Κατά τη διάρκεια της πρόσφατης πανδημίας του κόβιντ, όταν οι φανατικοί και οι «νεο-προσηλυτισμένοι» αναγνώστες βρίσκονταν διαρκώς σκυμμένοι επάνω από το βιβλίο τους ή μια ηλεκτρονική συσκευή ανάγνωσης, στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης που έχουν κερδίσει τις νεότερες γενιές και τους βιβλιόφιλους, το Instagram και το τικ-τοκ, κυριάρχησε εμφανώς μια διαδικτυακή αισθητική τάση που είχε κάνει την εμφάνισή της στο tumblr το 2015, γνωστή ως dark academia. Φωτογραφίες και βίντεο, συνοδεία κλασικής μουσικής, από σκοτεινές αίθουσες μουσείων και βιβλιοθηκών με παλιούς δερμάτινους τόμους, κεριά, αντίγραφα αρχαιοελληνικών προτομών, χειρόγραφες σημειώσεις και βιβλία, με τη Μυστική Ιστορία της Ντόνα Ταρτ ανοιγμένη (και συχνά υπογραμμισμένη) να αποτελεί το must-read, αν όχι την «Ιερή Βίβλο» όσων αγκάλιασαν αυτή την αισθητική υποκουλτούρα.
Στην ανάδυση, επομένως, της dark academia χρωστάμε εν μέρει την επανέκδοση, σε νέες μεταφράσεις[i], των τριών τιτάνιων μυθιστορημάτων της Ντόνα Ταρτ, της εκκεντρικής ολιγογράφου συγγραφέα από το Μισισίπι (γεν. 1963), βασικής σύγχρονης εκπροσώπου του νεογοτθικού κανόνα και της λογοτεχνίας του αμερικανικού Νότου, αν και μόνο ένα εκ των τριών έργων της διαδραματίζεται εκεί. Παρότι έγραψε το πρώτο της ποίημα σε ηλικία πέντε ετών και σε ηλικία δεκατριών ετών δημοσίευσε το πρώτο της σονέτο σε λογοτεχνικό περιοδικό της γενέτειράς της, η Ταρτ παραδίδει –με ενδιάμεση εξαίρεση μερικά δοκίμια, διηγήματα και μικρές ιστορίες σε γνωστά περιοδικά– ένα ογκώδες βιβλίο ανά δεκαετία. Το πρώτο της μυθιστόρημα, Η μυστική ιστορία, εκδόθηκε το 1992, όταν πολλοί από τους σημερινούς φανατικούς αναγνώστες του δεν ήξεραν ακόμη να διαβάζουν ή δεν είχαν καν γεννηθεί, και κυκλοφόρησε σε 29 χώρες, με τη δράση του να τοποθετείται στο ασφυκτικό αλλά εθιστικό περιβάλλον ενός ακαδημαϊκού ιδρύματος στη Νέα Αγγλία. Μία δεκαετία αργότερα, το 2002, η Tαρτ παρέδωσε στο κοινό τον Μικρό φίλο που τιμήθηκε με το WH Smith Literary Award και ήταν υποψήφιο για το Orange Prize for Fiction, τοποθετώντας τη δράση του στη γενέτειρά της. Τέλος, το 2013 κυκλοφόρησε Η καρδερίνα, η πλοκή της οποίας διαδραματίζεται στην κοσμοπολίτικη Νέα Υόρκη, στο Λας Βέγκας και στο Άμστερνταμ, έργο που της χάρισε το βραβείο Πούλιτζερ (2014) και μεταφέρθηκε στη μεγάλη οθόνη από τον John Crowley (2019).
