Στο Μπόρνβιλ, ένα ήρεμο προάστιο του Μάντσεστερ, λειτουργεί το πλέον διάσημο εργοστάσιο σοκολάτας στη Βρετανία. Πρόκειται για ένα «όνειρο που έγινε πραγματικότητα», χάρη στη σοκολάτα. «Δεν μύριζε σοκολάτα, αλλά η σοκολάτα ήταν παντού. Δεν χρειαζόταν να δώσουν ένα όνομα στο εργοστάσιο που δέσποζε στο κέντρο του χωριού», όπου το πρώτο κατάστημα όπου πωλούνταν ροφήματα ζεστής σοκολάτας το είχε ανοίξει ο Τζον Κάντμπουρι το 1824. Οι υπάλληλοι του εργοστασίου, που από το 1879 είχε μεταφερθεί εκτός κέντρου του Μπέρμιγχαμ, είχαν αυξηθεί από διακόσιους σε πάνω από δυόμιση χιλιάδες. Οι ιδιοκτήτες έκτισαν ένα χωριό γύρω από το εργοστάσιο, με τον κουακερισμό[1] στο κέντρο του σχεδίου και με στόχο τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης της εργατικής τάξης.
Το χωριό είχε κτιστεί ως αρχέτυπο μιας συγκεκριμένης αντίληψης περί «αγγλικότητας». Για τη Μαίρη Λαμπ, εντεκάχρονη το 1945 –ηρωίδα, όπως ο ίδιος έχει εξομολογηθεί, βασισμένη στην προσωπικότητα της μητέρας του συγγραφέα–, και την οικογένειά της, το Μπορνβίλ είναι το κέντρο του κόσμου. Ο συγγραφέας περιγράφει τη ζωή μέχρι τα 75 της και το θάνατό της, σε συνάρτηση με τις μείζονες κοινωνικές αλλαγές που βίωσε η πατρίδα της. Συγχρόνως και παράλληλα, ο αναγνώστης παρακολουθεί, απολαμβάνοντας την ανάγνωση, τα έργα και τις ημέρες των τριών γιων της Μαίρης: του Τζακ, παθιασμένου ποδοσφαιρόφιλου που μισεί τη Γερμανία, του μουσικού Πίτερ, εγκλωβισμένου στην παιδική του ηλικία, και του μονίμως καχύποπτου Μάρτιν, ο οποίος δεν χάνει ευκαιρία να «μυεί» άλλους στην ευρωπαϊκή πολιτική και στις σχέσεις που καλό θα ήταν να έχει η Βρετανία με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Την Ένωση όπου η «μάχη της σοκολάτας» μαίνεται. Περιγράφει ο Κόου:
«Ευρωβουλευτές που χώνουν τη μύτη τους παντού […] σκέφτονται να επαναφέρουν τη διάσημη Οδηγία του 1973 για τα προϊόντα κακάο και σοκολάτας, η οποία οδήγησε τους Γάλλους και τους Βέλγους να γυρίσουν την πλάτη τους στη βρετανική σοκολάτα και να φτάσουν στο σημείο να ισχυρίζονται ότι δεν πρέπει να λέγεται καν σοκολάτα». Ποια, αυτή, η κορυφαία παγκοσμίως σοκολάτα της Βρετανίας, «που λατρεύεται από τη Μόσχα ώς το Καράκας»· η δίπατη Cadbury Double Decker, ας πούμε, «που είναι αναπόσπαστο κομμάτι του βρετανικού τρόπου ζωής όπως τα διώροφα λεωφορεία»· η σοκολάτα το σήμα κατατεθέν της οποίας, στο άκουσμά του και μόνο, παρέπεμπε στην «ευρωπαϊκή φινέτσα, στην ηπειρωτική εκλέπτυνση».
Η άλλοτε κραταιά Βρετανία
Στο νέο βιβλίο του Τζόναθαν Κόου συναντάμε ξανά ήρωές του από τον Κλειστό κύκλο και τη Λέσχη των τιποτένιων – άλλωστε, το Bournville συνιστά μέρος μιας σειράς βιβλίων που συνδέονται μεταξύ τους υπό τον γενικό τίτλο Αναταραχή, όπως εμπιστεύεται ο Κόου στους αναγνώστες στο σημείωμά του με το οποίο τους εισάγει στην πλοκή του.
Daily Herald Archive / National Media Museum
30 Ιουλίου 1966, στάδιο Γουέμπλεϊ, Λονδίνο. H βασίλισσα της Αγγλίας Ελισάβετ απονέμει το τρόπαιο του Παγκόσμιου Κυπέλλου του 1966 στον Μπόμπι Μουρ, αρχηγό της Εθνικής Αγγλίας, για τη νίκη επί της Δυτικής Γερμανίας με σκορ 4-2. Ή, με τα λόγια του Τζακ στο Bournville του Τζόναθαν Κόου, «Η Αγγλία κέρδισε το Παγκόσμιο Κύπελλο. […] Δύο Παγκόσμιους Πολέμους και ένα Παγκόσμιο Κύπελλο».
Οι αναγνώστες παρακολουθούν τη ζωή της Μαίρης και των γιων της, από την τελετή στέψης της βασίλισσας Ελισάβετ (2 Ιουνίου 1953) και τον τελικό του Παγκόσμιου Κυπέλλου (Αγγλία-Γερμανία 4-2, 30 Ιουλίου 1966), με το αμφισβητούμενο γκολ εναντίον των Γερμανών να πυροδοτεί έναν νέο πόλεμο εναντίον των Γερμανών, όπως άλλωστε επεσήμανε και ο εκφωνητής του αγώνα:
Η Δυτική Γερμανία ενδέχεται να μας νικήσει στο εθνικό μας σπορ σήμερα [...], αλλά κάτι τέτοιο δεν θα ήταν και πολύ άδικο. Εμείς τους νικήσαμε δύο φορές στο δικό τους.
Η πάλι, με τα λόγια του Τζακ:
Η Αγγλία κέρδισε το Παγκόσμιο Κύπελλο. […] Δύο Παγκόσμιους Πολέμους και ένα Παγκόσμιο Κύπελλο.
