωσε ο Γκοσποντίνοφ σε συνέντευξή του, λίγο μετά την έκδοση του Περί φυσικής της μελαγχολίας το 2011. Ένα χρόνο πριν, τον Δεκέμβριο του 2010, ο Economist είχε δημοσιεύσει ένα άρθρο για τη «γεωγραφία της ευτυχίας», στο οποίο ανακήρυξε την πατρίδα του συγγραφέα (το νεότερο τότε, μαζί με τη Ρουμανία, μέλος τη Ευρωπαϊκής Ένωσης) «το πιο θλιβερό μέρος στον κόσμο».[i] Το δεύτερο μυθιστόρημα του συγγραφέα τιμήθηκε με απανωτές βραβεύσεις σε διεθνές επίπεδο, ενώ η πρώτη του έκδοση εξαντλήθηκε μέσα σε μια μέρα και έγινε το βιβλίο με τις μεγαλύτερες πωλήσεις στη Βουλγαρία για το 2012 – σε μια χώρα με μικρή παράδοση στην πεζογραφία και «ελάχιστη λογοτεχνική περιέργεια» κατά τον Γκοσποντίνοφ.[ii]

Ήδη με τον τίτλο του, το μυθιστόρημα προκαλεί τον αναγνώστη. Όπως το hüzün του Ορχάν Παμούκ ή η toska του Βλαντίμιρ Ναμπόκοφ, έτσι και η taga του Γκοσποντίνοφ, η μελαγχολία όπως τη μεταφράζει η Ιωαννίδου, περιλαμβάνει έναν ολόκληρο κατάλογο ειπωμένων και ανείπωτων αιτιών – προσωπικών, γεωγραφικών, πολιτικών. Αυτή η μελαγχολία, αυτή η βαθιά αίσθηση θλίψης δεν είναι ίδιον μόνο της Βουλγαρίας, αναγνωρίζει ο Γκοσποντίνοφ που έγραψε το βιβλίο σε μια εποχή λιτότητας που απειλούσε ολόκληρη την Ευρώπη. Αν και η ιδέα των αβίωτων ζωών έχει ιδιαίτερη απήχηση σε μια χώρα σπαρμένη με τα ερείπια «ασαφών, αφηρημένων ιδεολογιών» και τις ανεκπλήρωτες υποσχέσεις τους, με σάπια σοσιαλιστικά μνημεία και εγκαταλελειμμένα θέρετρα και συγκροτήματα διαμερισμάτων της έκρηξης της ελεύθερης αγοράς ακινήτων, οι προβληματισμοί που προκύπτουν από το έργο υπερβαίνουν τα ατομικά όρια και τα εθνικά  σύνορα.

Το Περί φυσικής της μελαγχολίας είναι ένα απαιτητικό, ακόμη πιο πολυεπίπεδο από το πρώτο του, αφήγημα που ξαφνιάζει από την αρχή ώς το τέλος του. Το αυτοβιογραφικό στοιχείο εδώ μπλέκεται με μαεστρία με το ιστορικό, η διάκριση μεταξύ πραγματικότητας, μνήμης και φαντασίας δεν είναι ευκρινής και αυτό κάνει την αφήγηση ακόμη πιο συναρπαστική. Όπως στο Φυσικό μυθιστόρημα, ο πρωταγωνιστής του ονομάζεται Γκεόργκι Γκοσποντίνοφ, είναι και δεν είναι ο συγγραφέας, ο οποίος για δεύτερη φορά απορρίπτει εντελώς τις μεγάλες γραμμικές αφηγήσεις, χαρίζοντάς μας στη θέση τους ένα πολυφωνικό χρονικό στιγμών και γεγονότων. Με πρότυπο τον Μπόρχες (τον οποίο αποκαλεί «κύριο Χόρχε») και τα άτακτα παιχνίδια της φαντασίας, ο συγγραφέας μάς προσκαλεί στο λαβύρινθο του δικού του Μινώταυρου, του εγκαταλελειμμένου, όπως ο παππούς του, παιδιού-«τέρατος» – αυτού που ο μύθος μετέτρεψε σε τέρας «για να ξεπλύνει την αμαρτία της εγκατάλειψής του, την αμαρτία απέναντι σε όλα τα παιδιά που θα ακολουθήσουν, τα παιδιά που θα εγκαταλείψουμε» (σελ. 82). Εύκολα ο αναγνώστης θα αναγνωρίσει και τον δικό του παιδικό, αν όχι αρχέγονο, φόβο της εγκατάλειψης ή του εγκλεισμού/τιμωρίας. Συμβάντα και μνήμες της ιστορίας του Γκεόργκι συνδέονται σε πολλαπλά επίπεδα με τον μύθο του Μινώταυρου, τον οποίο ο συγγραφέας αντιμετωπίζει σε διάφορες σελίδες ως μεταγνώση που φωτίζει όψεις του πραγματικού.