Ήδη από την άνοιξη του 2023 αυξήθηκαν οι φήμες πως αναμένεται το τέταρτο, ατιτλοφόρητο ακόμη μυθιστόρημά της (Tribulation είναι ένας τίτλος που διαδίδεται)[ii], με πιθανότερη ημερομηνία έκδοσης τον Απρίλιο του 2024, μια και όπως έχει δηλώσει η ίδια ολοκλήρωσε τα δυο πρώτα της μυθιστορήματα την ίδια ακριβώς ημερομηνία, στις 24 Απριλίου. Αλλά και η παραφιλολογία γύρω από την προσωπική της ζωή και την υγεία της οργιάζει στο διαδίκτυο: όπως ο Σάλιντζερ και η Χέλερ πριν απ’ αυτήν, η Tαρτ έχει μετατραπεί σε cult μορφή των γραμμάτων, ενώ ο ήσυχος τρόπος ζωής της, μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, η αγορίστικη εμφάνισή της και οι ελάχιστες εμφανίσεις της στους λογοτεχνικούς κύκλους ενισχύουν τη φήμη της μισάνθρωπου ιδιοφυΐας. Όπως έχει παραδεχτεί σε συνεντεύξεις της, η Tαρτ δεν απολαμβάνει απλώς τη συγγραφή αλλά και το διάστημα απομόνωσης και ήσυχης καθημερινής εργασίας που μεσολαβεί από την έκδοση του ενός βιβλίου ώς το επόμενο. Τελειομανής, προσπάθησε να επιταχύνει τους ρυθμούς της ώστε να ολοκληρώνει σε μικρότερο διάστημα τα έργα της, αλλά όταν διαπίστωσε πως δεν το απολάμβανε επανήλθε στον τρόπο εργασίας που έχει διαπιστώσει ότι γι’ αυτήν αποδίδει καλύτερα. Φιλοδοξία της, άλλωστε, δεν είναι να γράψει πολλά βιβλία, αλλά «μεγάλα» (σπουδαία) βιβλία, όπως η βασική της επιρροή, ο (πολυγραφότατος, ωστόσο) Τσαρλς Ντίκενς.
Η χαρισματική «μικρή φίλη»
Ο μικρός φίλος κυκλοφόρησε πρώτα σε ολλανδική μετάφραση, ως ανταμοιβή στο αναγνωστικό κοινό της χώρας όπου το πρώτο έργο της Tαρτ σημείωσε τις υψηλότερες κατά κεφαλή πωλήσεις.[iii] Πρόκειται για μια περιπέτεια μυστηρίου αστυνομικής πλοκής και, συνάμα, για μυθιστόρημα ενηλικίωσης (bildungsroman), που διαδραματίζεται στον συντηρητικό αμερικανικό Νότο κατά τη δεκαετία του 1970. Η Tαρτ όχι μόνο μεγάλωσε στο Μισισίπι, αλλά διατηρεί πεντακάθαρες αναμνήσεις από τη ζωή εκεί και τις μεταφέρει στις σελίδες του μυθιστορήματος με αψεγάδιαστη, σχεδόν φωτογραφική, ευκρίνεια. Η κεντρική ηρωίδα του έργου, η δωδεκάχρονη Χάριετ, το αγοροκόριτσο με το ανήσυχο πνεύμα, θα μπορούσε κάλλιστα να έχει ξεπηδήσει από την πένα μιας άλλης σημαντικής εκπροσώπου της λογοτεχνίας του αμερικανικού Νότου, της Χάρπερ Λι.
Η Tαρτ επιλέγει να μεταφέρει στοιχεία και θεματικές της παράδοσης του γοτθικού νοτιοαμερικανικού μυθιστορήματος, όπως η μακρά και επίπονη φυσική και οικονομική κατάρρευση μιας οικογένειας, το φάντασμα του δολοφονημένου αδερφού που στοιχειώνει τους ζώντες ήρωες, το τετελεσμένο δράμα και οι επιπτώσεις του στην ψυχολογία και τη διαμόρφωση της ψυχοσύνθεσης και της προσωπικότητας όσων το βίωσαν, το φλερτ με την τρέλα, το ενδιαφέρον για τη μαγεία και το μεταφυσικό, το ανεξήγητης αιτίας και προέλευσης Κακό και το θάνατο, στη ζωή μιας παραδοσιακής οικογένειας το δεύτερο ήμισυ του 20ού αιώνα.