Η αυτοπεποίθηση των Βρετανών για την ώρα ανακτήθηκε…
Εν τω μεταξύ, «ακόμα και η χώρα είναι ευτυχισμένη, κατά κάποιον τρόπο. Η δεκαετία του 1950 δεν ήταν εύκολη για τη Μεγάλη Βρετανία. Η μεταπολεμική λιτότητα συνεχίστηκε για καιρό. Η διανομή αγαθών με το δελτίο έμοιαζε ότι θα συνεχιζόταν για πάντα. Η αυτοκρατορία είχε αρχίσει να καταρρέει, μαζί της και η αυτοπεποίθηση της Βρετανίας. Μα τώρα μοιάζει να συντελείται μια μικρή αναγέννηση: όχι οικονομική ούτε πολιτική, αλλά πολιτιστική. Σε λίγες μέρες, ο Τζον Λένον θα πει στον κόσμο όλο ότι οι Μπητλς είναι πιο δημοφιλείς από τον Ιησού […] τα τραγούδια τους μοιάζουν να έρχονται από άλλο κόσμο, ένα κόσμο όλο μελωδία και χρώμα, ελευθερία και ανεμελιά, αμφισημία και αμαρτία». Αυτά συμβαίνουν εκατόν εξήντα χιλιόμετρα από το Μπόρνβιλ, στο Λονδίνο, όπου «απ’ ό,τι φαίνεται γίνεται χαμός» – η Μαίρη Κουάντ, για να μείνουμε μόνο σε ένα παράδειγμα, φορά μίνι και οδηγεί Mini, έμπλεη εθνικής βρετανικής αυτοπεποίθησης.
Στη συνέχεια, ο Κόου μεταφέρει τους αναγνώστες του στην ανακήρυξη του Καρόλου σε πρίγκιπα της Ουαλίας (1 Ιουλίου 1969), στο γάμο της Νταϊάνας με τον Κάρολο (29 Ιουλίου 1981), στην κηδεία της Νταϊάνας (6 Σεπτεμβρίου 1997), φτάνει μέχρι τις μέρες μας, στον κορωνοϊό, με την κατάσταση έκτακτης ανάγκης που ο ιός δημιούργησε. Με το ξέσπασμα του covid, τον Μάρτιο του 2020, αρχίζει και το ξετύλιγμα της πλοκής του μυθιστορήματος – και αφηγηματικά είναι καλή συγκυρία αφού λίγες εβδομάδες πριν είχε συντελεστεί το Brexit. Η Βρετανία αποχώρησε από την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) στις 31 Ιανουαρίου 2020, κι η όλη διαδικασία απελευθέρωσε φυγόκεντρες δυνάμεις, οι οποίες αναπτύσσονταν ήδη από την εποχή της Θάτσερ και φαίνεται να έχουν παγιωθεί. Μην ξεχνάμε ότι υπέρ της αποχώρησης από την ΕΕ τάχτηκε στο σχετικό δημοψήφισμα και μεγάλο μέρος της εργατικής τάξης καθώς και η Ουαλία, τη στιγμή που η κατάσταση στη Βόρεια Ιρλανδία είναι έκρυθμη. Μην ξεχνάμε ακόμα ότι στη Σκωτία, όπου οι Εργατικοί πλειοψηφούν, υποβόσκει διαρκώς το αίτημα της απόσχισης και η είσοδος στην ΕΕ – κι αυτό παρά τους περιορισμούς που είχαν επιφέρει οι νέες προδιαγραφές στα βρετανικά προïόντα, ήδη από την ένταξη στην ΕΟΚ.
Οι προδιαγραφές της ΕΕ για τα προϊόντα, και οι επιπτώσεις τους στη βρετανική ζωή, περιγράφονται παραδειγματικά από τον Τζόναθαν Κόου μέσω της αναφοράς του στη σοκολάτα. Όπως είδαμε, στο Μπόρνβιλ λειτουργούσε το πιο διάσημο βρετανικό εργοστάσιο σοκολάτας. Η ένταξη της χώρας στην ΕΟΚ, το 1973, επηρέασε και τη σοκολάτα. Ας δούμε πώς περιγράφει το πρόβλημα ο Τζόναθαν Κόου:
«Όταν έστειλαν για πρώτη φορά τον Μάρτιν στις Βρυξέλλες, το 1992, ο πόλεμος της σοκολάτας τραβούσε ήδη σχεδόν είκοσι χρόνια. […] Μερικές χώρες –με το Βέλγιο και τη Γαλλία να πρωτοστατούν– επέμεναν σε έναν αυστηρό ορισμό της “σοκολάτας”, με την έννοια ότι για οποιοδήποτε προïόν διακινείται στην αγορά με αυτή την ονομασία, τα συστατικά της σοκολάτας του θα πρέπει να είναι εκατό τοις εκατό κακάο. […] Στο μεταξύ, χώρες με λιγότερο καθαρολογική προσέγγιση –συμπεριλαμβανομένης της Δανίας και του Ηνωμένου Βασιλείου που εντάχθηκαν αμφότερες στην Ευρωπαïκή Οικονομική Κοινότητα το 1973– διαμαρτυρήθηκαν έντονα και αρνήθηκαν να αλλάξουν τις μεθόδους παραγωγής τους, τις οποίες επέμεναν ότι εφαρμόζουν για πολλές δεκαετίες. Από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Cadbury είχε αραιώσει την περιεκτικότητα σε κακάο με μια μικρή ποσότητα φυτικών λιπαρών […] και οι Βρετανοί είχαν συνηθίσει τη γεύση της. […] Αλλά η Κοινή Αγορά απαιτούσε και υιοθέτηση κοινών προδιαγραφών», ήδη από το 1973. Η Cadbury και οι άλλοι παραγωγοί της λεγόμενης «βιομηχανικής» σοκολάτας αρνήθηκαν να τροποποιήσουν τη συνταγή τους, οπότε οι άλλες παραγωγές χώρες έθεσαν η καθεμία τους δικούς της περιορισμούς στην εισαγωγή σοκολάτας από συγκεκριμένες χώρες. Έτσι, «οι Cadbury, οι Terry’s, οι Rowentree’s και άλλες μάρκες σοκολάτας βρέθηκαν αποκλεισμένες από τις κερδοφόρες αγορές. Τέρμα η ελευθερία στη διακίνηση αγαθών». Αλλά ζήτω η βρετανική σοκολάτα.
Το πρώτο και το έβδομο κεφάλαιο αφορούν την Ημέρα της Νίκης στην Ευρώπη (8 Μαΐου 1945) και την 75η επέτειο αυτής της νίκης (8 Μαΐου 2020, οπότε κτίρια του εργοστασίου σoκολάτας έχουν πλέον μετατραπεί σε θεματικό πάρκο: ο tempora, o mores!).
