Η περιπλάνηση στον αστικό ιστό, στο «δάσος της πόλης», έως πριν από λίγες δεκαετίες ταυτιζόταν απόλυτα με τον άνδρα –στον τριπλό ρόλο του flâneur, του μποέμ και του συγγραφέα– όπως το πιστοποιούν τα έργα του Έντγκαρ Άλαν Πόε, του Μπαλζάκ, του Φρανζ Χέσσελ κ.ά.– και, από κοινωνιολογική σκοπιά, πρωτοστατούντων των Γκέοργκ Ζίμμελ, Ζίγκφριντ Κράκαουερ και Βάλτερ Μπένγιαμιν, το επιβεβαίωναν οι επίγονοι της «Σχολής του Σικάγου», αλλά και σύγχρονοι μελετητές του φαινομένου, που αγγίζει ακόμα και την περιπλάνηση στον εικονικό λαβύρινθο του Διαδικτύου. Αφορούσε κυρίως εκείνον τον ανθρωπολογικό τύπο που αναδύεται από τη δημιουργία των ευρωπαϊκών μητροπόλεων στο γύρισμα του αιώνα (19ος προς 20ό) στην τρισυπόστατη εκδοχή του (δανδής, μπλαζέ, πλάνης), κατέχοντας το προνόμιο να παραμένει αμέτοχος και ανεπηρέαστος από την ολοένα αυξανόμενη παραγωγική διαδικασία και τη διαρκώς διαμορφούμενη πολεοδομία. Όμως αυτό το προνόμιο, αν και κυρίαρχο, δεν είναι, καιρό τώρα, αποκλειστικά ανδρικό. Ό,τι ανέδειξαν με καθυστέρηση δεκαετιών η αστεακή ανθρωπολογία, όπως και οι έμφυλες και πολιτισμικές σπουδές, ότι δηλαδή «έβαλαν στο κάδρο» και τη γυναίκα στην προβληματική της περιπλάνησης στη (μητρό)πολη, ήδη το είχαν κάνει οι τέχνες (ζωγραφική, κινηματογράφος, λογοτεχνία), αλλά και η μόδα (όσο παράδοξο και αν ηχεί), από την εποχή του Μεσοπολέμου, που θεματοποίησαν τη γυναικεία παρουσία στους δημόσιους χώρους.
Γυναικεία σφραγίδα
Η Λώριν Έλκιν (Laurin Elkin), συνεργαζόμενη με τα έντυπα New York Times Book Review και Times Literary Supplement (TLS), εκ Νέας Υόρκης ορμώμενη, κατέληξε το 2004 στο Παρίσι, τη μητρόπολη που γέννησε τον πλάνητα. Στο βιβλίο της καταγράφει τις περιπλανήσεις της urbi et orbi, στις μητροπόλεις (Νέα Υόρκη, Παρίσι, Λονδίνο, Τόκυο), αλλά και στη Βενετία, μια πόλη που γεωμορφολογικά ανατρέπει όλες τις πολεοδομικές συμβάσεις της αστεακής περιπλάνησης, ως κατ’ εξοχήν τέχνης (όχι τεχνικής) του να «βοτανολογεί κανείς την άσφαλτο» (Βάλτερ Μπένγιαμιν). Όμως, το βιβλίο της κάθε άλλο παρά αποτυπώνει ταξιδιωτικές εντυπώσεις. Αντίθετα, συγκροτείται σε τρία επίπεδα: στο αφηγηματικό, το θεωρητικό (όχι όμως αυστηρά ακαδημαϊκό) και το βιωματικό, στην προσπάθειά της να εντοπίσει και να ανασυνθέσει την εικόνα και τις αναπαραστάσεις της γυναίκας-πλάνητα (flâneuse), κυρίως στην ύστερη νεοτερικότητα, επεξεργαζόμενη τις προσωπικές της εμπειρίες.
