Τα 77 σύντομα, σπονδυλωτά κείμενα που συναποτελούν το βιβλίο του καθηγητή Γ. Β. Δερτιλή Συνειρμοί, μαρτυρίες, μυθιστορίες καλύπτουν το διάστημα μιας εβδομηκονταετίας (από το 1944 έως και τις ημέρες μας), κατά τη διάρκεια της οποίας θα διαμορφωθεί η μεταπολεμική φυσιογνωμία της Ελλάδας με όλες τις περιπλοκές και τις αντινομίες ή τις αντιφάσεις της. Οικονομικός κυρίως ιστορικός, χωρίς να λείπουν από το ερευνητικό του έργο προσεγγίσεις μεγεθών όπως ο ελληνικός στρατός και το ελληνικό κράτος, ο Δερτιλής δεν θα ασκήσει εν προκειμένω τα χρέη του επιστημονικού του λόγου ή, τουλάχιστον, δεν θα το κάνει έτσι ακριβώς. Ο συγγραφέας θα παρεμβάλει μεταξύ των αφηγηματικών μερών δοκίμια, αποσπάσματα από παλαιότερα βιβλία του, αλλά και άρθρα, επιφυλλίδες, ομιλίες ή συνεντεύξεις του σχετικά με την ταυτότητα της αστικής τάξης, τα χαρακτηριστικά του εμπορικού ή του τραπεζικού πλούτου και τα γνωρίσματα του φορολογικού συστήματος, όπως θα αρχίσουν να σχηματίζονται από τον 19ο αιώνα στην Ελλάδα. Το μεγαλύτερο, ωστόσο, και ενδεχομένως το κρισιμότερο κομμάτι του υλικού του θα παραμείνει προσωπικό, με έναν κάποτε ευτράπελο, ποτέ όμως εσωστρεφή και δραματικό ή αυτάρεσκο και αφοριστικό τόνο. Ο Δερτιλής θα μιλήσει για την παιδική του ηλικία και για την οικογένειά του στα χρόνια της Κατοχής και του Εμφυλίου, έχοντας προηγουμένως αποδελτιώσει καταλεπτώς το γενεαλογικό του δέντρο, με έμφαση στο πατρικό σκέλος (ο πατέρας υπήρξε γνωστός κοσμηματοπώλης της πρωτεύουσας), θα αναφερθεί διά μακρών πρώτα στις εγκύκλιες σπουδές του (στο Πειραματικό Σχολείο) και ύστερα στη φοίτησή του στη Νομική Αθηνών και στα μεταπτυχιακά του στο Σέφιλντ της Αγγλίας, θα ανακαλέσει τις επιχειρηματικές του επιδόσεις (όταν θα προσπαθήσει να διασώσει κάτι από την παραπαίουσα οικογενειακή εταιρεία), θα σκιαγραφήσει στιγμιότυπα από τη συμμετοχή του στον αντιδικτατορικό αγώνα, θα θυμηθεί την εγχώρια πανεπιστημιακή του καριέρα, θα περιβάλει με μια λιτή εκφραστική αύρα τις αναμνήσεις του από το εξοχικό του στο Σούνιο και, τέλος, θα εξιστορήσει τις περιπλανήσεις του ως πανεπιστημιακού δασκάλου σε διάφορα ιδρύματα της Ευρώπης και της Αμερικής, μέχρι και την περίοδο κατά την οποία θα εγκατασταθεί μονίμως στη Γαλλία, όπου και εξακολουθεί να διαμένει.