«Γιατί να θέλει κάποιος να θυμάται τον πόλεμο;» «Γιατί η Βρετανία ήταν σπουδαία τότε».
«Εμπρός Βρετανία!»
Την Παρασκευή 8 Μαΐου 2020, το BBC πρόβαλλε πλάνα από τους εορτασμούς σε όλη τη χώρα, που ήταν «πλημμυρισμένη από κόκκινο, άσπρο και μπλε», ενώ συχνά πυκνά έβλεπε κανείς μπλουζάκια «με στάμπα το σλόγκαν της πολεμική περιόδου: “Μείνετε ψύχραιμοι και συνεχίστε ό,τι κάνετε”». Και ύστερα ήρθε η ώρα να μεταδοθεί η λεγόμενη ομιλία «της Ημέρας της Νίκης», η ομιλία του Τσώρτσιλ:
Μπορούμε να αφεθούμε για λίγο στην ξεγνοιασιά· όμως δεν πρέπει να λησμονήσουμε ούτε στιγμή τον μόχθο και την προσπάθεια που μας περιμένουν. […] Τώρα είναι η ώρα να αφιερώσουμε όλες τις δυνάμεις και τους πόρους που διαθέτουμε στην ολοκλήρωση του έργου μας, τόσο στην πατρίδα, όσο και στο εξωτερικό. Εμπρός, Μπριτάνια!
Εν μέσω λοκντάουν, βεβαίως, κατά την περιγραφή του συγγραφέα, «ο Μπόρις λίγο-πολύ μας είπε ότι μπορούμε να χαλαρώσουμε κάπως πλέον». Και τα μισά Μίτλαντς ήταν στριμωγμένα σαν σαρδέλες στη βρετανική παραλία. «Εμπρός, Βρετανία!».
Ο Κόου γράφει ένα αφήγημα για την εθνική αγγλική ταυτότητα, την «αγγλικότητα». Ένα υψηλών προδιαγραφών έργο κοινωνικής ιστορίας σε μυθιστορηματική μορφή, κρατώντας τα συναισθήματα σε θερμοκρασία υψηλή αλλά και, διά της γραφής, απολύτως ελεγχόμενη, βυθίζοντας το συγγραφικό νυστέρι στην ψυχοσύνθεση των μεσαίων και κατώτερων στρωμάτων της πατρίδας του, συνομιλώντας διαρκώς με την Ιστορία σε καιρούς ρευστούς, με τους ήρωές του συχνά αμήχανους, αδύναμους απέναντι στην επέλαση της Ιστορίας, έμπλεους παθών και εμμονών, προσδοκιών, οιστρηλατούμενους από πόθους που δεν κατορθώνουν να εκπληρώσουν σε τούτο το «διαιρεμένο βασίλειο».
Tο Austin Metro είναι ένα εργοστάσιο της British Leyland στο Λόνγκμπριτζ, στην περιοχή του Μάντσεστερ, όπου ο Τζακ εργαζόταν ως ασκούμενος υπεύθυνος πωλήσεων. Χρόνος, το 1979-1980. Ας δούμε την περιγραφή με την πένα του Κόου, στα κρουστά ελληνικά της Άλκηστης Τριμπέρη:
Τους τελευταίους μήνες όλη η δουλειά του [Τζακ Λαμπ] ήταν επικεντρωμένη αποκλειστικά στο λανσάρισμα ενός καινούριου μοντέλου, της Austin Metro, στην οποία είχε δοθεί τεράστια βαρύτητα: από αυτήν εξαρτιόταν το μέλλον της ίδιας της επιχείρησης […]. Η διαφημιστική εταιρεία που είχε αναλάβει την προώθηση αυτού του μοντέλου είχε επιλέξει τον πατριωτισμό ως κεντρικό στοιχείο της διαφήμισης, αναπολώντας τον ρόλο της Βρετανίας στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. […] Ο Πρίγκιπας Κάρολος θα έκανε την τιμή να παρευρεθεί στο εργοστάσιο τη μέρα της κυκλοφορίας, ενώ η Μάργκαρετ Θάτσερ θα επισκεπτόταν μερικές εβδομάδες αργότερα το περίπτερο της Metro στη Διεθνή Έκθεση Αυτοκινήτου της Βρετανίας. Το κεντρικό θέμα της όλης καμπάνιας θα ήταν η εθνική ανανέωση, ένα θέμα με το οποίο […] παθιαζόταν ιδιαιτέρως η ίδια η πρωθυπουργός. Οι ατελέσφορες, οικονομικά καταστροφικές, γεμάτες απεργίες μέρες της δεκαετίας του 1970 ήταν παρελθόν· η Βρετανία δεν ήταν πια ο ασθενής της Ευρώπης· δεν θεωρούνταν πλέον ντροπιαστικό να μιλάς επαινετικά για τη χώρα σου, να εκφράζεσαι με πατριωτική περηφάνεια, να επιμένεις ότι οι ένδοξες μέρες της Βρετανίας δεν είχαν τελειώσει· αυτή ήταν η κεντρική ιδέα της κυρίας Θάτσερ και η British Leyland ανταποκρινόταν στην περίσταση με ένα καινούριο αυτοκίνητο που θα αποκαθιστούσε την εμπιστοσύνη στην εθνική βιομηχανία αυτοκινήτων.
Ωστόσο, παρά τη συζήτηση περί εθνικής ανανέωσης, «η Βρετανία συνέχιζε να ταλανίζεται από προβλήματα που είχαν να κάνουν με την αύξηση των τιμών του πετρελαίου, και πρόσφατα η κυβέρνηση είχε δώσει οδηγία όλοι οι δήμοι να χαμηλώσουν κατά δύο βαθμούς Κελσίου τη θερμοκρασία στα δημόσια κολυμβητήρια». Το Metro παρουσιάστηκε επισήμως το 1980, σε μια εποχή που η Βρετανία «είχε καταληφθεί από τους Ιταλούς, τους Γερμανούς, τους Ιάπωνες, τους Γάλλους» και τη διαφημιστική του καμπάνια συνόδευε, μεταξύ άλλων, μια ορχηστρική εκτέλεση του “Rule Britannia”, ενώ εν κατακλείδι με έμφαση τονιζόταν: «Η νέα Austin Metro. Ένα βρετανικό αυτοκίνητο ΠΟΥ ΘΑ ΚΕΡΔΙΣΕΙ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ».