Η συγγραφέας ξετυλίγει το νήμα της αφήγησης και παράλληλα μεταδίδει στον αναγνώστη αυτή τη «μητροπολιτική αίσθηση» από τη γυναικεία ματιά και μετα-κίνηση μέσα στην πόλη, συνδυάζοντας, χωρίς καθόλου να επιβαρύνει την ανάγνωση, τα διαβάσματα που προηγήθηκαν ή προέκυψαν σταδιακά, λογοτεχνικά όσο και θεωρητικά, με τις εμπειρίες που αποκομίζει. Καθώς διεισδύει διαισθητικά στις μητροπόλεις, εξερευνώντας τους δημόσιους χώρους των πόλεων με ανάλαφρο βηματισμό, στην περιπλάνηση και τη συγγραφή, καταφέρνει σαν μία σύγχρονη Αριάδνη να μάς ξεναγήσει με «λογική και ευαισθησία» στους σύγχρονους μητροπολιτικούς λαβυρίνθους.
Αντίθετα, ο συλλογικός τόμος σε συνεπιμέλεια της Τζορτζιάνα Μπανίτα, της Τζούντιθ Ελλενμπέργκερ και του Γιορν Γκλάζεναπ, με θέμα τη «Γυναικεία περιπλάνηση στη λογοτεχνία και τον κινηματογράφο», κινείται σταθερά στην τροχιά των πολιτισμικών και έμφυλων σπουδών. Οι συντελεστές της συλλογής επικεντρώνονται στο θεμελιακό ερώτημα «ποια στοιχεία συγκροτούν, συνέχουν και ταυτόχρονα διαφοροποιούν τον πλάνητα στην έμφυλη εκδοχή του;», καθώς και ποιες κοινωνικές και κοινωνιολογικές προϋποθέσεις διαμορφώνουν και επικαθορίζουν τη γυναικεία περιπλάνηση στην πόλη, ως «σκηνικό» και ως πεδίο εξερεύνησης, κατανάλωσης, αλλά και «αυτοσκηνοθεσίας» της γυναίκας-πλάνητα, της ανάκτησης δηλαδή της αυτοπεποίθησής της σ’ ένα άξενο, αν όχι και εχθρικό αρχικά, περιβάλλον. Ο μεθοδολογικός και θεματικός πλουραλισμός προσεγγίζει και ερμηνεύει βασικά μοτίβα (Leitmotive) της λογοτεχνίας και του κινηματογράφου, δίνοντας έμφαση στον γυναικείο βηματισμό και το γυναικείο βλέμμα που ανιχνεύει τους δημόσιους χώρους, ερμηνεύοντας παράλληλα εκείνες τις κοινωνικές και πολιτισμικές αναπαραστάσεις που αναδεικνύονται μέσα από πληθώρα έργων σημαντικών συγγραφέων (Κλάους Μανν, Χάινερ Μύλλερ, κ.ά.) και σκηνοθετών (Βάλτερ Ρούττμανν, Ανιές Βαρντά, Μπέλα Ταρρ), ενώ ξεχωρίζει ένα κείμενο της Τζούντιθ Ελλενμπέργκερ, αφιερωμένο στην πρωταγωνίστρια των ταινιών Διακοπές στη Ρώμη και Πρόγευμα στου Τίφφανυ, Ώντρεϋ Χέπμπορν, ως υποδειγματική γυναίκα-πλάνητα, που κινείται σε δύο διαφορετικές μητροπόλεις.
Δύο είναι τα καίρια δεδομένα που διαφοροποιούν τη γυναικεία μετακίνηση από την ανδρική στη μητρόπολη: πρώτον, και κύριον, το γεγονός ότι «την εποχή της παγκοσμιοποίησης και των ψηφιακών Μέσων οι μεγαλουπόλεις έχουν χάσει αμετάκλητα το αρχικό τους προφίλ, άρα και τη δυνατότητα του σύγχρονου πλάνητα να τις αποκρυπτογραφήσει μέσα από μία έκκεντρη, και συχνά εκκεντρική υποκειμενικότητα και συμπεριφορά» (όπως υποστηρίζει βάσιμα στο άρθρο της η Ρ. Moρριέν), με αποτέλεσμα να έχει διαφοροποιηθεί σημαντικά η έννοια και το περιεχόμενο της flânerie ανεξαρτήτως φύλου. Δεύτερον, εξ ίσου σημαντικό, ότι η γυναικεία περιπλάνηση στις μητροπόλεις συνδέεται συχνά με παράπλευρες δραστηριότητες (κατανάλωση, αναζήτηση ερωτικού συντρόφου, καλλιτεχνικές ανησυχίες), που εντάσσονται σε μια ευρύτερη απόπειρα χειραφέτησης και επαναπροσδιορισμού του υποκειμένου, άρα σε μία επίπονη αναζήτηση ταυτότητας και αυτονομίας ειδικά την εποχή της «ρευστής νεοτερικότητας» (Ζ. Μπώμαν). Η συλλογή ανανεώνει καίρια τη σχετική προβληματική, χωρίς συγκρουσιακές μεταφεμινιστικές αιχμές, εμπλουτίζοντας γόνιμα τη μετανεοτερική συλλογιστική, καθώς έχουν πλέον ξεπεραστεί αμετάκλητα τα παραδοσιακά μοτίβα του πλάνητα, όπως τον γνωρίσαμε στα κείμενα των κλασσικών της μητροπολιτικής περιπλάνησης.
