Σύνδεση συνδρομητών

Σταύρο, θυμάσαι;

Δευτέρα, 16 Νοεμβρίου 2020 23:53
28 Φεβρουαρίου 2018. Από αριστερά: Παντελής Μπασάκος, Σταύρος Καπλανίδης, Νίκος Θεοδοσίου, Φίλιππος Φωκιανός, Τέος Ρόμβος.
Αρχείο Τέου Ρόμβου
28 Φεβρουαρίου 2018. Από αριστερά: Παντελής Μπασάκος, Σταύρος Καπλανίδης, Νίκος Θεοδοσίου, Φίλιππος Φωκιανός, Τέος Ρόμβος.

Θυμάσαι πώς μας αποκαλούσαν τότε; Μας λέγανε «ομογάλακτους» κι εμείς αγωνιζόμασταν να καταλάβουμε το γιατί.

Τότε που γεννηθήκαμε, αμέσως μετά τον πόλεμο, στο δεύτερο μισό του 1945, τότε που ακούστηκε απ’ τον κοσμάκη ένα βαθύ ουουούφ ανακούφισης και ελπίδας κι η ανθρωπότητα άρχιζε σιγά σιγά να χασκογελάει, να ψιλοτρώει, να πηδιέται… Κι έτσι προκύψαμε κι εμείς τα δύο ομογάλακτα, Σταύρος και Τέος. Κι η ζωή ξεκίνησε με τους δυο μας γαντζωμένους στα βυζιά μιας μάνας, της δικής μου (από ένα βυζί ο καθένας μας). απ' όπου ρουφούσαμε ηδονικά την πρώτη ύλη, ταυτίζοντας τη ζωή με την ηδονή.

Η 20χρονη μητέρα σου, η υπέροχη Δέσποινα, ένα όμορφο κι ευαίσθητο κορίτσι, έδινε καθημερινά την προσωπική της άγρια μάχη με τη φτώχεια μέσα σε μια απόλυτα συντηρητική και συνάμα εχθρική κοινωνία, απέναντι σε μια ανύπαντρη μητέρα, που έπρεπε να δουλεύει από το πρωί ώς το βράδυ. Όπωςκαι οι δικοί μου γονείς. Κι εμείς, τα πιτσιρίκια, μεγαλώναμε σχεδόν μόνα. Το δωματιάκι που ζούσατε ήταν στην οδό Μινιάκ 3, απέναντι από το σπίτι που νοίκιαζαν οι γονείς μου. Μεγαλώναμε παίζοντας στην αυλή του σπιτιού μου, Μινιάκ 4, με τα μολυβένια στρατιωτάκια μας. Σε θυμάμαι που κούρδιζες εκείνο το ωραίο παιχνίδι, την τσίγκινη βάρκα που ’ταν ζωγραφισμένη στο χέρι, και την ακούμπαγες πάνω στα νερά της γούρνας κι η βαρκούλα στριφογύριζε σαν φυλακισμένη κάνοντας πατ πατ πατ, ενώ τα μυαλά μας ταξίδευαν μαζί της…

Πατέρα δεν είχες, εκείνο που ήξερες ήταν ότι σκοτώθηκε πριν προλάβει να παντρευτεί τη μαμά σου.

Θυμάσαι αλήθεια την Τερέζα, Μινιάκ 6, τη σύντροφο στα παιχνίδια μας, τον αδελφό της  τον Φίλιππο, υπασπιστή μας σε όλες τις κατεργαριές; Παίζαμε κουτσό και την μπερλίνα μαζί με την Τερέζα.

Και από εκείνη μάθαμε σε τι ακριβώς διαφέρουνε τα κορίτσια από τα αγόρια, όταν παρατηρήσαμε ότι η στάση της στο κατούρημα ήταν εντελώς διαφορετική από τη δική μας.

Εσύ κουρεμένος αλά αμερικαίν, η Τερέζα κατάξανθη κι εγώ με μακριά μαλλιά χτενισμένα σε μπούκλες ή κοτσίδες, απαράλλαχτος κορίτσι, και τα άλλα παιδιά που μας βλέπανε ξεφώνιζαν: «μπαμπά, μαμά, δείτε δω, ένα κορίτσι με παντελόνια». Εκείνα τα χρόνια, τα κορίτσια  δεν είχαν ακόμη τολμήσει να φορέσουν παντελόνια κι εγώ, χωρίς να το γνωρίζω, δούλευα για την υπόθεση της γυναικείας χειραφέτησης και την εξίσωση των φύλων.