«Αγαθά, όχι θεία ιδανικά»
Αφού σταθμεύσαμε στη Βρετανία και στο Μπόρνβιλ, ας μεταφερθούμε στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη, περίπου δέκα χρόνια ύστερα από το τέλος του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, όταν συνέβαινε ένας βαθύτερος κοινωνικός μετασχηματισμός, μια «ατομικιστική κινητοποίηση»: «Η επιτυχία του καπιταλισμού διάβρωσε τις ταξικές αντιπαλότητες και αντικατέστησε την αγωνιστική και ουτοπική μαζική πολιτική της μεσοπολεμικής περιόδου με μια πιο αναίμακτη πολιτική κατανάλωσης και διαχείρισης. Ο λαός ήθελε αγαθά, όχι θεία ιδανικά», σημειώνει ο Μαρκ Μαζάουερ στη Σκοτεινή Ήπειρο.
Στο μεταξύ η Βρετανία, με την πένα του Κόου, έχει «πάλι τη σωστή κυβέρνηση […], τα πράγματα έχουν ξαναβρεί τον ρυθμό τους». Βεβαίως, «η δεκαετία του 1950 δεν ήταν εύκολη για τη Μεγάλη Βρετανία. Η μεταπολεμική λιτότητα συνεχίστηκε για καιρό. Η διανομή αγαθών με το δελτίο θα συνεχιζόταν για πάντα. Η Αυτοκρατορία είχε αρχίσει να καταρρέει, μαζί της και η αυτοπεποίθηση της Βρετανίας. Μα τώρα μοιάζει να συντελείται μια μικρή αναγέννηση: όχι οικονομική, ούτε πολιτική, αλλά πολιτιστική». Ωραίες εποχές. «Η χώρα είναι ευτυχισμένη, κατά κάποιον τρόπο» και, στο Λονδίνο, απ’ ό,τι φαινόταν, γινόταν χαμός. Στο Μπόρνβιλ, πάντως, επικρατεί ακινησία.
Η μεταπολεμική περίοδος ήταν εποχή κινητικότητας. Στις ΗΠΑ, ώς τα μέσα της δεκαετίας του 1950, το 60% των Αμερικανών είχε εισοδήματα «μεσαίας τάξης», σε σύγκριση με ένα μόλις 31% τη «δεκαετία της ευημερίας» του 1920.
Το 1960, σχεδόν τα 2/3 όλων των αμερικανικών οικογενειών είχαν δικό τους σπίτι, το 87% είχαν τηλεόραση και το 75% δικό τους αυτοκίνητο. «Όλοι μας ζούσαμε σε συνθήκες που διέφεραν όσο μια Κάντιλακ από μια Σεβρολέ: ο ένας τρόπος ζωής μπορεί να είχε περισσότερη πολυτέλεια από τον άλλον, δεν υπήρχαν όμως μεγάλες διαφορές στο πού μπορούσε να πάει ο καθένας και τι μπορούσε να κάνει», θυμάται ο Πωλ Κρούγκμαν στο βιβλίο του Συνείδηση ενός προοδευτικού. Η πρόοδος ήταν κάπως πιο αργή στην εξουθενωμένη από τον πόλεμο Ευρώπη, αλλά και εκεί, προϊούσης της δεκαετίας, οι συνθήκες ζωής και διαβίωσης των οικογενειών βελτιώθηκαν σημαντικά.
Ύστερα από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο κόσμος έζησε για περίπου 30 χρόνια πρωτοφανή πρόοδο της βιομηχανικής παραγωγής και του παγκόσμιου εμπορίου. Σε περίπου ένα τέταρτο του αιώνα, το ποσοστό ανάπτυξης έφτασε στο 3,6% ετησίως κατά μέσον όρο για τη βιομηχανική παραγωγή και 7,3% για τις εμπορικές συναλλαγές. Οι ΗΠΑ δεν είχαν υποστεί ζημιές κατά τη διάρκεια του πολέμου. Και στο τέλος του, παρήγαν τα δύο τρίτα του παγκόσμιου βιομηχανικού προϊόντος και η καπιταλιστική παγκόσμια οικονομία αναπτύχθηκε γύρω από τις ΗΠΑ. Λόγου χάριν, οι Αμερικανοί ήταν εκείνοι που χρηματοδότησαν την ιαπωνική οικονομία, η οποία διπλασίασε μεταξύ 1966 και 1970 την παραγωγή της, όπως και η γερμανική. Η αμερικανική οικονομία λειτούργησε ως πρότυπο. Οι ρυθμοί ανάπτυξης ήταν οι ταχύτεροι που γνώρισε ποτέ το σύνολο των καπιταλιστικών χωρών και οφείλεται κυρίως στην αύξηση της παραγωγικότητας, στην εντατικοποίηση της εργασίας, στον πολλαπλασιασμό των μέσων παραγωγής που ετέθησαν στη διάθεση των εργαζομένων, στα συστήματα αμοιβών που ενθάρρυναν την παραγωγικότητα, στη βελτίωση της αποδοτικότητας του εξοπλισμού, στην οργανωμένη κοινωνική συναίνεση, στην ανάδυση ενός καινούργιου καταμερισμού εργασίας, στην παγκοσμιοποίηση του καπιταλισμού, αν προτιμάτε. Η προσπάθεια αυτή έγινε αποδεκτή σχεδόν σε όλο τον κόσμο. Οι βιομηχανίες των καπιταλιστικών χωρών σημείωσαν υψηλές επιδόσεις, αν μη τι άλλο γιατί είχε αναπτυχθεί μια κοινωνία μαζικής κατανάλωσης που αναπτυσσόταν όσο το βιοτικό επίπεδο βελτιωνόταν, σε συνάρτηση και με την αύξηση της κατά κεφαλήν ωριαίας αμοιβής, της εξοικονόμησης χρόνου και εργατικών χεριών χάρη στις νέες τεχνολογίες εντάσεως κεφαλαίου, την επέκταση του δικαιώματος στην άδεια, την άνοδο του μορφωτικού επιπέδου, σε συνδυασμό με την όλο και μεγαλύτερη δυνατότητα των νέων να έχουν ελεύθερο χρόνο και τη δυνατότητα να αγοράζουν προϊόντα που απευθύνονταν σε αυτούς.