Η μικρή πανέξυπνη Χάριετ Κλιβ Ντιφρέσν και η μεγαλύτερη αδερφή της, η όμορφη ρομαντική και λιγότερο ευφυής Άλισον, μεγαλώνουν παραμελημένες από τη μητέρα και μακριά από τον πατέρα τους στην επινοημένη πόλη Αλεξάνδρεια της πολιτείας του Μισισίπι. Δώδεκα χρόνια πριν, όταν η Χάριετ δεν είχε κλείσει ακόμη τον πρώτο χρόνο της ζωής της, ανήμερα της Γιορτής της Μητέρας, ο μεγαλύτερος γιος αυτής της οικογένειας βαπτιστών, ο Ρόμπιν, σε ηλικία εννέα ετών, είχε βρεθεί απαγχονισμένος σε ένα δέντρο στην αυλή του σπιτιού τους. Η μητέρα τους δεν κατάφερε να συνέλθει ποτέ, ο πατέρας επέλεξε να μετακομίσει στο Τενεσί, μακριά από το καταθλιπτικό περιβάλλον της οικογενειακής εστίας, και την (πλημμελή, για να λέμε την αλήθεια) φροντίδα των κοριτσιών έχουν αναλάβει η Ίντα, η δραστήρια και πεισματάρα γιαγιά των κοριτσιών, μαζί με τις εκκεντρικές αλλά αξιαγάπητες θείες και την Αΐντα, την πιστή μαύρη υπηρέτρια. Παρότι στο νεκρό σώμα του αδερφού της δεν εντοπίστηκαν σημάδια πάλης, ο θάνατός του θεωρήθηκε δολοφονία, με την ταυτότητα του δράστη να παραμένει αδιευκρίνιστη – ενώ ελάχιστοι συντοπίτες αναρωτιούνται μήπως πρόκειται για θλιβερό ατύχημα ή για αδιανόητη αυτοκτονία.
Η δυναμική, παρορμητική, ασυμβίβαστη, συχνά αγενής και αυταρχική Χάριετ προτιμά την παρέα των αγοριών και το διάβασμα. Επηρεασμένη από τα περιπετειώδη αναγνώσματα της ηλικίας της, έργα του Τζόζεφ Ράντγιαρντ Κίπλινγκ και του Ρόμπερτ Λούις Στίβενσον, και πεπεισμένη πως είχε ένα στενό, σχεδόν μεταφυσικό δεσμό με τον αδικοχαμένο αδερφό της, παρότι δεν διατηρεί καμία αληθινή ανάμνηση από τους ελάχιστους μήνες που συνυπήρξαν, η δωδεκάχρονη ηρωίδα-θηλυκός Χάκλμπερι Φιν πασχίζει πάση θυσία να ανακαλύψει τον υπαίτιο του θανάτου του Ρόμπιν και να επαναφέρει ένα έστω στοιχειώδες είδος τάξης στην οικογένειά της, έχοντας στο πλευρό της τον καλύτερό της φίλο, Χίλι, λίγο μικρότερο αλλά αφοσιωμένο και κρυφά ερωτευμένο μαζί της, ο οποίος με τη σειρά του είναι επηρεασμένος από τις κατασκοπευτικές ταινίες του Τζέιμς Μποντ. Τα δυο μικρά παιδιά σύντομα ανακαλύπτουν πως ο Ντάνι, ένα αγόρι που προέρχεται από μια ιδιαίτερα προβληματική οικογένεια, ήταν ο καλύτερος φίλος του Ρόμπιν και είχε μαλώσει μαζί του λίγες ώρες πριν από τον απαγχονισμό του. Στην προσπάθειά της να αποδείξει πως αυτός ήταν ο υπαίτιος του θανάτου του αδερφού της, η μικρή ηρωίδα θα αντιμετωπίσει μεγάλους κινδύνους και θα βρεθεί ένα βήμα πριν από το θάνατο. Θα σωθεί χάρη στην επιμονή της να αυτο-εκπαιδεύεται στο να κρατά την αναπνοή της κάτω από το νερό, μιμούμενη ένα από τα μεγάλα είδωλά της, τον μάγο Χουντίνι· και έτσι παίρνει, με επώδυνο τρόπο, μερικά σπουδαία μαθήματα ζωής.
Παρότι η υπόθεση και ο πρόλογός του έργου προϊδεάζουν για κάτι διαφορετικό τον αναγνώστη, στην πραγματικότητα αυτό που διαβάζουμε δεν είναι μια κλασική whodunit ιστορία. Η εμμονή της Χάριετ να βρει και να τιμωρήσει το δολοφόνο του αδερφού της και οι περιπέτειες στις οποίες την οδηγεί είναι απλώς το πλαίσιο που σχεδίασε η Tαρτ για να δώσει ένα ικανοποιητικό raison d’être στην εκπληκτικά πλασμένη ηρωίδα της, η οποία αποτελεί και το κύριο ατού του βιβλίου.