Ο Γκοσποντίνοφ φλερτάρει και εδώ με την αυτοβιογραφία, κάτι που λειτουργεί υπέρ του, μια και το αναγνωστικό κοινό τα τελευταία χρόνια δείχνει σταθερή προτίμηση σε τέτοιου είδους αφηγήματα (όπως της Ρέιτσελ Κασκ, της Έλενα Φεράντε, του Τέτζου Κόουλ, του Μπεν Λέρνερ, για να αναφέρουμε μερικούς). Και εδώ, όπως στο Φυσικό Μυθιστόρημα, αναγνωρίζεται η αξία της κβαντικής φυσικής, μύγες και έντομα έχουν το ρόλο τους, νοηματικοί δεσμοί διατηρούνται με εύστροφα τεχνάσματα. Παρά τον τίτλο του, το έργο δεν είναι εξολοκλήρου μελαγχολικό, αντιθέτως έχει τις αστείες και τις γλυκόπικρες στιγμές του. Ακολουθώντας τους δαιδαλώδεις δρόμους της σκέψης του αφηγητή, ο μυθιστορηματικός του καμβάς συμπεριλαμβάνει εξωτερικά γεγονότα και (τις συχνά τραυματικές) αναμνήσεις της οικογένειάς του από τη ζωή στη μεταπολεμική Βουλγαρία του υπαρκτού σοσιαλισμού και των στερήσεων, από τον πόλεμο και τα μυστικά του, από την καθημερινότητα, αλλά και πιο εσωτερικές σκέψεις. Ο Γκεόργκι, συνονόματος του συγγραφέα και του παππού του, πάσχει από μικρός από μια σπάνια «παθολογική» ενσυναίσθηση που του επιτρέπει να εισβάλει στο μυαλό και στις μνήμες των δικών του, να βλέπει τις αναμνήσεις τους σαν να ήταν δικές του, ακόμη και να βιώνει το ταξίδι του γυμνοσάλιαγκα που καταπίνει ζωντανό ο παππούς του για να ανακουφίσει το έλκος στομάχου του ή τον συναισθηματικό ακρωτηριασμό του Μινώταυρου. Ο ήρωας-«ξενιστής» της μνήμης των άλλων επιτρέπει στο συγγραφέα να εξερευνήσει τις ζωές και τις μνήμες διάφορων χαρακτήρων σε πρώτο πρόσωπο, μια και δίχως την ευρηματική αυτή «ασθένεια» θα προέκυπταν τεχνικές δυσκολίες στην αφήγηση. Ο Γκοσποντίνοφ μιλά για το χρόνο που περνάει, για το Θεό και την ανθρώπινη ύπαρξη· για θέματα προσωπικά και ταυτόχρονα καθολικά με τρόπο που συγκινεί. Όπως ρητά δηλώνει ο αφηγητής: «Το παρελθόν, η μελαγχολία και η λογοτεχνία – ιδού τα μόνα τρία αβαρή κήτη που με ενδιαφέρουν» (σελ. 286). Σε αρκετά μάλιστα σημεία βλέπουμε ότι προοικονομεί τη θεματική του Χρονοκαταφύγιου.