Η Χρυσή Εποχή, η «Ένδοξη Τριακονταετία», μέχρι την πετρελαϊκή κρίση του 1973-1974, δεν είχε ανάγκη από ανθρώπους ως παραγωγούς, μόνον ως καταναλωτές. Ο κόσμος κατασκεύαζε κατοικίες, επένδυε σε διακοπές, έβγαινε τα Σαββατοκύριακα, δαπανούσε για την υγεία και την αγορά διαρκών καταναλωτικών αγαθών. Και βεβαίως, αγόραζε αυτοκίνητα. Αν θεωρήσουμε ότι δείκτης της ανόδου των δυτικών κοινωνιών είναι ο αριθμός των αυτοκινήτων που αγοράζονται, τότε οι επιδόσεις της Γερμανίας και της Ιταλίας είναι εντυπωσιακοί. Στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, λόγου χάριν, το 1950 κυκλοφορούσαν 306.100 αυτοκίνητα. Δέκα χρόνια αργότερα, συμποσούνταν σε 2.055.100. Επιπλέον, όλο και περισσότεροι πολίτες-καταναλωτές είχαν τη δυνατότητα να αγοράσουν τα καταναλωτικά αγαθά – ήδη το σημειώσαμε αναφορικά με τους νέους, προσθέτουμε και τις γυναίκες. Το 1952, π.χ., υπήρχαν 2 εκατομμύρια περισσότερες εργαζόμενες σύζυγοι από όσες στο απόγειο του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου – οι γυναίκες πλέον προβάλλονται ως «κινητήριος δύναμις της συγχρόνου ζωής».
Κατά τη δεκαετία του 1950, «η ομογενοποίηση των τύπων ζωής πέρα από τα εθνικά και τα κοινωνικά σύνορα σηματοδοτούσε για πολύ κόσμο μια απώλεια ταυτότητας και την εξέλιξη προς ένα τυπικά αμερικανικό μοντέλο κοινωνίας. Αφού η μαζική κατανάλωση ήταν αμερικανική επινόηση, μήπως η εξάπλωση του αυτοκινήτου, της κόκα κόλα και της τηλεόρασης προοιωνίζονταν το τέλος της ευρωπαϊκής ουδετερότητας;», αναρωτιόταν ο Μαζάουερ στο προαναφερθέν βιβλίο του. Για τους Αμερικανούς, για όσους τουλάχιστον διαμόρφωναν την πολιτική στις ΗΠΑ, η μαζική κατανάλωση έπρεπε να εφαρμοστεί στην Ευρώπη, ήταν απαραίτητο να υιοθετηθεί από τους Ευρωπαίους. Πλευρές της αμερικανικής ζωής, τις οποίες οι περισσότεροι Ευρωπαίοι είχαν δει στον κινηματογράφο κατά τη δεκαετία του 1920, οπωσδήποτε άσκησαν επίδραση. Επιπλέον, η παλιά τάξη πραγμάτων, οι παραδόσεις των Ευρωπαίων είχαν σαρωθεί από το φασισμό, τον πόλεμο, τη ναζιστική κατοχή. Και οι επιρροές που άσκησαν οι Αμερικανοί στους Ευρωπαίους, επιρροές στηριγμένες σε ποικιλόμορφα πρότυπα (λόγου χάριν, ο νέος καταναλωτισμός συνυπήρχε με την κριτική κατά του ρόλου που έπαιζαν οι διαφημίσεις), απέκτησαν διαφορετικά χαρακτηριστικά, όσο η Ευρώπη ισχυροποιούσε τη θέση της στη διεθνή οικονομία. Οι αμερικανικές επιρροές άλλαξαν μορφή όταν ήρθαν σε επαφή με τις παραδόσεις και τις ανάγκες των Ευρωπαίων. Η τηλεόραση, ας πούμε, ενίσχυσε το αίσθημα εθνικής ταυτότητας, παρότι είχε επικριθεί ως καταλύτης της. Όταν εξελίχτηκαν τα MacDonald’s ως βιομηχανία φαστφούντ το 1954, είχαν για μασκότ μια φιγούρα σε σχήμα χάμπουργκερ με το όνομα «Γρήγορος» και η εταιρεία στόχευε να διαθέτει κάθε Αμερικανός ένα εστιατόριο με το λογότυπό της σε απόσταση τεσσάρων λεπτών από το σπίτι του. Όταν παρουσιάστηκε το 2CV και το Mini, το ζήτημα ήταν να κατασκευαστεί ένα μικρό, πρακτικό, οικονομικό αυτοκίνητο.
Μπορεί η κόκα κόλα να μην ξεχώριζε ως προς τη γεύση στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη, τα προϊόντα της αυτοκινητοβιομηχανίας όμως είχαν άλλη γεύση, προορίζονταν να καλύψουν διαφορετικές ανάγκες. Μπορεί η Corvette να σχεδιάστηκε με πρότυπο το μπουκάλι της κόκα κόλα το 1966, αλλά ήδη από το 1949 η γερμανική Borgward είχε κλέψει τις εντυπώσεις στο Σαλόνι της Γενεύης με το Loyd 300, σχεδιασμένο έτσι ώστε η καμπίνα επιβατών να ξεχωρίζει σαφώς από το υπόλοιπο αυτοκίνητο, ενώ η Citroën είχε ήδη παρουσιάσει το 2CV και το 1955 παρουσίασε το τέχνημα που ακούει στο όνομα DS. Σε τέσσερα χρόνια το Mini θα κυλούσε στους βρετανικούς δρόμους, εννιά χρόνια αφότου η Bedford είχε παρουσιάσει το πρωτοποριακό Dormobile, πρόδρομο των σημερινών MPV, με καθίσματα που αφαιρούνταν, θέσεις επιβατών που διαιρούνταν και αναδιπλώνονταν ή μετατρέπονταν σε κρεβάτια, για να μείνουμε σε παραδείγματα από το χώρο της αυτοκίνησης.
Τι ωραίο πλιάτσικο!
Τη δεκαετία του 1970, η ιδέα της κοινωνικής αλλαγής ως συλλογικού εγχειρήματος που βασίζεται στη συσσώρευση αγαθών είχε αρχίσει να χάνει τη γοητεία της. Στην ευημερία της δεκαετίας του 1960 ήδη υπήρχαν τα σπέρματα της κρίσης κατά τη δεκαετία του 1970. H οικονομική ανάπτυξη και η υλική ευημερία δεν αποτελούσαν πια αδιαμφισβήτητη ευλογία.