Ναι, πρέπει να ’ταν κάποια από εκείνες τις μέρες που στην «Κοιλάδα των νεκρών ζώων» θάψαμε το νεκρό μας σκυλάκι που το σκότωσε ένα από τα πρώτα ΙΧ που κυκλοφόρησε στο Κουκάκι.

Θυμάσαι, τότε που κουβαλούσαμε στη «Γη των Μεγάλων Μυστικών» όλα τα θαυμαστά και παράξενα πραγματάκια που είχαμε μαζέψει, σπασμένα παιχνίδια, σπάνιες πέτρες, γυαλιά, υπολείμματα και κομμάτια γνωστών ή παντοειδώς αγνώστων υλικών, σήματα αυτοκινήτων, μονοπόδαρα μολυβένια στρατιωτάκια, σβούρες, γκαζές, και τα θάβαμε σε διαφορετικούς λάκκους που μόνο εμείς γνωρίζαμε;

Θυμάσαι που ανεβαίναμε στο «Ιερό Δέντρο» της οδού Μινιάκ, κρυβόμασταν μέσα στο παχύ φύλλωμα της συκιάς και παρακολουθούσαμε τα κορίτσια,  τη Φανή, τη Μάνια,  την Ανναμπέλα, που τρέχαν στο δρόμο  μας πάνω-κάτω και κυνηγιόντουσαν, τσιμπιόντουσαν, χαϊδευόντουσαν και ξεκαρδίζονταν στα γέλια; Κι εμείς τρίβαμε τα τεντωμένα τσουτσούνια μας και προσπαθούσαμε να καταλάβουμε τι ήταν αυτό το ζαχάρωμα στο στόμα, γιατί αυτή  η χαύνωση του μυαλού και τι σχέση είχαν τα ξεκαρδίσματα των κοριτσιών…

Αλήθεια, θυμάσαι τότε που συναντηθήκαμε γωνία Κολοκοτρώνη και Ματρόζου για εξερεύνηση, ανοίξαμε λίγο τη σχάρα στην άκρη του δρόμου και πηδήσαμε μέσα στα σκοτάδια για να περιπλανηθούμε με τους φακούς μας στους βρωμερούς υπονόμους που κατηφόριζαν, ώσπου κάποια στιγμή βγήκαμε στην κοίτη του Ιλισού ποταμού;

Θυμάσαι πότε χωριστήκαμε για πρώτη φορά; Εσύ στο 71ο Δημοτικό, κι εγώ στο 83ο. Παρ’ όλα αυτά, τα δυο κτίρια μοιράζονταν την ίδια αυλή κι έτσι βρισκόμαστε ξανά και ξανά όλα τα επόμενα χρόνια, μέχρι τέλους, σαν να ήταν μοιραίο.

Θυμάσαι την Παιδική Χαρά, τότε που κατεβαίναμε ζαλισμένοι από τα ανεμοφουρφουρίσματα της ρόδας, δίπλα στις κούνιες για τα χορευτικά των κοριτσιών που μας έβλεπαν να παραπατάμε και σκάγανε στα γέλια;

Σε θυμάμαι στο «νέο σας σπίτι», στο δώμα της κυρίας Κικής στην πλατεία Κουκακίου. Η μητέρα σου έλειπε στη δουλειά κι εσύ, που ένιωθες μόνος στη καινούργια σου γειτονιά, μου μίλαγες για πράγματα που δεν καταλάβαινες και ζήταγες απαντήσεις. Κι εγώ κατάλαβα ότι είχες την ανάγκη ενός αδελφού που θα σε συντροφεύει τις πολλές ώρες της μοναξιάς και θα σε προστατεύει.