Η γραφή του Γκοσποντίνοφ μαγνητίζει και γοητεύει και σε αυτό το έργο, ίσως περισσότερο από το πρώτο του. Οι εγκιβωτισμένες αφηγήσεις, οι μυθολογικές πληροφορίες, οι αλληγορίες, οι άφθονες παρεκβάσεις και οι μεταπηδήσεις από θέμα σε θέμα σε κρατούν σε εγρήγορση, παρότι η τολμηρή δομή, η χειμαρρώδης γλώσσα του και η χαοτική, μη γραμμική, πορεία της αφήγησης θα ξενίσουν τον μη εξοικειωμένο με τη μεταμοντέρνα λογοτεχνία αναγνώστη. Δεκάδες μικροϊστορίες από αλλοτινές ζωές πλάθουν μία πατρίδα απαγορεύσεων, στερήσεων, σιωπής και θλίψης. Εραστής των αναμνήσεων και των ανατροπών της επίσημης «ιστορίας», ο Γκοσποντίνοφ παραδίδει ένα βιβλίο κιβώτιο αναμνήσεων γεμάτο χρονοκάψουλες ιστοριών ατάκτως ερριμμένων, ένα ψηφιδωτό εξομολογήσεων και σκέψεων φαινομενικά ασύνδετων μεταξύ τους, που όμως αν τις αντιμετωπίσουμε με τη δέουσα προσοχή μάς ανταμείβουν με την άκρη του μίτου της Αριάδνης, όχι για να βγούμε μόνοι από εκεί, αλλά για να σώσει ο καθένας μας τον μελαγχολικό Μινώταυρό του.

 

Αιχμάλωτοι της νοσταλγίας

Το πιο φιλοσοφικό από τα τρία μυθιστορήματα του Γκοσποντίνοφ έγινε η αφορμή να τον αποκαλέσουν, με προφανή υπερβολή, «σύγχρονο Προυστ που έρχεται από την Ανατολή»,[iii] ενώ η νομπελίστρια Όλγκα Τοκάρτσουκ ενθουσιάστηκε τόσο που έκανε λόγο για «το πιο εξαίσιο είδος λογοτεχνίας, για το πώς αντιλαμβανόμαστε το χρόνο και το πέρασμά του, γραμμένο με αριστοτεχνικό και εντελώς απρόβλεπτο ύφος». Όπως έχει δηλώσει ο συγγραφέας, ξεκίνησε να γράφει το τρίτο του μυθιστόρημα όταν έμενε στη Νέα Υόρκη, με στόχο να παρουσιάσει, μέσα από το πρίσμα των παιδικών φόβων, την παγκόσμια ιστορία από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ώς σήμερα.

Το Χρονοκαταφύγιο είναι ένα έργο γραμμένο από την πένα ενός νοσταλγού του παρελθόντος που απευθύνεται στον νοσταλγό του (όποιου) παρελθόντος κρύβει ο καθένας μας μέσα του – και σε όσους προβληματίζονται για το τι μέλλει γενέσθαι στην Ευρώπη. Με αριστοτεχνικό τρόπο, ο Γκοσποντίνοφ σοκάρει εσκεμμένα τον αναγνώστη, φέρνοντάς τον αντιμέτωπο με το σκοτεινό πρόβλημα-θέμα του, ακριβώς στο σημείο που έχει χαλαρώσει και έχει αρχίσει να απολαμβάνει μια ιστορία που ξεκινά με χιούμορ και προκαλεί το μειδίαμά του.

Η εφευρετική και τολμηρή, όχι όμως εντελώς πρωτότυπη (σε σημεία θυμίζει το σενάριο της ταινίας Good Βye Lenin! του Βόλφγκανγκ Μπέκερ) κεντρική ιδέα του βραβευμένου μυθιστορήματος φαντασίας του Γκοσποντίνοφ. Ο αφηγητής του έργου, μαζί με τον περιπλανώμενο στο χρόνο ταξιδιώτη Γκαουστίν –επίσης alter ego του συγγραφέα, που είναι γνωστός από μια αυτοτελή ιστορία στο προηγούμενο μυθιστόρημά του και στον οποίο απευθύνεται η ποιητική συλλογή του Γράμματα στον Γκαουστίν (2003)–, ιδρύει μια κλινική για το χρόνο αρχικά στη Ζυρίχη (εύστοχη νύξη στο Μαγικό Βουνό του Τόμας Μαν), ένα θεραπευτήριο για ανθρώπους με άνοια και Αλτσχάιμερ, όπου κάθε όροφος αναπαράγει λεπτομερώς μια δεκαετία του περασμένου αιώνα, με τα έπιπλά της, τα μικροαντικείμενά της, τις εφημερίδες με τις ειδήσεις της, τη μουσική και τις ταινίες της, τις σοκολάτες, τα ποτά και τα τσιγάρα της, τα ημερολόγια, τις αφίσες και τις φωτογραφίες της. Το πείραμα στέφεται με πλήρη επιτυχία: ηλικιωμένοι άνθρωποι που είχαν βυθιστεί στον εαυτό τους και μετά βίας άρθρωναν λέξεις μεταφέρονται πίσω στο χρόνο και αρχίζουν ξαφνικά να επικοινωνούν όπως πριν, αναθυμούνται πώς λειτουργεί το ραδιόφωνο που έχει πάνω ονόματα πόλεων αντί για συχνότητες, αναβιώνουν αναμνήσεις από τα παιδικά τους χρόνια, αφηγούνται ιστορίες που είχαν αποσιωπήσει. Εκτός από τους ασθενείς, εμφανίζονται άνθρωποι που είναι διατεθειμένοι να πληρώσουν αδρά για να μεταφερθούν στην αγαπημένη περίοδο της ζωής τους. Ο καθένας απ’ αυτούς προσκολλάται στην εποχή που πιστεύει πως ήταν η καλύτερη. Οι ιστορίες από το παρελθόν είναι μεγάλη παρηγοριά και, για κάποιους από τους επισκέπτες της κλινικής, καταφύγιο και σωτηρία από ένα αφόρητο παρόν. Παραρτήματα της κλινικής ανοίγουν το ένα μετά το άλλο σε διάφορες χώρες της Ευρώπης. Πόσο επικίνδυνο είναι όμως αυτό το εγχείρημα;

Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου έρχεται η μεγάλη ανατροπή (ή η αναμενόμενη συνέπεια μιας εθνικιστικής έξαρσης;): η Ευρώπη παθαίνει φρενίτιδα με το παρελθόν και αποφασίζει να επιστρέψει σ’ αυτό. Η κάθε χώρα καλείται, μέσω δημοψηφίσματος, να επιλέξει τη χρυσή δεκαετία της στην οποία θα επιστρέψει. «Είναι απλό, όταν δεν έχεις μέλλον, ψηφίζεις παρελθόν». Στο σημείο αυτό δεν μπορούμε παρά να θυμηθούμε την άποψη του Ζοζέφ Ερνέστ Ρενάν ότι το έθνος είναι μια ομάδα ανθρώπων που έχουν συμφωνήσει να θυμούνται και να ξεχνούν από κοινού τα ίδια πράγματα και ότι η συνέχιση της ύπαρξης του έθνους συνιστά «καθημερινό δημοψήφισμα» πάνω σε αυτό το θέμα (“L’existence d’une nation est [pardonnez-moi cette métaphore] un plébiscite de tous les jours”). Ως αντιπροσωπευτικό δείγμα έθνους-κράτους ο Γκοσποντίνοφ επιλέγει –ποια άλλη;– την πατρίδα του, όπου οι δύο κυρίαρχες τάσεις εκφράζουν από τη μια τους νοσταλγούς της «χρυσής» κομμουνιστικής δεκαετίας του 1960 και από την άλλη εκείνους που νοσταλγούν την υπερπατριωτική εποχή της νεοαποκτηθείσας ανεξαρτησίας στις αρχές του 20ού αιώνα.

Έτσι, από το τρίτο μέρος του βιβλίου και μετά, ο Γκοσποντίνοφ έχει τη δυνατότητα να σχολιάσει, να κρίνει και να στηλιτεύσει την παθογένεια της παρελθοντολαγνείας, τα κεντρικά χαρακτηριστικά του πολιτικού βίου τόσο στη γενέτειρά του όσο και σε διεθνές επίπεδο, τα αδιάκοπα και αμείλικτα πολιτικά παιχνίδια, την προπαγάνδα, τις αναβιώσεις περασμένων μεγαλείων, τις στολές και τα εμβατήρια, τους ύμνους και το προσκύνημα των πεθαμένων ηγετών, τα παρεμβατικά μέσα ενημέρωσης, το infotainment και τη μετατροπή της πραγματικής ζωής σε εικονική. Καθώς η δυστοπική αυτή κατάσταση χειροτερεύει, το χάος και η αναρχία κυριαρχούν, ο Γκαουστίν εξαφανίζεται αιφνιδίως, οι αναμνήσεις του αφηγητή καταρρέουν η μία μετά την άλλη και, απελπισμένος, ξεκινά έναν αγώνα δρόμου για να τις καταγράψει προτού τις χάσει για πάντα.