Μια επώδυνη ενηλικίωση
Το να ολοκληρώσει ένας συγγραφέας το πρώτο του έργο και να καταφέρει να το εκδώσει απαιτεί, πολλές φορές, πέρα από συγγραφικό ταλέντο, και υπέρμετρη προσπάθεια. Όταν όμως το έργο με το οποίο συστήνεται στο αναγνωστικό κοινό είναι κατά γενική ομολογία δείγμα πρωτοτυπίας και έξοχης γραφής, το να δημιουργήσει ένα ισάξιο δεύτερο έργο αποδεικνύεται ακόμη δυσκολότερο. Όταν δε έχουν περάσει δέκα ολόκληρα χρόνια από την κυκλοφορία του προηγούμενου έργου, κατά τη διάρκεια των οποίων αναμένεται ένα βιβλίο παρόμοιας θεματολογίας, η πρόκληση για το συγγραφέα είναι ακόμη μεγαλύτερη και οι προσδοκίες του αναγνωστικού κοινού σαφώς υψηλότερες. Από τα τρία μυθιστορήματα της Tαρτ, Ο μικρός φίλος είναι το λιγότερο γνωστό και προβεβλημένο, ενώ σημαντική μερίδα των κριτικών βρίσκει πως είναι το πιο αδύναμο. Εύλογο αν αναλογιστεί κανείς ότι το πρώτο συνέβαλε στη διαμόρφωση μιας ολόκληρης αισθητικής τάσης και έφτασε να αποτελέσει από πολύ νωρίς θέμα διδακτορικών διατριβών, ενώ το τρίτο κέρδισε ένα από τα σημαντικότερα λογοτεχνικά βραβεία και μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο.
Δεν είναι λίγοι οι κριτικοί και οι αναγνώστες που τόνισαν την ανακύκλωση αρκετών κλισέ για τον αμερικανικό Νότο καθώς και την έλλειψη σφιχτής πλοκής. Ακόμη όμως και οι κριτικοί και αναγνώστες που απογοητεύτηκαν, ίσως γιατί περίμεναν μια δεύτερη Μυστική ιστορία, αναγνωρίζουν και σε αυτό το έργο το ταλέντο και τα προτερήματα της γραφής της Tαρτ, αυτά που τράβηξαν από το πρώτο έτος σπουδών της στο Πανεπιστήμιο του Μισισίπι την προσοχή του Willie Morris και του Barry Hannah και οδήγησαν στη μετεγγραφή της, την επόμενη χρονιά, στο Κολέγιο Μπένιγκτον. Άλλωστε, Ο μικρός φίλος δεν απευθύνεται απαραίτητα στο κοινό που αγκάλιασε και λάτρεψε τη Μυστική ιστορία. Δεν βρισκόμαστε σε έναν φοιτητικό κύκλο, σε κλειστές πανεπιστημιακές ελίτ του Βορρά, αλλά σε μια παραδοσιακή, κλειστή επαρχιακή κοινωνία όπου το έγκλημα διαπράττεται και αντιμετωπίζεται με πολύ διαφορετικό τρόπο. Ο μικρός φίλος είναι μια πολύ διαφορετική σε ύφος, θεματολογία, δομή και τόπο δράσης ιστορία. Ωστόσο, όπως στο προηγούμενο αλλά και στο επόμενο έργο της Tαρτ, είναι παραπάνω από έκδηλη η βαθιά γνώση της ανθρώπινης ψυχολογίας, η εκπληκτική διεισδυτικότητα και η αριστοτεχνική διάπλαση χαρακτήρων, η επιμονή στις θεωρητικά αδιάφορες κι ασήμαντες αλλά στην πράξη τόσο ουσιαστικές μικρές κινήσεις και επιλογές, η μεγάλη επένδυση στην περιγραφή και στην ανάπτυξη της αίσθησης κινδύνου και στις συνέπειές αυτού στις ατομικές αποφάσεις των ηρώων.