Στα 13 μου άρχισα δουλειά και τότε γράφτηκα στο νυχτερινό «κολέγιο» της Λαζαροπούλου, ενώ εσύ πήγαινες στο Ναυτικό Γυμνάσιο. Τα πρωινά, σαν να είχαμε ραντεβού, συναντιόμασταν στη στάση της λεωφόρου Συγγρού και παίρναμε το πράσινο λεωφορείο. Μέχρι την Καστέλα, όρθιοι στο πίσω μέρος, τα λέγαμε. Κι όπως εσύ έλεγες, «εγώ στην αλητεία» «κι εσύ το καλό παιδί».

Θυμάσαι αλήθεια εκείνο το πρωινό που συναντηθήκαμεστο Φλοίσβο, και πάλι τυχαία, και κολυμπήσαμε; Εγώ έτσι κι αλλιώς έκανα κοπάνες από τη δουλειά, ενώ τα βράδια δεν πάταγα στο σχολείο μου –που πήγαιναν μόνο παπάδες και μπάτσοι–, κι εσύ μόλις τότε άρχιζες τις κοπάνες από το ημερήσιο σχολείο, έτσι βρισκόμασταν εκεί άνοιξη και φθινόπωρο και κολυμπούσαμε και τα λέγαμε.

Θυμάμαι το 1963, όταν επέστρεψα μετά από δυο χρόνια απουσία στο εξωτερικό, που, και πάλι τυχαία, συναντηθήκαμε στο κλαμπάκι Πινόκιο. Τρελαθήκαμε από χαρά και βγήκαμε έξω να περπατήσουμε στη νύχτα και να τα πούμε. Ήθελες να μάθεις, μου είπες,  για τα ταξίδια μου και τις χώρες που γύρισα. Κάτι όμως σε έπνιγε, το ’βλεπα, κι αντί να σου μιλήσω για  το ταξίδι της επιστροφής μου λίγες μέρες πριν από το Τόκιο, ένα μυθικό ταξίδι 22 ωρών, και να σου πω ότι το αεροπλάνο στην επόμενη πτήση έπεσε στον Ινδικό και τόσο απλά θα μπορούσα να έχω γίνει κι εγώ ένα απειροελάχιστο κάτι στα βάθη του ωκεανού, προτίμησα να σου ζητήσω να μου μιλήσεις για σένα και γι’ αυτό που σε βασάνιζε.

Και τότε θυμάμαι πως μου μίλησες για το γεγονός που αποτέλεσε την αιτία της «χρόνιας δηλητηρίασης» που σε συνόδεψε στην υπόλοιπη ζωή σου.  Ήταν η ιστορία της μιας και μοναδικής συνάντησής σου με τον –εν ζωή– «πατέρα σου», λίγες μέρες πριν.

Δεν είχε περάσει πολύς καιρός που κάποιος καλοθελητής σου είχε εκμυστηρευτεί: «ξέρεις, ο πατέρας σου ποτέ δεν σκοτώθηκε, όπως σου έχουν πει, αλλά ζει και μάλιστα εδώ στην Αθήνα, κι έχει μια βιοτεχνία στην Πλάκα». Είχες πάθει σοκ. Δεν μπορούσες να το πιστέψεις, όμως δεν έφευγε κι από το μυαλό σου, σε κυνηγούσε η ιδέα να τον δεις, να τον ρωτήσεις  πώς και γιατί. Δίσταζες αλλά τελικά το αποφάσισες. Πήγες στη δουλειά του και τον ζήτησες. Σε πήγαν  στο γραφείο του κι εκεί παίχτηκε το χειρότερο σενάριο που θα μπορούσες ποτέ να φανταστείς.

Αφού έμαθε ποιος είσαι, σήκωσε το τηλέφωνο και κάλεσε την αστυνομία, λέγοντάς τους ότι βρίσκεται κάποιος στο γραφείο του που θέλει να τον εκβιάσει. Κι όταν οι αστυνομικοί ήρθαν, τους ζήτησε να σε απομακρύνουν και να μην τον ξαναενοχλήσεις.

Η πληγή που άνοιξε μέσα σου εκείνη την ημέρα δεν θα επουλωνόταν ποτέ.