Μεταξύ Ιστορίας και αυτοβιογραφίας
Τι ακριβώς είναι το βιβλίο του Δερτιλή; Ένα υποκειμενικό χρονικό κρυμμένο πίσω από το άτυπο ημερολόγιο ενός παιδιού που ανατράφηκε και μεγάλωσε με τις αξίες του αστισμού, μακριά από κάθε νεοπλουτίστικο πνεύμα; Η μαρτυρία ενός επιστήμονα για τα δρώμενα που κατέλαβαν αποφασιστική θέση στη δημόσια σκηνή του καιρού του; Μια συγχρονική μελέτη της νεότερης πολιτικής και οικονομικής ιστορίας της Ελλάδας; Αλλά ας μη συνεχίσω έτσι. Προκειμένου να παρακάμψουμε τη σύγχυση των πολλών επιμερισμών, είναι ίσως προτιμότερο να καταφύγουμε στον όρο «αυτοβιογραφία», που συμπεριλαμβάνει με τον έναν ή τον άλλο τρόπο τα περισσότερα από τα προηγούμενα στοιχεία, και τον οποίο ο συγγραφέας χρησιμοποιεί ανεπιφύλακτα στο επίμετρό του. Βασικός σκοπός του βιβλίου, θα τονίσει στο επίμετρο ο Δερτιλής, είναι να συνδεθεί ο βιογραφούμενος, και κυρίως η οικογένειά του, «με την ιστορία της χώρας την οποία εβίωσε ως έναν τόπο με βαθύ και βαρύτατο ιστορικό φορτίο – με αυτή την ευρύτερη ιστορία, που παρασύρει στον δικό της στρόβιλο τη μικρο-ιστορία του ανθρώπου». Και τούτο με πλήρη επίγνωση των οικογενειακών εξιδανικεύσεων, που περίπου αναπόφευκτα συνεπιφέρει μια αυτοβιογραφία όπως η ανά χείρας.
Για ποιαν, ωστόσο, αυτοβιογραφία συζητάμε; Η αυτοβιογραφία, που έλκει την απώτατη καταγωγή της από τον Ιούλιο Καίσαρα, τον Μάρκο Αυρήλιο και τον Άγιο Αυγουστίνο, θα αποκτήσει συνεκτικότερη υπόσταση με τα Δοκίμια του Μονταίνιου κατά τον 16ο αιώνα και με τα Απομνημονεύματα του Μπενβενούτο Τσελλίνι στις αρχές του 18ου αιώνα, αλλά θα καθιερωθεί ως ξεχωριστό λογοτεχνικό είδος μόνο με τις Εξομολογήσεις του Ρουσσώ, που θα δημοσιευτούν μεταξύ 1782 και 1789. Θα ακολουθήσουν, πολύ γρήγορα, ο Εdward Gibbon (ο Εδουάρδος Γίββων των παλαιών ελληνικών μεταφράσεων), από την Αγγλία, με τη μεταθανάτια έκδοση των Απομνημονευμάτων της ζωής και των γραπτών του (1796), τα οποία θα συναρτήσουν για πρώτη φορά την ιστοριογραφία με την αυτοβιογραφία, και ο Τζάκομο Καζανόβα, από την Ιταλία, με την Ιστορία της ζωής μου (1822), η οποία θα ταυτιστεί με την ηθική των λιμπερτίνων.
Μετά τον Βίλχελμ Ντίλταϋ (Wilhelm Dilthey), που θα αναγνωρίσει στην αυτοβιογραφία έναν στιβαρό ρόλο (τη συστηματική γνώση του κόσμου μέσω του εαυτού), ο 20ός αιώνας θα ξεκινήσει να αμφιβάλλει για τη γνησιότητα της μαρτυρίας της, εκλαμβάνοντάς την ως ένα μάλλον αναξιόπιστο ντοκουμέντο. Η κοινωνιολογία και η ψυχανάλυση μπορεί να δεχτούν πως η μνήμη και η αφήγηση, που συνιστούν τις δύο απαραγνώριστες αυτοβιογραφικές παραμέτρους, δεν διαρρηγνύουν την ενότητα του υποκειμένου στο επίπεδο της πραγματικότητας, η φιλοσοφία, όμως, θα δει τις ίδιες παραμέτρους να παγιδεύουν το εγώ στο ρευστό τοπίο της γλώσσας (Ντερριντά), ακυρώνοντας τον οποιονδήποτε ισχυρισμό του. Η αφήγηση, πάλι, αυτή καθ’ εαυτήν θα βάλει σε σοβαρές υποψίες ιστορικούς όπως ο Ρότζερ Κόλλινγκγουντ (Roger Collingwood), ήδη από το 1947, ή ο Χέυντεν Γουάιτ (Hayden White), από τις αρχές της δεκαετίας του 1970, που θα υποβάλουν σε αυστηρό έλεγχο το κύρος της ιστοριογραφικής επιστήμης, κραδαίνοντας ως σημαία των αμφιβολιών τους το φαντασιακό και λογοπλαστικό της στοιχείο.