Όπως και στα προηγούμενα πεζογραφήματα του Γκοσποντίνοφ, στο σύνθετο αλληγορικό αυτό μυθιστόρημα με έντονο δοκιμιακό χαρακτήρα οι διακειμενικές αναφορές είναι διάσπαρτες· Όμηρος, Πλάτων, Σαίξπηρ, Τολστόι, Μπόρχες, για να αναφέρουμε μερικά ονόματα. Αξιοποιώντας για τρίτη φορά την τεχνική της πολυεπίπεδης, διακοπτόμενης αφήγησης, που εξελίσσεται σε διαφορετικούς χρόνους και εκδοχές οπτικής, καταφεύγοντας στη μνημονική και συνειρμική ανάκληση και αποφεύγοντας και εδώ τη γραμμική αφήγηση, ο Γκοσποντίνοφ συνομιλεί και με τα πρότερα δικά του έργα. Το ύφος είναι άλλοτε ανάλαφρο και υποδόρια σαρκαστικό, άλλοτε μελαγχολικό και στοχαστικό. Η γραφή του παραμένει ξεκάθαρα μεταμοντέρνα και ξεχειλίζει από χιούμορ, τρυφερότητα και κυρίως βαθιά ενσυναίσθηση για τον χαρακτήρα, την ταυτότητα, το μέλλον, το παρόν και το παρελθόν της Ευρώπης. Οι χαρακτήρες, όπως συμβαίνει και στα προηγούμενα έργα του, δεν αναπτύσσονται ιδιαίτερα, δεν ολοκληρώνονται, αλλά για ακόμη μια φορά δεν είναι αυτό το ζητούμενο. Άλλωστε ο βασικός σκοπός του συγγραφέα φαίνεται πως είναι να παραδώσει στον αναγνώστη αφηγήματα που αποδομούν την έννοια του μυθιστορήματος και  γι’ αυτό πειραματίζεται με τη μυθοπλασία, την αυτοβιογραφία και το non-fiction.

Στη σαγηνευτική και ενίοτε συγκινητική αυτή περιπλάνηση στον χρόνο, ο συγγραφέας δεν καταπιάνεται με ερωτήματα του τύπου «πώς μας διαμορφώνει το παρελθόν;». Αντίθετα, τον απασχολούν οι συνέπειες της έλλειψης ταυτότητας, της νοσταλγίας του εξωραϊσμένου παρελθόντος, αυτού που στην ουσία δεν υπήρξε ποτέ, της έλλειψης μνήμης, των ροζ γυαλιών και του παραμορφωτικού καθρέφτη μέσα από τα οποίο επιλέγουμε να κοιτάμε το παρελθόν, της ανάγκης αποσύνδεσης από το παρόν, της ερμηνείας που υπερβαίνει και ενίοτε παραποιεί τη μνήμη. Όλο το βιβλίο αποτελεί αναφορά σε δύο χρόνους: στο παρελθόν που δεν μπορεί να μας επιστραφεί ξανά και στο μέλλον που μας γεμίζει ανασφάλεια και αβεβαιότητα. Μπορεί το παρελθόν να βιωθεί ή να αρθρωθεί εκ νέου; Και αν η απάντηση είναι ναι, κάτι τέτοιο είναι όντως θεμιτό ή μια σοβαρή απειλή για την ανθρωπότητα; Ο Γκοσποντίνοφ προβληματίζει, δεν δίνει λύσεις ή απαντήσεις και ίσως αυτό είναι ένα από τα στοιχεία που κάνουν τα βιβλία του τόσο αγαπητά στο κοινό. Το στοίχημα για το έργο του, όπως για όλα όσα αναγνωρίζονται ως σημαντικά στην εποχή τους, είναι να συνεχίσει να διαβάζεται δεκαετίες μετά, να αντέξει στο χρόνο.

 

[i]   “The rich, the poor and Bulgaria. Money really can buy you happiness”, https://www.economist.com/christmas-specials/2010/12/16/the-rich-the-poor-and-bulgaria.

[ii] https://podmosta.bg/georgi-gospodinov.

[iii] Συγκεκριμένα, η ιταλική εφημερίδα La Repubblica: “Andrea Bajani, Gospodinov, un Proust venuto dall’Est”, 1/9/2021, https://www.repubblica.it/venerdi/2021/09/01/news/gospodinov_un_proust_venuto_dall_est-315166818.

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.