Σε μεγάλο βαθμό Ο μικρός φίλος θυμίζει πουαντιγιστικό πίνακα: ο τρόπος γραφής της Ντόνα Ταρτ είναι πληθωρικός, η γραφή της σε αρκετά σημεία λυρική, ο ρυθμός της αφήγησης της νωχελικός, καθώς γεμίζει σελίδες επί σελίδων με περιγραφές και λεπτομέρειες – ψηφίδες που δεν φαίνεται να εξυπηρετούν την εξέλιξη της πλοκής, η οποία ούτως ή άλλως είναι ιδιαίτερα χαλαρή και αργή. Ωστόσο, οι σελίδες που δεν προωθούν την πλοκή συμβάλλουν στη δόμηση των χαρακτήρων και επιβεβαιώνουν το αστείρευτο ταλέντο και την ικανότητά της να αναμειγνύει είδη όπως το νεογοτθικό, το αστυνομικό και το bildungsroman στην περίπτωσή μας σε μια μεταμοντέρνα γραφή,[iv] για τα οποία την είχαν από νωρίς ξεχωρίσει οι καθηγητές-μέντορές της. Ο αναγνώστης γρήγορα διαπιστώνει πως δεν διαβάζει μια ιστορία μυστηρίου με καταιγιστικό ρυθμό, αλλά συνεχίζει αποκλειστικά για τη χαρά της ανάγνωσης, για την αισθητική απόλαυση ενός τόσο καλογραμμένου κειμένου και γιατί στις περιγραφές από την καθημερινότητα της ηρωίδας (στις αταξίες και τις σκανδαλιές, στην εξερεύνηση της γειτονιάς και στο ψαχούλεμα των συρταριών της γιαγιάς και του απόντος πατέρα) αναγνωρίζει στιγμές της δικής του παιδικής ηλικίας που τον πλημμυρίζουν με νοσταλγία για τα χρόνια της αθωότητας και πηγαίο ενδιαφέρον για τους ήρωες του έργου, σαν να πρόκειται για δικούς του ανθρώπους.
Η Tαρτ πλάθει ένα ατμοσφαιρικό, κλειστοφοβικό, θρησκόληπτο οικιακό και κοινωνικό περιβάλλον, το οποίο αποδίδει άψογα η προσεγμένη νέα μετάφραση του Μιχάλη Δελέγκου. Υπογραμμίζει τα χαρακτηριστικά της ζωής στον αμερικανικό Νότο: μητριαρχία, περίπλοκοι οικογενειακοί δεσμοί, ανταγωνιστικές σχέσεις και συγκρούσεις ανάμεσα στις παραδοσιακές κοινότητες της περιοχής και ανάμεσα στους χειραφετημένους μαύρους και στα «λευκά σκουπίδια» –όπως αποκαλούνταν οι εξαθλιωμένοι λευκοί πολίτες–, παραβατικές συμπεριφορές και συγκάλυψή τους, βία, εξαθλίωση και μοιρολατρία. Δίχως να φείδεται χιουμοριστικών σκηνών, εστιάζει στην προεφηβική ανυπομονησία και ανάγκη ανεξαρτητοποίησης και δίνει έμφαση στα ηθικά διλήμματα των ηρώων της.
Η έλλειψη –ή, ορθότερα, η χαλαρότητα– της πλοκής, που αποτελεί το μεγαλύτερο μειονέκτημα του έργου, αντισταθμίζεται με το παραπάνω από την ασύγκριτη γραφή της Tαρτ που καταφέρνει να κερδίσει και τους πιο δύσπιστους αναγνώστες αυτού του σύνθετου και πολυεπίπεδου νοηματικά βιβλίου. Άλλωστε δεν διαβάζουμε μια κλασική αστυνομική ιστορία: δεν είναι η αποκάλυψη της ταυτότητας του υπαίτιου του απαγχονισμού του μικρού Ρόμπιν το κεντρικό θέμα του έργου –αίνιγμα που η συγγραφέας αφήνει τον αναγνώστη να επιλύσει μόνος του ή να αποδεχτεί την αδυναμία εύρεσης του δράστη– αλλά η ψυχολογική και πνευματική εξέλιξη και η διαμόρφωση της προσωπικότητας της Χάριετ, του έξοχα πλασμένου κεντρικού χαρακτήρα. Με άλλα λόγια, πρόκειται για μια σπουδή χαρακτήρων, η πλοκή του έργου είναι οι χαρακτήρες του, η έμφαση δίνεται στην εσωτερική δράση, στην πρόσληψη των γεγονότων, στις αντιδράσεις απέναντι σε αυτά και στις συνέπειές τους – και όχι τόσο στην εξωτερική δράση, στα συμβάντα και στις πράξεις που κινούν τα νήματα της ιστορίας.