Αυτός ο πολιτισμός που είχε αναδείξει τον όρο «μαζικός» σε υπέρτατη αρχή της οικονομίας, έναν όρο που τον είχε επιβάλει η διαφήμιση, πιάστηκε στο δόκανο του δικού του μηχανισμού ψευδαισθήσεων. Το σύστημα παραγωγής μεταβλήθηκε χάρη στην τεχνολογική επανάσταση και απέκτησε παγκόσμιες διαστάσεις, όπως και ο καταμερισμός εργασίας. Η Φολκσβάγκεν, λόγου χάριν, ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1960 είχε εργοστάσια στην Αργεντινή, στη Βραζιλία (τρία), στον Καναδά, στον Ισημερινό, στην Αίγυπτο, στο Μεξικό, στη Νιγηρία, στο Περού, στη Νότια Αφρική, στη Γιουγκοσλαβία – και αυτή η διαδικασία ολοκληρώθηκε χάρη στις επαναστατικές αλλαγές που συντελέστηκαν στις μεταφορές και στις επικοινωνίες.
Ενώ, όμως, τα εγχειρίδια για μάνατζερ εκδίδονταν το ένα μετά το άλλο, την περίοδο 1979-1982 και ενώ οι κεϋνσιανοί συγκρούονταν με τους νεοφιλελεύθερους για τη βέλτιστη λύση εξόδου από την κρίση, τα ποσοστά ανεργίας αυξάνονταν. Στη Δυτική Ευρώπη η ανεργία αυξήθηκε από 1,5% κατά μέσο όρο κατά τη δεκαετία του 1960 σε 4,2% τη δεκαετία του 1970. Στο αποκορύφωμα της οικονομικής ανάπτυξης στα τέλη της δεκαετίας του 1980, το ποσοστό των ανέργων είχε φτάσει το 9,2%.
Οι γκρίζες ζώνες, περιοχές όπου πριν κάπνιζαν οι καμινάδες των εργοστασίων και τώρα ήταν έρημες, αυξάνονταν και πληθύνονταν. Οι άστεγοι επανεμφανίστηκαν –400.000 άνθρωποι ήταν επισήμως καταγεγραμμένοι ως «άστεγοι» το 1989 στη Βρετανία–, οι κοινωνικές ανισότητες οξύνονταν –ήδη το 1966, το 10% των πιο πλούσιων Αμερικανών είχε εισοδήματα που αντιπροσώπευαν το εικοσιπενταπλάσιο του φτωχότερου 10%–, και στις αρχές της δεκαετίας του 1990 το ανώτατο 20% των αμερικανικών νοικοκυριών είχε εισόδημα κατά μέσο όρο 8-10 φορές μεγαλύτερο του κατώτερου ενός πέμπτου.
«Η ιστορική τραγωδία των Δεκαετιών της Κρίσης», παρατηρεί ο Έρικ Χόμπσμπομ, «έγκειται στο γεγονός ότι η παραγωγή προκαλούσε τώρα απώλειες σε θέσεις εργασίας με ρυθμό ταχύτερο από τις νέες θέσεις που δημιουργούσε η οικονομία της αγοράς».
Μια ολόκληρη γενιά, που ύστερα από τον πόλεμο ζούσε σε συνθήκες πλήρους απασχόλησης ή, αν απολυόταν, μπορούσε σύντομα να βρει δουλειά –και μάλιστα σαν αυτή που επιθυμούσε–, ζούσε πια σε συνθήκες ανασφάλειας.
Όταν εκδηλώθηκε η ύφεση, στη Βρετανία των αρχών της δεκαετίας του 1990 πολλοί υπάλληλοι και ελεύθεροι επαγγελματίες φοβούνταν ότι θα χάσουν τη δουλειά τους. Η οικονομική εξουσία ήταν αδυσώπητη, όπως ο Τζόναθαν Κόου το έχει περιγράψει υποδειγματικά στο βιβλίο του με τον αποκαλυπτικό τίτλο Τι ωραίο πλιάτσικο! Το 2000, στο Λόνγκμπριτζ, έξω από το Μπέρμιγχαμ, έγινε μια μεγάλη διαδήλωση προκειμένου η Ρόβερ να μην πουληθεί στην BMW, όπως προετοιμαζόταν. «Διακυβεύονται οι ζωές 50.000 ανθρώπων που η εργασία τους εξαρτάται από το Λόνγκμπριτζ», έγραφε η Evening Mail στις 15 Μαρτίου 1990. Λίγες μέρες αργότερα, έγινε η μεγαλύτερη διαδήλωση στο Μπέρμιγχαμ από τη δεκαετία του 1970. Εκατό χιλιάδες διαδηλωτές άκουσαν το συγκρότημα UB40. Το όνομα του συγκροτήματος προήλθε από το δημόσιο έγγραφο για την εγγραφή στο ταμείο ανεργίας (Unemployment Benefit) και ένας διαδηλωτής κρατούσε ένα πανό που έγραφε: “Betrayed Midland Worker”. Το ακρωνύμιο της εταιρείας του Μονάχου είχε αποκτήσει άλλο νόημα.