Tο υποκείμενο, η Ιστορία, η ιστοριογραφία
Στο σημείο αυτό θα επανέλθουμε στο βιβλίο του Δερτιλή, μια πρωτοπρόσωπη, ανοιχτή και ως εξ ορισμού ανολοκλήρωτη σύνθεση, όπου θα συναντηθούν η αυτοβιογραφική με την ιστορική αφήγηση. Ο συγγραφέας δεν θα προβάλει εδώ τις ευθύνες που εγγράφονται στο δημόσιο ενεργητικό του (όπως συμβαίνει με τα memoirs), αλλά θα παρατηρήσει και θα αξιολογήσει τον εαυτό του σε συνάρτηση με ορισμένα από τα μείζονα γεγονότα της εποχής του, βασισμένος στην τωρινή, αναδρομική του ματιά. Ο Δερτιλής θα αποκαταστήσει τα δικαιώματα του υποκειμένου, της Ιστορίας και της ιστοριογραφίας, ανοίγοντας μια πόρτα στην egohistory, που θα εγκαινιαστεί με το έργο τού Πιερ Νορά (Pierre Nora), Essais L’ego-histoire (1987). Στην ego-history οι ιστορικοί θα συσχετίσουν τον εαυτό τους και τον στενότερο ή τον ευρύτερο οικογενειακό τους κύκλο με τη συλλογική εμπειρία, την οποία θα ζήσουν οι ίδιοι. Υπό την οπτική, ωστόσο, μιας τέτοιας υποκειμενικότητας, το συλλογικό θα επανέλθει με αυξημένη ισχύ στο προσκήνιο, ακόμα κι αν το μόνο το οποίο θα κατορθώσει εν τέλει ο ιστορικός δεν θα είναι κάτι παραπάνω από την αυτοκατανόησή του.
Ας τα πάρουμε με τη σειρά. Ως προς την αποκατάσταση των δικαιωμάτων του υποκειμένου, ο Δερτιλής θα εντάξει τις δυσκολίες της εύπορης οικογένειάς του κατά τη δεκαετία του 1940 στην αλυσίδα φαινομένων τα οποία θα γεννήσουν η Κατοχή και ο Εμφύλιος (από την πείνα και τον μαυραγοριτισμό μέχρι τη σωρεία νεκρών και από τις δύο αντίπαλες παρατάξεις), χωρίς να αποβάλει ούτε προς στιγμήν το βλέμμα του παιδιού που παρακολουθεί τα συμβάντα. Τα παιδιά δεν θα πάψουν ποτέ να είναι παιδιά κι ας γκρεμίζεται το σύμπαν τριγύρω τους. Για εκείνα προέχουν τα παιχνίδια, τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα και τα μονίμως ακατανόητα σουσούμια των μεγάλων, που θα δώσουν και τις πιο ζωντανές και χυμώδεις σελίδες του βιβλίου. Την ίδια, εν τούτοις, ώρα το παιδικό βλέμμα θα καθοδηγηθεί από την πείρα του ενηλίκου που αφηγείται, χωρίς, για άλλη μια φορά, να σκιαστεί από το βάρος της. Τα δικαιώματα του υποκειμένου θα παραμείνουν και στις κατοπινές φάσεις της αφήγησης με τον νεαρό ή ώριμο Δερτιλή να αφορμάται πάντοτε, είτε για τις πολιτικές του θέσεις πρόκειται είτε για την επαγγελματική του σταδιοδρομία, από τις εσώτερες ανάγκες ενός αδιάπτωτα ανήσυχου εαυτού.