***

Τέλη του 1966 πήγα στο Παρίσι γιατί με γοήτευε η ιδέα να ζήσω εκεί και κάτι να σπουδάσω. Θέατρο ίσως, ζωγραφική ή κινηματογράφο. Κι όταν μετά από λίγους μήνες στην Ελλάδα έγινε το στρατιωτικό πραξικόπημα, την κοπάνησες κι εσύ κι ήρθες στο Παρίσι όπου –ω του θαύματος– ξαναβρεθήκαμε. Συζούσες τότε με μια Γαλλιδούλα που είχες γνωρίσει στην Αθήνα και μένατε κεντρικά στο Παρίσι, κοντά στην Opera.  Όταν κουβεντιάσαμε, διαπίστωσα ότι ήσουν πολύ πιο ξεκαθαρισμένος από μένα, σκόπευες να σπουδάσεις σκηνοθεσία κινηματογράφου. Και λίγο καιρό μετά βρεθήκαμε ξανά στα γυρίσματα της ταινίας του Gérard Oury, Εγκέφαλος, όπου παίζαμε, κομπάρσοι. Αργότερα ξαναβρεθήκαμε στα γυρίσματα κι άλλων ταινιών, επειδή ήταν ένας από τους λίγους τρόπους να παρακολουθούμε τα γυρίσματα για να κάνουμε ένα είδος πρακτικής αλλά και να βγάζουμε κάνα φράγκο. Κι αργότερα, στη διάρκεια των γεγονότων του Μάη του ’68, όταν βρεθήκαμε σε κάποια διαδήλωση στο Saint Michel, είχες το  κεφάλι μπανταρισμένο και μου εξήγησες ότι σε είχε χτυπήσει ένα δακρυγόνο.

Θυμάσαι εκείνο τον Σεπτέμβρη του ’68 που συνεισέφερες κι εσύ για να αγοράσουμε με τον Νίκο Θεοδοσίου την κινηματογραφική κάμερα κι αρχίσαμε αμέσως τα γυρίσματα και τις πρώτες μας πειραματικές  ταινίες; Εσύ μας δήλωσες ότι δεν βιάζεσαι. Μια μέρα είπαμε με τον Νίκο να έρθουμε να σε επισκεφθούμε και στο δρόμο σταμάτησα σ’ ένα βιβλιοπωλείο κι έκλεψα ένα βιβλίο για να σ’ το χαρίσω, ήταν η Κυρά Κυραλίνα του Παναΐτ Ιστράτι. Στην πρώτη σελίδα, σου έγραψα μια αφιέρωση για τους  ήρωές του, τον Σταύρο και τον Αδριανό, που τόσο μας μοιάζανε, και σ’ το έδωσα…

Θυμάμαι ότι είχες ήδη αρχίσει μαθήματα στη σχολή κινηματογράφου, ενώ εμείς έπρεπε να περιμένουμε να εγκριθεί η χρηματοδότηση για τα σεμινάρια της ομάδας του CinemaVerite.Τελικά αυτά έγιναν ένα χρόνο μετά, όταν πια εγώ συζούσα με την Κριστίν στη Φραγκφούρτη κι έπρεπε να κατεβώ στο Παρίσι για τη σχολή.

Κι όταν τελείωσαν τα σεμινάρια στη Ναντέρ, εγώ τράβηξα για το Μόναχο, όπου έκανα τη σχολή οπερατέρ κι έτσι προσλήφθηκα στη γερμανική τηλεόραση ARD, όπου έμεινα για δυο χρόνια κάνοντας τον κάμερα-μαν στις ειδήσεις. Ήδη, μετά τον πρώτο χρόνο, άρχισα να χάνω το ενδιαφέρον μου, άντεξα κι ένα δεύτερο και τελικά τα παράτησα κι έφυγα.