Συμπερασματικά θα λέγαμε πως, με τον Μικρό φίλο, η Tαρτ φιλοδοξούσε να γράψει ένα μεγάλο αμερικανικό μυθιστόρημα και, ακόμη κι αν για κάποιους δεν το έχει πετύχει, δεν υπάρχει αμφιβολία πως χάρισε στο κοινό της ένα απολαυστικό έργο και προετοίμασε κατάλληλα το έδαφος για την Καρδερίνα.
Η αμερικανική λογοτεχνία έχει παράδοση στις παιδικές και εφηβικές αφηγηματικές φωνές και στις μεγάλες αφηγήσεις και Ο μικρός φίλος εντάσσεται ακριβώς σε αυτή την παράδοση. Παρότι αξιοποιούνται και οι οπτικές άλλων χαρακτήρων του έργου, η ιστορία είναι γραμμένη κατά βάση από την οπτική της μικρής Χάριετ, την οποία ακολουθούμε στην πορεία της προς την ωριμότητα, σε μια ιστορία ενηλικίωσης (που δεν οφείλεται απλώς στο μεγάλωμα της ηρωίδας, αλλά στην κατανόηση του κόσμου των ενηλίκων μέσα από τη συγκρουσιακή της σχέση με αυτόν). «Μου αρέσει ο τρόπος που ο Στίβενσον δείχνει τη σύγκρουση των παιδιών με τους ενήλικες», έχει δηλώσει η Ντόνα Ταρτ, συμπληρώνοντας ότι «η συνάντηση μεταξύ ενός παιδιού και των ενηλίκων είναι αυτό που με απασχολεί σε αυτό το βιβλίο».[v]
Στο τέλος της οδυνηρής της περιπέτειας η μικρή Χάριετ συνειδητοποιεί πως δεν είναι η πρωταγωνίστρια μιας επικής ιστορίας, αλλά ένα κορίτσι που μεγαλώνει σε έναν δύσκολο κόσμο και πρέπει να μάθει να στηρίζεται στις δικές της δυνάμεις για να βρει τη θέση της σ’ αυτόν. Κατά μία έννοια, το χτίσιμο του χαρακτήρα της Χάριετ, που είναι έξυπνη και επινοητική, αλλά συνάμα αφελής σαν παιδί που κάνει λανθασμένες επιλογές και οδηγείται σε λανθασμένα συμπεράσματα, αποτέλεσε για την Tαρτ μια απαιτητική άσκηση στην παιδική οπτική των πραγμάτων και στην πρώιμη είσοδο στον κόσμο και στα προβλήματα των ενηλίκων, από την οποία προέκυψε ο τελευταίος μέχρι στιγμής ήρωάς της, ο έφηβος Θίο Ντένκερ του πιο άρτιου πονήματός της, της Καρδερίνας, του έργου στο οποίο ο αναγνώστης είναι βέβαιο πως θα ανατρέξει –αν δεν το έχει ήδη διαβάσει– ευθύς αμέσως μετά την ολοκλήρωση του Μικρού φίλου.
[i] Η μυστική ιστορία (1992) εκδόθηκε την άνοιξη του 2023, Η Καρδερίνα (2013) το φθινόπωρο του 2023 και Ο μικρός φίλος (2002) στις αρχές του 2024, όλα σε μετάφραση Μιχάλη Δελέγκου από τις εκδόσεις Διόπτρα. Προηγουμένως είχαν κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Λιβάνη, το πρώτο σε μετάφραση της Σάντυς Παρίση το 1995 και τα άλλα δύο σε μετάφραση της Χριστιάννας Σακελλαροπούλου, το 2014 και το 2002, αντίστοιχα· και οι τρεις εκδόσεις είναι από χρόνια εξαντλημένες.
[ii] Aaron Antony, «Who is Donna Tartt? Author's latest book announcement takes the internet by storm» (30 Μαΐου 2023), <https://www.sportskeeda.com/pop-culture/who-donna-tartt-author-s-latest-book-announcement-takes-internet-storm>.
[iii] Chauncey Mabe, «Tartt, A Dutch Treat, Stirs A Storm At Home», South Florida Sun-Sentinel (10 Νοεμβρίου 2002), <https://www.sun-sentinel.com/2002/11/10/tartt-a-dutch-treat-stirs-a-storm-at-home>.
[iv] Edward Clough, «Poisonous Possibilities: Telling Stories and Telling Ruins in Donna Tartt’s The Little Friend», Mississippi Quarterly: The Journal of Southern Cultures 68 (2015) 319-339, σελ. 320.
[v] Chauncey Mabe, ό.π.