Τέλος, δύο περιοδικές εκδόσεις «ενστερνίζονται» το μοτίβο της περιπλάνησης στις μητροπόλεις: το περιοδικό της Hermès (Le monde d’ Hermès) έχει ήδη εντάξει στην ύλη του την προβληματική του πλάνητα, ειδικά στη συνομιλία του Αντριέν Μπαρρό (Adrien Barrot, editor της έκδοσης) με τον καθηγητή της ιστορίας της τέχνης και εκδότη του Journal du Louvre, που περιστρέφεται γύρω από το ιστορικό μουσείο ως «ειδικό τόπο του flâneur», επιβεβαιώνοντας τη μπενγιαμινική θέση ότι το Παρίσι αποτελεί την «κοιτίδα του πλάνητα». Παράλληλα, αφιερώνει ένα θέμα του (Lover’s Words) στον Ρολάν Μπαρτ, με αφορμή τα 100 χρόνια από τη γέννησή του, παρουσιάζοντας ένα προϊόν του οίκου, συνυφασμένο με κασμήρι και μετάξι (υλικά που αγαπούσε ο «μαιτρ», τον οποίο η μόδα, ως «σύστημα που επιτελεί σημασιοδοτική λειτουργία», δεν άφησε ασυγκίνητο), εμπνευσμένο από τα Αποσπάσματα του ερωτικού λόγου.
Τέλος, το δίμηνο γερμανικό περιοδικό Vintage Flaneur συνδυάζει αρμονικά τα παλιά και νέα στοιχεία της μόδας που συνδέονται με το συγκεκριμένο στυλ, προσανατολιζόμενο περισσότερο στην ποπ εκδοχή και τις καταναλωτικές συμπεριφορές, οι οποίες (θα μπορούσαν ή, μάλλον, θα πρέπει να) συνοδεύουν τη γυναικεία περιπλάνηση στην πόλη. Με έντονη ρετρό διάθεση και νοσταλγικά μοτίβα, στα θέματα, στις αναπαραστάσεις και την γκαρνταρόμπα, το περιοδικό, χάρις στην κατάλληλα επεξεργασμένη αισθητική του, σκηνοθετεί (και ντύνει) εκ νέου τη νεαρή flâneuse, καθώς απευθύνεται κυρίως στο νεανικό (καταναλωτικό) κοινό, προτείνοντας πάντως μία κανονικότητα και ένα lifestyle, που μπορεί να εμπνέεται μεν από την παράδοση της flânerie, ουσιαστικά όμως ενδιαφέρεται περισσότερο για το «φαίνεσθαι» και τη μόδα εκείνη που λειτουργεί ως «βιομηχανία των ψευδαισθήσεων» με καθαρά εμπορικό προσανατολισμό.