Θυμάμαι λοιπόνπου κάποια μέρα στη Γερμανία πρότεινα στο φίλο Μπόρο Πέτροβιτς να έρθουμε χειμωνιάτικα στο Παρίσι για λίγες μέρες, έτσι, για να γνωρίσει εκείνος την πόλη κι εγώ να σας δω, εσένα και τον Νίκο. Βρεθήκαμε, περάσαμε ωραία κι όταν κόντευε η μέρα της επιστροφής σε έψησα να ’ρθεις κι εσύ μαζί μας.  Και πράγματι, έπειτα από δέκα ώρες ταξίδι φτάσαμε ξημερώματα στη Φραγκφούρτη, όπου ο Μπόρο μας άφησε στον κεντρικό σταθμό των τρένων. Ενόσω πίναμε τον καφέ μας, έσπαγα το κεφάλι μου για το πού θα μπορούσαμε να μείνουμε. Αφ’ ότου είχα φύγει από την τηλεόραση, ήμουν σχεδόν άφραγκος και δεν είχα καν σπίτι να μείνω. Τελικά πήγαμε στη φίλη μου την Άννα,με την οποία παλιότερα νοικιάζαμε από κοινού κάποιο σπίτι. Χτύπησα το κουδούνι και κείνη μας άνοιξε αγουροξυπνημένη.  Ήταν εκεί και η αδελφή της, η Μόνικα, που μόλις είχε γυρίσει κι εκείνη από το Παρίσι, όπου δούλεψε για δυο χρόνια, γυμνό μοντέλο στην Μποζάρ.

Θυμάσαι, εκείνο το βράδυ κοιμηθήκαμε σε διπλό κρεβάτι με τις δύο αδελφές και ύστερα από λίγο ακούγονταν μόνο ψίθυροι κι στεναγμοί.

Θυμάμαι μάλιστα ότι εσείς προηγηθήκατε στη νυχτερινή επικοινωνία σας, ενώ εμείς αγωνιστήκαμε για να φτάσουμε στην κορυφή. Ακούγονταν έντονα ρουθουνίσματα, κλαυθμοί κι αγκομαχητά, και μετά σιωπή. Την άλλη μέρα ήπιαμε τον καφέ μας αγκαλιασμένοι κι ερωτευμένοι, είχαμε γίνει πια ζευγαράκια, οι ομογάλακτοι με τις δύο αδελφές. Τις επόμενες μέρες των αποφάσεων, εσείς φύγατε μαζί για Παρίσι, ενώ η Μόνικα κι εγώ θα μέναμε στο σπίτι της Φραγκφούρτης. Κανά χρόνο μετά ήρθατε κι εσείς στη Γερμανία, όπου και τελικά μείνατε.

Τον επόμενο χρόνο, δυο μήνες μετά την πτώση της χούντας, Σεπτέμβρη του 1974, εγώ επέστρεψα στην Ελλάδα, μαζί μου ήρθε και η Μόνικα. Εσύ με την Άνναακολουθήσατε λίγους μήνες μετά.

Θυμάσαι τη χαρά της επανένωσής μας; Στην ουσία ήσουν ο μόνος άνθρωπος στη γενέτειρα πόλη που γνώριζα απ’ τα παλιά και που μόλις είχε και κείνος επιστρέψει από τη Γερμανία. 

Εντωμεταξύ είχα ανοίξει στα  Εξάρχεια το βιβλιοπωλείο Οκτόπους και το ένα δωμάτιο το είχα διαμορφώσει σε εκθεσιακό χώρο. Και θυμάμαιότι σε προσκάλεσα για να εκθέσεις τα πολύ ωραία σχέδια που έκανες τα τελευταία χρόνια. Κι αυτή ήταν η πρώτη φορά (και η τελευταία) που εξέθεσες έργα σου.

Παράλληλα, δούλευα τότε σε μια ταινία του φίλου Δήμου Θέου, τα λεφτά της παραγωγής όμως τελείωσαν γιατί η ταινία ήταν πολυδάπανη (στούντιο, σκηνικά, γνωστοί ηθοποιοί, δεκάδες κομπάρσοι) και η ταινία έμεινε ημιτελής. Κι όταν, ένα χρόνο μετά, ο Δήμος κατάφερε να βρει χρήματα και ξεκίνησε ξανά τα γυρίσματα, στη θέση τη δική μου δούλεψες εσύ. Και συνέχισες να δουλεύεις στον κινηματογράφο και στις ξένες παραγωγές, ενώ εγώ αποχώρησα γιατί αφιερώθηκα στο γράψιμο.