H βρετανική αυτοκινητοβιομηχανία είχε αναπτυχθεί μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο στηριζόμενη στις εξαγωγές: στο τέλος της δεκαετίας του 1940, το 75% της παραγωγής εξαγόταν. Όμως την είχαν πλήξει η πολυσυζητούμενη ποιότητα κατασκευής, οι συχνές βλάβες, η έλλειψη ανταλλακτικών, η κρατική πολιτική που ευνοούσε τη διατήρηση των πολλαπλών μονάδων παραγωγής – στην πλειονότητά τους εργοστασιακές μονάδες που είχαν λειτουργήσει για παραγωγή πολεμικού υλικού την εποχή του Πολέμου. Λόγου χάριν, το 1968, η British Leyland διέθετε 60 διαφορετικές μονάδες παραγωγής. Το κράτος διασφάλιζε χαμηλές τιμές για την αγορά μετάλλου, ιδίως χάλυβα, ενώ διατηρούνταν ψηλά τα ποσοστά απασχόλησης, αλλά και συνδικαλιστικής εκπροσώπησης. Όπως θυμίζει ο Τόνυ Τζαντ στην Ευρώπη μετά τον πόλεμο, το 1968, στους κόλπους της British Leyland, δραστηριοποιούνταν 246 συνδικαλιστικά σωματεία. Αλλά η δραματική μείωση των εξαγωγών, η πετρελαϊκή κρίση, η αδυναμία της βρετανικής κυβέρνησης να εγγυηθεί χαμηλή τιμή για το ατσάλι, ο έντονος ανταγωνισμός με τη γερμανική και τη γαλλική αυτοκινητοβιομηχανία οι οποίες παρουσίαζαν όλο και πιο αξιόπιστα προϊόντα, η διείσδυση των Ιαπώνων στις ευρωπαϊκές αγορές, η πίεση να αυξηθούν οι μισθοί, η εν γένει οικονομική πολιτική της βρετανικής κυβέρνησης οδήγησε την British Leyland στην κατάρρευση και, ύστερα, το 1974, στην κρατικοποίηση. Στο τέλος αυτής της χρονιάς, «οι τιμές του πετρελαίου είχαν εκτιναχθεί εξαιτίας του πολέμου του Γιομ Κιπούρ, τα εργατικά συνδικάτα είχαν κάνει επίδειξη δύναμης, ο ΙΡΑ είχε σκοτώσει είκοσι έναν ανθρώπους σε μια παμπ του Μπέρμιγχαμ και οι Εργατικοί είχαν γίνει κυβέρνηση»: οι Εργατικοί που, τα χρόνια της “Cool Britain”, είχαν κιόλας γίνει ένα φιλελεύθερο κόμμα χωρίς νεύρο και αποφασιστικότητα.
Οι ιδέες της συντήρησης
Επί κυβερνήσεως Θάτσερ (1979-1990), και γενικότερα των Συντηρητικών (1979-1997), επί εποχής δηλαδή οικονομικού φιλελευθερισμού (θατσερισμού), για να προσφύγω στις παρατηρήσεις του Γιάννη Μπαλαμπανίδη, άδειασαν τα «πυρηνικά στοιχεία» του βρετανικού συντηρητισμού: η αίσθηση της κοινότητας, η διάσταση του κοινωνικού δεσμού, η οργανική θεωρία της κοινωνίας, η επιθυμία για εύτακτη αλλαγή, η προτίμηση για ισχυρό αλλά περιορισμένο κράτος. «Η θατσερική περίοδος», λέει ο Μπαλαμπανίδης στο βιβλίο του Οι ιδέες της προόδου και της συντήρησης, «ήταν ένα αμφιλεγόμενο μείγμα φιλελεύθερης και κοινωνικά συντηρητικής ατζέντας. […] Η εθνική ενότητα και διακριτότητα επιβεβαιώθηκε έναντι του ευρωπαϊκού φεντεραλισμού – τόσο με την όξυνση του ευρωσκεπτικισμού όσο και με απόπειρες συμβολικής αναστήλωσης του χαμένου βρετανικού αυτοκρατορικού μεγαλείου, όπως ο πόλεμος των Φώκλαντ». Ταυτόχρονα, σημειώθηκε εκπληκτική υποβάθμιση της κοινωνικής συνοχής, «με την ελπίδα να αντισταθμιστεί ο οικονομικός ατομικισμός με την αναγέννηση των παραδοσιακών αξιών της συμπόνιας, της φιλανθρωπίας, του κοινωνικού καθήκοντος» και οι Συντηρητικοί μετασχηματίστηκαν «σε φιλελεύθερο οργανισμό με εθνικιστική κλίση», με έμφαση στη λειτουργία της ελεύθερης αγοράς, δημοσιονομικό συντηρητισμό, πρόκριση ιδιωτικοποιήσεων, «περιορισμένο κράτος», «οικονομικά της προσφοράς», μείωση της δύναμης των εργατικών σωματείων – τον πρώτο καιρό της κυβέρνησης Θάτσερ, σημειώνει ο Κόου, «η ανεργία είχε εκτιναχθεί στα ύψη». Ο Κόου περιγράφει υποδειγματικά την εποχή της Θάτσερ διά στόματος του φιλελεύθερου Τζακ που απευθύνεται στον Μάρτιν, ο οποίος ψηφίζει Εργατικούς:
«Μάρτιν», είπε ο αδερφός του χτυπώντας τον απαλά στην πλάτη, «σύνελθε. Η δεκαετία του εξήντα τελείωσε. Η δεκαετία του εβδομήντα τελείωσε. Έχουμε νέα πρωθυπουργό, μήπως δεν το έχεις πάρει χαμπάρι; Από εδώ και στο εξής, το εμείς εναντίον αυτών είναι μονόδρομος. Ένα παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος. Βάζεις ένα βαρίδι και τι συμβαίνει στη ζυγαριά; Η μια πλευρά καταποντίζεται και η άλλη ορθώνεται. Είναι η φυσική τάξη πραγμάτων. Και αν ο κόσμος χωριστεί σε νικητές και χαμένους, ξέρω πολύ καλά με ποιανών το μέρος θέλω να είμαι εγώ. Όλοι μας οφείλουμε να κάνουμε αυτή την επιλογή. Σε συμβουλεύω να την κάνεις κι εσύ – και γρήγορα μάλιστα, πριν ξεμείνεις πίσω».
Η λειτουργία του κοινωνικού κράτους τα χρόνια της ευημερίας προστάτευε τους ανθρώπους από κινδύνους της ζωής, καταρχήν με την κοινωνική ασφάλιση και τις συντάξεις, και αναδιένειμε ευρύτερα το συνολικό εισόδημα προς τα κάτω. Αλλά ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1970, το «κράτος πρόνοιας» είχε αρχίσει να υπόκειται σε ισχυρή αμφισβήτηση. Οι νεοφιλελεύθεροι υποστήριζαν ότι η πολιτική και οικονομική ζωή είναι ζήτημα ατομικής ελευθερίας και πρωτοβουλίας. Βασικός στόχος, η κοινωνία της «ελεύθερης αγοράς». Κι οι Εργατικοί; Κατά τις δηλώσεις του Γκόρντον Μπράουν, που έκανε στις 28 Μαρτίου 2002 στους Financial Times, «το Εργατικό Kόμμα τάσσεται υπέρ της επιχειρηματικότητας, υπέρ της δημιουργίας πλούτου και υπέρ του ανταγωνισμού, περισσότερο από ποτέ στο παρελθόν».