Ως προς την αποκατάσταση των δικαιωμάτων της Ιστορίας, ο ζόφος της Κατοχής και του Εμφυλίου, η στρατοκρατία της δικτατορίας των συνταγματαρχών και το κλίμα των πρώτων χρόνων της μεταπολίτευσης θα κυριαρχήσουν στις σελίδες του βιβλίου, υπό τον όρο ότι θα κατανοηθούν όχι ως απρόσωπες και αντικειμενικά αδιαπέραστες καταστάσεις, αλλά σαν μια εύπλαστη, ολοζώντανη και αεικίνητη ύλη, που θα μετατραπεί σε οργανικό μέρος της ζωής του αφηγητή: ένα κομμάτι αναπόσπαστης σάρκας σφηνωμένο στον βαθύτερο πυρήνα του ψυχισμού και της καθημερινής του συνείδησης. ως προς την αποκατάσταση, τέλος, των δικαιωμάτων της ιστοριογραφίας, τον αναφαίρετο λόγο έχουν τα δοκιμιακά τμήματα του βιβλίου του Δερτιλή, οι απαλλαγμένες από κάθε θεωρητική αργκό αναλύσεις του για τη νεοελληνική παθολογία. Και εν προκειμένω θα πρέπει να σκεφτούμε μιαν αρκετά πλατιά γκάμα: από τις ριζικές αλλαγές που θα γνωρίσουν η ιδεολογία και η οικονομική συγκρότηση των αστικών στρωμάτων και τις χρόνιες δημοσιονομικές αδυναμίες μέχρι τις δυσλειτουργίες της δημοκρατίας και του κοινοβουλευτισμού και τα εσωτερικά προβλήματα του πανεπιστημίου. Η ιστοριογραφία, παρ' όλα αυτά, δεν θα σπεύσει σε αυτή τη γραμμή ούτε να επιδείξει τις επιστημονικές της βεβαιότητες ούτε να διακηρύξει τις ακλόνητες κοσμοθεωρητικές της ιδέες. Τα πάντα θα τεθούν υπό δοκιμή σ’ έναν ιστοριογραφικό στοχασμό που δεν πιστεύει στις διδακτικές του ικανότητες, δεν υπολήπτεται τις αφ’ υψηλού θεωρίες, παρακολουθεί καταλεπτώς τα ερευνητικά του δεδομένα και δεν είναι πρόθυμος να φορέσει κανένα ιδεολογικό κοστούμι.
Το βιβλίο του Δερτιλή δεν είναι λογοτεχνική αυτοβιογραφία, και στάσεις, όπως οι στάσεις που θα τηρήσουν στις αυτοβιογραφίες τους ο Παλαμάς, ο Καζαντζάκης, ο Λαπαθιώτης, ο Λασκαράτος και ο Δροσίνης, δεν έχουν καμιά θέση στη ρητορική του. Έχουν, όμως, θέση, και κάποτε αναφέρονται ρητώς, οι αυτοβιογραφίες του Κοραή, του Παύλου Καλλιγά και του Δημητρίου Βικέλα. Μπαίνοντας στην τροχιά τους, ο Δερτιλής θα αποδειχθεί ένας ιστορικός του εαυτού του με το μάτι προσηλωμένο στους άλλους: στους κοντινούς του, που τον ανέθρεψαν και τον βοήθησαν να σχηματίσει, εκών - άκων, τις πρώτες του πεποιθήσεις, και τους μακρινότερους (συλλογικά υποκείμενα και ατομικές μονάδες), που του επέτρεψαν να διακρίνει διάφορες μορφές γένεσης της ελληνικής κοινωνίας, σ’ ένα παιχνίδι πολλαπλών μεταλλαγών, το οποίο, παρά τα πολλαπλά βαρίδια και τους απογοητευτικά επανερχόμενους κύκλους του, δεν έχει σταματήσει να αναδιατάσσεται και να αναπροσανατολίζεται συνεχώς. Οι αδιάκοπες, άλλωστε, αυτές μεταμορφώσεις δεν προσδιορίζουν και τη μοίρα κάθε ιστορικού;