Από τον «Άνθρωπο του πλήθους», του Έντγκαρ Άλαν Πόε και τον Flâneur του Βάλτερ Μπένγιαμιν μέχρι την «αόρατη flâneuse» της Τζάνετ Βολφ, είναι γεγονός ότι εικόνα και έννοια, μορφή και περιεχόμενο της περιπλάνησης στις μητροπόλεις έχουν σημαντικά διαφοροποιηθεί σε σχέση με τις συνθήκες που γέννησαν το φαινόμενο. Επί πλέον, η απόπειρα να προσδιοριστούν τα έμφυλα χαρακτηριστικά του, καθώς οι φεμινιστικές σπουδές διεισδύουν αποτελεσματικά σ’ έναν πάλαι ποτέ προνομιακό χώρο των ανδρών, καταδεικνύει ότι, όπως και η νοσταλγία, η περιπλάνηση στη μετανεωτερική συνθήκη δεν είναι (πια) αυτό που ήταν. Κι αν ίσως κάτι απορρέει θετικό, είναι ότι στον 21ο αιώνα ο πλάνης βρήκε το «έτερον ήμισύ» του, για να μοιραστεί με τη γυναίκα το βλέμμα (της) και την «τέχνη να χάνεται πραγματικά σε μια πόλη» στη νέα μποέμ εκδοχή τους.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ
Η (ξένη, αυτονόητα) βιβλιογραφία, σε θεωρητικό, πολιτισμικό, εθνογραφικό και δοκιμιακό επίπεδο, γύρω από την προβληματική και την πρόσληψη του πλάνητα (flâneur) είναι ογκώδης και ως εκ τούτου οποιαδήποτε, ενδεικτική έστω, παράθεση τίτλων υπερβαίνει τα όρια της παρουσίασης των παραπάνω τίτλων. Στα έργα αναφοράς πάντως συμπεριλαμβάνονται ανυπερθέτως ο συλλογικός τόμος με τον τίτλο The Flâneur, σε επιμέλεια του Keith Tester (Routledge), η μελέτη της Anke Gleber, The Art of Talking a Walk. Flanerie, Literature and Film in Weimar Culture (Princeton UP), με έμφαση στον Γερμανικό Μεσοπόλεμο, και η συλλογή άρθρων, με τον τίτλο The Invisible Flâneuse, σε συνεπιμέλεια των Aruna D’ Souza και Tom McDonough (Manchester UP).
Στους λίγους μεταφρασμένους στα ελληνικά τίτλους συμπεριλαμβάνονται: Η μελαγχολία του Παρισιού, του Σ. Μπωντλαίρ (μτφρ.: Στ. Βαρβαρούσης, Ερατώ), το έργο του Β. Μπένγιαμιν, Σαρλ Μπωντλαίρ. Ένας λυρικός στην ακμή του καπιταλισμού (μτφρ.: Γ. Γκουζούλης, Αλεξάνδρεια), καθώς και Τα παιδικά χρόνια στο Βερολίνο το 1900, μτφρ.: Ι. Αβραμίδου, Άγρα, και, πρόσφατα, τα δύο δοκίμια του Γκ. Ζίμμελ, «Οι μεγαλουπόλεις και η διαμόρφωση της συνείδησης» και «Η κοινωνιολογία των αισθήσεων», σε μετάφραση της Ι. Μεϊτάνη, που εκδόθηκαν με τον τίτλο Μητροπολιτική αίσθηση, από τις εκδόσεις Άγρα. Επίσης, μία ιδιόμορφη οπτική του «πλάνητα» αποτυπώνεται στις εξπρεσσιονιστικές ξυλογραφίες του Frans Masereel, Η πόλη. Μυθιστόρημα σε 100 ξυλογραφίες (μτφρ.: Μ. Αγγελίδου, με πρόλογο του Στ. Τσβάιχ και εισαγωγή της M. Warner), επίσης από τις ίδιες εκδόσεις.
Από τους πρωτότυπους ελληνικούς τίτλους που εφάπτονται με την προβληματική του flâneur ξεχωρίζουν (ενδεικτικά πάντα), οι Αθηναϊκοί περίπατοι, του Εμμ. Ροΐδη, τα Παρισινά Γράμματα, του Ζ. Παπαντωνίου, η Ομόνοια 1980, του Γ. Ιωάννου, η Μητέρα Θεσσαλονίκη, του Ν. Γ. Πεντζίκη, η Χειροποίητη πόλη, του Β. Καραποστόλη και, πρόσφατα, η μονογραφία του Ηλία Καφάογλου, Πεζός. Ένας μικρός επαναστάτης, περισσότερο όμως κινούμενη «στα βήματα της οδοιπορίας» αντιστικτικά με τον «αυτοκίνητο κόσμο» της πόλης.