Ένα έπος αποχαιρετισμού είναι το βιβλίο του Φίλιπ Ροθ Πατρική κληρονομιά (εκδ. Πόλις): στο επίκεντρο της αφήγησης δεν βρίσκεται το ταξίδι, παρά μια άλλη περιπέτεια, ίσως η πιο δύστροπη και πιο σκοτεινή, η πιο απροσδόκητη και η πιο ανεξιχνίαστη, η πορεία προς το θάνατο. Ο συγγραφέας, σαν άλλος Αινείας, παραστέκεται στον πατέρα του στην ύστατη δοκιμασία του – αναδέχεται το βάρος της προϊούσας κατάρρευσής του, μπαίνει στο «σφαγείο» των γηρατειών επιζητώντας (πόσο μάταια!) να προστατέψει το σφάγιο από το φόβο και τον εξευτελισμό. Το μέσο στο οποίο καταφεύγει είναι ο λόγος: αδιάκοπα μιλούν πατέρας και γιος στηνΠατρική Κληρονομιά, αδιάκοπα αναζητεί ο Ροθ αφορμές για συζήτηση διεγείροντας το παρελθόν, αναμοχλεύοντας αναμνήσεις. Αν στην ταινία Νεμπράσκα ο πατέρας μένει σιωπηλός, περίκλειστος σ' έναν κόσμο άγνωστο στο γιο του –αν και όχι, κατά πως φαίνεται, στατικό–, έναν κόσμο που αποκαλύπτεται σταδιακά μέσα από τις αφηγήσεις τρίτων, στηνΠατρική κληρονομιά η αφήγηση είναι ρέουσα, συνεχής, πολύτιμο φυλαχτό της μνήμης. «Να μην ξεχνάς τίποτε – αυτό λέει η επιγραφή στο θυρεό του», γράφει ο Ροθ αναφερόμενος στον πατέρα του. «Για εκείνον, το να είσαι ζωντανός σημαίνει να είσαι ολόκληρος μνήμη – για εκείνον, αν ένας άνθρωπος δεν είναι ολόκληρος μνήμη, δεν είναι τίποτα».
Αυτός ο πατέρας, «όχι ένας απλός πατέρας, αλλά ο πατέρας, με όλα όσα μισείς σ' έναν πατέρα και με όλα όσα αγαπάς», θα κληροδοτήσει στο γιο του το χάρισμα της μνήμης και της αφήγησης – ο ανταγωνιστής της εφηβείας του θα γίνει η Μούσα, ο Doppelgänger, το Παιδί του. Ο Ροθ, στη μυθοπλασία του, στα αυτοβιογραφικά του κείμενα, στα δοκίμιά του, θα συνδέσει την πατρότητα με την αφήγηση – μια μεταβίβαση που δεν σχετίζεται με τη φυσιολογία, την ανατομία, τη σάρκα, το σώμα, αλλά αφορά το ασυνείδητο και εκβάλλει στη γραφή. «Ο πατέρας μου» («Βάρδο του Νιούαρκ» τον αποκαλεί ο Ροθ ) «μου δίδαξε τη γλώσσα του δρόμου», διαβάζουμε στην Πατρική Κληρονομιά. «Γιατί ήταν ο ίδιος η γλώσσα του δρόμου, αντι-ποιητικός και εκφραστικός και πάντα καίριος, με όλους τους εξόφθαλμους περιορισμούς της γλώσσας του δρόμου και την ανεξάντλητη δύναμή της»