Ήδη ο κόσμος είχε μπει στον καιρό της παγκοσμιοποίησης. Όντως, αυτό που χαρακτηρίστηκε «διεθνική οικονομία» είχε πια αγκαλιάσει όλο τον κόσμο, αφού οργανώσεις και «διεθνικές εταιρίες» δεν γνώριζαν εδαφικούς περιορισμούς και οι επενδυτές επιδίωκαν βραχυπρόθεσμα κέρδη από τις τιμές των μετοχών, παρά μακροπρόθεσμα από τα μερίσματα. Μόνο που η Βρετανία δεν είναι πια, όπως άλλοτε, παγκόσμια δύναμη. Κι αυτό έχει τις επιπτώσεις του.
Τον Ιούλιο του 1981, στη Βρετανία, «ταραχές γίνονταν κάθε μήνα σε κάθε γωνιά της χώρας – στο Μπρίξτον και το Τόξτεθ, στο Σέφιλντ και στο Νότιγχαμ, στο Λιντς και στο Γούλβερχαμπτον […]». Κι όλα αυτά, τις μέρες που η λαίδη Νταïάνα Σπένσερ και ο Κάρολος, πρίγκιπας της Ουαλίας, ανέβαιναν τα σκαλιά της εκκλησίας. «Τι χώρα είναι αυτή […] που επέτρεπε σε αυτούς τους δύο κόσμους να συνυπάρχουν;», αναρωτιέται ο Κόου. Τρεις μήνες ύστερα από τις πρώτες ταραχές στο Μπρίξτον, φούντωσαν κι άλλες σε όλη τη χώρα, κάποιες και στο Χάντσγουορθ, καμιά δεκαριά χιλιόμετρα από το εργοστάσιο της Cadbury. Και ο Κόου σχολιάζει:
Όπως συμβαίνει πάντα με τέτοια γεγονότα, κανένας δεν ήταν σίγουρος γιατί είχε ξεσπάσει όλη αυτή η βία τη συγκεκριμένη στιγμή, στις συγκεκριμένες περιοχές· οπωσδήποτε ήταν κάποιος συνδυασμός φτώχειας, ανεργίας, απόγνωσης, κακής αστυνόμευσης, κακών σχέσεων μεταξύ των διαφορετικών κοινοτήτων και στοχοποίησης των μαύρων συγκεκριμένα αλλά και άλλων μειονοτήτων. […] Με τους άνεργους να έχουν φτάσει και να ξεπερνούν τα δυόμισι εκατομμύρια, ο αρχηγός των Εργατικών, ο Μάικλ Φουτ, έκανε μια σειρά ομιλίες ρίχνοντας το φταίξιμο στην κυρία Θάτσερ και στις πολιτικές της. Ακόμα και οι σύμμαχοί της είχαν την εντύπωση ότι τα δύο πρώτα χρόνια διακυβέρνησης της πρωθυπουργού ήταν καταστροφικά και δεν περίμεναν ότι θα έθετε ξανά υποψηφιότητα.
Eon Productions
O Τζέιμς Μποντ (τον υποδυόταν ο Ρότζερ Μουρ) στην ταινία Η κατάσκοπος που μ’ αγάπησε (1977). Προσπαθώντας να ξεφύγει από τους διώκτες του, πέταξε πάνω από το χείλος ενός χιονισμένου γκρεμού κάνοντας ελεύθερη πτώση προς τον βέβαιο θάνατο, όταν (κατά την περιγραφή του Τζόναθαν Κόου) «το σακίδιο που κουβαλούσε άνοιξε και εμφανίστηκε ένα σωτήριο αλεξίπτωτο –χαμός– που ήταν μια πελώρια σημαία της Μεγάλης Βρετανίας».
Απείχαμε μόλις τέσσερα χρόνια από το 1977, «περίοδο φευγαλέας, ηλιόλουστης, εθνικής αισιοδοξίας», οπότε το God Save the Queen των Sex Pistols σκαρφάλωνε στην κορυφή των τσαρτς και ο Τζέιμς Μποντ, στην προσπάθειά του να ξεφύγει από τους διώκτες του στο Η κατάσκοπος που μ’ αγάπησε, πέταξε πάνω από το χείλος ενός χιονισμένου γκρεμού κάνοντας ελεύθερη πτώση προς τον βέβαιο θάνατο, «όταν το σακίδιο που κουβαλούσε άνοιξε και εμφανίστηκε ένα σωτήριο αλεξίπτωτο –χαμός– που ήταν μια πελώρια σημαία της Μεγάλης Βρετανίας».
Δεκαοκτώ χρόνια μετά την άνοδο της Θάτσερ στην εξουσία, την 1η Μαΐου 1997, ο υποψήφιος των Συντηρητικών, Μπόρις Τζόνσον, ηττήθηκε στις εκλογές από τον υποψήφιο των Εργατικών, Μάρτιν Τζόουνς, στην εκλογική περιφέρεια του Νότιου Κλουίντ, στο Σανγκόσεν – ο Κόου μάς μεταφέρει τα σχετικά μέσα από μία παμπ. Ξέρουμε τη συνέχεια. «Όλα αλλάζουν και όλα παραμένουν ίδια». Μόνο που η Βρετανία είναι πολύ πιο μικρή από άλλοτε. Κι ο αγώνας για τη βρετανική συνταγή της σοκολάτας μάλλον δεν έχει πια νόημα.
[1] Οι Κουάκεροι ή Χριστιανοί Φίλοι (αγγλ.: Quakers) είναι μέλη μιας χριστιανικής Ομολογίας που αποκαλείται Θρησκευτική Κοινωνία των Φίλων (Religious Society of Friends) και ιδρύθηκε τον 17ο αιώνα στην Αγγλία από τον περιπλανώμενο ιεροκήρυκα Τζορτζ Φοξ. Η αγγλική λέξη Quaker σημαίνει αυτός που τρέμει. Δόθηκε στους οπαδούς της συγκεκριμένης Ομολογίας τον 17ο αιώνα από άλλους ως παρωνύμιο, διότι σε μια δίκη ο Τζορτζ Φοξ είπε σε έναν δικαστή να τρέμει στο Λόγο του Θεού, και ο δικαστής απάντησε: «Πες μας, λοιπόν, εσύ ο τρέμων (Quaker)...». Έπειτα, μερικές φορές, κατά την ώρα της λατρείας τους, έτρεμαν από ευλάβεια.