***

Θυμάσαι που η Anna χανόταν στις περιπλανήσεις της στην Αθήνα και για δυο ολόκληρα χρόνια την εξερευνούσε φωτογραφίζοντας την καθημερινότητα των κατοίκων της; Τη γοήτευε η απεραντοσύνη μιας νέας πόλης που μεταπολεμικά επεκτάθηκε ασύστολα,

την ενδιέφερε η φωτογραφική αποτύπωση του τρόπου συνύπαρξης και επικοινωνίας των κατοίκων μιας μεγαλούπολης που λίγες δεκαετίες πριν δεν υπήρχε.

Κι εσύ να περνάς αμέτρητες ώρες στον υπολογιστή και να παλεύεις με τα προγράμματα μοντάζ. Και η Άννα, που είχε παίξει στην ταινία του Τορνέ, άρχισε να ασχολείται με το μοντάζ και γρήγορα έγινε σημαντική μοντέζ κοπής αρνητικού.

Δεν πέρασε πολύς καιρός και ξεκίνησες να κάνεις τις προσωπικές σου ταινίες.

Εμπιστευόσουν πάντα την άποψη των φίλων και συνεργατών σου, αλλά και όσων έρχονταν στο εργαστήριό σου να δουν το υλικό της ταινίας σου, το μοντάζ, την πρόοδο στην αφήγηση, τους προκαλούσες μάλιστα να εκφράσουν τη γνώμη τους, να κάνουν παρατηρήσεις κι εσύ προβληματιζόσουν, και όλο αυτό λειτουργούσε διαδραστικά.

***

Θυμάμαι, λίγο καιρό πριν πεθάνει η υπέροχη μητέρα σου Δέσποινα, όταναποφάσισες να κάνεις ταινία για τον ομογάλακτο φίλο σου που τον ένιωθες σύντροφο ζωής και μου το είπες…

Ένιωσα ότι, κάπως, ετοιμάζεσαι να κλείσεις τη σκληρή περιπέτεια της ζωής σου που, μετά την αποχώρηση της Άννας, τα χρόνια μοναχικότητας που ακολούθησαν και, τώρα, με τον επικείμενο θάνατο της υπερήλικης πια Δέσποινας, έβλεπες μπροστά σου το τέλος – και γω σου ζήτησα η ταινία που θα κάνεις να είναι για εμάς τους δύο και για τη σχέση μας.

***

Κάθισα πολλή ώρα μπροστά στο τάφο σου και κοίταζα το φέρετρο να σκεπάζεται, αυτούς τους ανθρώπους να φτυαρίζουν με μανία το χώμα για να σκεπαστείς, και θυμήθηκα λίγα χρόνια πριν, τότε που ζούσες στη συνοικία του Ζωγράφου, εδώ λίγο πιο κάτω, και εγώ είχα έρθει από τη Σύρα για να σε δω, εσύ δούλευες στο μοντάζ, τότε ολοκλήρωνες την ταινία σου Η Καντίνα, κι εκείνη τη μέρα είδα και την αγαπημένη μητέρα σου που έμενε στον επάνω όροφο – κι όλοι μαζί θυμηθήκαμε τα παλιά. Σε όλη τη διάρκεια της εκεί παραμονής μου, βλέπαμε από την τζαμαρία τον Υμηττό να φλέγεται…

Ακόμη ένας εμπρησμός από τους καταπατητές της περιοχής, τους ανθρώπους που βλέπουν τη φύση, τα δάση και τα βουνά σαν προσωπικό πλουτισμό.

Κι ενώ γύρω διαχεόταν η μυρωδιά του θανάτου, οι κάτοικοι παρακολουθούσαν μουδιασμένοι την καύση της φύσης και του βουνού που έχει ήδη χτιστεί το μισό και κοντοζυγώνει ο καιρός που θα χτιστεί ολόκληρο…

Κι εσύ, σύντροφε αγαπημένε, βρίσκεσαι θαμμένος στο χώμα του Υμηττού, επειδή η φασίζουσα μοναδικότητα της «ελληνικής ορθόδοξης εκκλησίας» και του θρησκευτικού παραλογισμού σου στέρησε την καύση, που τόσο επιθυμούσες, και δεν σου επέτρεψε να επιλέξεις να είναι το τέλος σου, έτσι όπως ήταν κι η ζωή σου, μια διαρκής εσωτερική φλόγα.

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.